Ο καπιταλισμός βυθίζει, σήμερα, την ανθρωπότητα στην οικολογική κρίση απειλώντας το παρόν και το μέλλον των κοινωνιών. Μια από τις παραμέτρους των επιπτώσεων της οικολογικής κρίσης και ειδικότερα της κλιματικής αλλαγής είναι το, όχι ιδιαίτερα προβεβλημένο, θέμα των «περιβαλλοντικών προσφύγων».
Έκταση και διαστάσεις του φαινομένου. Πριν αναφερθούμε σε οτιδήποτε άλλο είναι σκόπιμο να σκιαγραφήσουμε την έκταση του φαινομένου και τις διαστάσεις του. Παρ’ ότι η διακύμανση και η αμφισβήτηση των προβλέψεων είναι μεγάλη, μια διαδεδομένη πρόβλεψη η οποία συχνά υιοθετείται τόσο από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (IOM) και τη Διακυβερνητική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), όσο και από έρευνες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), εκτιμά ότι ο αριθμός των «περιβαλλοντικών προσφύγων» θα ανέλθει στα 200 εκατομμύρια μέχρι το 2050, με τις σημερινές τάσεις εξέλιξης της κλιματικής αλλαγής. Αυτό σημαίνει ότι ένας στους 45 ανθρώπους, παγκοσμίως, θα αντιμετωπίσει βίαιο εκτοπισμό σχετιζόμενο με την κλιματική αλλαγή[1].
Ο όρος «περιβαλλοντικοί πρόσφυγες» (και οι συναφείς, «κλιματικοί πρόσφυγες» ή «οικολογικοί πρόσφυγες») έγινε ευρύτερα γνωστός το 1985 μέσω έκθεσης του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), προσδιορίζοντας τους «ανθρώπους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την κατοικία τους, προσωρινά ή μόνιμα, εξαιτίας μιας αξιοσημείωτης περιβαλλοντικής διαταραχής (φυσικής ή πυροδοτούμενης από τον άνθρωπο) που θέτει σε κίνδυνο της ύπαρξή τους ή/και έχει σοβαρές συνέπειες στην ποιότητα ζωής τους»[ 2]. Είναι σκόπιμο να σημειώσουμε ότι έκτοτε δόθηκαν διάφοροι ορισμοί, ενώ αμφισβητήθηκε και ο ίδιος ο όρος με την εμφάνιση μιας ποικιλίας άλλων, όπως «περιβαλλοντικοί μετανάστες», ή «περιβαλλοντικά εκτοπισθέντα άτομα» κ.α. Οι διαφοροποιήσεις αυτές ανάγονται πρωτίστως στις διακρίσεις του αστικού δικαίου και των αντίστοιχων πολιτικών που επιχειρούν να διακρίνουν κυρίως: α) για το εάν η μετανάστευση ήταν απολύτως αναγκαστική ή όχι, β) για τον αν είναι προσωρινή ή μόνιμη και γ) για το γεγονός ότι ενδεχομένως εμπλέκονται και άλλοι παράγοντες πολιτικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί κ.α. που προκάλεσαν τον εκτοπισμό, προκειμένου να διαχωριστούν οι πολιτικές προστασίας που πρέπει να αποδίδονται. Στο παρόν κείμενο δεν θα ασχοληθούμε με αυτό το θέμα και θα χρησιμοποιήσουμε το όρο «περιβαλλοντικοί πρόσφυγες» όπως έχει καθιερωθεί στο οικοσοσιαλιστικό κίνημα.
Η κλιματική αλλαγή έχει συγκεκριμένη αιτία: καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Η περιβαλλοντική υποβάθμιση μεμονωμένων οικοσυστημάτων, λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλά και η μετανάστευση των ανθρώπων για περιβαλλοντικούς λόγους είναι ένα ιστορικό φαινόμενο που παρατηρούνταν σε κάθε ιστορικό τρόπο παραγωγής.
Η οικολογική κρίση, όμως, με κορυφαία της παράμετρο την κλιματική αλλαγή και κατά συνέπεια το φαινόμενο των «περιβαλλοντικών προσφύγων», με τη συγκεκριμένη ένταση και έκταση, χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον σύγχρονο καπιταλισμό.
Σχηματικά, η καπιταλιστική παραγωγή διενεργείται με κινητήριο σκοπό την παραγωγή κέρδους και τη διαρκή συσσώρευση και πραγματοποιείται μέσω της ταξικής εκμετάλλευσης (απόσπαση υπεραξίας) κατά την παραγωγή. Λαμβάνει τον υποχρεωτικό μονοδιάστατο-ποσοτικό χαρακτήρα της διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης (σε όρους ΑΕΠ), μέσω της επανάληψης της παραγωγικής διαδικασίας σε διευρυμένη κλίμακα (καπιταλιστική ανάπτυξη), στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και της συσσώρευσης. Η διαδικασία αυτή, της διαρκούς μεγέθυνσης, προφανώς απαιτεί τη ληστρική εκμετάλλευση των φυσικών διαθεσίμων, σε ολοένα αυξανόμενη κλίμακα με τη μετατροπή τους σε ρύπανση και κάθε είδους απόβλητα, γεγονός που αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της οικολογικής κρίσης.
Αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, είναι αυτό που δραματικά βιώνεται σήμερα, δηλαδή κρίση υπερσυσσώρευσης στον έναν πόλο, εξαθλίωση των εκμεταλλευόμενων τάξεων και την οικολογική κρίση στον άλλο. Επομένως, τόσο η ταξική εκμετάλλευση όσο και η οικολογική κρίση οφείλονται στη συστηματική και ενιαία διαδικασία καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής, όχι για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, αλλά για τη μεγιστοποίηση του κέρδους, σε μια διαδικασία διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης και συσσώρευσης.
Έτσι, στον σύγχρονο καπιταλισμό ο ρυθμός και η έκταση μετασχηματισμού του βιοφυσικού περιβάλλοντος ανταγωνίζεται ευθέως τις βασικές λειτουργίες του πλανητικού οικοσυστήματος, μεταβάλλοντας τις ισορροπίες εκείνες που επέτρεψαν την εξέλιξη του ανθρώπου, απειλώντας ευθέως, όχι γενικά τη φύση, αλλά τις ζωτικές συνθήκες διαβίωσης του παρόντος και του μέλλοντος των κοινωνιών.
Η παραπάνω συνέπεια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είχε προσδιοριστεί από τον ίδιο τον Μαρξ περιγράφοντας την οικολογική αντίφαση μεταξύ φύσης και καπιταλιστικής κοινωνίας ως ένα ανεπανόρθωτο ρήγμα στην διαδικασία του κοινωνικού μεταβολισμού, δηλαδή στην κοινωνικά οργανωμένη ανταλλαγή ύλης και ενέργειας μεταξύ κοινωνιών-φύσης. Η θεωρητική αυτή προσέγγιση, του «μεταβολικού ρήγματος», αναπτύσσεται από τον μαρξιστή και οικολόγο J.B. Foster[3]. Ενδεικτικά της παραπάνω προσέγγισης : «Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή μαζί με τη διαρκώς αυξανόμενη υπεροχή του αστικού πληθυσμού, που τον συγκεντρώνει σε μεγάλα κέντρα από τη μια μεριά συσσωρεύει την ιστορική κινητήρια δύναμη της κοινωνίας, ενώ από την άλλη διαταράσσει την ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη γη […] η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αναπτύσσει μόνο την τεχνική και το συνδυασμό του κοινωνικού προτσές παραγωγής υποσκάφτοντας ταυτόχρονα τις πηγές απ’ όπου αναβρύζει κάθε πλούτος: τη γη και τον εργάτη»[4], ενώ επίσης: «Από τη σκοπιά ενός ανώτερου οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού η ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών ατόμων στη γήινη σφαίρα θα εμφανίζεται τόσο πέρα για πέρα ανούσια, όσο και η ατομική ιδιοκτησία ενός ανθρώπου πάνω σε έναν άλλο άνθρωπο. Ακόμα και μια ολόκληρη κοινωνία, ένα έθνος, μάλιστα όλες οι σύγχρονες κοινωνίες μαζί παρμένες, δεν είναι ιδιοκτήτες της γης. Είναι απλώς κάτοχοί της, οι επικαρπωτές της, και οφείλουν σαν boni patres familias (σ.σ. άξιοι επικεφαλής) να την κληροδοτήσουν βελτιωμένη στις επόμενες γενεές» [5].
Η ταξική διάσταση των συνεπειών την κλιματικής αλλαγής και οι «περιβαλλοντικοί πρόσφυγες». Οι συνέπειες τις κλιματικής αλλαγής πλήττουν με μεγαλύτερη ένταση τα δισεκατομμύρια των φτωχών του παγκόσμιου Νότου που ευθύνονται συντριπτικά λιγότερο για την πρόκληση της, καθώς επίσης και τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα των χωρών του Βορρά λόγω των λιγότερων μέσων που διαθέτουν για να τις αντιμετωπίσουν. Χαρακτηριστικά: α) το πενιχρό εισόδημα, β) η έλλειψη πρόσβασης σε υποδομές, υπηρεσίες και δημόσια αγαθά όπως η ύδρευση, τα μέσα διατροφής, οι υπηρεσίες υγείας, η ενέργεια κ.α., γ) η σύνδεση με παραγωγικές δραστηριότητες όπως η γεωργία, ή αλιεία και δ) η διαβίωση σε βιομηχανικές περιοχές, σε αστικές και γεωργικές περιοχές όπου το περιβάλλον υποβαθμίζεται διαρκώς, παίζουν καθοριστικό ρόλο. Ο συνδυασμός των παραπάνω με τις συνέπειες τις κλιματικής αλλαγής είναι που οδηγεί σε βίαιο εκτοπισμό τους «περιβαλλοντικούς πρόσφυγες». Επομένως, εξ αντικειμένου το ζήτημα των «περιβαλλοντικών προσφύγων» έχει πέραν της περιβαλλοντικής-κλιματικής διάστασης και κοινωνική, πολιτική και οικονομική διάσταση και μάλιστα ισχυρότατη.
Στην καταγραφή των στοιχείων, η καθαυτό ταξική διάσταση στο εσωτερικό των κρατών δεν αποτυπώνεται, καθώς οι πληθυσμοί καταγράφονται οριζόντια ως «πολίτες». Αυτό όμως που αποτυπώνεται είναι το χάσμα στις συνέπειες μεταξύ των καπιταλιστικά «αναπτυγμένων» χωρών του Βορρά, που ευθύνονται για το 75% της κλιματικής αλλαγής και των πληθυσμών του φτωχού παγκόσμιου Νότου.
Η αύξηση της συχνότητας και της έντασης των ακραίων καιρικών φαινομένων (κλιματικών καταστροφών), που αποτελεί ένα τυπικό χαρακτηριστικό της κλιματικής αλλαγής, έχει πολύ σοβαρές συνέπειες για τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Μεταξύ 2000 και 2004 καταγράφτηκαν (ετησίως) 326 γεγονότα κλιματικών καταστροφών, τα οποία έπληξαν σε ετήσια βάση 262 εκατ. ανθρώπων, επίπεδα υπερδιπλάσια από τη δεκαετία του ’80. Πάνω από το 98% αυτών ανήκουν στις λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» και φτωχές χώρες, όπου ένας/μια στους/στις 19 κατοίκους βίωσε τις επιπτώσεις κλιματικών καταστροφών, σε αντίθεση με τις χώρες του ΟΟΣΑ που η αναλογία είναι ένας/μια προς 1500. Συγκεκριμένα, οι πλημμύρες μόνο, έπληξαν 68 εκατ. στην ανατολική και 40 εκατ. στη νότια Ασία. Επίσης, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής έχουν σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις στη γεωργική παραγωγή και ιδιαίτερα στην Αφρική, στη νότια Ασία και στην Λατινική Αμερική εκτινάσσοντας τη φτώχεια στις αγροτικές περιοχές (25% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι σήμερα αγρότες, με μεγάλα ποσοστά στις φτωχές χώρες), με άμεση συνέπεια την εκτίμηση ότι επιπρόσθετα 600 εκατ. θα αντιμετωπίσουν το φάσμα του υποσιτισμού και 1,8 δις της λειψυδρίας μέχρι το 2080[6].
Ορισμένα στοιχεία για τους «περιβαλλοντικούς πρόσφυγες». Σύμφωνα με τις επιστημονικές προβλέψεις οι κυρίαρχες εκτιμήσεις για τον αριθμό των «περιβαλλοντικών προσφύγων» έως το 2050 παρουσιάζουν μεγάλη διακύμανση και συγκεκριμένα μεταξύ 50 και 350 εκατομμυρίων. Η διακύμανση αυτή προέρχεται μεταξύ άλλων και από τον διαφορετικό ορισμό και τις κατηγορίες μετανάστευσης πληθυσμών που εντάσσονται στους «περιβαλλοντικούς πρόσφυγες».
Επομένως, πριν προχωρήσουμε στην παράθεση στοιχείων είναι χρήσιμο να αναφέρουμε ορισμένες συνηθισμένες κατηγοριοποιήσεις. Σύμφωνα με την IPCC τρεις είναι οι πιο επικίνδυνες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής που οδηγούν στον εκτοπισμό και τη μετανάστευση πληθυσμών από τον συνήθη τόπο κατοικίας τους: α) οι τυφώνες, η αύξηση της συχνότητας και της έντασης των καταρρακτωδών βροχοπτώσεων και οι συνδεόμενες πλημμύρες (κάθε είδους), β) η ξηρασία και η ερημοποίηση των εδαφών, που συνδέονται και με τη λειψυδρία και γ) ή άνοδος της στάθμης των υδάτων που άφορα κυρίως τις παράκτιες περιοχές. Μια επιπρόσθετη διάκριση αφορά τις κλιματικές καταστροφές, δηλαδή τα ακραία κλιματικά γεγονότα (π.χ. τυφώνες και πλημμύρες) και τις μακροχρόνιες κλιματικές διεργασίες μεταβολής του φυσικού περιβάλλοντος (π.χ. η ξηρασία, η ερημοποίηση, η καταβύθιση περιοχών, η υφαλμύρωση αρδευόμενων εκτάσεων, η αποδάσωση κ.α). Οι συνδυασμοί των παραπάνω φαινομένων παράγουν και την ποικιλία των χαρακτηριστικών του εκτοπισμού των «περιβαλλοντικών προσφύγων» από τον τόπο διαβίωσης τους: α) βαθμιαίος ή ξαφνικός, β) προσωρινός ή μόνιμος και γ) ενδοσυνοριακός ή διασυνοριακός.
Η IPCC προσδιορίζει τις περιοχές που αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο ως εξής: α) τα μικρά νησιά χαμηλού υψομέτρου και ιδιαίτερα τις κοραλλιογενείς ατόλες, β) τα δέλτα των ποταμών και ιδιαίτερα τα εφτά μεγα-δέλτα της Ασίας με συνολικό πληθυσμό άνω των 200 εκατ., γ) τις παράκτιες αστικές περιοχές χαμηλού υψομέτρου[7], δ) την Αφρική συνολικά και ε) τις περιοχές γύρω από του πόλους.
Το 2001 για πρώτη φορά εκτιμήθηκε ότι ο αριθμός των «περιβαλλοντικών προσφύγων» ξεπέρασε τον αριθμό των ανθρώπων που εκτοπίστηκαν λόγω πολέμου, ενώ η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες δήλωσε ότι 36 εκατ. εκτοπίστηκαν το 2009 λόγω φυσικών καταστροφών, με τα 20 εξ’ αυτών να συνδέονται με την κλιματική αλλαγή. Επίσης, σύμφωνα με το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP) 50 εκατ. «περιβαλλοντικοί πρόσφυγες» ενδέχεται να προέρχονται μόνο από την Αφρική έως το 2060[8].
Οι ζώνες χαμηλού υψομέτρου (με υψόμετρο κάτω των 10 μ.) οι οποίες βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο όχι μόνο από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, αλλά και από τυφώνες, πλημμύρες, υφαλμύρωση των υδάτων κ.λ.π., παρ’ ότι αποτελούν μόλις το 2,2 % της ξηράς, είναι τόπος διαμονής του 10,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, 602 εκατ., εκ των οποίων τα 438 στην Ασία και συνολικά 246 στις πιο φτωχές χώρες του κόσμου[9].
Μια άνοδος της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη από 3-4ο C, μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες λόγω της ανόδου της στάθμης των υδάτων και των ακραίων καιρικών φαινομένων έχοντας ως αποτέλεσμα των εκτοπισμό 330 εκατ. Εκτιμάται ότι πάνω από 70 εκατ. θα πληγούν μόνο στο Μπαγκλαντές, ενώ αυξημένο κίνδυνο αντιμετωπίζει το 1 δις ανθρώπων που ζουν σε παραγκουπόλεις, σε λοφοπλαγιές και σε όχθες ποταμών που συχνά υπερχειλίζουν[10].
«Περιβαλλοντικοί πρόσφυγες» όμως προέρχονται και από περιπτώσεις ευθείας παρέμβασης στο τοπικό περιβάλλον από τη δραστηριότητα μεγάλων επιχειρήσεων και ομίλων και όχι μόνο, για παράδειγμα: α) περιβαλλοντικά ατυχήματα, β) κατασκευή μεγάλων έργων όπως μεγάλα φράγματα και εξορυκτικές δραστηριότητες, γ) αποδάσωση και αρπαγή γης και δ) ένοπλες συγκρούσεις για τον έλεγχο κρίσιμων φυσικών διαθεσίμων (π.χ. ορυκτοί πόροι, έλεγχος υδάτων).
Σε αυτές τις περιπτώσεις πολύ συχνά αναπτύσσονται κινήματα με ταυτόχρονα ταξικό και οικολογικό χαρακτήρα, που δίνουν σκληρότατες μάχες και αγώνες ενάντια σε μεγάλα συμφέροντα, ακόμα και σε κυβερνήσεις. Ενδεικτική περίπτωση των πολύμορφων και πολυποίκιλων κινημάτων που σχετίζονται με την οικολογική κρίση και το περιβάλλον και ταυτόχρονα συνδέονται με εκτοπισμούς πληθυσμών είναι το κίνημα της Συμμαχίας των Ανθρώπων του Δάσους που αναπτύχθηκε στη Βραζιλία από τη δεκαετία του ’80 με επικεφαλής τον Chico Mendes που συνένωσε αγρότες, εργαζόμενους και ιθαγενείς φυλές του Αμαζονίου ενάντια σε μεγάλους γαιοκτήμονες που αποψίλωναν μαζικά τα δάση προκειμένου να τα εκμεταλλευτούν, εκτοπίζοντας τους κατοίκους τους. Ο Chico Mendes δολοφονήθηκε από πληρωμένους δολοφόνους το 1988. Οι σκληροί αγώνες όμως για την υπεράσπιση της γης στο Αμαζόνιο συνεχίζονται, παρά το κύμα δολοφονιών το οποίο έχουν εξαπολύσει οι γαιοκτήμονες. Ενδεικτικά, μόνο στην πολιτεία Para 231 άνθρωποι δολοφονήθηκαν από το 1996 έως το 2010.
Η συγκέντρωση και αρπαγή γης δεν αφορά όμως μόνο τον παγκόσμιο Νότο, αλλά και την Ευρώπη τόσο στον αγροτικό τομέα, στο real estate, στις εξορύξεις και στα μεγάλα έργα όσο και στην προώθηση της νεοφιλελεύθερης πράσινης ανάπτυξης με μεγάλης κλίμακας ιδιωτικές εγκαταστάσεις βιομηχανικών Α.Π.Ε. Και εδώ όμως τα κινήματα απαντούν, με ενδεικτικές τις περιπτώσεις της Σαρδηνίας, με κινήματα ενάντια στην μετατροπή της γεωργικής γης σε φωτοβολταϊκά πάρκα, την κατάληψη γης στην Ανδαλουσία από ακτήμονες αγρότες με συλλογική καλλιέργεια, αλλά και τις κινητοποιήσεις ενάντια σε εξορυκτικά έργα, με χαρακτηριστική την δική μας περίπτωση των Σκουριών στη Χαλκιδική[11].
Το μέλλον μας δεν είναι ο καπιταλισμός… Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι οι «περιβαλλοντικοί πρόσφυγες» αποτελούν θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που σχετίζεται με τη στέρηση των ζωτικών συνθηκών διαβίωσης που συνδέονται με το περιβάλλον στο οποίο ζουν οι άνθρωποι αλλά και με τη φτώχεια, την ανισότητα και την πολύπλευρη ταξική εκμετάλλευση. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε εάν ο κυρίαρχος λόγος είναι περιβαλλοντικός-κλιματικός ή η ανέχεια.
Σε κάθε περίπτωση οι «περιβαλλοντικοί πρόσφυγες» είναι κομμάτι από εμάς. Είναι αδιαχώριστα δικοί μας όπως όσοι/ες μεταναστεύουν, διώκονται και εκτοπίζονται για οικονομικούς, πολιτικούς, φυλετικούς ή οποίους άλλους λόγους. Η διεθνιστική ταξική αλληλεγγύη είναι το κριτήριο της πράξης μας και των αγώνων υπεράσπισής τους.
Σήμερα, στην εποχή της διεθνούς συνδυασμένης οικονομικής-οικολογικής κρίσης, ο αγώνας για έναν οικο-σοσιαλιστικό μετασχηματισμό είναι πιο επίκαιρος παρά ποτέ.
Το 2010 στην Παγκόσμια Διάσκεψη των Λαών για την Κλιματική Αλλαγή στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας, όπου συμμετείχαν πάνω από 35.000 ακτιβιστές, εκφράστηκε η περιγραφή της πρόκλησης: «Το καπιταλιστικό σύστημα μας έχει επιβάλλει τη λογική του ανταγωνισμού, της προόδου και της χωρίς όρια μεγέθυνσης. Το καθεστώς της παραγωγής και της κατανάλωσης επιδιώκει το κέρδος χωρίς κανένα όριο […] μετατρέποντας τα πάντα σε εμπορεύματα».
«Η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει ένα μεγάλο δίλλημα: να συνεχίσει στο δρόμο του καπιταλισμού, της λεηλασίας του θανάτου, ή να επιλέξει το δρόμο της αρμονίας με τη φύση και του σεβασμού για τη ζωή».
«Είναι επιτακτική η ανάγκη να σφυρηλατήσουμε ένα νέο σύστημα που αποκαθιστά την αρμονία με τη φύση αλλά και ανάμεσα στους ανθρώπους. Και για να υπάρξει ισορροπία με τη φύση, απαιτείται προηγουμένως η ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους» [12].
Σημειώσεις - Αναφορές
1. Brown O., (2008), Migration and Climate Change, IOM, Migration Research Series No. 31, p. 11, http://publications.iom.int/bookstore/free/MRS-31_EN.pdf και Warner K., (2011), Climate Change Induced Displacement: Adaptation Policy in the Context of the UNFCCC Climate Negotiations, UNHCR, Legal and Protection Policy Research Series, p. 2.
2. El-Hinnawi, E. (1985), Environmental Refugees, United Nations Environment Program (UNEP), New York.
3. Foster J. B., (2009), the Ecological Revolution, Monthly Review Press, New York, pp.175-180
4. Μαρξ Κ. (2002), Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τόμος πρώτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σσ. 522,523
5. Μαρξ Κ. (1978), Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», τόμος τρίτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σ. 954
6. UNDP (2007), Human Development Report 2007/2008, Fighting climate change, pp., 75-77, 9
7. Το 60% των 39 μητροπόλεων παγκοσμίως με πληθυσμό άνω των 5 εκατ. βρίσκονται εντός μιας ζώνης 100 χλμ. από την ακτή, σε αυτές συμπεριλαμβάνονται 12 από τις 16 πόλεις με πληθυσμό άνω των 10 εκατ.
8. Ďurková P. et al., (2012), Climate refugees in the 21st century, Regional Academy on the United Nations, pp., 7,8 http://acuns.org/wp-content/uploads/2013/01/Climate-Refugees-1.pdf
9. Piquet E., (2008), Climate Change and forced migration, Research Paper No 153, UNHCR, p.7
10. UNDP (2007), Human Development Report 2007/2008, Fighting climate change, p., 9
11. Σημειώνουμε ότι μια εκτενής παρουσίαση των ταξικών-οικολογικών/περιβαλλοντικών κινημάτων ξεπερνά τα όρια, αλλά και το περιεχόμενο του παρόντος άρθρου.
12. http://pwccc.wordpress.com/support/
*Αναδημοσίευση από το τ. 14 του περιοδικού της Κίνησης Απελάστε το Ρατσισμό