1. Tο πρόβλημα κάτω από το χαλί

Υπάρχουν, άραγε, διαφορές στην αντίληψη που έχουμε μεταξύ μας, στο εσωτερικό της ΛΑΕ, σχετικά με θεμελιώδη ζητήματα, όπως η παραγωγική ανασυγκρότηση, η σχέση παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων, η πορεία προς το σοσιαλισμό; Εάν οι διαφορές αυτές όντως υπάρχουν, μπορούν, άραγε, να γεφυρωθούν τώρα, χάρη στην καλή θέληση που έχουμε και η οποία χτίστηκε με τον καιρό μέσα από την εμπειρία της συνύπαρξής μας στον Σύριζα; Μπορούμε, μήπως, να τις παραβλέψουμε στο όνομα της μάξιμουμ οργανωτικής ενότητας; Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα ότι η απάντηση είναι αρνητική (βλ. στο σχετικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Εργατική Αριστερά (1) και στο Rproject). Οι διαφορές είναι θεμελιακές, ισχυριζόταν το άρθρο, διότι αναφέρονται στη χάραξη πολιτικής στρατηγικής, στη μακροχρόνια πορεία που θα ακολουθήσουμε ως ΛΑΕ, τι στόχους θα βάλουμε, ποιες συμμαχίες χρειαζόμαστε. Και αν κάτι μπορεί να μας διδάξει το παρελθόν, είναι ότι οι εν λόγω διαφορές αναφέρονται σε ιδέες που αλληλο-γρονθοκοπούνται εδώ και έναν αιώνα χωρίς να επιτευχθεί ποτέ κανενός είδους σύνθεση. Για τους λόγους αυτούς, κατέληγε το άρθρο, η μόνη αποτελεσματική μορφή σύνταξης των δυνάμεων της δικής μας Αριστεράς δεν μπορεί να είναι άλλη από το ενιαίο μέτωπο, δεν μπορεί να είναι η μορφή «κόμμα» ή κάποια υβριδική μορφή μετώπου και κόμματος.

Σε απάντηση ή στον απόηχο των παραπάνω απόψεων, ο σ. Πέτρος Παπακωνσταντίνου δημοσίευσε στην Ίσκρα (2) άρθρο με το οποίο άσκησε κριτική στις παραπάνω απόψεις, και ο σ. Παναγιώτης Σωτήρης τοποθετήθηκε στο Εκτός Γραμμής (3). Κατά παράδοξο τρόπο, και τα δύο άρθρα επιβεβαιώνουν εμμέσως τη θέση που θέλουν να απορρίψουν, δηλαδή τη θέση ότι οι διαφορές απόψεων στο εσωτερικό της ΛΑΕ όσον αφορά τα στρατηγικά ζητήματα είναι ανταγωνιστικές και έτσι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο σύνθεσης και αναγκαστικά επιβάλλουν τη μορφή «ενιαίο μέτωπο». Αυτή η έμμεση επιβεβαίωση υπάρχει επειδή και τα δύο άρθρα, κάθε ένα από αυτά ξεχωριστά, υπογραμμίζουν τις διαφορές στην αντίληψη των στρατηγικών, μακροπρόθεσμων κατευθύνσεων που υπάρχουν στο εσωτερικό της ΛΑΕ, παίρνοντας θέση υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης, και μάλιστα με τρόπο επαρκώς άκαμπτο και ανυποχώρητο, ώστε να αποτελεί ερώτημα πώς μπορεί να γίνει εφικτή η σύνταξη προγράμματος μέσω της σύνθεσης τόσο διαφορετικών στρατηγικών προσανατολισμών.

Για παράδειγμα, ο σ. Σωτήρης, με έναν συλλογισμό που αναφέρεται στην ιστορική συγκυρία στην Ελλάδα, φτάνει στο συμπέρασμα ότι «εξαρχής, η έξοδος από την ύφεση και το ‘‘σπιράλ θανάτου’’ της ελληνικής οικονομίας θα απαιτήσει μετασχηματισμούς σε σοσιαλιστική κατεύθυνση και στην πραγματικότητα όξυνση των ταξικών συγκρούσεων με την ‘‘επιχειρηματικότητα’’». Και για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, ο Παναγιώτης αναφέρει μεταξύ άλλων ως μετασχηματισμούς σε σοσιαλιστική κατεύθυνση «πρακτικές αυτοδιαχείρισης για το παραγωγικό δυναμικό που μένει αναξιοποίητο (...) πρακτικές εργατικού ελέγχου (...) αναγκαστικά πλατύ πειραματισμό σε νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής». Είναι, άραγε, εφικτό, να υπάρξει σύνθεση της άποψης αυτής με την άποψη που διατυπώνει ο Πέτρος στο άρθρο του ότι δεν μπορούν να υπάρξουν «σοσιαλιστικές νησίδες» εντός καπιταλιστικής κυριαρχίας, με μη καπιταλιστικές μορφές παραγωγής; Διότι, ας μη γελιόμαστε, η ταξική σύγκρουση με την επιχειρηματικότητα, η αυτοδιαχείριση σε κατειλημμένες από τους εργαζόμενους επιχειρήσεις, ο εργατικός έλεγχος, ο πειραματισμός με νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής, δεν είναι «μετασχηματισμοί σε σοσιαλιστική κατεύθυνση», είναι μετασχηματισμοί με σοσιαλιστικό χαρακτήρα μέσα στα σπλάχνα του καπιταλισμού.

Το παράδειγμα αυτό (και άλλα που θα μπορούσαμε εύκολα να πολλαπλασιάσουμε με το υλικό των δημοσιευμένων άρθρων) δείχνει με γλαφυρό τρόπο ότι τα τρία άρθρα των συντρόφων, ενώ υπογραμμίζουν θεμελιώδεις διαφορές όσον αφορά στρατηγικά ζητήματα, καταλήγουν, παραδόξως, στην πρόταση ενός προγράμματος υβριδικής μορφής μετώπου - κόμματος με ελάχιστη στρατηγική σύγκλιση. Η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι σπρώχνουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί, όπως συνηθίζεται στη ΛΑΕ από την πρώτη στιγμή της συγκρότησής της, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση μιας εν πολλοίς βουβής πικρίας και απογοήτευσης που ενισχύει φυγόκεντρες τάσεις αποσυσπείρωσης.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει εδώ που βρισκόμαστε να υπάρξει ένας λεπτομερής διάλογος για να ελέγξουμε τη υπόθεση εργασίας ότι είναι εφικτή μια «ελάχιστη στρατηγική σύγκλιση» (κατά την έκφραση του Πέτρου) και βεβαίως σε τι θα συνίστατο αυτό το ελάχιστο. Τα τρία πρώτα δημοσιευμένα άρθρα έχουν ήδη εγκαινιάσει μια ευρεία, συντροφική και ανοιχτή συζήτηση που έπρεπε να είχε γίνει από καιρό, και η οποία μπορεί να θέσει στη δοκιμασία της κριτικής, ως υπόθεση εργασίας, τον ισχυρισμό ότι μπορούν οι συνιστώσες της ΛΑΕ να συμφωνήσουν σε θέματα στρατηγικής σε βαθμό επαρκή ώστε η μορφή «κόμμα» ή κάποια υβριδική μορφή μετώπου-κόμματος να προκρίνεται ως η αποτελεσματικότερη μορφή συγκρότησης συλλογικότητας.

Σε αυτή την κατεύθυνση, του περαιτέρω διαλόγου, το υπόλοιπο άρθρο αναφέρεται σε εκείνες τις διαφορές θεμελιακών αντιλήψεων που υπάρχουν στους κόλπους της ΛΑΕ και έχουν την πιο κρίσιμη σημασία για την πορεία μας στο εξής, εξηγώντας τώρα καλύτερα τις θέσεις του άρθρου που δημοσιεύθηκε στην Εργατική Αριστερά και θεωρήθηκε ότι υιοθετεί «εύκολες λύσεις» (Πέτρος) ή ότι έχει «σχηματικό χαρακτήρα» (Παναγιώτης). Σαν προϋπόθεση των συλλογισμών που ακολουθούν, λαμβάνουμε ως αυτονόητο δεδομένο ότι κανείς μας δεν επιθυμεί την αναπαραγωγή ενός «Σύριζα 2», ενός μετώπου-κόμματος όπου η ηγεσία κάνει ό,τι θέλει και η αντιπολίτευση καταγράφει τις διαφωνίες της, η ηγεσία εισηγείται και η αντιπολίτευση καταθέτει τροπολογίες, διότι το αποτέλεσμα τέτοιων πρακτικών δεν είναι η σύνθεση απόψεων αλλά το «καπέλωμα» και τελικά ο εκφυλισμός.

2. Το μεταβατικό πρόγραμμα και ο σοσιαλισμός

Υπάρχουν δύο αντιλήψεις για την πορεία στο σοσιαλισμό (γενικά στην Αριστερά, αλλά και στη ΛΑΕ), οι οποίες έρχονται εύκολα στη επιφάνεια με την ερώτηση εάν ο σοσιαλισμός είναι απλώς ένα μελλοντικό στάδιο της ιστορίας ή μήπως είναι και μια ιστορική τάση, δηλαδή μια αυθόρμητη κίνηση της πραγματικότητας προς μια ριζικά διαφορετική κοινωνία (τον κομμουνισμό), μια ιστορική τάση εγγεγραμμένη στον ίδιο τον τρόπο ύπαρξης του καπιταλισμού, εγγεγραμμένη στο εγγενές ρήγμα της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας και γι’ αυτό διαρκώς παρούσα - έτσι ώστε τα φύτρα του κομμουνιστικού μας μέλλοντος να ενυπάρχουν στα σπλάχνα του καπιταλισμού. Όχι μόνο με την έννοια ότι έχουν σχηματιστεί στα σπλάχνα του καπιταλισμού αυτά τα φύτρα, που η Αριστερά πρέπει να αγωνιστεί για να «απελευθερωθούν» από τους καταναγκασμούς του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά και με την έννοια ότι η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας είναι όχι απλώς ενεργή αλλά και δεσπόζουσα, αναπαράγοντας διαρκώς το ταξικό - κοινωνικό ρήγμα και μη επιτρέποντας πολιτικές ταξικά «ουδέτερες». 

Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρητική παράδοση, ο κομμουνισμός (και ο σοσιαλισμός που είναι η μεταβατική φάση από τον καπιταλιστικό στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής) «δεν είναι για εμάς μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ' αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν» (Μαρξ και Έγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, Gutenberg, 1997, σελ. 81-82). Η διατύπωση «πραγματική κίνηση» δεν θα πρέπει εδώ να ερμηνευθεί ως «η κίνηση που πράγματι συμβαίνει» αλλά ως «η κίνηση της πραγματικότητας».

Αυτές οι δύο διαφορετικές αντιλήψεις για το σοσιαλισμό, παράγουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για τον τρόπο που σχεδιάζονται τα μεγάλα, μακροχρόνια, μελλοντικά βήματα μιας πολιτικής οργάνωσης της Αριστεράς, το στρατηγικό της σχέδιο:

Εάν ο σοσιαλισμός είναι μόνο ένα μελλοντικό στάδιο της ιστορίας, διακριτό από το προηγούμενο στάδιο του καπιταλισμού όπως το άσπρο με το μαύρο, τότε ο σοσιαλισμός δεν εμφανίζεται με καμιά μορφή ύπαρξης στο παρόν, και ως τούτου, για να φτάσουμε σε αυτόν, φυσικό είναι να προηγούνται άλλα στάδια υψηλής προτεραιότητας, στα οποία το περιεχόμενο της δράσης μας καθορίζεται αποκλειστικά με βάση το στόχο του τρέχοντος σταδίου. Εάν, για παράδειγμα, βρισκόμαστε σε ένα στάδιο όπου ο στόχος είναι να προχωρήσουμε σε αναδιάρθρωση του παραγωγικού δυναμικού, αυτό θα πρέπει να εξυπηρετεί το στόχο της επούλωσης των πληγών που άφησε η μνημονιακή πολιτική στο παραγωγικό σύστημα, και έτσι ο στρατηγικός μας στόχος του σοσιαλισμού εξωθείται σε κάποιο απροσδιόριστο μελλον: αυτό που υποτίθεται ότι χρειάζεται τώρα, είναι η ανασυγκρότηση των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου, ενώ ό,τι αφορά τις παραγωγικές σχέσεις αναβάλλεται επ' αόριστον επειδή αναφέρεται σε ένα μελλοντικό στάδιο της ιστορίας που είναι ο σοσιαλισμός. Οι φράσεις «στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού», «με σοσιαλιστικό ορίζοντα», «με σοσιαλιστική προοπτική», που χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τα ηγετικά στελέχη της ΛΑΕ, αποδίδουν ακριβώς αυτή την αντίληψη, ενός σοσιαλιστικού μέλλοντος που δεν καθορίζει το περιεχόμενο των σημερινών μας μαχών, αλλά μόνο τον «αξιακό ορίζοντα» της πάλης μας. Η περίπτωση της ΒΙΟΜΕ αντιμετωπίζεται έτσι ως ουτοπία ή ως μια απλή αμυντική κίνηση των εργαζομένων, διότι όπως γράφει ο Πέτρος, δεν μπορούν να υπάρχουν «σοσιαλιστικές νησίδες» στο αρχιπέλαγος του καπιταλισμού. Η θεωρία των σταδίων, αναφέρεται λοιπόν σε ένα είδος ιστορικής σκάλας που πρέπει να ανεβούμε «ένα σκαλοπάτι τη φορά» χωρίς να κοιτάμε στην κορυφή της μην τυχόν και ζαλιστούμε και πέσουμε.

Εάν πάλι ο σοσιαλισμός δεν εμφανίζεται μόνο σε ένα μελλοντικό στάδιο της ιστορίας, δηλαδή μόνο στο μεταβατικό ιστορικό στάδιο ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, αλλά είναι και μια ιστορική τάση διαρκώς παρούσα μέσα στην κίνηση της ίδιας της καπιταλιστικής πραγματικότητας, επομένως παρούσα εδώ και τώρα, αυτό σημαίνει ότι είναι κάτι ανιχνεύσιμο μέσα στις σημερινές συνθήκες καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Επομένως, οι ενδιάμεσοι πολιτικοί στόχοι που θέτουμε πρέπει να εγκολπώνουν ευθύς εξαρχής στα άμεσα καθήκοντα την εξυπηρέτηση του στρατηγικού στόχου και να τη συνθέτουν με την εξυπηρέτηση του όποιου ενδιάμεσου στόχου. Το θεωρητικό σχήμα που προκύπτει από αυτά, είναι το μεταβατικό πρόγραμμα, το οποίο είναι ευθύς εξαρχής μεταβατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Όσον αφορά, για παράδειγμα, το στόχο της αναδιάρθρωσης του παραγωγικού δυναμικού, οι δράσεις που θα αναλάβουμε και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε οφείλουν να εξυπηρετούν τον στόχο της ανατροπής της μνημονιακής πολιτικής με τρόπο που να ενδυναμώνει την ιστορική τάση προς το σοσιαλισμό, παρεμβαίνοντας στις σχέσεις ιδιοκτησίας, στην οργάνωση της παραγωγής, εγκαθιστώντας μορφές αυτοδιαχείρισης, δίνοντας προτεραιότητα στην παραγωγή δημόσιων αγαθών, ενισχύοντας τις συνεργατικές μορφές παραγωγής, ανοίγοντας τις πόρτες των επιχειρήσεων στη δημοκρατία και τον κοινωνικό έλεγχο, υποτάσσοντας το δεσποτισμό των εργοδοτών στον εργατικό έλεγχο κ.λπ. (βλ. επίσης στο άρθρο του Παναγιώτη Σωτήρη). Κάθε επιχείρηση που εγκαταλείπεται από τα αφεντικά, πρέπει να περνάει στα χέρια των εργαζομένων για να υπάρξει προώθηση νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας, που θα υπερβαίνουν τα τυπικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά της εργασίας: ειδικευμένη-ανειδίκευτη εργασία, εκτέλεση-διεύθυνση, διανοητική-χειρωνακτική εργασία, ιεραρχικές σχέσεις, δεσποτισμός και αδιαφάνεια κ.λπ. Η παραγωγική ανασυγκρότηση από τη δική μας άποψη δεν νοείται χωρίς να θίξουμε τα ιερά και τα όσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής: το δικαίωμα του καπιταλιστή να διευθύνει εκείνος και μόνον εκείνος την παραγωγή, να την οργανώνει και να καρπώνεται τα οφέλη, να αποφασίζει τι και πώς θα παράγουμε εμείς, οι άμεσοι παραγωγοί, για λογαριασμό του και προς όφελός του. Εξάλλου, επειδή «δεν εργαζόμαστε δύο φορές, μια φορά για να δημιουργήσουμε χρήσιμο προϊόν, δηλαδή μια αξία χρήσης, μετατρέποντας τα μέσα παραγωγής σε προϊόντα, και την άλλη φορά για να δημιουργήσουμε αξία και υπεραξία» (Μαρξ), δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την παραγωγική ανασυγκρότηση από τις παραγωγικές σχέσεις, ούτε μπορούμε να κάνουμε πολιτική πρώτα με τη μία (την ανασυγκρότηση των παραγωγικών δυνάμεων) και μετά, στο  αντικαπιταλιστικό ή σοσιαλιστικό μέλλον, με τις άλλες (τις σχέσεις παραγωγής).

Έχουμε, λοιπόν, μέσα στη ΛΑΕ, δύο διαφορετικές αντιλήψεις για το σοσιαλισμό, αμφότερες με βαθιές ιστορικές καταβολές, στρατηγικά ασύμβατες μεταξύ τους, οι οποίες υποδεικνύουν δύο διαφορετικές στρατηγικές για την πορεία προς το σοσιαλισμό: τη θεωρία των σταδίων και τη θεωρία του μεταβατικού προγράμματος.

Το πρόβλημα δεν λύνεται με αλλαγή λεξιλογίου, μετονομάζοντας τη θεωρία των σταδίων σε μεταβατικό πρόγραμμα, ούτε με την παραδοχή πως αυτά τα δύο τελικά δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους. Ο Πέτρος γράφει στο άρθρο του ότι «η μη ύπαρξη μεταβατικού ‘‘σταδίου’’ δεν σημαίνει μη ύπαρξη μεταβατικού προγράμματος πάλης των λαϊκών τάξεων για μια άμεση, λυτρωτική απάντηση στις αγωνίες και τις ανάγκες τους». Πράγματι, έτσι είναι: τόσο ένα «μεταβατικό στάδιο» (όπως αυτό προβλέπεται από τη θεωρία των σταδίων) όσο και ένα μεταβατικό πρόγραμμα (όπως αυτό που προβλέπεται από τη θεωρία των μεταβατικών σοσιαλιστικών προγραμμάτων) περιλαμβάνουν άμεσα καθήκοντα για την άμεση απάντηση στα προβλήματα, στις αγωνίες και τις ανάγκες των υποτελών κοινωνικών τάξεων, μόνο που η ομοιότητα σταματάει ακριβώς εκεί. Το μεταβατικό πρόγραμμα προβλέπει κάτι παραπάνω από ό,τι προβλέπει η θεωρία των σταδίων: προβλέπει ότι ο στρατηγικός στόχος (η σοσιαλιστική πολιτική εξουσία), συμμετέχει ήδη τώρα, μαζί με τους ενδιάμεσους στόχους, ως καθοδηγητική αρχή στον καθορισμό των άμεσων καθηκόντων όσο και των μέσων που θα χρησιμοποιήσουμε για την υλοποίησή τους. Πρόκειται για μια ενιαία διαδικασία επίτευξης ενδιάμεσων στόχων και ταυτοχρόνως ενδυνάμωσης της ιστορικής τάσης προς το σοσιαλισμό (δηλαδή εξυπηρέτησης του στρατηγικού στόχου), κάτι που δεν ισχύει για τη θεωρία των σταδίων, όπου τα άμεσα καθήκοντα (του κάθε σταδίου) καθοδηγούνται αποκλειστικά από το στόχο του εν λόγω σταδίου.*

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα με το οποίο ασχολήθηκαν τα δύο άρθρα, της Εργατικής Αριστεράς και της Ίσκρα: τόσο η δράση που καθοδηγείται από τη θεωρία των σταδίων όσο και αυτή που καθοδηγείται από τη λογική του μεταβατικού σοσιαλιστικού προγράμματος προφανώς προβλέπουν δράσεις αλληλεγγύης στις γειτονιές για την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων συντήρησης και αναπαραγωγής που αντιμετωπίζουν οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις στο βαθμό που οι μισθοί μειώνονται, η απασχόληση συρρικνώνεται και το κράτος εγκαταλείπει μια σειρά διαύλων διοχέτευσης πόρων στην κοινωνική αναπαραγωγή (υγεία, επιδόματα ανεργίας, συντάξεις κ.λπ.). Η ομοιότητα όμως σταματάει εκεί: η θεωρία των σταδίων, ακριβώς επειδή εξωθεί στο υπερπέραν τον σοσιαλισμό, μάς συνιστά να προσδιορίσουμε τις δράσεις μας αποκλειστικά με βάση τις άμεσες ανάγκες της στιγμής, δηλαδή την ανακούφιση εκείνων των στρωμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα συντήρησης και αναπαραγωγής των ικανοτήτων τους προς εργασία. Όπως λέει ο Πέτρος στην κριτική του, η ιδέα ότι μπορούν να υπάρξουν δομές αλληλεγγύης χτισμένες πάνω στις αξίες του σοσιαλισμού είναι αυταπάτη. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι μπορούμε να αναπτύξουμε δομές αλληλεγγύης χτισμένες πάνω στις αξίες του χριστιανισμού ή του ανθρωπισμού, αλλά όχι του σοσιαλισμού; (διότι η αλληλεγγύη δεν μπορεί να αιωρείται στον αέρα, σε κάποιες αξίες θα πρέπει να στηριχτεί) Η θεωρία του μεταβατικού σοσιαλιστικού προγράμματος, αντιθέτως, επειδή ξεκινά από τη θέση πώς ο κομμουνισμός, άρα και ο σοσιαλισμός, είναι μια τάση της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι κάτι που αχνοδιαγράφεται μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία και στο εγγενές ρήγμα της αντίθεσης κεφάλαιο - εργασία, είναι μια τάση που μπορούμε να την παρατηρήσουμε μέσα σε πολλά φαινόμενα της καπιταλιστικής κοινωνίας, έχει να πει τα εξής: Καμία πράξη αλληλεγγύης δε φέρει άλλο ιδεολογικό φορτίο από αυτό που της προσδίδουμε εμείς με την κοινωνική πρακτική μας. Για να είναι κόκκινο το χρώμα της δικής μας αλληλεγγύης, θα πρέπει να παρεμβαίνει στην ίδια τη διαδικασία της ύφανσης του πλέγματος των κοινωνικών σχέσεων με σκοπό την αλλαγή τους, να εγκαθιστά νέες μορφές κοινωνικής πρακτικής οι οποίες θα προαναγγέλλουν τον τύπο κοινωνίας που οραματιζόμαστε, να καταδεικνύει ότι αυτή δεν είναι ένα μελλοντικό στάδιο της ιστορίας αλλά μια τάση ενύπαρκτη στα πράγματα, είναι μια δυνατότητα εγγεγραμμένη σε αυτό που ζούμε σήμερα, είναι μια ανοιχτή δυνατότητα εγγεγραμμένη στο ίδιο το εσωτερικό του καπιταλισμού. Οι δικές μας δράσεις αλληλεγγύης θα πρέπει να  βρίσκουν μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία αυτό που αναγγέλλει το τέλος της και σε αυτά να κάνουμε χώρο, να τους δώσουμε διάρκεια: Η αυτο-οργάνωση και η αυτο-διεύθυνση στις γειτονιές, η απο-εμπορευματοποίηση, οι αυτοδιαχειριζόμενοι κοινωνικοί χώροι, τα κοινωνικά κέντρα και τα κοινωνικά ιατρεία, αντανακλούν συμβολικά τις αξίες της δικής μας, κόκκινης αλληλεγγύης. Οι συνεταιρισμοί παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές με γνώμονα την ενεργειακή αυτονομία και εναντίον της λογικής της αξιοποίησης του κεφαλαίου, οι μορφές μη καπιταλιστικής κοινοτικής παραγωγής (συλλογικές κουζίνες, καθαριστήρια, παιδικοί σταθμοί, κινηματογραφικές, μουσικές κ.λπ. λέσχες που λειτουργούν ως δικοί μας ιδεολογικοί μηχανισμοί), μπορούν να διαμορφώσουν χώρους ιδεολογικής απεμπλοκής της εργασίας από το κεφάλαιο, εκπαίδευσης στη λογική και την ηθική της κοινωνίας των αναγκών, σε αντιπαράθεση με τη λογική της κοινωνίας του κέρδους, της συσσώρευσης κεφαλαίου και της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων. Και επειδή με τα χρόνια και τις δεκαετίες τις παλιές δικολαβίες τις μάθαμε, ας το διευκρινίσουμε: η κόκκινη αλληλεγγύη στις γειτονιές, οι αντικαπιταλιστικές μορφές οργάνωσης της εργασίας, η αμφισβήτηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και των σχέσεων ιδιοκτησίας, δεν μπορούν μόνες τους να ανοίξουν το δρόμο στο σοσιαλισμό, όπως ενδεχομένως πιστεύουν οι αναρχικοί και κάποιοι μεταμοντέρνοι αριστεροί, αλλά είναι έργο κυρίως του πολιτικού αγώνα στην κεντρική πολιτική σκηνή, του αγώνα για την εξουσία. Από την άλλη όμως, ο κεντρικός πολιτικός αγώνας και ο αγώνας για την εξουσία χωρίς γείωση στις μάζες και στις «σοσιαλιστικές νησίδες», ελπίδες δεν έχει.

Η θεωρία των σταδίων σε όλες τις εκδοχές της (μεταξύ άλλων και στην εκδοχή της ότι δεν μπορούμε να παλέψουμε για αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα μετασχηματισμούς επειδή στον καπιταλισμό δεν μπορούν να υπάρχουν «σοσιαλιστικές νησίδες») είναι η θεωρία που απομόνωσε το εργατικό, σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό κίνημα (με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις) από κάθε παρέμβαση στις σχέσεις ιδιοκτησίας και στις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή στις σχέσεις που έχουν οι εργαζόμενοι με τα μέσα παραγωγής, μεταξύ τους και με την επιχείρηση.

Στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, όταν η τάξη των κεφαλαιοκρατών είναι σε θέση να καταστρέφει κατά βούληση τα μέσα παραγωγής επειδή δεν λειτουργούν ικανοποιητικά ως κεφάλαιο καταδικάζοντας έτσι σε μακροχρόνια ανεργία τους εργαζόμενους που έθεταν σε κίνηση αυτά τα μέσα παραγωγής, η αντίληψη ότι τώρα δεν είναι η ώρα να μας απασχολούν οι σχέσεις παραγωγής, εγκαταλείπει τις εργαζόμενες τάξεις στην απόλυτη εξουσία των αφεντικών, σε μια περίοδο όπου ο κάθε εργοδότης είναι σε θέση να εκμεταλλεύεται την εργασία με τους χειρότερους δυνατούς όρους για τους εργαζόμενους, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την αμοιβή, αλλά και τα ωράρια, τις διαταγές και τις εξευτελιστικές απαιτήσεις των επιχειρήσεων, τον υποβιβασμό της μισθωτής εργασίας στο επίπεδο της δουλείας, την περιφρόνηση της αξιοπρέπειας των εργαζομένων. Ο «νόμος της αγοράς» δεν αφορά μόνο το μισθό, αφορά ένα σύνολο σχέσεων, των παραγωγικών σχέσεων, όπου η κατάσταση σήμερα έχει γίνει αφόρητη για τους εργαζόμενους. Ακόμα και η δική μας Αριστερά απέχει από αυτό το πεδίο όπου οι κρεατομηχανές της αστικής τάξης θερίζουν όλες μαζί τον κόσμο της εργασίας, διότι η ενασχόληση με τις παραγωγικές σχέσεις δεν είναι της ώρας, υποτίθεται.

Και βέβαια, στη βάση των παραγωγικών σχέσεων στο πρωτογενές επίπεδο της παραγωγής, ορθώνεται το οικοδόμημα των συνολικών κοινωνικών σχέσεων, των συνολικών σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας: στην κατανάλωση, στη διανομή, στο κράτος. Οι οποίες έχουν καθολικό και ενιαίο χαρακτήρα. Σε αυτή τη βάση, είναι σωστό ότι δεν μπορούν να εγκαθιδρυθούν σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αλλά αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν και δεν πρέπει να γίνονται πειραματισμοί, να δίνονται μάχες και να υπάρχουν κατακτήσεις με αντικαπιταλιστικό και σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Αυτό που πρέπει να επιχειρούμε, είναι ο συντονισμός και η γενίκευσή τους, ώστε να αρθρωθούν σε μια συνολική μάχη για τη σοσιαλιστική ανατροπή και εξουσία. Αλλά πώς θα γενικευτούν σε μια τέτοια μάχη αν δεν έχουν ή δεν μπολιάζονται με αντικαπιταλιστικό και σοσιαλιστικό χαρακτήρα; Την αυταπάτη ότι μπορούμε να εγκαθιδρύσουμε σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις χωρίς να δώσουμε και να κερδίσουμε τον αγώνα για την εξουσία, μας τον δίδαξε πιο πρόσφατα ο Χολογουέι («Να αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να πάρουμε την εξουσία»), αλλά τη συναντούμε και σε ρεύματα του αναρχισμού και της αυτονομίας. Αυτή η αυταπάτη παραγνωρίζει τον ενιαίο και συνολικό χαρακτήρα των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας, που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μιας «παράλληλης σοσιαλιστικής κοινωνίας» στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Ωστόσο, η άποψη ότι δεν μπορούν ούτε πρέπει να γίνουν σοσιαλιστικού χαρακτήρα πειραματισμοί και μετασχηματισμοί στο πλαίσιο του καπιταλισμού, επειδή αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της ενσωμάτωσης ή επειδή δεν μπορούν να ολοκληρωθούν χωρίς την κατάληψη της εξουσίας, κάνει το ίδιο λάθος από την ανάποδη: παρερμηνεύει τον ενιαίο χαρακτήρα των σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας, παραγνωρίζοντας το εγγενές στον καπιταλισμό ρήγμα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και αρνείται τη δυνατότητα αυτό ακριβώς το ρήγμα να παραγάγει σοσιαλιστικές, δηλαδή αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις, πειραματισμούς και μετασχηματισμούς. Αυτή ακριβώς είναι η βασική φιλοσοφία της θεωρίας των σταδίων: υπάρχει ένα «στάδιο» ή μια «πρώτη φάση» όπου όλες οι αλλαγές, μετασχηματισμοί, ανατροπές κ.λπ. δεν θίγουν το καπιταλιστικό σύστημα σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας, αλλά «επουλώνουν πληγές» και ανασυγκροτούν ή μετασχηματίζουν την (καπιταλιστική) οικονομία χωρίς να θίγουν τις καπιταλιστικές σταθερές. Τα κάνουν όλα αυτά χωρίς να θίγουν -από την επόμενη μέρα» κι όχι σε επόμενο στάδιο- το κέρδος σαν δεσπόζουσα αρχή της παραγωγής, την αγορά σαν μηχανισμό κατανομής των πόρων (χρηματικών και ανθρώπινων), την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την εργοδοτική εξουσία, την πολιτική εξουσία της άρχουσας τάξης. Έτσι, η θεωρία των σταδίων φτάνει, από εντελώς διαφορετικό δρόμο, να αμφισβητεί το συνολικό και ενιαίο χαρακτήρα των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας. Ενώ μας αποδίδει αδίκως τη μομφή για αυταπάτες περί «σοσιαλιστικών νησίδων» στο πλαίσιο του καπιταλισμού, διέπεται η ίδια από την αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξει -και μάλιστα σε συνθήκες δομικής κρίσης του καπιταλισμού- η δυνατότητα όχι για «νησίδες» αλλά για μια ολόκληρη «ήπειρο» φιλολαϊκών πολιτικών και πολιτικών σύγκρουσης με το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο χωρίς να θιγούν οι σταθερές του καπιταλιστικού συστήματος εκμετάλλευσης και εξουσίας, χωρίς να ξεσπάσει άμεσα η μάχη για την εξουσία.

Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που, ενώ με βάση μια τέτοια θεώρηση ο στόχος της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας θα έπρεπε να απολυτοποιηθεί (αφού η «περιπέτεια» του σοσιαλισμού αρχίζει μόνο ύστερα από την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας), παραπέμπεται και αυτός για επόμενο στάδιο. Αναπόφευκτα, όλο το στρατηγικό σχέδιο στηρίζεται στην ελπίδα ή πρόβλεψη ότι, όπως γράφει ο Πέτρος, «μόνο η προώθηση άμεσων μέτρων, μεγάλης κρουστικής ισχύος, που προτείνει η ΛΑΕ, όπως η στάση πληρωμών του χρέους, η έξοδος από την Ευρωζώνη και η εθνικοποίηση των τραπεζών (μετά μάλιστα από την πρόσφατη αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους) ισοδυναμούν με κήρυξη πολέμου στο διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Κάτι που θα οδηγήσει σε μια ιστορικών διαστάσεων σύγκρουση, που θα φέρει επί τάπητος το πρόβλημα της πραγματικής εξουσίας». Λίγο πιο πάνω, στην ίδια παράγραφο γράφει για συγκέντρωση δυνάμεων «για αποφασιστικές αναμετρήσεις, οι οποίες θα θέσουν κάποια στιγμή (υπογράμμιση δική μας) επί τάπητος το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας (και όχι μόνο της κυβέρνησης)».

Η περιπέτεια του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το πρώτο μισό αυτών των προβλέψεων ισχύει απόλυτα: πράγματι, έστω και ένα μόνο από αυτά τα «κρουστικά» μέτρα «εξασφαλίζει» με μαθηματική ακρίβεια τη μετωπική σύγκρουση με το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Μάλιστα, η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ότι για να «εξασφαλίσουμε» τέτοιους θανάσιμους εχθρούς θα αρκούσε και μόνο να αρνηθούμε να υπογράψουμε ένα μνημόνιο. Όμως δεν αρκεί να βρούμε τον τρόπο ώστε να προκαλέσουμε σε μια σύγκρουση μέχρις εσχάτων τους μισητούς εχθρούς μας: η πολιτική μας στρατηγική πρέπει να προβλέπει τα μέσα με τα οποία θα βγούμε νικητές σε αυτή τη σύγκρουση. Και το πρόβλημα είναι ότι κανένα από τα μέτρα που «δειγματοληπτικά» ανέφερε ο Πέτρος δεν εξασφαλίζει ταυτόχρονα και σχηματισμό μάχης, «στρατό» αποφασισμένο να δώσει τη μάχη μέχρι τέλους. Διότι απλούστατα λησμόνησε να συμπεριλάβει στο πρόχειρο «δείγμα» των «κρουστικών» μέτρων που παρέθεσε, το κεφάλαιο που θα έπρεπε να αναφέρει πρώτο: τα μέτρα που θα αλλάξουν άμεσα και δραστικά τους όρους ζωής των εργαζόμενων τάξεων. Δεν εννοούμε με αυτό ότι διαφωνεί με αυτά, όπως εξάλλου κι εμείς δεν διαφωνούμε με την έξοδο από την Ευρωζώνη, τη στάση πληρωμών στο χρέος, την εθνικοποίηση των τραπεζών. Αυτή η παράλειψη αποκαλύπτει ενδεχομένως τι θεωρεί κανείς στρατηγικά σημαντικό, σίγουρα όμως παραπέμπει σε δύο προφανή θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα: Πρώτο, αν στα «κρουστικά» μέτρα ιεραρχήσουμε πρώτα τα μέτρα που θα αλλάξουν άμεσα και δραστικά τους όρους ζωής και τις συνθήκες αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων (γενναία αύξηση μισθού, δραστική φοροελάφρυνση, επίδομα ανεργίας σε όλους τους ανέργους και αύξηση του χρόνου απόδοσής του, κατάργηση όλων των μορφών «ελαστικής» εργασίας, μαζικό πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων στις κοινωνικές και οικολογικές υποδομές, ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους με έμφαση στην αντιμετώπιση της κοινωνικής εξαθλίωσης και τη στήριξη της υγείας και της παιδείας, κατάργηση του εργοδοτικού άβατου στις επιχειρήσεις και νομοθέτηση της μεταβίβασής όσων εγκαταλείπονται στους εργαζόμενους με κρατική στήριξη και εργατική αυτοδιαχείριση, οργάνωση της «κόκκινης αλληλεγγύης»), ως θεμελιώδη προϋπόθεση για να σχηματίσουμε κοινωνικό και πολιτικό σχηματισμό μάχης, τότε, εκτός από το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, θα εξασφαλίσουμε και έναν άλλο θανάσιμο αντίπαλο: την ελληνική αστική τάξη και το σύστημα της οικονομικής και πολιτικής της εξουσίας. Δεύτερο, αν πράξουμε όλα αυτά -και μάλιστα «στην πρώτη φάση της πρώτης φάσης»- τότε η μάχη για την εξουσία θα ξεσπάσει άμεσα και θα είναι πολύ σκληρή. Το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας δεν θα τεθεί «κάποια στιγμή», αλλά από την επόμενη μέρα, με τον εξής πολύ απλό τρόπο, που προδιέγραψε εξάλλου καθαρά και η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ: η άρχουσα τάξη και οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοί της θα χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα για να ανατρέψουν άμεσα την κυβέρνηση που θα διανοηθεί να υλοποιήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Η πάλη για την πολιτική εξουσία θα ξεκινήσει από την «επόμενη μέρα» ακριβώς πάνω σε αυτό το έδαφος.          

Το τελευταίο αυτό σημείο μας αποκαλύπτει τον άλλη θεμελιώδη πυλώνα του μεταβατικού προγράμματος: είναι πρόγραμμα για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και παραπέμπει στον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο στην παραγωγή, τη διανομή, την κατανάλωση, αλλά και στο κράτος. Όλα αυτά πρέπει να αρχίσουν επίσης από την «επόμενη μέρα».

Ασφαλώς μιλώντας για το μεταβατικό πρόγραμμα και την υλοποίησή του από την «επόμενη μέρα», δεν μπορούμε να προδιαγράψουμε μα ακρίβεια το ρυθμό των μεταβολών και το χρονικό ορίζοντα που η μάχη θα κριθεί. Ωστόσο, όλες οι διεθνείς εμπειρίες λένε ότι η μάχη για την εξουσία δεν είναι μεσομακροπρόθεσμου χρονικού ορίζοντα αλλά βραχυμεσοπρόθεσμου. Στη Χιλή κράτησε δυόμισι χρόνια. Στην Αντίσταση, από την έναρξή της μέχρι και τη Βάρκιζα, οπότε ουσιαστικά κρίθηκε, 4 χρόνια, στις ιδιόμορφες συνθήκες της ξένης κατοχής. Τα κυβερνητικά πειράματα της Λ. Αμερικής (για παράδειγμα, στη Βενεζουέλα) διήρκεσαν περισσότερο, αλλά η διάρκεια ήταν αποτέλεσμα στρατηγικής ατολμίας, δηλαδή αυταπάτης ή αδυναμίας για ολοκλήρωση της ρήξης με τον καπιταλισμό, που οδήγησε αναπόφευκτα στην αντεπίθεση του συστήματος. Αν πάντως μιλάμε για στρατηγική ανατροπής του καπιταλισμού και όχι για «αντιμπεριαλιστικό κεϊνσιανισμό» και αν μιλάμε για χώρες του αναπτυγμένου καπιταλιστικού πυρήνα και μάλιστα της Ευρωζώνης όπως η Ελλάδα, η έκβαση της μάχης για την εξουσία θα κριθεί στο βραχυμεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Οι τελευταίες διαπιστώσεις έχουν σημασία αν θέλουμε να οριοθετήσουμε με ακρίβεια -και όχι με την ευκολία προπαγανδιστικών σχημάτων- τη διαφορά της μεταβατικής μας στρατηγικής από τη στρατηγική του ΚΚΕ. Η διαφορά μας με το ΚΚΕ δεν είναι ότι εμείς πιστεύουμε πως μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή διακυβέρνηση σε μια χώρα των ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων και σε συνθήκες δομικής κρίσης του καπιταλισμού χωρίς μάχη και τελικά κατάκτηση της εξουσίας, αλλά ότι μια μεγάλη πολιτική ανατροπή που θα φέρει μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» μπορεί να πυροδοτήσει τη μάχη για την κατάκτηση της εξουσίας και το σοσιαλισμό. Χωρίς αυτή την τελευταία παραδοχή, οι κατηγορίες προς το ΚΚΕ για ανάγκη απαντήσεων «στο σκληρό σήμερα και όχι στο σοσιαλιστικό επέκεινα» μένουν κούφια προπαγανδιστικά σχήματα. Διότι το ΚΚΕ έχει γενικά απόλυτο δίκιο όταν λέει ότι δεν μπορούν να υπάρξουν φιλολαϊκές πολιτικές στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Απορρίπτει όμως τη στρατηγική δυνατότητα μιας μεγάλης πολιτικής ανατροπής και σχηματισμού «κυβέρνησης της Αριστεράς» που δε θα λύσει μεμιάς το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, αλλά μπορεί να πυροδοτήσει και να επιταχύνει τη διαδικασία για τη σοσιαλιστική επανάσταση υλοποιώντας αντικαπιταλιστική μέτρα και πολιτικές, υλοποιώντας δηλαδή πολιτικές σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό.

Μια ολοκληρωμένη κριτική στη στρατηγική του ΚΚΕ δεν πρέπει να υποκύψει στις ευκολίες προπαγανδιστικών σχημάτων. Πρέπει επίσης να απαντήσει στη στρατηγική θέση ότι το μεταβατικό πρόγραμμα είναι «νόμιμο» στρατηγικά μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης - μια συζήτηση που εκφεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου. Το πρόβλημα με τη στρατηγική του ΚΚΕ είναι ότι αρνείται τη μεταβατική στρατηγική για το σοσιαλισμό. Αλλά η απάντηση στη στρατηγική του ΚΚΕ δεν είναι η παλινόρθωση της στρατηγικής των σταδίων!         

3. Εν τέλει: μέτωπο ή κόμμα;

Υπάρχουν δύο υβριδικά στοιχεία που έχουμε συμφωνήσει στη ΛΑΕ, τα οποία υπήρξαν από ένα σημείο και ύστερα και στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εξ όσων γνωρίζουμε και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Πρώτο, η απόδοση ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για τους/τις ανένταχτους/ες μέλη της με το «ένα μέλος - μία ψήφος». Και δεύτερο, η δυνατότητα να αποφασίζεται διά πλειοψηφίας η πολιτική τακτική: δι’ απλής πλειοψηφίας τα ήσσονος σημασίας ζητήματα τακτικής, διά ενισχυμένης πλειοψηφίας τα σημαντικά. Τα «υβριδικά» στοιχεία σταματούν εδώ, και περιγράφουν μια προωθημένη ή «ώριμη» μορφή μετώπου, κι όχι μια υβριδική κορφή προς το ενιαίο κόμμα. Οτιδήποτε πέρα από τα δύο αυτά «υβριδικά» στοιχεία που διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά μιας προωθημένης μορφής ενιαίου μετώπου, παρακάμπτει εντελώς απερίσκεπτα κατά τη γνώμη μας τα ζητήματα των στρατηγικών αποκλίσεων. Διότι ενιαίο κόμμα σημαίνει κοινή στρατηγική ταυτότητα, η οποία δεν υπάρχει για τα ρεύματα που συναπαρτίζουν τη ΛΑΕ.

Το πρόβλημα αυτό δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε ούτε με το να πούμε πως όλα τα μαρξιστικά ρεύματα απέτυχαν εξίσου και άρα απαιτείται υπέρβαση όλων διά της ανασύνθεσης ούτε με το να αναθέσουμε στην πολιτική μορφή μέτωπο καθήκοντα που κάποτε αναλογούσαν στην πολιτική μορφή κόμμα.

Κατ’ αρχάς, η πολιτική θέση ότι όλα τα ρεύματα της Αριστεράς απέτυχαν και άρα χρειάζεται επανίδρυση στο έδαφος αυτής της παραδοχής, έχει ένα επικίνδυνα «θολό» σημείο: απέτυχαν «εξίσου» η ρεφορμιστική και η επαναστατική στρατηγική; Απέτυχαν «εξίσου» τα ρεύματα που εκπροσωπούν το ένα και το άλλο από τα δύο βασικά στρατηγικά ρεύματα στην Αριστερά; Επομένως, χρειαζόμαστε μια επανίδρυση στο έδαφος της άρσης του ιστορικού στρατηγικού σχίσματος στους κόλπους της Αριστεράς; Μέχρι κάποιος να μας πει αυτό, σταματούμε θέτοντας απλώς το ερώτημα. Υποθέτουμε ωστόσο ότι είναι προφανείς οι καταλυτικές συνέπειες αν δοθεί καταφατική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Σε ό,τι μας αφορά, είμαστε πολιτικά εχθρικοί σε οποιαδήποτε «επανίδρυση» στη βάση μιας τέτοιας παραδοχής. Μας ενδιαφέρει μόνο η «επανίδρυση» στη βάση της επικαιροποίησης της επαναστατικής στρατηγικής.   

Κατά δεύτερο λόγο, διαφωνούμε με τη θέση πως η πολιτική μορφή μέτωπο μπορεί να αντικαταστήσει την πολιτική μορφή κόμμα και να επιτελέσει τα καθήκοντα που ιστορικά επιτέλεσε το κόμμα. Εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε κόμμα, και συγκροτούμε μέτωπο γιατί δεν υπάρχουν οι υποκειμενικές δυνατότητες για να συγκροτήσουμε το κόμμα που χρειαζόμαστε. Η ωρίμανση της ιστορικής ανάγκης δεν συμβαδίζει -και δεν είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία- με την ωρίμανση των υποκειμενικών προϋποθέσεων. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι, όπως γνωρίζουμε, βασικά δύο: Πρώτο, ο σχηματισμός μέσα από την ταξική πάλη μιας μαζικής, εργατικής - κοινωνικής, επαναστατικής πρωτοπορίας που να τείνει και να μπορεί να συγκροτηθεί σε κόμμα. Δεύτερο, η συμφωνία πάνω στη στρατηγική. Από τη μια λοιπόν, το γεγονός ότι χρειαζόμαστε επειγόντως το μαζικό επαναστατικό κόμμα, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να το ιδρύσουμε με όπλο το πείσμα ή με οργανωτικό «υβριδισμό», παρά την ανυπαρξία των υποκειμενικών όρων. Από την άλλη, το γεγονός ότι η ανεπάρκεια των όρων για να συγκροτήσουμε ένα τέτοιο κόμμα κάνει αναγκαίο το μέτωπο, δεν σημαίνει ότι το μέτωπο μπορεί να υποκαταστήσει το κόμμα ή να μετατραπεί, με «Δούρειο ίππο» τον προγραμματικό ή οργανωτικό «υβριδισμό», σε κόμμα ή σε οιονεί κόμμα.

Η θέση του Παναγιώτη ότι «σε μια περίοδο ανασύνθεσης της Αριστεράς ως δύναμης ανατροπής, τα μέτωπα είναι στην πραγματικότητα οι δυνάμει ‘‘νέοι Ηγεμόνες’’» αντί να ξεκαθαρίζει τα παραπάνω, επιτείνει τη σύγχυση. Η «ανασύνθεση της Αριστεράς ως δύναμης ανατροπής» και τα «μέτωπα-νέοι Ηγεμόνες» δεν είναι παρά ωραίες φράσεις που αφήνουν όλο το έργο της συγκεκριμενοποίησης και του ξεκαθαρίσματος ανοιχτό. Όσο για την απαίτηση του Πέτρου για μια «ελάχιστη στρατηγική σύγκλιση», αυτή μπορεί να υπάρξει πράγματι, στο εξής έδαφος: μιας γενικής στρατηγικής με πολιτική αιχμή μια μεγάλη πολιτική ανατροπή και το σχηματισμό κυβέρνησης της Αριστεράς, που θα συγκροτεί ταξικό σχηματισμό μάχης και θα επιταχύνει την πορεία προς τη σοσιαλιστική ανατροπή υλοποιώντας αντικαπιταλιστικά μέτρα, οργανώνοντας τη σύγκρουση με το σύστημα, οργανώνοντας τη μάχη για την εξουσία. Όχι όμως στο έδαφος ενός «σταδίου» ή μιας «φάσης» με αντιμνημονιακά - αναπτυξιακά χαρακτηριστικά. Και αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα στρατηγικά ζητήματα ανοιχτά. Αν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, ασφαλώς και θα πρέπει να την «αρπάξουμε», αλλά αυτό δεν αλλάζει το χαρακτήρα της συγκρότησής μας ως προωθημένης μορφής μετώπου.

Σημειώσεις

*Το προσφιλές φιλοσοφικό σχήμα το οποίο επικαλείται η θεωρία των σταδίων είναι η διάκριση μεταξύ της βασικής αντίθεσης και της κύριας ή κυρίαρχης αντίθεσης - ένα φιλοσοφικό δάνειο από το έργο του Μάο Τσε Τουνγκ «Για τις αντιθέσεις». Η βασική αντίθεση είναι κεφάλαιο - εργασία, αλλά η κύρια ή κυρίαρχη είναι η αντίθεση μνημόνιο - αντιμνημόνιο (ή, κατά μία άλλη εκδοχή, λαός - ιμπεριαλισμός). Η βασική αντίθεση είναι κάτι σαν αδρανές υπόστρωμα που ενεργοποιείται όταν ολοκληρωθούν τα καθήκοντα που επιβάλλει η κύρια ή κυρίαρχη αντίθεση, η οποία έτσι δεσπόζει σε ένα στάδιο της πάλης.   

 

[1] Η.Ιωακείμογλου, “ΛΑΕ: Τι πρόγραμμα χρειαζόμαστε;“, τεύχος 356, 16 Μαρτίου 2016. Στο rproject: https://rproject.gr/article/lae-ti-programma-hreiazomaste

[2] Π. Παπακωνσταντίνου, "Ο πειρασμός των εύκολων απαντήσεων", Ίσκρα, 24 Μαρτίου 2016, http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=23831:l...

[3] Π. Σωτήρης, "Ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας του μεταβατικού προγράμματος δεν είναι πολυτέλεια", Εκτός Γραμμής, 31 Μαρτίου 2016, http://www.ektosgrammis.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=...