Τον περασµένο Σεπτέµβρη, γράφαµε ότι «οι τελευταίοι µήνες του 2024 µπορεί να επιφυλάσσουν γεγονότα σηµαντικά για την πορεία του [ουκρανικού πολέµου]. Οι εξελίξεις στο Κουρσκ, στο Ντονµπάς, στις αµερικανικές εκλογές, στην διπλωµατική κινητικότητα των “ενδιάµεσων” δυνάµεων, θα δείξουν πράγµατα».
Με τις µάχες και τη διπλωµατία να παραµένουν στάσιµα, η εξέλιξη που δηµιούργησε γεγονότα ήταν το αποτέλεσµα των αµερικανικών εκλογών.
Είχαµε σηµειώσει από καιρό ότι ο Ντόναλντ Τραµπ και η ακροδεξιά πτέρυγα των Ρεπουµπλικάνων δεν ενδιαφέρονται για το µέλλον της Ουκρανίας και θεωρούν την αµερικανική εµπλοκή στον ουκρανικό πόλεµο ως αντιπαραθετική µε τις προτεραιότητες του δόγµατος «Πρώτα η Αµερική». Μετά τη νίκη του Τραµπ, σηµειώναµε ότι «ως προσωπικότητα, ο άνθρωπος που χαρακτηρίζει διάφορες χώρες του πλανήτη ως “σκατότρυπες” µπορεί να βρει “κοινή γλώσσα” µε τον άνθρωπο που ισχυρίζεται ότι “η Ουκρανία δεν είναι καν χώρα”, αλλά διατηρούσαµε επιφυλάξεις για την πορεία των εξελίξεων.
Προσέγγιση µε Ρωσία
Τελικά η απάντηση ήρθε άµεσα, µε την κοινή στάση ΗΠΑ-Ισραήλ-Ρωσίας στον ΟΗΕ (κατά ψηφίσµατος που καταδίκαζε τη ρωσική κατοχή εδαφών) να δείχνει πόσο αποφασιστικά είχε ωριµάσει η κυοφορούµενη µετατόπιση της αµερικανικής στρατηγικής στην Ουκρανία.
Η διµερής συνάντηση ΗΠΑ-Ρωσίας στο Ριάντ περιλάµβανε ένα πολύ ευρύτερο φάσµα «αποκατάστασης σχέσεων», πέρα από το ουκρανικό ζήτηµα. Στο πλευρό του Αµερικανού υπ. Εξ. Μάρκο Ρούµπιο βρέθηκε και ο Στιβ Γουίτκοφ, ο Ειδικός Απεσταλµένος του Τραµπ στη Μέση Ανατολή (και γνωστός µεγαλοµεσίτης…). Στο πλευρό του Ρώσου υπ. Εξ. Σεργκέι Λαβρόφ βρέθηκε ο Κίριλ Ντµίτριεβ, CEO του Ρωσικού Ταµείου Άµεσων Επενδύσεων (που δήλωσε ότι κατέθεσε «συµφέρουσες οικονοµικές προτάσεις» στις ΗΠΑ) και ο Βλάντιµιρ Προσκουριάκοφ, κορυφαίο στέλεχος της ρωσικής διπλωµατικής αποστολής στον Καναδά και ειδικός σε ζητήµατα… Αρκτικής. Είναι προφανές ότι οι ρωσικές αξιώσεις στην Ουκρανία θα συζητηθούν συνδυαστικά µε το µέλλον της Μέσης Ανατολής, την κούρσα στην Αρκτική, αλλά και οικονοµικές συµφωνίες (εξορύξεις µωρό µου, εξορύξεις;). Και σε ένα τέτοιο ευρύ πεδίο παζαριού µεταξύ Μεγάλων Δυνάµεων, η Μόσχα έχει να προσφέρει πολύ περισσότερα στην «συναλλαγµατική γλώσσα» του Τραµπ σε σχέση µε το Κίεβο.
Η Ουκρανία στο παζάρι
Ο Ζελένσκι είχε αποπειραθεί να µιλήσει σε αυτήν τη γλώσσα νωρίτερα. Όταν παρουσίασε το ουκρανικό «Σχέδιο Νίκης» τον περασµένο Νοέµβρη, ήταν εύκολο να εντοπίσει κανείς δύο -χυδαία- σηµεία που προορίζονταν για το αυτί του Τραµπ. Η ουκρανική κυβέρνηση ζητούσε διεθνή στρατιωτική προστασία των πόρων της χώρας µε αντάλλαγµα… την προνοµιακή εκµετάλλευσή τους από τους «προστάτες». Πρότεινε επίσης να αναλάβει ο «µπαρουτοκαπνισµένος» ουκρανικός στρατός την… φύλαξη της Ευρώπης, αποδεσµεύοντας έτσι τις αµερικανικές δυνάµεις.
Συνάντησε µια πολύ πιο ωµή εκδοχή αυτού που πρότεινε. Ο Τραµπ ενδιαφέρθηκε ασφαλώς για τα ορυκτά και τις σπάνιες γαίες της Ουκρανίας. Όχι όµως ως «αντάλλαγµα» για µελλοντικές προστασίες, αλλά ως «αποζηµίωση» για την οικονοµική-στρατιωτική βοήθεια των προηγούµενων χρόνων. Δήλωσε ότι η συµφωνία θα φέρει «τα λεφτά µας πίσω», αλλά η ασφάλεια του Κιέβου είναι βάρος της Ευρώπης.
Ο Ζελένσκι θυµήθηκε ξαφνικά ότι «δεν ξεπουλά τη χώρα του», απειλήθηκε -στιγµιαία κι «ανεξήγητα»- µε απώλεια της κοινοβουλευτικής του πλειοψηφίας κι επέστρεψε στις διαπραγµατεύσεις. Από µεριάς ΗΠΑ, οι οικονοµικοί όροι τροποποιήθηκαν. Όπως το έθεσε ένας Ουκρανός πρώην υπουργός, ο Μιλοβάνοφ, «η αµερικανική κυβέρνηση ξεκίνησε µε µια συµφωνία που καταργούσε την κυριαρχία της Ουκρανίας, µετά προώθησε µια εκµεταλλευτική συµφωνία που θα χρεοκοπούσε τη χώρα» πριν φέρει µια -υποτίθεται- «πιο ισορροπηµένη εκδοχή». Αυτήν πήγε να συζητήσει και να υπογράψει ο Ζελένσκι στις 28 Φλεβάρη, περιµένοντας όµως να τεθεί και το ζήτηµα των εγγυήσεων ασφαλείας που ζητά η Ουκρανία στα πλαίσια µιας ειρήνης.
Άδειασµα του Ζελένσκι
Η συνάντηση αποδείχθηκε στηµένη ενέδρα. Ακολούθησε η δηµόσια σύγκρουση των Τραµπ-Βανς µε τον Ζελένσκι σε ζωντανή σύνδεση στο Οβάλ Γραφείο, η αποχώρηση του Ζελένσκι από την Ουάσινγκτον, η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου ότι η συµφωνία δεν υπογράφηκε και η συνέχεια της κόντρας από τον Τραµπ µε αναρτήσεις του στα σόσιαλ µίντια και την ανακοίνωση της διακοπής κάθε στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο.
Είναι γνωστό ότι, µετά τον πρώτο χρόνο του ουκρανικού πολέµου, στο αµερικανικό κράτος επικράτησε διχασµός, που αποτυπώθηκε κοµµατικά στη διαίρεση Δηµοκρατικών/Ρεπουµπλικάνων που σπάνια δεν δείχνουν «συναίνεση» στην εξωτερική πολιτική. Ο Τραµπ επέλεξε αποφασιστικά τη στρατηγική του «αντεστραµµένου Κίσιγκερ» (βλ. Οι αυτοκρατορικές πολιτικές, οι δαίµονες του 1914, επιστρέφουν) και αυτή καθορίζει τη στάση του απέναντι στην Ουκρανία, αλλά δεν ξέρουµε ακόµα πώς αυτή θα συγκεκριµενοποιηθεί σε προτάσεις «ειρήνης».
Και οι «ξενοδόχοι»;
Ο Πέσκοφ επιµένει ότι οι ρωσικοί στόχοι δεν αλλάζουν -ιδιαίτερα όσον αφορά την απαίτηση να αποχωρήσει ο ουκρανικός στρατός από τις 4 επαρχίες των οποίων έχει ανακοινώσει την προσάρτηση το ρωσικό κράτος χωρίς να τις κατέχει ολόκληρες. Ο Μεντβέντεφ, που στον καταµερισµό εργασιών του Κρεµλίνου παίζει το ρόλο του «µπουλντόγκ», συνεχίζει να µιλά για την Οδησσό, το Χάρκοβο ή και για «αποστρατιωτικοποιηµένη ζώνη ως την Πολωνία», ενώ ο Πούτιν διατηρεί τη «δηµιουργική ασάφεια» γύρω από τους πολεµικούς του στόχους και υπονοεί ότι όσο οι Ουκρανοί απορρίπτουν τους «µίνιµουµ» στόχους της Ρωσίας εκτίθενται στον κίνδυνο να αντιµετωπίσουν τους «µάξιµουµ».
Από τα µέσα του 2024, Ρώσοι αξιωµατούχοι θεωρούσαν ότι το 2025 θα είναι το έτος «κατάρρευσης της ουκρανικής άµυνας» στον Μαραθώνιο Αντοχής στον οποίο εξελίχθηκε αυτός ο πόλεµος. Απέναντι στον πειρασµό να επιχειρήσουν να το διαπιστώσουν (ειδικά µετά το τέλος της αµερικανικής βοήθειας), στέκονται τα προβλήµατα που συσσωρεύει και η Ρωσία σε αυτόν τον Μαραθώνιο (βλ. Οι αυτοκρατορικές πολιτικές, οι δαίµονες του 1914, επιστρέφουν), που ίσως πιέσουν τον Πούτιν να βολευτεί µε πιο «µίνιµουµ» στόχους.
Το επιτελείο του Τραµπ ήδη συζητά δηµόσια µια επ’ αόριστον αναβολή της προοπτικής ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αλλά κάτι τέτοιο σίγουρα δεν αρκεί στη Μόσχα, που είχε απορρίψει µια ανάλογη πρόταση του Μπάιντεν το 2021. Ο Τζέι Ντι Βανς έχει δηλώσει από καιρό ότι «τα τετελεσµένα στο έδαφος δεν αντιστρέφονται». Ο ίδιος ο Κίσιγκερ, που είχε πρώτος ρίξει την ιδέα παραχώρησης ουκρανικών εδαφών, θεωρούσε την ένταξη της (υπόλοιπης) Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως µοναδικό τρόπο να πειστούν οι Ουκρανοί να καταπιούν το πικρό χάπι του διαµελισµού. Η αµερικανική ηγεσία µάλλον θα προτείνει σκέτο διαµελισµό και αντί για «ανταλλάγµατα» θα επιχειρήσει να τον επιβάλει µε εκβιασµούς αντίστοιχους µε αυτούς που εκπέµπει το Κρεµλίνο («πάρτε αυτή τη συµφωνία, αλλιώς…»).
Οι συνέπειες που θα έχει αυτή η εξέλιξη µέσα στην Ουκρανία (στην κυβέρνηση Ζελένσκι, στο ρεύµα ουκρανικού εθνικισµού, στον λαό της χώρας γενικότερα) είναι άγνωστες. Όπως άγνωστες παραµένουν οι κινήσεις που θα κάνουν ή δεν θα κάνουν οι ευρωπαϊκοί ιµπεριαλισµοί σε αυτό το νέο έδαφος.
Γιάλτα ή Μόναχο;
Συζητώντας το ενδεχόµενο να επιβληθεί µια συµφωνία κατόπιν αµερικανο-ρωσικής συνεννόησης, ο αστικός Τύπος κάνει λόγο για «νέα Γιάλτα», παραπέµποντας στη λογική «µοιρασιάς του κόσµου» µεταξύ των Μεγάλων Δυνάµεων, ερήµην των αδυνάµων. Όµως η Γιάλτα ήρθε στο τέλος µιας παγκόσµιας σύρραξης που έδωσε οριστική απάντηση στο διεθνή συσχετισµό κι «εκτόνωσε» την κρίση του καπιταλισµού µε την καταστροφή που προκάλεσε. Στο σύγχρονο κόσµο της διαρκούς κρίσης και της ρευστότητας που προκαλεί η ανάδυση της πολύ-πολικότητας, απέχουµε πολύ από µια τέτοια συνθήκη. Μια κυνική συµφωνία για το διαµελισµό της Ουκρανίας µπορεί να αποδειχθεί αντίστοιχη όχι µε τη Γιάλτα του 1945, αλλά µε εκείνη του Μονάχου το 1938. Όταν διαµελίζοντας την Τσεχοσλοβακία, οι ηγεσίες της εποχής καµάρωναν που διασφάλισαν οριστικά «ειρήνη για την εποχή µας»...
Όποιος έχουµε ξαναγράψει, όποιος επιθυµεί την ειρήνη, δεν πρέπει να περιµένει τα αποτελέσµατα των διπλωµατικών πρωτοβουλιών των «από πάνω», αλλά να εργάζεται για την ανατροπή της εξουσίας τους…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά