Ο Τρότσκι έγραψε ότι η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία ήταν η μεγαλύτερη ήττα της εργατικής τάξης στην ιστορία. Ήταν μια δήλωση απλή και ουσιαστική. Πώς έγινε όμως δυνατό να πέσει αμαχητί το δυνατότερο εργατικό κίνημα του μεσοπολέμου;

(διαδηλώση από σοσιαλδημοκράτες αντιφασίστες. Το αντιφασιστικό μέτωπο, που θα τους ένωνε με τους κομουνιστές αντιφασίστες, δεν έγινε πράξη ποτέ.)

Η Δημοκρατία της Βαιμάρης, που ιδρύθηκε το 1919, ήταν το αποτέλεσμα μετά από δύο μεγάλες ήττες: την ήττα της γερμανικής αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα των αλλεπάλληλων εργατικών εξεγέρσεων από το 1918 μέχρι το 1923.

Η γερμανική άρχουσα τάξη, για να κρατήσει την εξουσία, αναγκάστηκε να κάνει υποχωρήσεις σε  κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και δημοκρατικές ελευθερίες. Ήταν σίγουρα ένα τίμημα ακριβό που στηριζόταν στη συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία και τα συνδικάτα, αλλά που εξασφάλιζε μια στοιχειώδη πολιτική σταθερότητα στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Μέχρι το 1929 τη νεαρή γερμανική δημοκρατία κυβερνούσαν συνασπισμοί μεταξύ των σοσιαλιστών και των κεντροδεξιών κομμάτων.

Η οικονομική κρίση του 1929 προκάλεσε ανατροπή των παλιών ισορροπιών. Η γερμανική βιομηχανία κτυπήθηκε πιο σκληρά από τους ανταγωνιστές της. Το 1929, ενώ η γερμανική βιομηχανική παραγωγή είχε πέσει στο 61% αυτής του 1913, η αντίστοιχη γαλλική είχε υποχωρήσει στο 71% και η αγγλική στο 89%. Ταυτόχρονα οι μισθοί, λόγω της δύναμης των συνδικάτων, αναλογούσαν σ’ όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των συνολικών εξόδων στις επιχειρήσεις. Για τους γερμανούς βιομήχανους η διέξοδος από την κρίση και η επιβίωση στον ανταγωνισμό προϋπέθετε επιστροφή στην άγρια λιτότητα και εξαγωγή υπερκερδών.

Το  πολιτικό πλαίσιο της δημοκρατίας όμως ήταν ένας πολύ στενός κορσές για τις βιομηχανικές απαιτήσεις απέναντι σε τόσο ισχυρά εργατικά κόμματα SPD (ένα εκατομμύριο μέλη και σχεδόν 7,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους) και το KPD (300.000 μέλη και 6 εκατομμύρια ψήφους ).

Για την οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας το πολιτικό πρόβλημα ήταν πώς θα γινόταν η «αναπροσαρμογή» του πολιτικού συστήματος, που θα περνούσε βεβαίως μέσα από τη συντριβή του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς.
Σαν ιδανική λύση φάνταζε μια στρατιωτική δικτατορία, αλλά για την άρχουσα τάξη η εμπειρία του πραξικοπήματος του Καπ, που τσακίστηκε από μια γενική απεργία 12 εκατομμυρίων εργατών, ήταν ακόμη ένας ζωντανός εφιάλτης. Έτσι η επιλογή ήταν μια μεταβατική κατάσταση, με υπονόμευση και παράκαμψη του κοινοβουλευτισμού με  προεδρικά διατάγματα που θα υλοποιούσαν τις απαιτήσεις του μεγάλου κεφαλαίου.

Σοσιαλδημοκρατία και ναζισμός
To κόμμα των ναζί, με αρχηγό τον Χίτλερ, ιδρύθηκε το 1920. Παρότι συγκροτήθηκε κάτω από την επιρροή του παραδείγματος του ιταλικού φασισμού, ξεχώριζε ιδιαίτερα για τον έντονο αντισημιτισμό του. Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα  πραξικοπήματος το 1923, το ναζιστικό κόμμα πρόσθεσε στην παρακρατική δράση των ταγμάτων εφόδου και τον κοινοβουλευτικό αγώνα, χωρίς κάποια  επιτυχία. Η κρίση του 1929 όμως άλλαξε τις προοπτικές των ναζιστών.
Η κρίση, που χτύπησε τη γερμανική οικονομία, ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Τα κλεισίματα των επιχειρήσεων εκτίναξαν την ανεργία . Το 1929 οι άνεργοι ήταν 1,2 εκατομμύρια, ενώ το Γενάρη του 1932 είχαν φτάσει επισήμως τα 6 εκατομμύρια (το 47% του εργατικού δυναμικού) με ακόμη 6 εκατομμύρια «ευέλικτα» εργαζόμενους.

Ταυτόχρονα, τα παλιά και νέα μεσαία στρώματα και οι υπάλληλοι, ανάμεσα στην καπιταλιστική ολιγαρχία και την οργανωμένη εργατική τάξη, αντιμετώπιζαν όχι μόνο την οικονομική καταστροφή, αλλά και την κατάπτωση του κοινωνικού τους γοήτρου. Αυτά τα στρώματα αποτέλεσαν τη μαζική βάση των ναζιστών.

Μπροστά στο φασιστικό κίνδυνο η γερμανική σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε μια   θεσμική και παθητική πολιτική. Ανέχτηκε την κεντροδεξιά κυβέρνηση Μπρύνιγκ (1930-1932), που κυβερνούσε με προεδρικά διατάγματα, σφαγιάζοντας τους μισθούς και τις κοινωνικές παροχές. Υποστήριξε στις προεδρικές εκλογές του 1932 την υποψηφιότητα του υπεραντιδραστικού στρατάρχη Χίντεμπουργκ, σαν το μικρότερο κακό ενάντια στην επέλαση του Χίτλερ (είναι ο ίδιος Χίντεμπουργκ που έκανε ένα χρόνο μετά τον Χίτλερ καγκελάριο). Ακόμη χειρότερα, εξομοίωνε τους ναζιστές με το κομμουνιστικό κόμμα σαν αντικοινοβουλευτικές δυνάμεις, προσπαθώντας να διασπάσει βαθιά το εργατικό στρατόπεδο.
Αυτή η γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας προκάλεσε την οργή της εργατικής της βάσης. Θα έβρισκε όμως έκφραση αυτή η κομματική εξέγερση; Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο ήταν κρίσιμος ο ρόλος του κομμουνιστικού κόμματος.

Σοσιαλφασισμός ή ενιαίο μέτωπο;
Το KPD (Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας) προήλθε από διάσπαση του αριστερού και ριζοσπαστικού κομματιού του SPD ενάντια στον πόλεμο. Παρά τις αλλεπάλληλες ήττες των εργατικών εξεγέρσεων στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1920, το KPD έγινε το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα στον κόσμο έξω από την ΕΣΣΔ.

Αυτό οφειλόταν στη δημοκρατική του κουλτούρα, με την ανοιχτή πάλη όλων των τάσεων και των ρευμάτων στο εσωτερικό του, αλλά και την ενιαιομετωπική τακτική που ακολούθησε κάτω από την ηγεσία της Τρίτης Διεθνούς. Το 1923 ήδη διεκδικούσε την ηγεσία του εργατικού κινήματος από τη σοσιαλδημοκρατία, ενώ το 1926, μια ενωτική πρωτοβουλία του για φορολογία της πλούσιας γαιοκτησίας συγκέντρωσε 14,5 εκατομμύρια ψήφους.
Η παρακμή του κόμματος ήρθε με την επικράτηση του σταλινισμού στην ηγεσία του.

Η γραφειοκρατικοποίηση του κόμματος και η γραμμή του «σοσιαλφασισμού» (που έλεγε: η σοσιαλδημοκρατία είναι σοσιαλισμός στα λόγια και φασισμός στην πράξη και αυτή αποτελεί τον κύριο εχθρό του κινήματος και όχι οι ναζιστές του Χίτλερ) ήταν η προίκα που κληροδότησε ο Στάλιν στη νέα ηγεσία του Τέλμαν.

Η εξωφρενικότητα αυτής της τακτικής ξεπερνούσε κάθε όριο. Ενώ το Κόκκινο Μέτωπο (η αντιφασιστική πολιτοφυλακή του ΚPD) συγκρουόταν σε καθημερινή βάση με τα τάγματα εφόδου και τις άλλες ακροδεξιές συμμορίες σ’ έναν έρποντα εμφύλιο πόλεμο (με εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες και από τις δύο πλευρές) ταυτόχρονα το KPD έβριζε πολιτικά κυρίως το SPD... Oι πρακτικές συνέπειες της γραμμής του «σοσιαλφασισμού» ήταν η διάσπαση των συνδικάτων και η αποδυνάμωση της δυνατότητας της εργατικής τάξης για κινητοποίηση.

Η συνταγματική συνωμοσία
Στις 30 Γενάρη 1933 ο Χίτλερ ανέλαβε (και δεν κατέλαβε) την εξουσία που του παραχώρησε ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ. Είχε προηγηθεί το διάβημα των μεγάλων βιομηχανικών και τραπεζικών ομίλων, που σε κατάσταση πανικού είχαν ζητήσει από τον πρόεδρο να παραδώσει την καγκελαρία στον Χίτλερ. Στην ίδια κατεύθυνση είχαν κινηθεί ο στρατός, οι παλιοί αντιδραστικοί πολιτικοί και τα συγκροτήματα του Τύπου.

Οι  προεδρικές κυβερνήσεις είχαν φτάσει σε αδιέξοδο, ενώ την ίδια ώρα η εκλογική δύναμη του NSDAP, για πρώτη φορά μετά την ορμητική άνοδο του 1930, υποχωρούσε σοβαρά και είχαν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα σημάδια αποδιοργάνωσης. Η παράδοση της εξουσίας στον Χίτλερ ήταν μια αναγκαστική επιλογή για την άρχουσα τάξη, πριν η κατάσταση πάρει το δρόμο του ανεξέλεγκτου εμφυλίου πολέμου...

Εκείνες τις κρίσιμες μέρες όμως η συνωμοσία των αστικών δημοκρατικών κύκλων με τους ναζί εξαρτιόταν από την αντίδραση των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών. Για  πρώτη φορά μετά το 1926 το ΚPD απευθύνθηκε στην ηγεσία του SPD για την κήρυξη γενικής απεργίας. Δεκάδες χιλιάδες σοσιαλιστές της βάσης κινήθηκαν προς το Βερολίνο, προσμένοντας την κήρυξη γενικής απεργίας και τη μετωπική δράση των εργατικών πολιτοφυλακών. Η ηγεσία όμως του SPD δήλωσε ότι η νομιμότητα ήταν πάνω απ’ όλα (αφού ο Χίτλερ είχε αναδειχτεί σαν καγκελάριος, χωρίς να  παραβιάσει κανέναν όρο του συντάγματος!) και ότι η απάντηση θα δινόταν στις ερχόμενες εκλογές...

Αυτές οι εκλογές, της τραγωδίας και της φάρσας, έγιναν πραγματικά στις αρχές του Μάρτη. Με τα τάγματα εφόδου να έχουν μετατραπεί σε βασική δύναμη αστυνόμευσης, εξαπολύοντας ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας ενάντια σε κάθε μαχητικό στοιχείο της Αριστεράς και με το σύνολο σχεδόν των βουλευτών και των ηγετών του κομμουνιστικού κόμματος να έχουν συλληφθεί.

Έτσι έπεσε το γερμανικό εργατικό κίνημα, παραλυμένο από τη διάσπαση και την παθητικότητα. Μαζί όμως με την πτώση του εργατικού κινήματος, έπεσε και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης.