Συνέντευξη του Γιάννη Κουζή από την "Εργατική Αριστερά" και το Rproject. Τη συνέντευξη πήρε η Κατερίνα Γιαννούλια.
Οι πρόσφατες μαζικές κινητοποιήσεις των συμβασιούχων στους δήμους και της ΠΟΕ-ΟΤΑ απέναντι στον «ξαφνικό θάνατο» χιλιάδων εργαζομένων στην καθαριότητα, που επιχείρησε η κυβέρνηση με την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επιβεβαιώνουν με ακριβή τρόπο τη μελέτη που διενεργήθηκε από την ομάδα* την οποία συντόνισες, για το Κ. Πολύκεντρο της ΑΔΕΔΥ, με τίτλο «Απασχόληση, αμοιβές, θεσμικές παρεμβάσεις στον δημόσιο τομέα (Περιοριστικές Πολιτικές 2013-2016)».
Είναι εξαιρετικά επίκαιρη η αναφορά στην εισαγωγή: «Ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα κατά την εξεταζόμενη περίοδο υφίσταται σημαντικές αλλαγές τόσο ως προς το μέγεθός του όσο και ως προς την εσωτερική του οργάνωση και λειτουργία, οι οποίες επιφέρουν έντονες συνέπειες απέναντι στο δυναμικό που τον στελεχώνει αλλά και απέναντι στο κοινωνικό σύνολο ως θεσμικός υπηρέτης του δημόσιου συμφέροντος».
Και εύστοχα κάνετε την παρατήρηση: «Η υποχώρηση του ρόλου του δημόσιου τομέα, κυρίως ως προς την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και τη διασφάλιση των δημόσιων αγαθών, συνδυάζεται και με την επιδίωξη επιχειρηματικών συμφερόντων να αναπτύσσουν επικερδείς δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα σε παραδοσιακούς και προνομιακούς τομείς δράσης του Δημοσίου. Η στοχευμένη απαξίωση του δημόσιου τομέα στηρίζεται στην επίκληση της αντιπαραγωγικότητάς του, που ωστόσο αποτελεί διαχρονικό δημιούργημα των πολιτικών όσων σήμερα χρησιμοποιούν το επιχείρημα αυτό ως άλλοθι για την απαξίωσή του».
Ωστόσο, η συμπύκνωση των πολιτικών που ακολουθούνται από όλες, ανεξαιρέτως, τις μνημονιακές κυβερνήσεις, που είναι και το στοίχημα του αμέσως επόμενου διαστήματος για το αν θα επιτρέψει το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα να εφαρμοστεί, περιγράφεται στη μελέτη σας με ακρίβεια: «Παράλληλα επιχειρείται και η σύγκλιση του εργασιακού καθεστώτος του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα με όρους συνολικής υποβάθμισης μέσα από τη γενικευμένη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσεται μια ποικιλία εργασιακών καθεστώτων στο χώρο του Δημοσίου που ενσωματώνει σταδιακά στους κόλπους του όλο το φάσμα των ευέλικτων εργασιακών πρακτικών που ευδοκιμούν στον ιδιωτικό τομέα».
Ξεκινώντας από την ενδιαφέρουσα επικαιρότητα που δημιούργησε ο αγώνας των συμβασιούχων των δήμων οι πρώτες ερωτήσεις, και γενικότερες οι επόμενες:
Είναι νομικό το κώλυμα της κυβέρνησης που δεν μετατρέπει τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε αορίστου (σε ΙΔΑΧ δηλαδή) ή πρόκειται για «περιοριστική» πολιτική απόφαση;
Είναι ένας συνδυασμός και των δύο. Πρώτα γιατί η ισχύουσα νομοθεσία θέτει πολλούς περιορισμούς για τη μετατροπή των προσωρινών συμβάσεων σε σχέσεις σταθερής εργασίας, αν και η νομοθεσία πάντα στο πλαίσιο του συντάγματος θα μπορούσε να αλλάξει ώστε με ειδικό νόμο να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα. Από την άλλη ο περιορισμός της απασχόλησης στο Δημόσιο αποτελεί γενικότερη πολιτική επιλογή των τελευταίων χρόνων, και κυρίως της εποχής των μνημονίων, με τον γνωστό κανόνα 1:5 στη σχέση προσλήψεων και αποχωρήσεων στο Δημόσιο. Παράλληλα, η αύξηση του μεγέθους της απασχόλησης των εκτάκτων έναντι του τακτικού προσωπικού στο Δημόσιο που από το 2012 μέχρι το 2016 επεκτάθηκε από το 10,3% στο 13,5% του συνολικού προσωπικού του είναι ενδεικτικό στοιχείο των ασκούμενων πολιτικών. Και μην ξεχνάμε τις εντονότατες πιέσεις που ασκούνται για την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση λειτουργιών του δημόσιου τομέα που προφανέστατα αφορούν και στις υπηρεσίες καθαριότητας των δήμων.
Θα εφαρμοστεί η τροπολογία Σκουρλέτη για τις 2500 προσλήψεις μόνιμου προσωπικού ή ακόμα κι αυτό θα προσκρούσει στις μνημονιακές συμφωνίες; Υπάρχει περίπτωση να ισχύσει αυτό που ισχυρίζονται Σκουρλέτης-Τσίπρας, ότι μπορεί να γίνουν και περισσότερες προσλήψεις αν το ζητήσουν οι δήμοι, επειδή εντάσσονται στις ανταποδοτικές δαπάνες;
Η τροπολογία Σκουρλέτη επιχείρησε να δώσει μια λύση με βάση το υπάρχον περιοριστικό νομικό και πολιτικό πλαίσιο. Ωστόσο είναι προφανές πως ο αριθμός των προσλήψεων που προβλέπει είναι αρκετά περιορισμένος, η δε ανάληψη σχετικών αποκεντρωμένων πρωτοβουλιών δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση την απασχόληση των υπολοίπων προσωρινά εργαζομένων στην καθαριότητα όταν είναι δεδομένη η τάση πολλών δήμων προς τους εργολάβους καθαριότητας. Επιπλέον, με την ύπαρξη περιοριστικών πολιτικών για την απασχόληση στο Δημόσιο θεωρούνται αναμενόμενες και οι πιέσεις άλλων υπουργείων για πρόσληψη τακτικού προσωπικού, ώστε να προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες για το αν τελικά και αυτός ο περιορισμένος αριθμός των προσλήψεων στην καθαριότητα, με βάση τη συγκεκριμένη ρύθμιση, θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς να διαταράσσει ισορροπίες σε άλλους τομείς του Δημοσίου, και χωρίς βέβαια να αποκλείονται και οι αντιδράσεις των δανειστών.
Οι «δανειστές» έχουν ζητήσει λιγότερους συμβασιούχους στο Δημόσιο. Τι σημαίνει αυτό;
Οι δανειστές ήδη από το πρώτο μνημόνιο είχαν θέσει περιορισμούς, παράλληλα με τη συνολική απασχόληση στο Δημόσιο, και στην απασχόληση του έκτακτου προσωπικού. Αυτό σημαίνει ότι και οι έκτακτες ανάγκες του Δημοσίου που συρρικνώνεται σταδιακά θα καλύπτονται από την προσφυγή σε λύσεις από τον ιδιωτικό τομέα, σε μια κατεύθυνση περαιτέρω ιδιωτικοποίησης των λειτουργιών του εναπομείναντος Δημοσίου.
Το σενάριο με το Ελεγκτικό Συνέδριο υπάρχει πιθανότητα να επαναληφθεί στους επικουρικούς γιατρούς και σε άλλες κατηγορίες συμβασιούχων, ακόμα και σε συμβάσεις έργου ή εργαζόμενους σε προγράμματα ΕΣΠΑ κ.λπ.;
Η αρνητική εξέλιξη στην απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου εστιάζεται στη μη πληρωμή δεδουλευμένων από την παράταση των προσωρινών συμβάσεων μετά την εκπνοή του ανώτατου χρόνου απασχόλησης στο Δημόσιο. Προφανώς ως προς αυτή τη διάσταση το ίδιο σενάριο είναι ανοιχτό σε κάθε άλλη περίπτωση.
Πόσο έχει μειωθεί ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων τα τελευταία χρόνια, ποια είναι η σύνθεση μονίμων - συμβασιούχων και ποια τάση ακολουθούν οι όποιες νέες προσλήψεις;
Από την έναρξη της εφαρμογής των περιοριστικών πολιτικών στο Δημόσιο, και συγκεκριμένα από τις αρχές του 2010 μέχρι τα τέλη του 2016, το τακτικό προσωπικό στο Δημόσιο έχει μειωθεί κατά 129 χιλιάδες εργαζόμενους και σε ποσοστό18,6%. Παράλληλα παρουσιάζεται μια αύξηση του αριθμού των προσωρινών συμβάσεων και το ποσοστό που αυτές καλύπτουν στο σύνολο της απασχόλησης στο Δημόσιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο 2012-15 ο αριθμός των «συμβασιούχων» αυξήθηκε κατά 14 χιλιάδες και το ποσοστό των εκτάκτων κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αυξήθηκε από 10,3% σε 13,2%. Επομένως, σε έναν σημαντικό βαθμό οι ανάγκες καλύπτονται με έκτακτο προσωπικό, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για πάγιες ανάγκες.
Ποια είναι η πολιτική που επιλέγεται από την παρούσα κυβέρνηση για το εργασιακό καθεστώς στο Δημόσιο;
Μια σημαντική παράμετρος στο εργασιακό καθεστώς στο Δημόσιο είναι οι πολλαπλές ταχύτητες που αναπτύσσονται με την εισαγωγή στο εσωτερικό του εργασιακών πρακτικών που ευδοκιμούν στον ιδιωτικό τομέα. Επισημαίνεται ότι, με τις προσωρινές συμβάσεις, τη μερική απασχόληση, τις ατομικές συμβάσεις έργου, τις εργολαβίες και την κοινωφελή εργασία περιορίζεται ο ρόλος του τακτικού προσωπικού, που κι αυτό αποκτά νέα χαρακτηριστικά στο εσωτερικό του. Έτσι λοιπόν υποχωρεί το παραδοσιακό καθεστώς του δημοσίου υπαλλήλου, με την αυξημένη προστασία που του παρέχει το Σύνταγμα, και στη θέση του προσλαμβάνεται τακτικό προσωπικό με σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΙΔΑΧ). Είναι χαρακτηριστικό ότι το μέγεθος αυτής της κατηγορίας αυξάνεται εντυπωσιακά και εκτοξεύεται από το 10,3% του 2013 στο 28,5% το 2015 επί του συνόλου των προσλήψεων σε τακτικό προσωπικό και με αποτέλεσμα σήμερα το 22% των τακτικών υπαλλήλων να μην έχουν το καθεστώς του δημοσίου υπαλλήλου και του δημόσιου λειτουργού.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εμφανίζεται ως πιο «φιλική» προς το Δημόσιο, ιδιαίτερα σε σχέση με τον «μπαμπούλα» Κυριάκο Μητσοτάκη, που μισεί τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, Ωστόσο, τα νομοθετήματα και οι πρακτικές και της σημερινής κυβέρνησης, με την «κοινωφελή» εργασία, τους «ωφελούμενους» συμβασιούχους με 5μηνες και 8μηνες συμβάσεις, τους αναπληρωτές και ωρομίσθιους εκπαιδευτικούς, δεν αποτελούν, ουσιαστικά, κατάργηση της μονιμότητας;
Η στάση του Κ. Μητσοτάκη απέναντι στο Δημόσιο είναι γνωστή προαναγγέλλοντας την περαιτέρω συρρίκνωσή του. Από την άλλη, και η σημερινή κυβέρνηση αν και έχει περιορίσει τους ρυθμούς μείωσης του προσωπικού του, δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά από το περιεχόμενο των εργασιακών σχέσεων που κληρονόμησε κινούμενη στην ίδια κατεύθυνση των πολλαπλών ταχυτήτων. Επισημαίνεται ωστόσο η πρακτική των επαναπροσλήψεων της πρώτης περιόδου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η επανασύσταση ειδικοτήτων που είχαν καταργηθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Ο «κανόνας» 4 αποχωρούν και 1 προσλαμβάνεται σε μόνιμη θέση στο Δημόσιο μέχρι πότε ισχύει και πώς μπορεί να ανατραπεί;
Μετά τη σχέση 1:5, που διήρκεσε το μεγαλύτερο διάστημα των μνημονιακών χρόνων, από το 2017 ισχύει η σχέση 4:1. Στο εξής και για κάθε χρόνο η σχέση αυτή θα αλλάζει (4:3, 4:2 κ.λπ.) μέχρι και το 2020-21 που θα βρίσκεται στο 1:1, στο πλαίσιο και των δεσμεύσεων της κυβέρνησης με τους δανειστές.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η ισχύουσα σχέση 1:5 μέχρι και το 2016 δεν εφαρμόσθηκε σε επίπεδο τακτικού προσωπικού, με αποτέλεσμα το ποσοστό αναπλήρωσής του για την περίοδο 2013-15 να είναι μόλις 15,6% με τα μεγαλύτερα ποσοστά αναπλήρωσης να σημειώνονται το 2015 (28%). Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι στους κλάδους της υγείας και της παιδείας, που αποτελούν τους βασικούς πυλώνες του κοινωνικού κράτους, τα ποσοστά αναπλήρωσης μόνο για το 2015 υπολείπονταν σημαντικά του μέσου όρου και ήταν αντίστοιχα 13,8% και 5%!!!
Τα νέα οργανογράμματα και η κινητικότητα στο Δημόσιο πώς πιστεύεις ότι θα επηρεάσουν την κατάσταση των εργαζομένων και όσων χρησιμοποιούν τις δημόσιες υπηρεσίες;
Παρά τις όποιες βελτιώσεις που έχουν προκύψει σε σχέση με τα ισχύοντα των πρώτων μνημονιακών χρόνων η κατάσταση στη Δημόσια Διοίκηση παραμένει προβληματική, γιατί και τα νέα οργανογράμματα και η κινητικότητα συγκεντρώνουν δίκαιες κριτικές, πόσο μάλλον όταν η ίδια η κυβέρνηση δεν έχει εφαρμόσει τον δικό της νόμο για την επιλογή των στελεχών, ώστε στελέχη που δεν έχουν κριθεί να κρίνουν το υπόλοιπο προσωπικό. Επιπλέον, οι ασφυκτικοί περιοριστικοί όροι που διατηρούνται στο πλαίσιο των μνημονίων συντελούν ώστε οι θεσμικές παρεμβάσεις κατά κανόνα να συντείνουν στην εφαρμογή περιοριστικών πολιτικών. Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές απαιτούν τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας στην εσωτερική λειτουργία του Δημοσίου, απέχουν από την ουσιαστική αποκατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων στο Δημόσιο που παραβιάστηκαν από τα πρώτα μνημόνια, αδυνατούν να καλύψουν με σταθερό προσωπικό τις πάγιες ανάγκες του και να θέσουν ουσιαστικούς φραγμούς στις επιθέσεις ιδιωτικοποίησης λειτουργιών του, με προφανέστατες τις επιπτώσεις στο περιεχόμενο των υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και μέτρα που μπορούν να βελτιώσουν πλευρές της καθημερινότητας του πολίτη.
Είναι οι ιδιωτικοποιήσεις επιλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και συμφέρουν την κοινωνία συνολικά;
Ανεξάρτητα από τη ρητορική των κυβερνήσεων, οι περιοριστικές πολιτικές στο Δημόσιο συντελούν στην προ πολλού χρόνου απαξίωση του ρόλου του ώστε να επέρχεται η σταδιακή ιδιωτικοποίησή του, ενώ η ένταση των ρυθμών της εξαρτάται και από το ιδεολογικό στίγμα των κυβερνήσεων σε συνάρτηση πάντα και με τις αντιστάσεις που αντιμετωπίζουν από τα συνδικάτα και την κοινωνία. Μια κοινωνία που δοκιμάζεται έντονα από τον περιορισμό των κοινωνικών παροχών και που οι ιδιωτικοποιήσεις επιτίθενται ουσιαστικά στο δημόσιο συμφέρον. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η απαξίωση του Δημοσίου έχει σε σημαντικό βαθμό επέλθει με πολλαπλές ενδογενείς ευθύνες ώστε να δημιουργείται το πρόσφορο έδαφος για την αντικατάσταση μεγάλου μέρους του από ιδιώτες. Και αυτό θα συνεχίζεται ενόσω δεν προτάσσεται πειστικά η αναμόρφωση του Δημοσίου με ουσιαστικούς όρους δημόσιου συμφέροντος, ώστε να μην ευδοκιμούν οι όροι επιβουλής του. Και προφανώς, εν μέσω μνημονίων και νεοφιλελεύθερης έμπνευσης πολιτικές, ένας τέτοιος στόχος είναι ανέφικτος.
Η μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων πόσο υπεύθυνη είναι για τη σπατάλη δημόσιου χρήματος;
Η άποψη αυτή που κυριαρχεί στη νεοφιλελεύθερη επιχειρηματολογία δεν ευσταθεί. Πόσο μάλλον που, όπως δείξαμε, βασικοί άξονες του κοινωνικού κράτους όπως η υγεία και η παιδεία παρουσιάζουν κραυγαλέες ελλείψεις προσωπικού σε θέματα αναπλήρωσης των αποχωρούντων υπαλλήλων. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι κατά την περίοδο 2010-14 η συνολική μισθολογική δαπάνη στο Δημόσιο σε τρέχουσες τιμές μειώθηκε περισσότερο από όσο μειώθηκε το ΑΕΠ της χώρας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Επειδή όμως τις δαπάνες του Δημοσίου είναι μεθοδολογικά ορθό να τις υπολογίζουμε σε δυνητικό ΑΕΠ, εκτός δηλαδή περιόδου ύφεσης, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι, όταν η ελληνική οικονομία εξέλθει από την κρίση, οι δαπάνες για τις αμοιβές στο Δημόσιο θα υπολείπονται τουλάχιστον κατά μία μονάδα του δυνητικού ΑΕΠ. Και με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα θα βρίσκεται σε ενδιάμεση θέση σε θέματα μισθολογικών δαπανών της Γενικής Διακυβέρνησης σε σχέση με τις αναπτυγμένες χώρες της Ένωσης (Ε15). Επομένως, η όλη συζήτηση οφείλεται σε ιδεολογικές εμμονές με επίκεντρο τη συρρίκνωση του «σπάταλου» κράτους που υποκρύπτουν οικονομικούς κύκλους συμφερόντων. Αντιθέτως, τις σπατάλες του κράτους θα πρέπει να αναζητήσει κανείς στους αδιαφανείς και ανορθολογικούς όρους κατανομής των δαπανών του για την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων που βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον, καθώς και σε αδιαφανείς διαδικασίες από τις οποίες οι κύριοι ωφελημένοι είναι και πάλι επιχειρηματικά συμφέροντα.
* Ομάδα εργασίας: Kουζής Γιάννης (καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, συντονιστής), Γιούλος Γιώργος (ΜPhil Οικονομίας), Ιωακείμογλου Ηλίας (οικονομικός αναλυτής MBA), Σανιδά Φωτεινή (Msc Κοινωνικής Πολιτικής), Τσουκαλάς Σπύρος (Δρ Ψηφιακών Συστημάτων).