Η απόπειρα δολοφονίας ενθαρρύνει τον Τραμπ και ακινητοποιεί ακόμα περισσότερο τους Δημοκρατικούς
Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατευθύνονταν ήδη προς μια από τις πιο οξείες πολιτικές κρίσεις στην πρόσφατη ιστορία. Και τότε, ο πρώην πρόεδρος και καταδικασμένος για κακουργήματα Ντόναλντ Τραμπ παραλίγο να δολοφονηθεί σε προεκλογική συγκέντρωση στην Πενσυλβάνια. Αφού επιβίωσε, ο Τραμπ συσπείρωσε την εκλογική του βάση και στρίμωξε τους Δημοκρατικούς κατηγορώντας τους για την επίθεση εναντίον του.
Ο Τραμπ τώρα θα πλασαριστεί ως ένας ισχυρός άνδρας που ξέρει να επιβιώνει, απέναντι στην αποδυναμωμένη προεκλογική εκστρατεία του Μπάιντεν. Έχει το προβάδισμα για τη νίκη στις εκλογές με σαφές προβάδισμα, παρά το γεγονός ότι είναι ευρέως μισητός.
Ακόμη και πριν από την απόπειρα δολοφονίας κατά του Τραμπ, η καταστροφική επίδοση του προέδρου Τζο Μπάιντεν στο ντιμπέιτ, είχε θέσει υπό αμφισβήτηση την υποψηφιότητά του, με τον αστικό Τύπο, τους καπιταλιστές δωρητές των Δημοκρατικών και κεντρώους πολιτικούς, να τον καλούν να δώσει τη σκυτάλη σε άλλον υποψήφιο.
[Rp: Το άρθρο γράφτηκε πριν αποδεχτεί τελικά ο Μπάιντεν να αποσυρθεί, αλλά η επιχειρηματολογία που αφορά τα πολιτικά του πεπραγμένα και ιδιαίτερα τη Γάζα, όπως και όσα γράφονται στο άρθρο για τη στάση της Αριστεράς απέναντί του, τις προοπτικές των Δημοκρατικών κλπ, διατηρούν σε μεγάλο βαθμό την αξία τους και με την υποψηφιότητα της Καμάλα Χάρις, της αντιπροέδρου του Μπάιντεν αυτά τα 4 χρόνια]
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κεφαλαιοποιεί την απόπειρα δολοφονίας
Η απόπειρα εναντίον του Τραμπ έχει καταπνίξει όλα τα άλλα θέματα. Η εικόνα του Τραμπ ματωμένου αλλά απτόητου, με υψωμένη τη γροθιά να φωνάζει «πολεμήστε, πολεμήστε, πολεμήστε» έχει κατακλύσει τα μέσα ενημέρωσης και αναμφίβολα θα καταλήξει τυπωμένη σε μπλουζάκια στο συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στο Μιλγουόκι.
Σε αυτό το σημείο δεν γνωρίζουμε πολλά για το άτομο που πυροβόλησε, τον Τόμας Μάθιου Κρούκς, εκτός από το ότι ήταν ένας εικοσάχρονος, λευκός, εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ο οποίος είχε κάνει χρηματική δωρεά στην Act Blue, μια προσκείμενη στους Δημοκρατικούς Επιτροπή Πολιτικής Δράσης (PAC), αμέσως μετά την εκλογή του Μπάιντεν. Τα κίνητρά του και οι πολιτικές του πεποιθήσεις παραμένουν ασαφή, αν και οι πληροφορίες τον παρουσιάζουν ως ένα μοναχικό άτομο που υπήρξε θύμα εκφοβισμού στο σχολείου.
Αλλά ο Τραμπ και τα τσιράκια του έχουν ήδη κατηγορήσει τους Δημοκρατικούς για την απόπειρα δολοφονίας. Ο υποψήφιος αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς ανέκραξε: «Η κεντρική λογική της εκστρατείας του Μπάιντεν είναι ότι ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είναι ένας αυταρχικός φασίστας, ο οποίος πρέπει να εμποδιστεί με κάθε κόστος. Αυτή η ρητορική οδήγησε άμεσα στην απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Τραμπ».
Στριμωγμένοι από αυτές τις κατηγορίες, οι Δημοκρατικοί καταδίκασαν αμέσως την απόπειρα δολοφονίας και απέσυραν τα διαφημιστικά υλικά της προεκλογικής καμπάνιας τους σε όλη τη χώρα, κάτι που φυσικά δεν ανταποδόθηκε από τους Ρεπουμπλικάνους. Οι Δημοκρατικοί, κλονισμένοι, ήδη αποσιωπούν τις πιο οξείες κριτικές τους, τουλάχιστον προς το παρόν, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι κλιμακώνουν τις επιθέσεις τους στον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς.
Εν μέσω της εξελισσόμενης σύγκρουσής τους, και τα δύο κόμματα παρουσιάζουν ενιαίο μέτωπο πάνω σε ένα θέμα –την δριμεία καταδίκη της «πολιτικής βίας». Η υποκρισία τους σε αυτό το σημείο είναι εμφανής σε όλους. Και τα δύο κόμματα έχουν χρηματοδοτήσει από κοινού την πολεμική μηχανή του Πενταγώνου με ποσά που ανήλθαν σε σχεδόν 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως, έχουν εξοπλίσει το Ισραήλ για να διεξάγει τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη και έχουν εξαπολύσει τη στρατιωτικοποιημένη αστυνομία τους για να επιβάλουν τις φυλετικοποιημένες ταξικές ανισότητες του αμερικανικού καπιταλισμού.
Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται το τρέχον διακομματικό πολιτικό θέατρο, η πολιτική βία είναι ένα συστημικό χαρακτηριστικό της αμερικανικής κοινωνίας. Είναι τόσο αμερικανική όσο η μηλόπιτα.
Και χειροτερεύει. Η μακροπρόθεσμη παγκόσμια καπιταλιστική ύφεση βαθαίνει την ανισότητα, τροφοδοτεί την πολιτική πόλωση, ανοίγει χώρο στην ακροδεξιά, συμπεριλαμβανομένων των φασιστικών δυνάμεων και εντείνει την κοινωνική και πολιτική βία.
Ακόμη και ο Μπάιντεν το παραδέχτηκε στην ομιλία με την οποία απευθύνθηκε στο έθνος, όταν απαρίθμησε λίγα μόνο πρόσφατα παραδείγματα, όπως το «πραξικόπημα της μπυραρίας» στις 6 Γενάρη από τον Τραμπ, την επίθεση στον σύζυγο της τότε προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι και το σχέδιο απαγωγής της κυβερνήτριας του Μίσιγκαν Γκρέτσεν Γουίτμερ. Οι ρητορικές εκκλήσεις του Μπάιντεν και ιδιαίτερα του Τραμπ για εθνική ενότητα δεν πρόκειται να αμβλύνουν αυτή τη βία, η οποία είναι το προϊόν μιας βαθιάς κοινωνικοοικονομικής κρίσης και μιας πολιτικής πόλωσης που είναι δύσκολο να ξεπεραστεί.
Οι ωφελημένοι από την απόπειρα δολοφονίας θα είναι η προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ, η ακροδεξιά, το ασφαλίτικο κράτος, ο στρατός και η αστυνομία. Όλοι αυτοί, με την -στην καλύτερη περίπτωση μερική- υποστήριξη των Δημοκρατικών, θα υποκινήσουν έναν ηθικό πανικό ενάντια στον «εξτρεμισμό» προκειμένου να δικαιολογήσουν κατασταλτικές πολιτικές νόμου και τάξης.
Ως αποτέλεσμα, είναι πιθανό να δούμε ακόμη μεγαλύτερη διάβρωση των ήδη απειλούμενων δημοκρατικών δικαιωμάτων να οργανωνόμαστε, να εκφράζουμε ανοιχτά τη γνώμη μας, να διαδηλώνουμε και να απεργούμε. Ανεξάρτητα από την ταυτότητα, το κίνητρο και τις πολιτικές πεποιθήσεις του δράστη, ο στόχος αυτής της καταστολής θα είναι η Αριστερά, τα προοδευτικά κινήματα, τα συνδικάτα και ιδιαίτερα οι έγχρωμοι άνθρωποι. Πιο συγκεκριμένα, αυτό θα ενισχύσει τις επιθέσεις στο κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, το οποίο ήδη υπόκειται σε ένα Μακαρθικό κυνήγι μαγισσών.
Οι Times of Israel αναφέρουν ότι αξιωματούχοι της προεκλογικής εκστρατείας του Μπάιντεν δήλωσαν, υπό καθεστώς ανωνυμίας: «Αντί για ρητορικές επιθέσεις στον Τραμπ τις επόμενες μέρες, ο Λευκός Οίκος και η καμπάνια Μπάιντεν θα επικαλεστούν το ιστορικό του προέδρου σε ό,τι αφορά την καταδίκη κάθε είδους πολιτικής βίας, συμπεριλαμβανομένης της αιχμηρής κριτικής του για το “χάος” που προκάλεσαν οι διαμαρτυρίες στις πανεπιστημιουπόλεις εναντίον του Ισραήλ για τον πόλεμο στη Γάζα με τη Χαμάς».
Κρίση στο Δημοκρατικό Κόμμα
Ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι αξιοποιούν την απόπειρα δολοφονίας, οι Δημοκρατικοί βρίσκονταν σε πλήρη πολιτική κρίση. Ο σημαιοφόρος τους, ο Μπάιντεν, βρίσκεται αντιμέτωπος με την απώλεια της υποστήριξης μεταξύ των νέων ψηφοφόρων λόγω της αδιάκοπης πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής υποστήριξής του προς το Ισραήλ και τον γενοκτονικό του πόλεμό κατά της Παλαιστίνης.
Αυτή η στάση του τον έχει τοποθετήσει στα δεξιά των περισσότερων μελών και οπαδών των Δημοκρατικών και έχει προκαλέσει αποστροφή σε όλους σχεδόν τους Παλαιστίνιους, τους Άραβες και τους Μουσουλμάνους. Ο Μπάιντεν αποκαλείται ευρέως και δικαίως ως ο «γενοκτόνος Τζο» από τους νεαρούς ακτιβιστές.
Επιπλέον, η πολιτική που εφάρμοσε απέτυχε να απαλύνει την κρίση στις ζωές των εργαζόμενων και των καταπιεσμένων. Η χρηματοδότησή του για την πανδημία έφτασε στο τέλος της, οι πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις στρέφονται τώρα στη λιτότητα για να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους και οι αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων δεν αντισταθμίζουν την πίεση του πληθωρισμού, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το κόστος στέγασης και ιδιαίτερα για τους ενοικιαστές.
Για τους περισσότερους καταπιεσμένους ανθρώπους, οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Η πρόσβαση σε άμβλωση έχει περιοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, η ρατσιστική αστυνομική φονική βία συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό, οι απελάσεις μεταναστών έχουν αυξηθεί δραματικά επί Μπάιντεν. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενθουσιασμό για τους Δημοκρατικούς και πριν από το ντιμπέιτ.
Σε αυτήν τη τηλεοπτική αναμέτρηση, ο Μπάιντεν είχε να κάνει δύο πράγματα: να αποδείξει ότι ήταν διανοητικά ικανός να διεκδικήσει την προεδρία και να εστιάσει την προσοχή του εκλογικού σώματος στον Τραμπ και στο αυταρχικό αντιδραστικό πρόγραμμα των Ρεπουμπλικάνων. Απέτυχε και στα δύο. Αυτό προκάλεσε πανικό στους Δημοκρατικούς, οι οποίοι βρέθηκαν μπροστά σε έναν υποψήφιο που ήταν απλώς ακατάλληλος για το αξίωμα.
Οι Ρεπουμπλικάνοι μύρισαν αίμα. Ένας κορυφαίος στρατηγικός αναλυτής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δήλωσε: «Ο Τζο Μπάιντεν είναι ένα αμόνι τυλιγμένο γύρω από το λαιμό κάθε εκλεγμένου και υποψήφιου [βουλευτή] του Δημοκρατικού Κόμματος. Οι Ρεπουμπλικάνοι πρέπει να προσεύχονται ασταμάτητα να παραμείνει στην κούρσα».
Αυτό οδήγησε τους κεντρώους στις εκλογικές περιφέρειες που αποτελούν πεδίο μάχης, καθώς και τους δωρητές και τα αστικά ΜΜΕ, που έχουν σαφώς κλίνει προς τους Δημοκρατικούς, να ζητήσουν την απόσυρση του Μπάιντεν από τις εκλογές και τη στήριξή του είτε προς την Κάμαλα Χάρις είτε προς κάποια διαδικασία για την επιλογή ενός ικανού υποψηφίου. Ωστόσο αντί να ακούσει τη φωνή της λογικής, ο Μπάιντεν πείσμωσε, διατρανώνοντας τα πολιτικά του πεπραγμένα, αρνούμενος την προφανή κλινική αδυναμία του λόγω ηλικίας και επικαλούμενος τις εθνικές δημοσκοπήσεις οι οποίες τον παρουσιάζουν ισόπαλο με τον Τραμπ.
Αλλά για τους περισσότερους ανθρώπους, τα πολιτικά του πεπραγμένα, πέρα από λίγες μικρές μεταρρυθμίσεις, είναι αποτυχημένα και αντιδημοφιλή. Ενώ οι επαναλαμβανόμενες γκάφες του όποτε εμφανίζεται χωρίς γραπτό κείμενο απλά επιβεβαιώνουν την ανικανότητά του.
Και οι εθνικές δημοσκοπήσεις δεν παίζουν κανένα ρόλο. Δεν ζούμε σε δημοκρατία. Οι εκλογές στις ΗΠΑ δεν κρίνονται από τη λαϊκή ψήφο, αλλά από τις Πολιτείες και τους αντιπροσώπους που τους αναλογούν στο αντιδημοκρατικό Κολέγιο των Εκλεκτόρων. Αυτή η πραγματική εκλογική κούρσα θα κριθεί στις επτά Πολιτείες που είναι υπό διεκδίκηση και από τα δύο κόμματα και σε αυτές ο Μπάιντεν ακολουθεί τον Τραμπ.
Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι εκλογικοί αναλυτές πιστεύουν, ότι η ευκαιρία του Μπάιντεν να κερδίσει έχει περιοριστεί σε μόλις τρεις πολιτείες -το Μίσιγκαν, την Πενσυλβάνια και το Ουισκόνσιν. Χωρίς αυτές θα χάσει τις εκλογές, και μετά την απόπειρα δολοφονίας οι πιθανότητές του, ειδικά στην Πενσυλβάνια, φαίνονται πολύ κακές.
Ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί ευθύνονται για αυτή την καταστροφή. Ενώ ο Τραμπ μπορεί να είναι ένας κακόβουλος ναρκισσιστής, ο Μπάιντεν έχει αποδείξει ότι είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ένας αλαζόνας ναρκισσιστής, ο οποίος ενδιαφέρεται περισσότερο για την προσωπική του προώθηση παρά για την ήττα του Τραμπ και των Ρεπουμπλικάνων.
Ολόκληρο το κόμμα έχει το μερίδιό του στην ευθύνη για την προώθηση ενός υποψηφίου ακατάλληλου για το αξίωμα και αυτό ισχύει και για την λεγόμενη προοδευτική του πτέρυγα. Στις προκριματικές εκλογές, δεν τον αμφισβήτησαν ούτε επαρκείς υποψήφιοι του κατεστημένου ούτε προοδευτικοί υποψήφιοι, αφήνοντας στον Μπάιντεν ανοιχτό το δρόμο να εξασφαλίσει το χρίσμα. Και, τώρα, στον απόηχο της απόπειρας δολοφονίας, αυτός και οι άνθρωποι που χειρίζονται την δημόσια εικόνα του θα υπερασπιστούν την υποψηφιότητά του στο όνομα της σταθερότητας και θα προσπαθήσουν να παρεμποδίσουν κάθε προσπάθεια απομάκρυνσής του από την κορυφή του ψηφοδελτίου.
Προοδευτικό Μέτωπο υπέρ του Γενοκτόνου Τζο
Η πιθανότητα -και μάλιστα σοβαρή- μιας νίκης του Τραμπ έχει προκαλέσει πανικό και απελπισία σε όλη τη φιλελεύθερη και σοσιαλδημοκρατική Αριστερά. Το Μαύρο πολιτικό κατεστημένο, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ο Σάντερς και η λεγόμενη Squad (ΣτΜ: Ανεπίσημη ομάδα βουλευτών που ανήκουν στην πιο αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος), με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της Ρασίντα Τλαΐμπ, έχουν κλιμακώσει την υποστήριξή τους στον Μπάιντεν.
Καθώς η υποψηφιότητα του Μπάιντεν φαινόταν να βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο, η βουλευτής Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ έσπευσε να τον υπερασπιστεί, δηλώνοντας: «Το θέμα έχει κλείσει. Αυτός συμμετέχει στην κούρσα και τον υποστηρίζω». Η βουλευτής Ιλχάν Ομάρ, της οποίας η κόρη συμμετείχε στην κατασκήνωση του Πανεπιστήμιου Κολούμπια ενάντια στη γενοκτονία, συμφώνησε: «Ήταν ο καλύτερος πρόεδρος στη διάρκεια της ζωής μου και τον στηρίζουμε».
Ακόμη χειρότερα, ο Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος έχει επανειλημμένα αποκαλέσει τον Μπάιντεν ως τον «πιο προοδευτικό πρόεδρο μετά τον Φράνκλιν Ρούσβελτ», έγραψε ένα άρθρο στους New York Times, όπου έφτασε στα βάθη της επιχειρηματολογίας του μικρότερου κακού για να υποστηρίξει τον Μπάιντεν. Ενώ παραδεχόταν ότι αντιτάσσεται στον Μπάιντεν σε πολλά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξής του στον πόλεμο στο Ισραήλ, ο Σάντερς ισχυρίστηκε ότι ο Μπάιντεν είναι «ένας καλός και αξιοπρεπής Δημοκρατικός πρόεδρος, ο οποίος έχει καταγράψει πραγματικά επιτεύγματα».
Προϋπόθεση για τη διατύπωση τέτοιων ισχυρισμών εκ μέρους της Squad και του Σάντερς, είναι να μην θεωρείται πρώτη προτεραιότητα η αντίσταση σε μια γενοκτονία. Αλλά αυτή η στάση δεν είναι κάτι καινούργιο. Παρουσιάζουν την κυβέρνηση Μπάιντεν ως αγαθό πρόβατο από όταν ο Σάντερς έχασε στη διεκδίκηση του χρίσματος των Δημοκρατικών το 2020.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Μπάιντεν ήταν πάντα ένας λύκος, που είχε ως στρατηγική την ενσωμάτωση της Αριστεράς με ένα πρόγραμμα ιμπεριαλιστικού κεϊνσιανισμού που περιλάμβανε μετριοπαθείς προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, την τόνωση της ηγεμονίας των ΗΠΑ και την αντιμετώπιση των μεγάλων και περιφερειακών αντιπάλων τους, ειδικά την Κίνα και τη Ρωσία. Η υποστήριξη του Μπάιντεν στον γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ στην Παλαιστίνη έχει σκίσει την προβιά του και τον έχει αποκαλύψει όχι ως απλό υποστηρικτή αλλά και ως αρχιτέκτονα μιας γενοκτονίας.
Αυτό, με τη σειρά του, προκάλεσε τη ριζοσπαστικοποίηση των καλύτερων στοιχείων μιας ολόκληρης γενιάς, η οποία εκφράστηκε πιο δραματικά στις κατασκηνώσεις των πανεπιστημιουπόλεων, ενάντια στον Μπάιντεν και το Δημοκρατικό Κόμμα συνολικά. Ως αποτέλεσμα, στα μάτια αυτών των ακτιβιστών της αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, ο Σάντερς και η «Squad» θα θεωρηθούν συνεργοί και όχι αντίπαλοι του καθεστώτος Μπάιντεν και του γενοκτονικού πολέμου του.
Αυτά τα πολιτικά στελέχη είναι πρόθυμα να ρισκάρουν να αποξενώσουν τους ακτιβιστές της αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, στο όνομα της φαντασίωσης ότι υποστηρίζοντας τον Μπάιντεν, τον έχουν επηρεάσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια και ότι δουλεύοντας για τη νίκη του σε αυτές τις εκλογές, μπορούν να τον σώσουν από την ήττα και έτσι να εξασφαλίσουν ακόμη μεγαλύτερη επιρροή στη δεύτερη θητεία του. Στην πραγματικότητα, το καπιταλιστικό κατεστημένο υποστήριξε τον Μπάιντεν προκειμένου να νικήσει τον Σάντερς και τους οπαδούς του στις προκριματικές εκλογές του 2020.
Στη συνέχεια ο Μπάιντεν τους χρησιμοποίησε για να στοιχηθούν η DSA, η ευρύτερη Αριστερά, τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικαλιστικά στελέχη πίσω από την υποστήριξη του δικού του προγράμματος, όχι του δικού μας. Όπως αναφέρει λεπτομερώς το πρόσφατο βιβλίο, The Internationalists, το πρόγραμμα του Μπάιντεν ήταν δημιούργημα του δικού του ιμπεριαλιστικού εγκεφάλου, χωρίς καμία διαβούλευση με προοδευτικούς Δημοκρατικούς, πόσο μάλλον με σοσιαλιστές.
Αντί να διατυμπανίσουν το δικό μας πρόγραμμά και να κινητοποιήσουν δυνάμεις που θα αγωνιστούν γι’ αυτό, ο Σάντερς και η Squad υιοθέτησαν το πρόγραμμά του Μπάιντεν και έγιναν οι καλύτεροι «πλασιέ» του απέναντι στους κεντρώους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους. Κατά συνέπεια, το Card Check [ρύθμιση διευκόλυνσης της συνδικαλιστικής οργάνωσης], το Medicare for All [πρόγραμμα δημόσιας ασφαλιστικής κάλυψης], το Green New Deal [πρόγραμμα οικολογικών και φιλεργατικών παρεμβάσεων στην οικονομία], η νομική κατοχύρωση της απόφαση Ρόου [που εγγυόταν το δικαίωμα στην άμβλωση πριν ανατραπεί από το Ανώτατο Δικαστήριο], τα δικαιώματα των μεταναστών και αμέτρητα άλλα αιτήματα έφυγαν από το παράθυρο.
Επιπλέον, ακόμη και αν ο Μπάιντεν πάει κόντρα στα προγνωστικά και κερδίσει τις εκλογές, δεν υπάρχει κανένας λόγος που θα μας έκανε να πιστεύουμε ότι θα υιοθετήσει οτιδήποτε το οποίο θα θύμιζε το δικό μας πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Στην πραγματικότητα, εάν επανεκλεγεί, ο Μπάιντεν θα επιμείνει κλιμακώνοντας στο δικό του πρόγραμμα. Έτσι, ο Μπάιντεν κατάφερε να μπλοκάρει την Αριστερά μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα, εξουδετερώνοντας και ενσωματώνοντας τους εκλεγμένους αξιωματούχους της ως δημόσιους εκπροσώπους του καθεστώτος του τη στιγμή της μεγαλύτερης κρίσης του και της πιθανής επικείμενης ήττας το Νοέμβριο.
Η αυτοκαταστροφική λογική του μικρότερου κακού
Για να δικαιολογήσουν τη στρατηγική τους, ο Σάντερς, η Squad και πολλοί μέσα στην Αριστερά προβάλλουν για άλλη μια φορά όλα τα κλασσικά επιχειρήματα του μικρότερου κακού, παρότι η τελευταία 4ετία τα διέψευσε αποφασιστικά.
Οι πιο ειλικρινείς από αυτούς δεν προσπαθούν να μασκαρέψουν τον Μπάιντεν ως οτιδήποτε άλλο πέρα από κακό. Το παραδέχονται αυτό πρόθυμα. Υποστηρίζουν στην πραγματικότητα ότι μόνος τρόπος για να σταματήσουμε τον Τραμπ και αυτό που αντιλαμβάνονται ως φασισμό είναι να διεξάγουμε προεκλογική εκστρατεία για έναν υποψήφιο που διεξάγει γενοκτονία.
Η βάση του επιχειρήματός τους είναι ότι ο Τραμπ είναι ο άμεσος κίνδυνος, ότι πρέπει να τον σταματήσουμε και ότι ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να υποστηριχθεί ο Μπάιντεν. Υποστηρίζουν επιπλέον ότι οι συνθήκες μέσα σε μια δεύτερη διακυβέρνηση Μπάιντεν θα είναι πιο ευνοϊκές για την ανάπτυξη της Αριστεράς, των κοινωνικών κινημάτων και των συνδικάτων.
Στην πραγματικότητα, τα τελευταία τέσσερα χρόνια διαψεύδουν τα επιχειρήματά τους. Η ευρεία υποστήριξη της Αριστεράς προς τον Μπάιντεν από το 2020 και μετά, αποδυνάμωσε τις οργανωμένες σοσιαλιστικές δυνάμεις, περιόρισε τους ταξικούς και κοινωνικούς αγώνες και απέτυχε να σταματήσει την άνοδο της ακροδεξιάς. Μας έχει προσδέσει σε έναν ταξικό εχθρό στο εσωτερικό και στο ιμπεριαλιστικό του σχέδιο στο εξωτερικό.
Πριν από τη συνθηκολόγηση του Σάντερς με τον Μπάιντεν, η DSA ήταν μια οργάνωση που μαζικοποιούταν και όπου τουλάχιστον ένα τμήμα της συζητούσε ανοιχτά το πώς θα χτιστεί μια μαζική σοσιαλιστική εναλλακτική απέναντι στο κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Αλλά αντί για αυτό, ακολούθησε τον Σάντερς, την Αλεξάνδρια Οκάσιο Κορτέζ, τον Τζαμάαλ Μπόουμαν και άλλους στη συσπείρωση γύρω από την υποστήριξη της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Όλες οι συζητήσεις για την οργάνωση μιας διάσπασης μέσα από το εσωτερικό του Δημοκρατικού κόμματος, ή για την οικοδόμηση ενός «παρένθετου κόμματος» παραμένοντας στο εσωτερικό των Δημοκρατικών, ή ακόμα και για την προσπάθεια επαναπροσανατολισμού όλου του Δημοκρατικού Κόμματος και τη μετατροπή του σε σοσιαλδημοκρατικό, έχουν εξανεμιστεί. Όλα αυτά αντικαταστάθηκαν από την προσπάθεια εκλογής προοδευτικών Δημοκρατικών και την άσκηση πίεσης στο κομματικό κατεστημένο προκειμένου να υιοθετήσει τα αιτήματά τους. Φυσικά, αυτό δεν απέδωσε σχεδόν τίποτα.
Η πρώτη κρίση που υπέστη η DSA αφορούσε -αναμενόμενα- τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και την Παλαιστίνη. Όταν η Ομάδα Εργασίας για την Παλαιστίνη διαμαρτυρήθηκε ενάντια στην υποστήριξη του εκλεγμένου βουλευτή της DSA Τζαμάλ Μπόουμαν στο Ισραήλ, ήταν η Ομάδα Εργασίας αυτή που δέχτηκε πειθαρχικές κυρώσεις και όχι ο Μπόουμαν. Αυτό το γεγονός οδήγησε σε μια έξοδο ακτιβιστών αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη από την οργάνωση.
Επιπλέον, αντιμέτωπη με το γενικό αδιέξοδο της Αριστεράς στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος, η DSA έχει χάσει δεκάδες χιλιάδες μέλη, οι τοπικές οργανώσεις της έχουν καταστεί σε μεγάλο βαθμό ανενεργές και τα μέλη που έχουν απομείνει είναι ως επί το πλείστον ανενεργά. Η επισήμανση της μιας ή της άλλης εκλογικής επιτυχίας απλώς συγκαλύπτει την προφανή κρίση που έχει υποστεί η οργάνωση. Δεν είναι πλέον η δυναμική, ζωηρή έκφραση ριζοσπαστικοποίησης που υποσχόταν ότι θα είναι.
Την ίδια κατάληξη είχαν τα περισσότερα κοινωνικά κινήματα υπό τη διακυβέρνηση του Μπάιντεν. Στα περισσότερα μέτωπα, από την κλιματική κρίση μέχρι τα δικαιώματα των μεταναστών και ακόμα και την αναπαραγωγική δικαιοσύνη, οι λαϊκοί αγώνες παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο. Ίσως όμως η χειρότερη οπισθοδρόμηση να ήταν αυτή του κινήματος Black Lives Matter, το οποίο πείστηκε από το Δημοκρατικό Κόμμα και το Μαύρο πολιτικό κατεστημένο να αποσυρθεί από τους δρόμους προκειμένου να κάνει προεκλογικό αγώνα υπέρ του Μπάιντεν το 2020.
Ενώ ο απόηχος αυτής της τεράστιας εξέγερσης έχει αφήσει πίσω του μια βαθιά πολιτική ριζοσπαστικοποίηση, αυτή δεν αποτελεί πλέον μια οργανωμένη πολιτική δύναμη σε ολόκληρη τη χώρα. Ενώ και τα δύο κόμματα ακυρώνουν όποιες μεταρρυθμίσεις είχε αυτή επιβάλει, χρηματοδοτούν την αστυνομία αντί να διακόψουν τη χρηματοδότησή της και επανεισάγουν τα ρατσιστικά κατασταλτικά μέτρα σε όλη τη χώρα.
Το μοναδικό κοινωνικό κίνημα που έχει πετύχει σημαντικές ιδεολογικές νίκες και μερικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις –το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη– τα κατάφερε επειδή αψήφησε τις φιλελεύθερες πανεπιστημιακές γραφειοκρατικές, τους εκλεγμένους αξιωματούχους του Δημοκρατικού Κόμματος και την κυβέρνηση Μπάιντεν. Όλοι αυτοί είναι αντίπαλοι του BDS (Μποϊκοτάζ-Αποεπένδυση-Κυρώσεις) και ολόκληρου του αγώνα για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης από την εποικιστική αποικιοκρατία του Ισραήλ.
Όσα έχει καταφέρει να κερδίσει το εργατικό κίνημα δεν προέκυψαν από την εκλογή του Μπάιντεν ή την άσκηση πίεσης στην κυβέρνησή του. Λίγα πράγματα -ως κανένα- κερδήθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Και υπήρξαν μεγάλες ήττες που επέβαλε η διακυβέρνηση Μπάιντεν, όπως όταν αυτή έσπασε την απεργία των σιδηροδρομικών. Οι μόνες πραγματικές νίκες έχουν επιτευχθεί με την οργάνωση και με την πραγματοποίηση απεργιών όπως αυτή των Ενωμένων Εργατών στην Αυτοκινητοβιομηχανία (United Auto Workers UAW) ενάντια στους Τρεις Μεγάλους της βιομηχανίας (της Ford, της Stellantis και της General Motors).
Αλλά το πιο καταδικαστικό στοιχείο για αυτή την επιχειρηματολογία, είναι ότι η υποστήριξη στον Μπάιντεν στις τελευταίες εκλογές και την τελευταία 4ετία δεν κατάφερε να σταματήσει την εκλογική αναβίωση του Τραμπ και της ακροδεξιάς. Στην πραγματικότητα, παρότι βαθιά αντιδημοφιλείς και ευρέως καταδικασμένοι για τα γεγονότα της 6ης Γενάρη, σήμερα ο Τραμπ και η ακροδεξιά είναι πιο οργανωμένοι από ό,τι πριν 4 χρόνια.
Ο Τραμπ και τα τσιράκια του κατέλαβαν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, πήραν τον έλεγχο των παραδοσιακών think tank του, έδιωξαν τους λεγόμενους μετριοπαθείς από το κόμμα, ανέπτυξαν ένα πολύ πιο ολοκληρωμένο πρόγραμμα αυταρχικής εθνικιστικής διακυβέρνησης το οποίο περιγράφεται στο Project 2025, και συγκρότησαν ένα συμπαγές υπουργικό συμβούλιο εν αναμονή, έτοιμο να προσπαθήσει να εφαρμόσει το Project 2025 μετά τη νίκη.
Ακόμη χειρότερα, ο Στίβεν Μπάνον με το podcast War Room (Αίθουσα Πολεμικών Επιχειρήσεων) μαζί με άλλα μέλη αυτού του ακροδεξιού «οικοσυστήματος», οργανώνουν «έναν στρατό αφυπνισμένων», όπως τον περιγράφει ο Μπάνον. Σύμφωνα με τον Κέβιν Ρόμπερτς, τον επικεφαλής του Project 2025, αυτός ο στρατός θα είναι έτοιμος να πραγματοποιήσει μια επανάσταση που θα είναι «αναίμακτη» εφόσον αυτό καταστεί εφικτό, υπονοώντας ότι θα είναι βίαιη αν καταστεί αναγκαίο.
Είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα, ότι η στρατηγική του μικρότερου κακού δεν βοήθησε ποτέ την προώθηση τη Αριστεράς, της ταξικής πάλης και της απελευθέρωσης των καταπιεσμένων. Αυτό αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Οι δυνάμεις μας είναι πιο εξασθενημένες, πιο αποπροσανατολισμένες και απροετοίμαστες να διεξάγουν τον αγώνα. Η μόνη εξαίρεση είναι το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, το οποίο γνωρίζει μέχρι το μεδούλι ότι αυτή τη στιγμή ο κύριος εχθρός μας είναι ο Μπάιντεν.
Η οικοδόμηση της αντίστασης στη Δεξιά και στο Κατεστημένο
Όποιο κόμμα κι αν κερδίσει τον Νοέμβριο, οι ΗΠΑ φαίνεται να οδεύουν προς μια συνταγματική κρίση. Εάν ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί καταφέρουν με κάποιο τρόπο να κερδίσουν, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν θα αναγνωρίσει τη νίκη τους και θα προσπαθήσει να εφαρμόσει το ακροδεξιό του πρόγραμμα στις Πολιτείες που ελέγχει, θεσπίζοντας χωριστούς και άνισους νόμους ενάντια στα θύματα καταπίεσης κι εκμετάλλευσης. Το δικαστικό σώμα, Πολιτειακό και Ομοσπονδιακό, και ειδικά το Ανώτατο Δικαστήριο, έχει αποδειχθεί ότι υπόκεινται κι αυτά στην κομματική χειραγώγηση και την πόλωση και είναι ανίκανα να μετριάσουν τη συνταγματική κρίση.
Εάν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κερδίσει αυτές τις εκλογές, θα προσπαθήσει να εφαρμόσει το Project 2025 σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Σε αυτό θα αντιταχθούν οι Δημοκρατικοί στις Πολιτείες που ελέγχουν, οδηγώντας σε ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ αυτών και της κυβέρνησης Τραμπ.
Αυτή η πόλωση και ριζοσπαστικοποίηση έχει οδηγήσει ακόμη και τα κυρίαρχα ειδησεογραφικά πρακτορεία όπως το CNN να αναρωτιούνται αν οι ΗΠΑ οδεύουν σε ένα νέο εμφύλιο πόλεμο. Ο νεοσυντηρητικός Ρόμπερτ Κάγκαν στο βιβλίο του, Rebellion, φοβάται ότι μια ακροδεξιά εξέγερση –μια αντεπανάσταση ενάντια στην υπάρχουσα συνταγματική τάξη– αποτελεί έναν πραγματικό και επικείμενο κίνδυνο.
Μπροστά σε αυτήν την επερχόμενη κρίση, είναι καιρός να βάλουμε ένα τέλος στον κύκλο των ψευδαισθήσεων μέσα στην Αριστερά. Όλοι όσοι ακολούθησαν τον Σάντερς μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα έχουν τώρα να κάνουν μια επιλογή: Είτε να συνεχίσουν να επιταχύνουν προς αυτό το αδιέξοδο είτε να ξεκινήσουν τη δύσκολη διαδικασία οικοδόμησης μιας εναλλακτικής λύσης απέναντι και στο Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο είναι πλέον το βασικό κόμμα του αμερικανικού κεφαλαίου, και απέναντι στον ακροδεξιό αντίπαλό του, το Τραμπικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Είναι ώρα να χαράξουμε μια διαφορετική πορεία προς τα εμπρός.
Ανεξάρτητα από το τι θα πράξει ατομικά ο καθένας πάνω από την κάλπη, η Αριστερά δεν πρέπει να σπαταλήσει χρόνο, χρήματα και ενέργεια σε μια καμπάνια υπέρ του Μπάιντεν και του Δημοκρατικού Κόμματος. Αντ’ αυτού, πρέπει να οικοδομήσουμε τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες μας, ειδικά το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, ενάντια στον γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ. Η εναλλακτική μας πρέπει να είναι πρωτίστως αφοσιωμένη στην οικοδόμηση ταξικών και κοινωνικών αγώνων και να κατεβάζει υποψηφιότητες μόνο σε μια ανεξάρτητη πλατφόρμα και με στόχο να λειτουργούν αυτές για την υπεράσπιση και την οικοδόμηση ανεξάρτητων μαζικών κινημάτων με προοδευτικά αιτήματα.
Δεν υπάρχουν παρακάμψεις, όπως έχει αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια. Αλλά πρέπει να είμαστε ειλικρινείς σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε για μια τέτοια εναλλακτική στρατηγική. Πρώτον, οι υποδομές αντίστασης που έχουμε στη διάθεσή μας -οι δημοκρατικές οργανώσεις του κοινωνικού και ταξικού αγώνα- παραμένουν πολύ αδύναμες. Πρέπει να το ξεπεράσουμε αυτό, προκειμένου να οικοδομήσουμε αυτά τα μαζικά κινήματα και τις απεργίες που θα είναι σε θέση να διαταράσσουν την κανονικότητα, καθώς αυτά είναι αναγκαία για να κερδίσουμε ακόμα και τα πιο μετριοπαθή αιτήματα μεταρρυθμίσεων.
Δεύτερον, πρέπει να αποδεχθούμε το γεγονός, ότι οι δυνάμεις μας αντιμετωπίζουν μια εμψυχωμένη και όλο και πιο επικίνδυνη ακροδεξιά. Δεν θα τους φράξει το δρόμο το καπιταλιστικό κατεστημένο στο Δημοκρατικό Κόμμα και, στην πραγματικότητα, μόνο επιπλέον δυναμική θα αποκτήσουν εάν οι Δημοκρατικοί θεωρηθούν ως η μόνη πολιτική εναλλακτική λύση. Σε αυτό το πλαίσιο, οι δυνάμεις μας στην Αριστερά πρέπει να επιδείξουν ευφυΐα: Πρέπει να υπερασπιστούμε τα δημοκρατικά μας δικαιώματα, να προσφέρουμε τη μέγιστη αλληλεγγύη ο ένας στους αγώνες του άλλου, να συνεχίσουμε να κινητοποιούμαστε για τα αιτήματά μας ενάντια τόσο στο κατεστημένο όσο και στην άκρα δεξιά και να χρησιμοποιήσουμε τακτικές σχεδιασμένες για να προσεγγίσουμε τις πλατύτερες γραμμές των εργαζομένων και των καταπιεσμένων.
Σε αυτήν τη συγκυρία, θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι όσο εμψυχωμένη και αν είναι προσωρινά η ακροδεξιά, δεν θα είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα σταθερό καθεστώς στις ΗΠΑ, ή και οπουδήποτε αλλού μιας και το θίξαμε. Δεν διαθέτει λύσεις για τις συστημικές κρίσεις του καπιταλισμού τις οποίες εκμεταλλεύεται πολιτικά και δεν έχει απαντήσεις σε ό,τι αφορά τα αιτήματα της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας μας. Ούτε το καπιταλιστικό κατεστημένο διαθέτει λύσεις, με τα καθεστώτα που ελέγχει στις ΗΠΑ και παγκοσμίως να είναι επίσης ασταθή. Η Αριστερά πρέπει να αρχίσει να χτίζει έναν ανεξάρτητο πόλο, ο οποίος να μπορεί να προσφέρει μια πραγματική εναλλακτική λύση για την ανθρωπότητα.