Η ταινία «Τζόκερ» είναι αναμφίβολα εντυπωσιακή. Η καλλιτεχνική της αξία ερμηνεύει εν μέρει την παγκόσμια επιτυχία της.

Εδώ μας απασχολεί αν το «Τζόκερ» είναι μια «επικίνδυνη» ταινία. Ή πιο σωστά, τι είναι αυτό που τρόμαξε τις Αρχές στις ΗΠΑ και αναστάτωσε για το αν πρέπει να τη δει η νεολαία στην Ελλάδα, με αφορμή την εισβολή της αστυνομίας στον κινηματογράφο Αελλώ. Εκεί βρίσκεται το άλλο μέρος της εξήγησης της παγκόσμιας επιτυχίας της ταινίας.

Χτίζοντας τον χαρακτήρα του «Τζόκερ», η ταινία πετυχαίνει κάποια πράγματα καθόλου αυτονόητα στη μαζική κουλτούρα, το σινεμά κ.ο.κ. Έχει μόνιμα το βλέμμα πάνω στην κοινωνία. Τοποθετεί στο εσωτερικό της το «έγκλημα» και τον «εγκληματία». Δεν υπάρχουν γενικώς «κακοί», οι οποίοι αποτελούν μια «διατάραξη» και «παρεκτροπή» μιας κατά τα άλλα υγιούς, αρμονικής κοινωνικής συνθήκης.

Το ίδιο πετυχαίνει σε ένα βαθμό και με ένα πιο ευαίσθητο ζήτημα, το θέμα της ψυχικής ασθένειας. Αν και είναι μια μεγάλη και δύσκολη συζήτηση (το γεγονός ότι οι ψυχικά ασθενείς, συνήθως τα θύματα της βίας, εμφανίζονται πιο συχνά στη μαζική κουλτούρα ως θύτες), τουλάχιστον εδώ ο Άρθουρ Φλεκ (και μετέπειτα Τζόκερ) δεν είναι γενικά κι αόριστα «παρανοϊκός κι άρα επικίνδυνος». Παρακολουθούμε την κοινωνική πίεση, τις υλικές συνθήκες, αλλά και τις πολιτικές (περικοπή κοινωνικών προγραμμάτων) που τον σπρώχνουν τελικά «στα άκρα».

Ζούμε σε μια εποχή, που στην εξέγερση στο Λίβανο υψώθηκαν πανό που έγραφαν «εδώ είμαστε οι πιο ευτυχισμένοι καταθλιπτικοί στον κόσμο». Το εύστοχο σύνθημα, που αποδίδει την κατάθλιψη στις κοινωνικές αιτίες που οδήγησαν στην εξέγερση και ταυτόχρονα προβάλει την εξέγερση ως μέσο για να την ξεπεράσει κανείς, μοιάζει άθελά του να «επικοινωνεί» με την ταινία.

Αλλά το πολιτικά ενδιαφέρον στην ταινία είναι η ματιά της στην υπόλοιπη κοινωνία, πέρα από τον Τζόκερ.

Είναι καταρχήν ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στις ελίτ. Από τη μικρή εικόνα της «γέννησης» του Τζόκερ (περικοπές προγραμμάτων, ανεργία, κρατικός αυταρχισμός), σε σκηνές όπως η δήλωση της κοινωνικής λειτουργού («δεν νοιάζονται για ανθρώπους σαν εσένα, δεν νοιάζονται για ανθρώπους σαν εμένα») ως τη μεγάλη εικόνα των λόγων που τον καθιστούν «σύμβολο» για τους φτωχούς (το διάχυτο ταξικό μίσος με σύνθημα «Σκοτώστε τους πλούσιους»!).

Υπενθυμίζει ότι οι πραγματικοί «υποκινητές» των εξεγέρσεων είναι οι ίδιοι οι κυρίαρχοι και το κάνει όσο πιο καθαρό γίνεται: είναι ο μεγαλοπαρουσιαστής αυτός που πρώτος χρησιμοποιεί τη λέξη «Τζόκερ» (ως «καραγκιόζης») για τον Φλεκ και είναι ο πολυεκατομμυριούχος Γουέιν ο πρώτος που χρησιμοποιεί τη λέξη «κλόουν» για τους φτωχούς που μισούν τους πλούσιους αντί να είναι ευγνώμονες. Και αυτό που εισπράττουν είναι έναν «Τζόκερ» σύμβολο μιας εξέγερσης χιλιάδων «κλόουν».

Ο χαρακτήρας του Γουέιν –και εκατομμυριούχος και υποψήφιος δήμαρχος, γεμάτος αλαζονεία που προκαλεί τελικά το μίσος των φτωχών και την εξέγερσή τους– μοιάζει να έχει πλαστεί για να αποτυπώσει απόλυτα τις σύγχρονες πολιτικές-οικονομικές ελίτ της εποχής του αχαλίνωτου και ταυτόχρονα σε κρίση νεοφιλελευθερισμού. Σε αυτές τις ελίτ απευθύνεται η «τελική ατάκα» του Τζόκερ στην εμβληματική ομιλία του (η ατάκα που επαναλαμβάνει έπειτα και ο δολοφόνος του Γουέιν): «Παίρνεις αυτό που σου αξίζει».

Αλλά πώς βλέπει η ταινία την κοινωνία που «έπλασαν» οι ελίτ; Ως μια κοινωνία που σαπίζει γενικότερα, όπου «τα πράγματα έχουν ξεφύγει» και οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να φάνε ο ένας τον άλλο. Η γενικευμένη, καθημερινή εχθρότητα όλων παρουσιάζεται κι αυτή άλλωστε ως κομμάτι της «διάπλασης» του Τζόκερ. Δεν είναι απόλυτα ανακριβές, στο βαθμό που ο «κοινωνικός κανιβαλισμός» ως καπιταλιστική αξία διαχέεται από πάνω προς τα κάτω. Αλλά στην κοινωνία υπάρχουν κι αντίρροπες τάσεις, οι οποίες απουσιάζουν πλήρως από την απεικόνισή της. Και αυτό καθορίζει και την παρουσίαση της εξέγερσης. Μια πράξη τυφλής οργής, που δεν φέρνει μαζί της καμιά ελπίδα, παρά μόνο καταστροφή και ένα «μεθυστικό» ξέσπασμα βίας.

Υπάρχουν όντως τέτοιες εξεγέρσεις. Και παραμένουν και αυτές δίκαιες –με πιο χαρακτηριστική εκείνη του Λος Άντζελες το 1992. Αλλά οι εξεγέρσεις είναι πολύ πιο «γενναιόδωρες» (ως και υπερβολικά αφελείς) και τις περισσότερες φορές περιλαμβάνουν αξίες, συμπεριφορές και πράξεις που (μαζί και πλάι στη βία) φέρνουν στην επιφάνεια την καλύτερη πλευρά των ανθρώπων που συμμετέχουν. Στην ταινία βλέπουμε απλά το Γκόθαμ να παραδίδεται στις φλόγες και το χάος.

Δεν χάνουν σε δύναμη οι σκηνές των βίαιων διαδηλώσεων, ούτε παρουσιάζονται με τρόπο που να προκαλούν «αποστροφή». Το αντίθετο θα λέγαμε –περισσότερο προκαλούν αίσθημα «κάθαρσης». Με αυτή την έννοια η ταινία δεν στέκεται στην παράδοση ταινιών «αντι-εξέγερσης» (όπου παρουσιάζονται με τα πιο μελανά χρώματα, στα όρια καρικατούρας). Αλλά η γενικότερη αποτύπωση της κοινωνίας ως κανιβαλιστικής ρίχνει σκιές και στην ίδια την εξέγερση ως η ύστατη πράξη (αυτό)καταστροφής μιας κοινωνίας που σαπίζει.

Με αυτή την έννοια η ταινία θυμίζει μια παράδοση «φωτισμένων αστών» (ή ξεπεσμένων αριστοκρατών) κατά την αυγή του καπιταλισμού, που έδειχναν εξαιρετική ευαισθησία απέναντι στην κοινωνική αχρειότητα που δημιουργούσε το νέο σύστημα, αλλά αδυνατούσαν να δουν τις κατώτερες τάξεις σε έναν διαφορετικό ρόλο πέρα από αυτόν είτε του «θύματος» είτε του «όχλου» και η πολιτική τους αντίληψη κινιόταν μεταξύ φιλανθρωπίας («μη φέρεστε τόσο βάναυσα στους υποτελείς») και προειδοποίησης στην τάξη τους («γιατί θα μας φάνε ζωντανούς και μετά θα φαγωθούν μεταξύ τους»). Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι ο νιχιλισμός, που επίσης δεν μπορεί να δει άλλο μέλλον πέρα από την (αυτό)καταστροφή, αλλά δεν τη φοβάται, αντίθετα σχεδόν την προσδοκεί.

Όσον αφορά τις προθέσεις των δημιουργών, μένει ανοιχτό αν παρουσιάζουν τον «όχλο» που ακολουθεί έναν «παλιάτσο» (ο οποίος έχει  ελάχιστη ευαισθησία απέναντι στα «δίκαια» κίνητρα του όχλου, αλλά απολαμβάνει τη λατρεία του κατά τη στιγμή της μεταμόρφωσής του σε καταστροφική δύναμη) ως δίκαιη τιμωρία των ελίτ ή ως «κίνδυνο» που πρέπει να αποτρέψουν τα φωτισμένα τμήματά τους.

Αλλά ως μαζική κουλτούρα «απευθύνθηκε» στο πλατύ κοινό και φάνηκε ότι άγγιξε ευαίσθητες χορδές. Παρά τις αμφισημίες που προαναφέραμε κι ανεξαρτήτως προθέσεων (προειδοποίηση ή απειλή), στην ταινία η εξέγερση «δικαιολογείται» και εκατομμύρια άνθρωποι που την είδαν, ταυτίστηκαν με το «δίκαιο» των εξεγερμένων. Η δράση τους μπορεί να μην έχει πολιτικό πρόσημο, αλλά έχει ταξικό περιεχόμενο: «Φάτε τους πλούσιους!». Αυτό το ταξικό μίσος συνυπάρχει στην ταινία με το γενικευμένο τυφλό «μίσος». Αλλά ξεχωρίζει το πρώτο ως «μεγάλη εικόνα». Αυτή η πτυχή της ταινίας προκαλεί εγκεφαλικά σε συντηρητικούς και νεοφιλελεύθερους, η «αποκάλυψη» στη μεγάλη οθόνη μιας πραγματικότητας την οποία πολλοί ιδεολογικοί μηχανισμοί εργάζονται να αντιστρέψουν, προβάλλοντας το «κοινό καλό», τους «ευεργέτες εκατομμυριούχους», τους «επενδυτές που φέρνουν δουλειές» κ.ο.κ. 

Το «Τζόκερ» είναι ο ορισμός αυτού που λέμε «ταινία της εποχής της». Ως τέτοια έγινε διεθνής εμπορική επιτυχία και «φαινόμενο», καθώς εκατομμύρια άνθρωποι είδαν σ’ αυτή τα αδιέξοδα, τα εμπόδια, την υποκρισία που αντιμετωπίζουν καθημερινά. Η ταινία αποτύπωσε κινηματογραφικά την οργή για όλα αυτά.

Ο διχασμός της φιλελεύθερης Αριστεράς είναι ενδεικτικός. Κάποιοι ενθουσιάστηκαν με την ταινία, χρησιμοποιώντας τον όρο «προειδοποίηση». Εντόπισαν τις αρετές της στην κοινωνική κριτική και συμπλήρωσαν ότι «το σύστημα πρέπει να μεταρρυθμιστεί» για να αποτραπούν σκηνές Γκόθαμ στην πραγματική ζωή. Αυτοί θυμίζουν τους ξεπεσμένους αριστοκράτες που ο Μαρξ ανέφερε ως «φεουδαρχικό σοσιαλισμό»: Πίσω από το μαστίγωμα της ανερχόμενης αστικής τάξης για τον άθλιο κόσμο που δημιουργεί, ο «φεουδαρχικός σοσιαλισμός» έκρυβε τη νοσταλγία του για το παλιό κοινωνικό σύστημα, που «λειτουργούσε». Σήμερα η φιλελεύθερη-σοσιαλδημοκρατική διανόηση καυτηριάζει τις σημερινές ελίτ, νοσταλγώντας την εποχή του κοινωνικού συμβολαίου και των συναινέσεων της αστικής δημοκρατίας. Κάποιοι άλλοι ενοχλήθηκαν από την ταινία, χρησιμοποιώντας τον όρο «απειλή». Θεωρούν ότι μπορεί να λειτουργεί «ως κάθαρση», αλλά φοβούνται μη λειτουργήσει «ως πυξίδα», εξηγώντας τα δεινά της βίας και του ταξικού μίσους, όπου συναντιέται λέει ο αναρχισμός με κάποιον «ακροδεξιό μηδενισμό» με επιχειρηματολογία που θυμίζει «αντι-ολοκληρωτισμό» και «αντι-λαϊκισμό».

Και πώς εκλαμβάνει μια τέτοια ταινία η νεολαία; Πρόκειται για τη νεολαία που μεγάλωσε κι ενηλικιώνεται «στον κόσμο μετά το 2008», τον σκληρό κόσμο που βλέπουμε μέσα από τα μάτια του Άρθουρ Φλεκ. Είναι αυτή ακριβώς η γενιά που –όπως εξηγούν πολιτικοί επιστήμονες– επειδή μεγάλωσε σε αυτό το τοπίο, βρίσκεται σήμερα στην πρώτη γραμμή του διεθνούς κύματος εξεγέρσεων.

Σ’ αυτές τις πραγματικές εξεγέρσεις, η ελπίδα κι η ψυχική ανάταση, η αλληλεγγύη, το χιούμορ και η δημιουργικότητα είναι πολύ πιο εμφανή από ό,τι στο φλεγόμενο Γκόθαμ. Αλλά είναι πολλοί οι νεολαίοι που σ’ αυτές τις εξεγέρσεις διαδηλώνουν φορώντας τη μάσκα του Τζόκερ… Οι μαθήτριες της Χιλής και οι νεαροί διαδηλωτές του Λιβάνου έδειξαν ότι ξέρουν ενστικτωδώς πολύ καλά «τι κρατάμε» από την ταινία…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες