Από όλα τα καλά νέα που έχει λάβει η Αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις από όταν αντικατέστησε τον Τζο Μπάιντεν ως υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος, ίσως το πιο ανέλπιστο ήταν ότι περισσότεροι Αμερικανοί την εμπιστεύονται για την διαχείριση της αμερικανικής οικονομίας έναντι του Τραμπ.

Η διαφορά που εντόπισε η μηνιαία δημοσκόπηση των Financial Times -42% δηλώνουν ότι εμπιστεύονται την Χάρις, ενώ 41% τον Τραμπ- δεν είναι τόσο σημαντική. Πρόκειται περισσότερο για ισοπαλία μεταξύ Χάρις και Τραμπ.

Ωστόσο, ήταν η πρώτη φορά που η Δημοκρατική υποψηφιότητα κατέγραψε ανταγωνιστικές επιδόσεις σε αυτόν τον τομέα. Για πολλούς φιλελεύθερους ειδήμονες, το γεγονός ότι πάρα πολλοί άνθρωποι δεν δήλωναν εμπιστοσύνη στον Μπάιντεν στα ζητήματα οικονομικής πολιτικής, θεωρείται απλώς μια αποτυχία της επικοινωνιακής στρατηγικής των Δημοκρατικών.

Εξετάζοντας από ψηλά τους μακροοικονομικούς δείκτες, την οικονομία των ΗΠΑ «την ζηλεύει ο πλανήτης», σύμφωνα με τα λόγια ενός οικονομολόγου που παρέθεσε η Wall Street Journal τον Απρίλη. Ανάμεσα σε όλες τις προηγμένες βιομηχανικές οικονομίες, οι ΗΠΑ έχουν σημειώσει την ισχυρότερη ανάκαμψη μετά την κρίση COVID του 2020-2021.

Τα ποσοστά ανεργίας είναι τα χαμηλότερα από τη δεκαετία του 1960. Ο δείκτης ανεργίας των Μαύρων είναι ο μικρότερος εδώ και 50 χρόνια. Από το 2019 έως το 2023, το φτωχότερο 10% της εργατικής τάξης είχε μισθολογικά κέρδη τα οποία ξεπέρασαν αυτά των υψηλότερων εισοδηματικών ομάδων. Από το 2021, οι δαπάνες για κατασκευαστικά έργα τετραπλασιάστηκαν. Όλα αυτά είναι τα σημεία που επικαλούνται οι υποστηρικτές των Μπάιντεν/Χάρις.

Και όμως ο νυν Δημοκρατικός πρόεδρος υπέφερε από ιστορικά ποσοστά αντιδημοφιλίας… και πιθανότατα θα έχανε από τον Τραμπ τον Νοέμβριο. Αυτό ήταν αρκετό για να προκαλέσει σύγχυση σε όλους τους βασικούς συμβούλους του Μπάιντεν.

Αλλά οι σοσιαλιστές δεν συγχέονται τόσο, όταν εξετάζουν προσεκτικά την πραγματικότητα της ζωής και της εργασίας στις ΗΠΑ. Από αυτή την οπτική γωνία, όλη αυτή η οικονομική λάμψη δεν είναι χρυσός.

Ξεκινώντας με το θέμα των πραγματικών μισθών. Μια μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής για τα εθνικά οικονομικά δεδομένα που χρονολογείται από το 1949 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι οικονομικές επιδόσεις είναι ισχυρότερες όταν οι Δημοκρατικοί ελέγχουν τον Λευκό Οίκο». Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα όταν συγκρίνεται με την κυβέρνηση Τραμπ, ξεχώρισε ένα κραυγαλέο στατιστικό.

Αυτό αφορά την «ποσοστιαία αύξηση των πραγματικών μισθών των εργαζομένων στην παραγωγή και των εργαζομένων σε μη-εποπτικές θέσεις». Αυτή είναι η αργκό των στατιστικολόγων για να περιγράψουν τους εργατικούς μισθούς προσαρμοσμένους ώστε να φαίνεται η αγοραστική τους δύναμη. Στα μισά της διακυβέρνησης Μπάιντεν, το ποσοστό αυτό ήταν -0,42%, που σημαίνει ότι το εργατικό εισόδημα είχε υποχωρήσει. Οι μόνες άλλες κυβερνήσεις επί των οποίων μειώθηκαν οι πραγματικοί μισθοί ήταν οι κυβερνήσεις Κάρτερ, Ρίγκαν και του πρώτου Μπους –οι οποίοι κυβερνούσαν την εποχή που η εργοδοτική επίθεση και ο υψηλός πληθωρισμός χτυπούσαν σκληρά το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Σε αυτό το στατιστικό, ο Μπάιντεν τα πήγε χειρότερα ακόμη και από τον Ρίγκαν και τον Μπους.

Είναι πιθανό η υποχώρηση του πληθωρισμού μετά την πανδημία να καταλήξει να ωθήσει τους πραγματικούς μισθούς ξανά σε θετικό πρόσημο όταν μετριέται όλη η τετραετία της διακυβέρνησης Μπάιντεν. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία εξηγούν εν μέρει γιατί ο Μπάιντεν δεν κέρδιζε «αναγνώριση» για τις μακροοικονομικές τάσεις που οι περισσότεροι οικονομολόγοι και πολιτικοί θεωρούν ότι λειτουργούν θετικά για τους εν ενεργεία προέδρους.

Οι άνθρωποι συνηθίζουν να έχουν στο μυαλό τους την τιμή των αυγών ή της βενζίνης όταν σκέφτονται τον πληθωρισμό. Αλλά εκτός από τις τιμές αυτών των εμπορευμάτων, οι οποίες όντως κυμαίνονται με την «προσφορά και ζήτηση», υπάρχουν και οι μακροπρόθεσμες αυξήσεις των τιμών εκείνων των εμπορευμάτων και υπηρεσιών που είναι απαραίτητες για την καθημερινή ζωή. Το ενοίκιο, η στέγαση, η φροντίδα των παιδιών, η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη βρίσκονται στην κορυφή αυτής της λίστας. Καθένα από αυτά έχει δει διψήφια αύξηση του πραγματικού κόστους τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ότι τα καθημερινά «παρασκηνιακά» έξοδα της ζωής -ειδικά για τα άτομα κάτω των 40 ετών- αποτελούν μια διαρκή πηγή άγχους και εξουθενωτικού χρέους, ακόμη και για ανθρώπους που έχουν μια αξιοπρεπή θέση εργασίας.

Όπως είπε στον Ντέιβιντ Ουμπέρτι της Wall Street Journal η Νικόλ Λιούις, βοηθός εκπαιδευτικού που ζει με τον σύζυγό της και τα τρία παιδιά τους στο Μίσιγκαν: «Βγάζουμε τα περισσότερα χρήματα από ποτέ και ταυτόχρονα νιώθουμε πιο φτωχοί από ποτέ».

Παίρνοντας ως παράδειγμα την παιδική φροντίδα, η δημοσιογράφος Άνι Λόουρι σημειώνει:

«Η φροντίδα των παιδιών ηλικίας μηδέν έως πέντε, είναι ας πούμε ένα κόστος που πληρώνουν οι οικογένειες για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα στη ζωή τους. Και όμως είναι ένα απολύτως, απολύτως συντριπτικό κόστος. Το μέσο κόστος παιδικής φροντίδας για ένα χρόνο είναι μεταξύ 18.000 και 24.000 δολαρίων. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα ποσά που πληρώνουν οι άνθρωποι, είναι και οι άνθρωποι που δεν έχουν να τα πληρώσουν. Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν τέτοια οικονομική δυνατότητα. Και δεν έχουμε αρκετή κάλυψη μέσω προγραμμάτων όπως το Head Start. Το Head Start υποχρηματοδοτείται σοβαρά. Στο πρόγραμμα εντάσσεται  ένα στα πέντε παιδιά που πληρεί τις προϋποθέσεις.

Έτσι, οι άνθρωποι αποσύρονται από την αγορά εργασίας. Αναδιοργανώνουν τα ωράρια εργασίας τους. Ζητούν από τα μέλη της οικογένειας να βοηθήσουν. Και το θέμα είναι ότι ενώ βασικά έχουμε φτάσει στο πάνω όριο του το τι μπορούν να πληρώσουν οι άνθρωποι για παιδική φροντίδα, οι εργαζόμενοι/ες σε αυτήν, από τους χαμηλότερα αμοιβόμενους στην Αμερική, εξακολουθούν να μην βγάζουν αξιοπρεπές μεροκάματο. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι/ες στη φροντίδα των παιδιών εξακολουθούν να κερδίζουν 14 ή 15 δολάρια την ώρα. Αυτά απλά δεν αρκούν».

Σε μια περίοδο οικονομικών πειραματισμών που προκάλεσε η πανδημία Covid, το Αμερικανικό Σχέδιο Διάσωσης του 2021 της κυβέρνησης Μπάιντεν παρείχε φορολογικές επιδοτήσεις σε εργαζόμενες οικογένειες. Αυτές είχαν έναν εντυπωσιακό αντίκτυπο, μειώνοντας στο μισό την παιδική φτώχεια μέσα σε ένα χρόνο. Όμως, σε μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η καπιταλιστική «κανονικότητα» και να μην εμπεδωθεί καμιά ιδέα ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να προσδοκούν ότι το κράτος μπορεί και να τους φροντίσει, η κυβέρνηση επέτρεψε να τερματιστούν αυτές οι φορολογικές εκπτώσεις στα τέλη του 2021. Το προβλέψιμο αποτέλεσμα ήταν μια νέα αύξηση της παιδικής φτώχειας -και σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά που επικρατούσαν πριν από την πανδημία.

Ο Μπάιντεν εγκατέλειψε τα σχέδια για αυξημένες επιδοτήσεις για τη μέριμνα των παιδιών, για ένα καθολικό σύστημα προνηπιακής φροντίδας και για αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων στην παιδική φροντίδα, καθώς το αρχικό του οικονομικό σχέδιο «Build Back Better» άλλαξε μορφή και μετονομάστηκε σε Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού (Inflation Reduction Act, IRA) το 2022. Ο IRA έλαβε ορισμένα μέτρα για να αντιμετωπίσει ορισμένα κόστη, όπως οι εξωφρενικές τιμές που πλήρωναν οι Αμερικανοί για συνταγογραφούμενα φάρμακα. Αλλά ο πυρήνας του IRA αποτελούταν από την παραχώρηση δισεκατομμυρίων δολαρίων σε επιδοτήσεις και σε φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις, προκειμένου να ενθαρρυνθεί μια μετάβαση σε μια ηλεκτροκίνητη οικονομία που να μπορεί να ανταγωνιστεί πιο άμεσα την Κίνα.

Η ανάκαμψη που σημειώθηκε επί Μπάιντεν/Χάρις ήταν επίσης εξαιρετικά άνιση, παρά τα κέρδη στο εργασιακό εισόδημα που αναφέραμε παραπάνω.

Σύμφωνα με μια μέτρηση που υπολογίζει το εισόδημα, αφού πάρει υπόψη και την κρατική βοήθεια και τους φόρους, το χαμηλότερο 50% έχει αυξήσει το εισόδημά του κατά 5% σύμφωνα με τo Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής. Αλλά το ανώτερο 1% έχει κερδίσει κατά πάνω από 10%. Αυτή είναι η μεγαλύτερη απόδοση για την μικρή υπερ-πλούσια μερίδα του πληθυσμού από την εποχή της κυβέρνησης Ρίγκαν. Ακόμη και οι μισθοί των εργαζομένων με τα χαμηλότερα εισοδήματα, παρά το γεγονός ότι είναι οι υψηλότεροι εδώ και δεκαετίες, τους τοποθετούν σε ετήσιες απολαβές -αν εργάζονται με πλήρη απασχόληση- κάτω από 30.000 δολάρια. Η εισοδηματική ανισότητα στις ΗΠΑ είναι πιο ακραία σήμερα από ό,τι ήταν το 1963.

Είναι σύνηθες να περιγράφεται η πολιτική σκηνή των ΗΠΑ ως «πολωμένη», αλλά είναι επίσης σαφές ότι οι οικονομικές συνθήκες για εκατομμύρια απλούς ανθρώπους  συμβάλλουν σε αυτήν την πόλωση. Αυτό δεν εξηγεί μόνο γιατί οι εκλογές του Νοεμβρίου είναι αμφίρροπες, παρά την «ισχυρή οικονομία» της κυβέρνησης Μπάιντεν-Χάρις. Εξηγεί επίσης γιατί εκατομμύρια άνθρωποι αισθάνονται ότι οι κύριοι θεσμοί του κράτους και των επιχειρήσεων είναι στημένοι εναντίον τους, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα είναι στην εξουσία.

Ετικέτες