Ο Τραμπ, ο Μπάιντεν και οι πολιτικές προοπτικές στις ΗΠΑ

Η εξέγερση ενάντια στο ρατσισμό και την αστυνομική βία στις ΗΠΑ συγκρίνεται πλέον με τα κινήματα της δεκαετίας του ’60. Οι διαδηλώσεις είναι παρατεταμένες, έχουν συγκλονιστική μαζικότητα, πολυφυλετικό χαρακτήρα και έχουν εξαπλωθεί σε κάθε μεγάλη και μικρή πόλη σε όλες τις Πολιτείες των ΗΠΑ. 

Οι αρχικές κρατικές προσπάθειες να ανακτηθεί ο έλεγχος των δρόμων (απαγορεύσεις κυκλοφορίας, κινητοποίηση Εθνοφρουράς, διαρκείς απρόκλητες αστυνομικές επιθέσεις μεγάλης έκτασης κι έντασης) απέτυχαν και –αν και η καταστολή συνεχίζεται, προκαλώντας διαρκώς νέα θύματα και εγκλήματα– υπάρχει η αίσθηση ότι σε πολλές Πολιτείες και Αστυνομικά Τμήματα έχει δοθεί εντολή «αυτοσυγκράτησης». 

Για άλλη μια φορά στην ιστορία, η εξέγερση λειτουργεί ως «είσοδος των χωρίς φωνή στο πολιτικό προσκήνιο», καθώς και οι πιο αγανακτισμένοι επικριτές των «ταραχών», υποχρεούνται να τοποθετηθούν πάνω στις αιτίες τους. Το ζήτημα του ρατσισμού και της αστυνομικής βίας εισέβαλλε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου με πρωτοφανή τρόπο και ορμή. Ο καλλιεργημένος για δεκαετίες μύθος των «μεταφυλετικών» ΗΠΑ της «αχρωματοψίας» γκρεμίστηκε. Το Black Lives Matter είχε αρχίσει να τον αποδομεί και να τον φθείρει, αλλά οι «βδομάδες που συγκλόνισαν τον κόσμο» τον ισοπέδωσαν.  

Η εξέγερση έχει επιφέρει μεγάλες μετατοπίσεις και στην κοινή γνώμη. Πλειοψηφική συμπάθεια στους διαδηλωτές, πλειοψηφική στήριξη σε μια σειρά μέτρα περιορισμού της δύναμης της αστυνομίας, πλειοψηφική αίσθηση ότι «υπάρχει δομικό φυλετικό ζήτημα στις ΗΠΑ» -μια αίσθηση που ήταν μειοψηφική στα πρώτα χρόνια του BLM και στις εξεγέρσεις του Φέργκιουσον και της Βαλτιμόρης. Οι ακτιβιστές του BLM αλλά και έμπειρα στελέχη όπως η Άτζελα Ντέιβις σημειώνουν ενθουσιασμένοι ότι «επιτέλους ακούνε αυτό που τους λέγαμε!».  

Επιπλέον, οι διαδηλώσεις και οι «ταραχές» έχουν πετύχει μικρές υλικές νίκες: μειώσεις αστυνομικών προϋπολογισμών σε κάποιες Πολιτείες, απομάκρυνση ρατσιστικών μνημείων σε άλλες (όταν δεν το κάνουν οι διαδηλωτές μόνοι τους), απαγόρευση κάποιων «νόμιμων αστυνομικών πρακτικών» («στραγγαλισμός», «φυλετικό προφίλ» υπόπτων), συζήτηση στο Κογκρέσο για μια νέα νομοθεσία περιορισμού των αστυνομικών ελευθεριών, «ξαφνική» ενεργοποίηση των εισαγγελικών αρχών σε απαγγελίες κατηγοριών σε δολοφόνους αστυνομικούς (ναι, συνεχίζουν να δολοφονούν καθημερινά) με ταχύτατες διαδικασίες κ.ο.κ. (για τη μεγάλη συζήτηση για την Αστυνομία, βλ. σελ. 15). Πολλά από αυτά, όπως η «ξαφνική» ενεργοποίηση εισαγγελέων για αστυνομικές δολοφονίες και η απαγόρευση των «στραγγαλισμών» ή της χρήσης «φυλετικού προφίλ» αποκαλύπτουν την οργανωμένη κρατική συνενοχή που υπήρχε όσο ΔΕΝ γίνονταν. Ταυτόχρονα δικαιώνουν τις οργισμένες διαδηλώσεις και τις «ταραχές» ακόμα και ως μέσο «διαπραγμάτευσης» για τα αυτονόητα. 

Ένα τέτοιο μαζικό κίνημα είναι προφανές ότι υποχρεώνει τα πολιτικά κόμματα να διαμορφώσουν τακτικές απέναντί του και σε μεγάλο βαθμό επηρεάζει τις πολιτικές προοπτικές τους –ακόμα κι αν δεν υπάρχει κανένας αυτοματισμός μεταξύ εξεγέρσεων/κινημάτων και έκφρασης στην κάλπη. 

Ο Τραμπ αντιμετωπίζει την μεγαλύτερη κρίση της θητείας του. Η «πολιορκία» του Λευκού Οίκου από διαδηλωτές σε συνδυασμό με την είδηση της καταφυγής του σε μπούνκερ ήταν μια «εικόνα κρίσης». Η προσπάθεια να αξιοποιήσει το αίσθημα πανικού που προκλήθηκε από τα ΜΜΕ για να αντεπιτεθεί την επόμενη μέρα (η διαβόητη φωτογράφιση με την Βίβλο μπροστά στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και η απειλή να κατεβάσει τον τακτικό στρατό για να «κυριαρχήσει στους δρόμους») δεν του βγήκε, προκαλώντας μια μικρή συνταγματική κρίση (άρνηση της στρατιωτικής ηγεσίας, όπως και του πρώην και του νυν υπουργού Άμυνας) που δημιούργησε ενόχληση και στο κόμμα του και μεταξύ υποστηρικτών του (ακόμα και σε τμήμα των Ευαγγελιστών). 

Δεν είναι η πρώτη φορά που δείχνει να βρίσκεται εν τω μέσω μιας «ρωγμών από τα πάνω», αλλά σε συνάρτηση με μια εξέγερση «από τα κάτω», είναι η πρώτη φορά που δείχνει τόσο απομονωμένος και χωρίς να διαθέτει την πρωτοβουλία κινήσεων –πέρα από το να ρίχνει λάδι στη φωτιά καθώς «τσακώνεται» με τους διαδηλωτές και τους απειλεί χυδαία μέσω τουίτερ. 

Οι Δημοκρατικοί επιχειρούν -για άλλη μια φορά στην ιστορία τους- να «καβαλήσουν τον τίγρη», αξιοποιώντας τους πιο προνομιακούς δεσμούς που διαθέτουν με τα ακροατήρια που έχουν κοινωνικές ευαισθησίες και τον πολιτικό τους μηχανισμό που θα επιχειρήσει να πείσει ότι «άκουσε τους διαδηλωτές» που μπορούν πλέον να περιμένουν υπομονετικά το «νομοθετικό έργο». Δεν θα είναι εύκολο όμως. Καθώς το κίνημα ριζοσπαστικοποιείται (και σε Δήμους και Πολιτείες με φιλελεύθερες Δημοκρατικές Αρχές) είναι δύσκολο να συμβαδίσουν μαζί του. Ο «προοδευτικός» δήμαρχος Ντι Μπλάζιο αποδοκιμάστηκε στην τελετή μνήμης του Φλόιντ στη Νέα Υόρκη, ο φιλελεύθερος δήμαρχος της Μινεάπολις εκδιώχθηκε από τις διαδηλώσεις, μαύροι δήμαρχοι που καλούν τους διαδηλωτές να ηρεμήσουν «αν αγαπάνε αυτήν την ανεκτική πόλη» δεν εισακούγονται.  

Το έργο των Δημοκρατικών γίνονται ακόμα πιο δύσκολο από την στρατηγική επιδίωξη και ανάγκη τους να «πατήσουν σε δύο βάρκες»: Επιχειρούν να εμφανιστούν ως υπερασπιστές του δίκιου των διαδηλωτών, ενώ ταυτόχρονα διεκδικούν το «μετριοπαθές κέντρο». Μια όψη ήταν η απόπειρα του Τζο Μπάιντεν να βρεθεί στους δρόμους για «να μιλήσει με τους πολίτες»: στην ίδια περιοδεία συζήτησε και με διαδηλωτές και με «αγανακτισμένους πολίτες που οχυρώνουν τις ιδιοκτησίες τους». Φυσικά η ρήση που συμπύκνωσε τη λογική του «μικρότερου κακού» με τόσο γλαφυρό τρόπο που δεν είχε καταφέρει κανένας Αμερικανός μαρξιστής ως τώρα ήταν η προτροπή του Μπάιντεν προς τους αστυνομικούς: «Πυροβολήστε τους στα πόδια, όχι στην καρδιά!». Σε μια νέα παρέμβαση, ο Μπάιντεν στράφηκε ανοιχτά ενάντια στο σύνθημα «αποχρηματοδότηση της αστυνομίας» που έχει γίνει η πολεμική κραυγή του κινήματος. 

Όλα αυτά βάζουν σε αμφιβολία την ιστορικά προνομιακή σχέση των Δημοκρατικών με τη μαύρη κοινότητα. Καλεσμένος σε δημοφιλές μαύρο ραδιόφωνο, καλούμενος να δεσμευτεί για πράγματα και να δώσει διευκρινήσεις για άλλα, ο Μπάιντεν ξεγλίστρησε με ένα (πολύ κακό) «αστείο», που έγινε αντιληπτό ως δείγμα της αλαζονείας ενός κόμματος που παίρνει τη μαύρη ψήφο δεδομένη και αρνείται να λογοδοτήσει σε αυτήν: «Μπορούμε να συζητήσουμε πολλά, αλλά αν δεν ψηφίσετε εμένα απέναντι στον Τραμπ δεν είστε μαύροι»! Αυτό από τον άνθρωπο που επί διακυβέρνησης Κλίντον πέρασε έναν διαβόητο «Ποινικό Νόμο» που έκλεισε χιλιάδες μαύρους στις φυλακές. Η ίδια η εκλογική παρέμβαση Ομπάμα σίγουρα προκάλεσε πολλά πικρά χαμόγελα σε όσους τον εξέλεξαν ενθουσιασμένοι το 2008 για να τον δουν να εποπτεύει επί μια 8ετία την Αστυνομία που συνέχισε να δολοφονεί ανενόχλητη. Αυτή η συσσωρευμένη εμπειρία αποτελεί μέρος της εξήγησης του ξεσπάσματος της εξέγερσης («enough with black faces in high places», «φτάνει πια με τα μαύρα πρόσωπα σε υψηλές θέσεις») και δεν «εξανεμίζεται» από 2 προεκλογικές υποσχέσεις κι ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. 

Όλα αυτά δημιουργούν ένα ρευστό τοπίο, όσον αφορά τους πολιτικούς-εκλογικούς συσχετισμούς. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Τραμπ είναι μια πιθανή αποσυσπείρωση της κοινωνικής του βάσης. Δεν είναι τόσο ότι χάνει την «κυριλέ δεξιά» ψήφο (μέσω της διαφοροποίησης του Ρόμνεϊ ή των Μπους). Είναι το ενδεχόμενο η αδυναμία του να επιβάλει «νόμο και τάξη» να προκαλέσει απογοήτευση του σκληρού πυρήνα του «τραμπισμού». 

Αυτό το ρεύμα στην αμερικανική κοινωνία δέχεται αντιφατικά μηνύματα: Η αίσθηση κοινωνικής κρίσης («ακόμα και ο Λευκός Οίκος κινδυνεύει από ταραχοποιούς!») θα μπορούσε να το συσπειρώσει γύρω από τον Πρόεδρο. Αλλά ταυτόχρονα αυτό το κοινό θέλει τον Πρόεδρό του «πολέμαρχο» -και όλα τα τουίτ περί «νόμου τάξης» δεν αρκούν να καλύψουν την αδυναμία του να επιβληθεί.  

Αν είχε πετύχει η «κατασταλτική αντεπίθεση» μετά το επεισόδιο με το «μπούνκερ», ο Τραμπ θα είχε επανασυσπειρώσει αυτό το ρεύμα. Σήμερα δεν γνωρίζουμε αν η «απώλεια ελέγχου» των δρόμων χρεώνεται ως αδυναμία του Τραμπ και τον φθείρει ή ως «προδοσία των κρατικών γραφειοκρατιών που του δένουν τα χέρια», ενισχύοντας τον μύθο του. Αντίστοιχα, τα αστυνομικά σωματεία (στην πλειοψηφίας τους «λέσχες φίλων Τραμπ») δεν ξέρουμε αν θα συσπειρωθούν γύρω από τον «άνθρωπό τους» απέναντι στον «εχθρικό κλίμα» ή αισθάνονται απροστάτευτα και παραδομένα στη χλεύη. 

Τα προβλήματα του Μπάιντεν περιγράφηκαν παραπάνω. Αν ο Τραμπ πασχίζει να συσπειρώσει «το ακροατήριο που τον αφορά», ο Μπάιντεν φαίνεται να μην ξέρει καν «ποιο ακροατήριο τον αφορά».  

Υπάρχει αρκετό χρονικό διάστημα ως το Νοέμβρη για να αναπτυχθούν  διάφορες δυναμικές. 

Μια πιθανότητα είναι να καταφέρει η μηχανή των Δημοκρατικών να ξεδιπλώσει ένα «πολυσυλλεκτικό» σχέδιο που θα αντλήσει τμήμα και της αριστερής εναντίωσης («ο επικεφαλής ρατσιστής») και της κεντρώας δυσαρέσκειας («ανίκανος να διαχειριστεί μια κρίση») απέναντι στους χειρισμούς Τραμπ, τόσο όσο χρειάζεται για να δώσει την νίκη στον απίθανο, άχρωμο «θείο Τζο».

Μια άλλη πιθανότητα είναι να ανακτήσει την πρωτοβουλία κινήσεων ο Τραμπ, μετά από μια πιθανή υποχώρηση των διαδηλώσεων, και να τεθεί επικεφαλής ενός ακόμα ρεύματος «λευκής αντίδρασης/αντεπίθεσης» –σαν αυτά που εμφανίστηκαν μετά από κάθε απόπειρα του μαύρου κινήματος να κατακτήσει προόδους και νίκες– που θα τον κρατήσει στον Λευκό Οίκο. 

Κανονικά, η αλλαγή της δημογραφίας στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια δεν ευνοεί τις προοπτικές ενός τέτοιου ρεύματος –σε βαθμό που στο φόντο της επανεκλογής Ομπάμα το 2012 είχε ανοίξει σοβαρά μια συζήτηση για το αν μπορούν οι Ρεπουμπλικάνοι να ξανακερδίσουν ποτέ πλειοψηφία, συνεχίζοντας να απευθύνονται στην ίδια εκλογική βάση. Το 2016 όμως απέδειξε με σοκαριστικό τρόπο ότι μπορούν -γιατί πολλές φορές μια «λευκή συντηρητική μειοψηφία» μπορεί να ενεργοποιηθεί από τον σωστό Ρεπουμπλικάνο για να πάει ως την κάλπη ενώ η κοινωνική πλειοψηφία δεν πείθεται εύκολα να πάει να ψηφίσει τους Δημοκρατικούς. Ακόμα και σήμερα, η δυνητική εκλογική βάση του Τραμπ δηλώνει πλειοψηφικά «αποφασισμένη», ενώ 1 στους 2 δυνητικούς ψηφοφόρους του Μπάιντεν δεν δηλώνουν τον παραμικρό «ενθουσιασμό». 

Σε κάθε περίπτωση, το κενό στα αριστερά των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων «βοά» για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ. Το 2016, στα σόσιαλ μίντια κυκλοφορούσε εκείνη η χιομουριστική δημοσκόπηση που έβγαζε την «πτώση μετεωρίτη» ως πιο δημοφιλή εξέλιξη σε σχέση και με μια προεδρία Τραμπ και με μια προεδρία Κλίντον. Το 2020, κυκλοφορεί μια άλλη σύγκριση, με πιο «χειροπιαστό παράδειγμα»: η πυρπόληση του αστυνομικού τμήματος της Μινεάπολις είναι πιο δημοφιλής και από τον Τραμπ και από τον Μπάιντεν…

Αυτό το πολιτικό κενό δεν αναιρεί δύο θεμελιώδη ζητήματα. Το πρώτο είναι οι επιτυχίες που σημείωσε η εξέγερση. Αυτές έχουν τη δική τους δυναμική και σημασία που ξεπερνούν την κυνική εκλογική απελπισία είτε του «και θα ξαναβγεί ο Τραμπ» είτε του «και θα πάνε να ψηφίσουν Μπάιντεν». Ο σημερινός ξεσηκωμός δεν «ευθύνεται» για την κάλπη του Νοέμβρη και δεν αναμετριέται με αυτό το καθήκον. Έχει να αναμετρηθεί με την οικοδόμηση ταξικής δύναμης -σε κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις που θα μπορέσουν να δώσουν συνέχεια και προοπτική σε αυτό το κίνημα να συνεχίσει και ως τις κάλπες και μετά από αυτές, όποιος κι αν βρίσκεται στο Λευκό Οίκο…

Κάποια θετικά σημάδια υπάρχουν. Το τελευταίο μεγάλο «ραντεβού» του κινήματος μέχρι την μέρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές ήταν η 19η Ιούνη, η λεγόμενη Juneteenth, η μέρα μνήμης του επίσημου κι οριστικού τέλους της σκλαβιάς (με την απελευθέρωση των μαύρων του Τέξας). Εκείνη την ημέρα, το συνδικάτο των λιμενεργατών κήρυξε 24ωρη γενική απεργία, κλείνοντας όλα τα λιμάνια της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ. Από τις μαζικές συγκεντρώσεις ξεχώρισε εκείνη του Όκλαντ: η Άτζελα Ντέιβις έσπασε την αυτοαπομόνωσή της (ως ανοσοκατεσταλμένη σε καιρό πανδημίας) για να βρεθεί στο πλευρό του πλήθους και αποθεώθηκε σε κλίμα συγκίνησης. Ο ράπερ-ακτιβιστής Μπουτς Ράιλι (των Coup) έβγαλε μια συγκλονιστική ομιλία και καταχειροκροτήθηκε όταν απάντησε στο ερώτημα «και τώρα πώς προχωράμε;», αξιοποιώντας το παράδειγμα των λιμενεργατών:

«Ποια είναι η δύναμή μας; Αυτό απαντήθηκε σήμερα. Εμείς παράγουμε τον πλούτο, έχουμε αυτή τη δύναμη κι έχουμε την ικανότητα να κατακρατούμε αυτήν την δύναμη. Έχουμε την ικανότητα αποσύρουμε την εργασία μας και να τα κλείσουμε όλα. Δεν τους ζητάμε να αλλάξουν τα πράγματα. Τους δηλώνουμε ότι “τα πράγματα θα αλλάξουν, αλλιώς…”. Φανταστείτε τα λιμάνια να μην έμεναν κλειστά μόνο σήμερα, αλλά να αποφασίζαμε ότι θα παραμείνουν όλα κλειστά μέχρι να υλοποιηθούν το 1 το 2 και το 3…  Θα έχαναν δισεκατομμύρια δολάρια, πολύ περισσότερα από όσα χάνουν από ό,τι κι αν μπορούμε να κάνουμε στους δρόμους. Την φοβούνται αυτήν την τακτική. Αυτό πρέπει να κάνουμε. Όπου δουλεύετε, όπου είστε στη διάρκεια της ημέρας, εκεί χρειάζεται να οργανωθείτε. Για να τα κλείσουμε όλα, για να τους πούμε ότι δεν ζητάμε, το δηλώνουμε…».

Ο διεθνής αντίκτυπος της Black Lives Matter εξέγερσης

«Και το δικό μας κράτος είναι συνένοχο»

Η αντιρατσιστική εξέγερση στις ΗΠΑ πυροδότησε ένα συγκλονιστικό κύμα διεθνών διαδηλώσεων. Όπως και στη δεκαετία του ’60, ο αγώνας για την απελευθέρωση των μαύρων προκαλεί συγκίνηση σε πολλές γωνιές του πλανήτη. Όπως και στη δεκαετία του ’60, αυτός ο αγώνας εμπνέει κι άλλους αγώνες ενάντια στην καταπίεση. 

Αυτό είναι το πιο σημαντικό στοιχείο των διεθνών διαδηλώσεων. Η αλληλεγγύη στα αδέρφια μας στις ΗΠΑ είναι εμφανής: Δικαιοσύνη για τον Τζορτζ Φλόιντ ζητούν σε κάθε γωνιά του πλανήτη και δίνουν θάρρος στους διαδηλωτές να περάσουν στην επίθεση ενάντια στην αστυνομική βία, κάνοντας πράξη το παλιό «the whole world is watching!» («όλος ο πλανήτης παρακολουθεί!»). Αλλά οι κινητοποιήσεις πάνε πέρα από την έκφραση της αλληλεγγύης: Αν και η μαύρη υπόθεση στις ΗΠΑ είναι μια πολύ ιδιαίτερη κι «αμερικανική» περίπτωση, ο ρατσισμός και η αστυνομική βία υπάρχουν παντού -και οι αλληλέγγυοι διαδηλωτές δεν μένουν στην απλή αλληλεγγύη σε «εκείνους μακριά», αλλά στοχοποιούν τις δικές τους κυβερνήσεις, τα δικά τους κράτη, τη δική τους αστυνομία. 

Όπου υπάρχει σκοτεινό παρελθόν συνενοχής στη δουλοκτησία, το δουλεμπόριο και τα βάσανα της μαύρης Αφρικής, αυτή η «σύνδεση» γίνεται πολύ πιο άμεσα. Η «αμερικανική ιδιαιτερότητα» της μαύρης σκλαβιάς στο Νότο υπήρξε αρμονικά ενταγμένη στη λειτουργία συνολικά του λευκού-χριστιανικού-καπιταλιστικού (αυτού που μάθαμε να αποκαλούμε «δυτικού») πολιτισμού της εποχής. Το γκρέμισμα ή η «βεβήλωση» ή η απαίτηση για απομάκρυνση αγαλμάτων είναι στο επίκεντρο αυτής της σύνδεσης. Στην Βρετανία, όπου το κίνημα έρχεται σε σύγκρουση με το αιματηρό αποικιοκρατικό και δουλοκτητικό παρελθόν της Αυτοκρατορίας, φτάνοντας μέχρι και την εποχή του διαβόητου -πλην «εθνικού ήρωα»- Τσόρτσιλ. Στο Βέλγιο, ενάντια στις τιμές στον Βασιλιά Λεοπόλδο, τον άνθρωπο που έκανε ΣΔΙΤ αποικιοκρατία στο Κονγκό κι είναι προσωπικά υπεύθυνος για αγριότητες που δεν ξεπερνιούνται από θλιβερές απολογίες για «την εποχή του». 

Στην Αυστραλία μια θηριώδης διαδήλωση υποχρέωσε τις δικαστικές Αρχές να αναστείλουν την απαγόρευσή της (λόγω κορονοϊού) λίγες ώρες πριν τη διεξαγωγή της, όταν έγινε σαφές ότι η κυβέρνηση θα αντιμετώπιζε μια από τις μαζικότερες «παρανομίες» στην ιστορία. Η πολιτισμική «γειτνίαση» με τις ΗΠΑ, η παρουσία μαύρων στη χώρα, το σκοτεινό παρελθόν (αλλά και παρόν!) του κράτους απέναντι στους Αβορίγινες είχε ως αποτέλεσμα μια εντυπωσιακή κινητοποίηση γύρω από το αίσθημα ότι «και το δικό μας κράτος είναι συνένοχο!». 

Στη Γαλλία η ταύτιση προέκυψε πολύ πιο αβίαστα. Υπάρχουν κι εκεί μαύροι κι άραβες, τυπικά «Γάλλοι πολίτες», δεύτερης και τρίτης γενιάς, που είναι ταυτόχρονα θύματα ενός αποικιοκρατικού παρελθόντος, ενός συστήματος που δεν τους αντιμετωπίζει ως ίσους με τους «λευκούς Γάλλους πολίτες» και μιας αστυνομίας που είναι σε ανοιχτή «βεντέτα» εναντίον τους. Έχουν τους νεκρούς τους, τα «γκέτο» τους (τα παρισινά προάστια που «αναφλέγονται» περιοδικά) και ζητάνε ακόμα «Δικαιοσύνη για τον Αντάμα Τραορέ», την πρωτοβουλία η διάρκεια της  οποίας και το εύρος της παρέμβασής της στο χρόνο θυμίζει ένα γαλλικό αντίστοιχο του Black Lives Matter. Αυτά τρέφουν τη συχνότητα και το μέγεθος των αντιρατσιστικών-αντικατασταλτικών διαδηλώσεων στο Παρίσι αυτές τις εβδομάδες…

Μια άλλη χώρα όπου παραδοσιακά το Black Lives Matter γινόταν άμεσα κατανοητό ως σύνθημα είναι η Βραζιλία, την χώρα όπου η δουλοκτησία καταργήθηκε τελευταία και όπου οι αφρο-βραζιλιάνοι, απόγονοι των σκλάβων εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ακριβώς ως τέτοιοι. Στις σημερινές συνθήκες, της τρομακτικής ανόδου του Μπολσονάρο στην εξουσία, ως νεοφασίστα εκφραστή του μίσους των λευκών μεσοστρωμάτων απέναντι στους αφρικανικής καταγωγής υπηρέτες τους, η εξέγερση στις ΗΠΑ έδωσε κουράγιο στις φαβέλες να διαδηλώσουν. Οι δρόμοι δεν μονοπωλούνται πλέον από τους «μπολσοναρίστας» που υπερασπίζονται τον πρόεδρό τους εν μέσω της κρίσης που έχει προκαλέσει η διαχείριση της πανδημίας, αλλά καταλαμβάνονται κι από τη «μαύρη, φτωχή Βραζιλία» με τους ριζοσπάστες αριστερούς συμπαραστάτες της, που φωνάζουν «Στα τσακίδια Μπολσονάρο!».

Όπου υπάρχουν πολίτες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας συμβαίνει το ίδιο. Δεν θα μπορούσε να λείπει το Ισραήλ, το τελευταίο αποικιοκρατικό κράτος του πλανήτη, αυτό το σύγχρονο Απαρτχάιντ. «Οι Παλαιστινιακές ζωές έχουν αξία!» και «Δικαιοσύνη για τον Τζορτζ Φλόιντ, δικαιοσύνη για τον Ιλιάντ Χαλάκ» φωνάζουν στις διαδηλώσεις ενάντια στη δολοφονία του Παλαιστίνιου αυτιστικού από την ισραηλινή αστυνομία στην κατεχόμενη Ιερουσαλήμ.

Αλλά δε χρειάζεται τα θύματα του ρατσισμού και της αστυνομίας να είναι μαύροι (κι όχι απλά «μελαμψοί» ή γενικώς «άλλοι»), ούτε αυτός ο ρατσισμός να έχει ιστορικά βάθη στην εποχή της σκλαβιάς και της αποικιοκρατίας, ούτε να πρόκειται για «νόμιμους γηγενείς πολίτες» για να συνδέσει κανείς την αλληλεγγύη του με τους εξεγερμένους στις ΗΠΑ με τους αγώνες ενάντια στο ρατσισμό και την αστυνομία στη χώρα του. 

Στην Ιταλία και αλλού, η αντιρατσιστική-αντικατασταλτική δράση ενάντια στα προβλήματα του σήμερα γνωρίζει νέα ώθηση. Το ίδιο πρέπει να ισχύσει και στην Ελλάδα. 

Όπου σε άλλες συνθήκες, έχουμε τους δικούς μας νεκρούς-θύματα της αστυνομικής βίας. Όπου στα πρόσωπα των μεταναστών και των προσφύγων έχουμε κι εδώ «ζωές που πρέπει να αποκτήσουν αξία». Όπου γνωρίζουμε καλά τί θα πει αστυνομική καταστολή και έχουμε διαρκή κρούσματα αστυνομικής «βεντέτας» ενάντια στη νεολαία. 

Η μαζική νεανική συμμετοχή στη διαδήλωση αλληλεγγύης στην εξέγερση στις ΗΠΑ αφορά και αυτή την πραγματικότητα -πέρα από την υγιή συγκίνηση που προκαλεί το δράμα των μαύρων στην Αμερική. Η επιτυχία της κινητοποίησης ενάντια στις εξώσεις προσφύγων επιβεβαίωσε αυτήν την εικόνα. 

Έχουμε κι εδώ πολύ δουλειά να κάνουμε και τα δικά μας τέρατα να παλέψουμε. Για τα δικαιώματα μεταναστών και προσφύγων, των «μελαμψών» που αποκλείονται από κοινωνικά δικαιώματα λόγω χρώματος και καταγωγής. Μιλώντας για «γηγενείς πολίτες δεύτερης κατηγορίας», έχουμε πολλά να κάνουμε για τους Ρομά, ή για τη μειονότητα στη Θράκη (βλ. και την πρόσφατη δίωξη κατά του εκπαιδευτικού…). Μιλώντας για καταστολή, έχουμε να αντιπαρατεθούμε με τον μηχανισμό που οργανώνει καθημερινά το κυνηγητό αυτών των ανθρώπων, με το δόγμα «Νόμος και Τάξη» που είναι βγαλμένο από τα εγχειρίδια αμερικανικών Δήμων αλλά εδώ στρέφεται ενάντια στη νεολαία στα Εξάρχεια, την Κυψέλλη και αλλού. Και σε συνθήκες βαθιάς κοινωνικής-οικονομικής κρίσης, ενώ η κυβέρνηση αφήνει γυμνά τα νοσοκομεία και κάνει «αγορά δεκαετιών» για την Αστυνομία, για να συνεχίσει αυτή να επιτελεί το ρόλο της ενάντια στους κατατρεγμένους στα σύνορα αλλά και τους διαδηλωτές στις πόλεις, έχουμε να εμπνευστούμε από το αμερικανικό σύνθημα «αποχρηματοδοτήστε την αστυνομία» -που ζητά οι πόροι να κατευθυνθούν σε πραγματικά χρήσιμα επαγγέλματα, όπως οι γιατροί, οι εκπαιδευτικοί, οι κοινωνικοί λειτουργοί…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες