Με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δημιουργήθηκε, δικαίως, ένα πολύ μεγάλο ζήτημα στην ελληνική κοινωνία.

Η εικόνα που παρουσιάστηκε στους πολίτες από την κυβέρνηση και τα φίλα προσκείμενα σε αυτή ΜΜΕ (και, κυρίως, τα περισσότερα  κανάλια) ήταν πως οι μεταρρυθμιστές της Νέας Δημοκρατίας επιχειρούν να επαναφέρουν τη Δημοκρατία στα ΑΕΙ τα οποία είναι παραδομένα στις δυνάμεις της βίας και έχουν γίνει γιάφκες αναρχικών οργανώσεων και, παράλληλα, να αλλάξουν συνολικά το πλαίσιο λειτουργίας αναβαθμίζοντάς το και ευθυγραμμίζοντάς το με τις ανάγκες της αγοράς.

Απέναντί τους, βρέθηκαν οι γνωστοί-άγνωστοι μπαχαλάκηδες της Αριστεράς, οι οποίοι επιθυμούν να είναι αντιπαραγωγικοί αιώνιοι φοιτητές που μπαίνουν στις σχολές με λευκή κόλλα, να κρατούν τα Πανεπιστήμια υπό την επιρροή της Αριστεράς με τη βία και να μην επιθυμούν την επαγγελματική σταδιοδρομία των αποφοίτων για λόγους ιδεοληψίας.

Αυτό που δεν υπολόγισαν ήταν πως στην εποχή που κυριαρχούν τα social media (τα οποία δε συμπαθεί ιδιαιτέρως το τελευταίο διάστημα ο πρωθυπουργός) και που ο κόσμος αρχίζει και αμφισβητεί συνολικά τον «μετριοπαθή ευρωπαϊστή» που βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας, είναι πλέον πολύ δύσκολο να μη διαρρεύσει η αλήθεια και να μη γίνει γνωστή σε ολόκληρη τη χώρα.

Πώς θα καλυφθεί από τα κανάλια η τεράστια περικοπή των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Πώς θα πείσουν το γονέα ότι τα χρήματα που έδωσε στα φροντιστήρια είναι πεταμένα λεφτά διότι η υπουργός αποφάσισε μεσούσης της σχολικής χρονιάς να περικόψει τους εισακτέους; Πώς θα πείσουν τους γονείς και τους νέους ότι η ανεπαρκώς εκπαιδευμένη ΕΛΑΣ θα εγγυηθεί την ασφάλεια των φοιτητών όταν βγαίνουν στη δημοσιότητα τόσα και τόσα περιστατικά βίας; Πώς θα τους πείσουν ότι το να παρακολουθείται το τι κάνουν και το τι λένε οι φοιτητές από κάμερες και μικρόφωνα, κατά παράβαση όλων των προσωπικών δεδομένων και της ατομικής ελευθερίας θα είναι για το καλό τους; Πώς θα πείσουν εκείνον που για διαφόρους λόγους εγκατέλειψε τις σπουδές του, δεν κοστίζει πλέον τίποτα στο Πανεπιστήμιο, αλλά αργότερα αποφασίζει να συνεχίσει ότι αυτή η δυνατότητα πλέον δε θα υπάρχει επειδή έτσι θέλει η Νέα Δημοκρατία;

Η απάντηση είναι πως δεν μπορούν να το καταφέρουν. Αυτό φαίνεται από τις αντιδράσεις των πολιτών στα social media, από την άρνηση της πλειοψηφίας των ακαδημαϊκών να εφαρμόσουν αυτούς τους νόμους και από τις δυναμικές κινητοποιήσεις των φοιτητών. Θα φανεί ακόμα περισσότερο όμως στο τέλος της χρονιάς, όταν ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών δει πως δε θα μπορέσει να σπουδάσει αυτό που θέλει επειδή δεν το επιτρέπει η Νέα Δημοκρατία.

Φυσικά, αυτό το νομοσχέδιο δεν ήρθε από το πουθενά. Προστέθηκε σε μία αλυσίδα πλήρους απορρύθμισης της παιδείας από μία κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται τη γνώση ως εχθρό της. Μία αλυσίδα που περιλαμβάνει, μεταξύ πολλών άλλων, την επαναφορά της ανήλικης εργασίας σε επιχειρήσεις μέσω σχολών κατάρτισης κατευθείαν μετά το γυμνάσιο, την εξίσωση των πτυχίων των Πανεπιστημίων με τις βεβαιώσεις των Κολλεγίων, την επαναφορά της τράπεζας θεμάτων, την υποβάθμιση των κοινωνικών επιστημών και των τεχνών κτλ.

Οι κινήσεις αυτές είναι ενδεικτικές των προθέσεων της κυβέρνησης. Η Νέα Δημοκρατία στοχεύει στον περιορισμό των γνώσεων των πολιτών, πλην των γνώσεων που χρειάζονται οι επιχειρήσεις για τη λειτουργία τους. Γνωρίζει πως η εκπαίδευση είναι ο κυριότερος μοχλός ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας και το βασικότερο μέσο καλλιέργειας της κριτικής σκέψης. Στην παρεμπόδιση αυτών των δύο στοχεύει.

Θέλει σχολεία και Πανεπιστήμια που βγάζουν εργαζόμενους και όχι πολίτες. Εργαζόμενους πλήρως ειδικευμένους και εξαρτημένους από την προσφορά θέσεων εργασίας μίας πλήρως απελευθερωμένης αγοράς που αποτελείται, κυρίως, από μεγάλες επιχειρήσεις.

Οι νέες, οι νέοι, οι γονείς τους, αλλά και ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που αντιδρούν, παρουσιάζονται ως περιθωριακοί και κολλημένοι στο χθες. Διότι έτσι βολεύει τη Νέα Δημοκρατία.

Μόνο που στην πραγματικότητα, κολλημένη στο παρελθόν βρίσκεται η κυβέρνηση. Με αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, προσπαθεί να μας πείσει πως εκεί που απέτυχαν όλοι οι ομοϊδεάτες τους, εκείνοι θα επιτύχουν.

Το χειρότερο είναι πως επικαλούνται συνεχώς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να δικαιολογήσουν την αποτυχημένη πολιτική τους.  Όλοι όσοι αντιδρούν είναι αντιευρωπαϊστές. Όλοι όσοι αντιδρούν δε θέλουν αλλαγές στα Πανεπιστήμια.

Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Οι φοιτητές είναι οι πρώτοι που φωνάζουν για αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Θέλουν όμως ουσιαστικές αλλαγές που βελτιώνουν την ποιότητα του συστήματος και όχι οπισθοδρομικές αλλαγές που γκρεμίζουν όσα θετικά στοιχεία υπάρχουν (και είναι πολλά).

Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας θέλει αύξηση της χρηματοδότησης της παιδείας και της έρευνας στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενίσχυση των φοιτητικών εστιών και της σίτισης, προσιτά μεταπτυχιακά προγράμματα, ανανέωση των εκπαιδευτικών βιβλίων και ευθυγράμμισή τους με τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες.

Κανείς δε θέλει φοιτητές που εισάγονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με λευκή κόλλα. Ούτε οι ίδιοι το θέλουν. Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει, κυρίως, σε παιδιά που δεν πάνε σε κάποιο φροντιστήριο. Αντί να αντιμετωπίσει η πολιτεία το πρόβλημα επεκτείνοντας την ενισχυτική διδασκαλία και τα κοινωνικά φροντιστήρια για εκείνους που δεν μπορούν να πληρώσουν τα ιδιωτικά, εκείνη τους κόβει οριστικά το δρόμο.

Η κυβέρνηση σε λίγο καιρό θα λέει πως δεν υπάρχουν χρήματα για όλα αυτά. Θα το ισχυρίζεται την ώρα που θα ετοιμάζει ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης με κόστος ίσως και άνω των 30 δισεκατομμυρίων για το κράτος.

Κανείς δε θέλει παραβατικές συμπεριφορές στα Πανεπιστήμια. Έστω και αν αυτές υπάρχουν σε πολύ μικρό βαθμό σε αντίθεση με τα κυβερνητικά ψέματα περί «κέντρων βίας και ανομίας». Οι πρυτάνεις ζητούν σώμα φύλαξης που υπάγεται στο Πανεπιστήμιο και όχι στην ΕΛΑΣ, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη. Η κυβέρνηση δεν ακούει. Για πολλοστή φορά δεν ακούει.

Διότι αυτό είναι το σχέδιό της. Η υποχώρηση του Δημοσίου προς όφελος των μεγάλων επιχειρηματιών και η ακραία καταστολή σε όσους εναντιωθούν σε αυτό. Οπουδήποτε και αν ανήκουν. Το βλέπουμε από τα διαρκώς αυξανόμενα περιστατικά κρατικής καταστολής και περιορισμού και συκοφάντησης των διαμαρτυριών. Γι΄ αυτό θα παρακολουθούνται μέχρι και οι συζητήσεις και, ίσως, μέχρι και οι διαλέξεις. Γιατί η επιβολή θα επεκταθεί παντού.

Τελικά, κύριοι της κυβέρνησης, ποιος είναι κολλημένος στο χθες;

*Aπόφοιτος Κοινωνικής Πολιτικής Παντείου Πανεπιστημίου