Το σχέδιο Πισσαρίδη και η αδίστακτη νεοφιλελεύθερη επίθεση

Σε διεθνές επίπεδο οι καπιταλιστές και οι θεσμοί στην υπηρεσία τους, κρατάνε την αναπνοή τους μπροστά στους κινδύνους που αντιμετωπίζουν στην οικονομία μέσα στους μήνες που έρχονται. Ας δούμε δύο διαφορετικά παραδείγματα.

Στις αρχές Ιούνη η FED ανακοίνωσε στις ΗΠΑ ότι θα επεκτείνει το ήδη γενναιόδωρο πρόγραμμα δανεισμού του χρηματοπιστωτικού τομέα με μηδενικά επιτόκια, σε μια πολιτική «χωρίς όρια». Σχεδόν αμέσως μετά, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ένα τεράστιο πρόγραμμα (1.310 δισ. ευρώ!) δανεισμού των ευρωπαϊκών τραπεζών με αρνητικό επιτόκιο (-1%)! 

Είναι φανερό ότι απέναντι στον χρηματοπιστωτικό τομέα οι «θεσμοί» θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει την επερχόμενη περιπέτεια. Έστω και αν έτσι δημιουργούν το επόμενο «πολιτικό πρόβλημα», αφού αργά ή γρήγορα το κόστος της νέας «διάσωσης» των τραπεζών και των funds θα φορτωθεί μέσω κυβερνητικών αποφάσεων στις πλάτες της κοινωνικής πλειοψηφίας. 

Το παράδειγμα των τραπεζών δεν είναι απομονωμένο. Έχει ήδη δρομολογηθεί ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα ενισχύσεων των ασφαλιστικών εταιριών, ενώ όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις «τρέχουν» για να συγκεκριμενοποιήσουν τους τρόπους δια των οποίων η «βοήθεια» της ΕΕ θα στραφεί σε μεγάλο τμήμα της προς την ενίσχυση του βιομηχανικού κεφαλαίου. Το σύνθημα «όλα για το κεφάλαιο» αντανακλά την πολιτική όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων και των «θεσμών» στην Ευρώπη. 

Αντίστροφα, πρόσφατα το ΔΝΤ –σε αντίθεση με τις πιο «αισιόδοξες» προβλέψεις του Βρούτση– ανακοίνωσε ότι στο τέλος του 2020 τα επίσημα στοιχεία για την ανεργία στην Ελλάδα θα ξεπεράσουν το 22%. Μπροστά σε αυτήν την εφιαλτική προοπτική δεν ιδρώνει το αυτί ούτε της κυβέρνησης ούτε κανενός «θεσμού». 

Μπορεί να βρει κανείς πολλά μέτρα που εκμεταλλεύονται την αύξηση της ανεργίας για να ενισχύσουν τη μείωση των μισθών και την αύξηση της ελαστικότητας, δεν θα βρει όμως τίποτε που οδηγεί σε πραγματική βοήθεια προς τους ανέργους. Η πίεση πάνω στα βασικά εργατικά δικαιώματα, η επίθεση στις στοιχειώδεις κατακτήσεις της τάξης μας, παίρνει ήδη, και θα πάρει ακόμα περισσότερο, πρωτοφανείς διαστάσεις. 

Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Σταϊκούρας και διάφοροι παπαγάλοι του, προσπαθούν να παρουσιάσουν μια πιο αισιόδοξη προοπτική, ισχυριζόμενοι ότι οι συνέπειες της πανδημίας πάνω στην οικονομία θα είναι λιγότερο κατακλυσμικές απ’ ότι προβλεπόταν. Πρόκειται για πανηγυρισμό, μετά την απόφαση όλων των επιτελείων, διεθνώς, να «ανοίξει» η οικονομία άσχετα με τις προειδοποιήσεις για τους κινδύνους και τις απώλειες που θα αφορούν όσους δουλεύουν για να ζήσουν. 

Την πραγματική κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτική, μπροστά στην πραγματική οικονομική συγκυρία, περιγράφει το σχέδιο Πισσαρίδη, η διαβόητη «Ενδιάμεση Έκθεση» και βάση αυτής θα πρέπει να ερμηνευτούν οι όποιες εξαγγελίες του Μητσοτάκη στις μέρες της ΔΕΘ. 

Το σχέδιο Πισσαρίδη δεν κρύβει τους στόχους του: «Οι πόροι που θα γίνουν διαθέσιμοι από την ΕΕ στα επόμενα χρόνια πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση της παραγωγικής δομής και της αλλαγής προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας, όχι για εφήμερη ενίσχυση της κατανάλωσης». Τα περίπου 32 δισ. ευρώ που αναμένονται ως επιχορηγήσεις ή φτηνός δανεισμός από την ΕΕ θα κατευθυνθούν, λοιπόν, προς την ενίσχυση των καπιταλιστών και όχι προς όσους έχουν ανάγκες «εφήμερης κατανάλωσης». Ακόμα περισσότερο, οι πόροι αυτοί θα χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης: «Θα χρησιμοποιηθούν για κατάλληλη υποστήριξη και χρηματοδότηση δομικών μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών…». Ακριβώς επειδή αυτοί είναι οι στόχοι, το σχέδιο Πισσαρίδη δεν βρίσκει λόγο να κρύψει το σεβασμό του προς τα μνημόνια: «Κατά τα τρία διαδοχικά προγράμματα της προηγούμενης δεκαετίας επανήλθε σημαντική πρόοδος (!!!)…». Εδώ ο νομπελίστας του νεοφιλελευθερισμού εντάσσει –σωστά– την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στο ίδιο «προοδευτικό» πακέτο μαζί με τα μνημόνια του ΓΑΠ και των Σαμαροβενιζέλων…

Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να εντοπιστούν οι «δομικές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες» που θα χρηματοδοτηθούν προκειμένου να ενισχυθεί η κερδοφορία και η συγκέντρωση του κεφαλαίου: Μείωση της φορολόγησης του βιομηχανικού κεφαλαίου (με στόχο την «ισότητα» με τους εφοπλιστές και τους μεγαλοξενοδόχους…), μείωση στο ελάχιστο των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών. Ενίσχυση της ιδιωτικοποίησης στην ασφάλιση, στην περίθαλψη και στην εκπαίδευση. Πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και διατήρηση επί μακρόν ενός μαζικού «εφεδρικού στρατού» ανέργων. Κατάργηση όλων των περιβαλλοντικών, υγειονομικών κ.ά. «περιορισμών» στην ελεύθερη δράση του κεφαλαίου. Περιορισμός των επιδομάτων και κάθε μορφής κοινωνικής αλληλεγγύης που, τάχα, «παγιδεύει πολλά νοικοκυριά σε χαμηλό επίπεδο ευημερίας (!!)». 

Πρόκειται για μια σύνοψη των πιο άγριων νεοφιλελεύθερων ονειρώξεων που διατυπώθηκαν από την εποχή του Μάνου και του Ανδριανόπουλου ή της Επιτροπής Σπράου. Με αυτήν την έννοια το περιεχόμενο της πολιτικής που περιλαμβάνει το σχέδιο Πισσαρίδη δεν αποτελεί είδηση. 

Είδηση είναι το απόλυτο θράσος και η ωμή επιθετικότητα με την οποία αυτή τη φορά προωθείται η αδίστακτα νεοφιλελεύθερη πολιτική. Ο Αλέξης Πατέλης, οικονομικός σύμβουλος του Μητσοτάκη, περιέγραψε στο «Βήμα» τις συντάξεις σαν μια διαδικασία όπου «το κράτος παίρνει τα λεφτά των νέων και τα δίνει στους ηλικιωμένους». Τόσο καλά…

Μπροστά μας ανοίγεται μια περίοδος όπου η σύμπτωση της υγειονομικής και της οικονομικής κρίσης θα δημιουργήσουν τις συνθήκες μιας ιστορικής δοκιμασίας για το κίνημα και την τάξη μας. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι καπιταλιστές θα επιχειρήσουν να αξιοποιήσουν την κρίση όχι μόνο «αμυντικά» (για να έχουν αυτοί τις λιγότερες απώλειες), αλλά και ιδιαίτερα «επιθετικά»: για να μπορέσουν να επιβάλουν τελικά δραστικές αντιμεταρρυθμίσεις που επιχείρησαν να περάσουν στο παρελθόν και απέτυχαν λόγω της εργατικής αντίστασης. 

Τα μέτρα του Μητσοτάκη, που προαναγγέλει το σχέδιο Πισσαρίδη, είναι μεν «συνέχεια» των προηγούμενων μνημονιακών πολιτικών, είναι όμως ταυτόχρονα και σημαντική επιτάχυνσή τους. 

Αυτές οι διαπιστώσεις περιγράφουν τα πολύ σοβαρά καθήκοντα του κινήματος και της Αριστεράς του στην επόμενη περίοδο. Αν δεν κατορθώσουμε την πλήρη ανατροπή αυτής της πολιτικής, η κατάσταση για τις εργαζόμενες μάζες και τις λαϊκές δυνάμεις θα αλλάξει σε ποιοτικά χειρότερη κατεύθυνση, σε σύγκριση με ό,τι γνωρίσαμε από το 1974 και μετά.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες