Εισήγηση σε επιστημονικό συνέδριο με τίτλο "Μεταβολές κι ανασημασιοδοτήσεις του χώρου στην Ελλάδα της κρίσης". Βλάση Αναστασία, Δεμερτζή Αγγελική, Θεοδωράκη Σοφία, Ιωάννου Αλέξης, Καραγκιοζίδου Εύα, Νάσης Κώστας, Παπατζανή Εύα, Χούπας Δημοσθένης, Μεταπτυχιακοί Φοιτητές Δ.Π.Μ.Σ.: Αρχιτεκτονική – Σχεδιασμός του Χώρου | «Πολεοδομία - Χωροταξία», E.M.Π.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το κέντρο της πόλης υπήρξε ιστορικά ο φυσικός χώρος έκφρασης του Πολιτικού ως διαδικασίας και δραστηριότητας από τα κάτω. Το κέντρο της Αθήνας ειδικότερα αποτέλεσε το κατεξοχήν πεδίο εκδίπλωσης των πολιτικών γεγονότων στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.

Οι κοσμοθεωρητικές μετατοπίσεις των τελευταίων δεκαετιών ωστόσο, μεταβάλουν τη σχέση Πολιτικού και αστικού χώρου. Το Πολιτικό, από κεντρικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής μεταπίπτει σε μια ακόμη παράμετρό της, συρρικνώνεται και γίνεται ακτιβισμός. Ταυτόχρονα, το κέντρο της πόλης παύει να αποτελεί τη μεγάλη χοάνη (τόπο) όπου εκδηλώνονται οι κοινωνικές δυναμικές και μετατρέπεται σε υποδοχέα των πολιτικών δράσεων.

Στην ελληνική πραγματικότητα της κρίσης, η έκφραση του φαινομένου αυτού αποκτά νέα ποιότητα και ένταση. Με το χαρακτήρα πολεμικής, ο κυρίαρχος λόγος καθιστά το Πολιτικό ως δραστηριότητα ανταγωνιστική στην οικονομία και ευθέως αντίθετη με την κοινωνική ειρήνη και ασφάλεια. Οι πολιτικές εκδηλώσεις εντάσσονται στην ευρύτερη “παθογένεια του κέντρου της πόλης”, ενώ νέες αξίες αναδύονται: ευταξία, δημόσια υγεία, ασφάλεια επενδύσεων. Συμπληρωματικά, η συνθήκη διαχείρισης της κρίσης εισάγει στο κέντρο της Αθήνας νέες αποτρεπτικές και κατασταλτικές πρακτικές.

Το πλέγμα αυτό ρητορικής και επεμβάσεων συντείνει τελικά στην άρση του τόπου έκφρασης του Πολιτικού, δηλαδή της χωρικής του διάστασης και αποτελεί ουσιαστικά απόπειρα κατάργησης των πολιτικών εκδηλώσεων στο κέντρο της πόλης.

Η παρούσα μελέτη διερευνά τις νέες σημασιοδοτήσεις που λαμβάνουν ο αστικός χώρος και το Πολιτικό, εξετάζει τον εξοβελισμό του Πολιτικού από το κέντρο της Αθήνας και αποπειράται να αναλύσει τις μεταβολές στη σχέση πόλης – Πολιτικού υπό την επίδραση των κυρίαρχων ιδεολογημάτων και στάσεων στη συγκυρία της κρίσης.

Λέξεις κλειδιά: Πολιτικό, Κέντρο Πόλης, Δημόσιος/Κυρίαρχος λόγος, Κρίση


1. Η ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ

«Ο χώρος», σύμφωνα με το Lefebvre, «έχει διαμορφωθεί, διαπλαστεί από ιστορικά ή φυσικά στοιχεία, μα έχει διαμορφωθεί πολιτικά. Ο χώρος είναι πολιτικός και ιδεολογικός. Είναι κατά λέξη μια παράσταση γεμάτη ιδεολογία». Δηλαδή, είναι ένα κοινωνικό προϊόν και ταυτόχρονα ένα προϊόν της ιστορίας.

Πιο συγκεκριμένα, οι πόλεις, όπως επισημαίνει και ο D. Harvey, είναι κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου και συνεπώς πεδίο ταξικού ανταγωνισμού και κοινωνικών συγκρούσεων. Είναι ο τόπος συνάντησης της κατοίκησης, της διοίκησης και της παραγωγής, χώρος κατ’ εξοχήν βίωσης της καθημερινότητας στο "σύγχρονο" κόσμο, με το δημόσιο χώρο τους να αποτελεί παραδοσιακά και τον πυρήνα της χωρικής αποτύπωσης των πολιτικών αντιπαραθέσεων της κοινωνίας. Είναι ο τόπος τόσο της συμπύκνωσης των επιδιώξεων της εξουσίας, όσο και των κινημάτων που αντιστέκονται σ’ αυτή (Harvey, 2011).

«Η κεντρικότητα είναι συστατική της αστικής ζωής» (Lefebvre, 2007) και συνεπώς ο πλέον προνομιακός χώρος κοινωνικής συνάντησης, πολιτικής έκφρασης και πρακτικής στην πόλη είναι το κέντρο της. Στο κέντρο της πόλης έχουν ιστορικά εκδηλωθεί και αποτυπωθεί οι ταξικές συγκρούσεις, οι πολιτικές διεκδικήσεις, οι εξεγέρσεις, οι επαναστάσεις, και βεβαίως ο θρίαμβος ή η καταστολή επ’ αυτών.

Η Αθήνα, στη σύντομη ιστορία της ως πολιτικό και παραγωγικό κέντρο της χώρας, δεν αποτελεί εξαίρεση, και μ’ αυτή την έννοια, είναι ο κατεξοχήν τόπος όπου εμφανίζονται οι κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί, με το δημόσιο χώρο της να γίνεται κατά συνέπεια ο κύριος δέκτης των αντίστοιχων πολιτικών συγκρούσεων. Από την 3η Σεπτέμβρη και την πλατεία Συντάγματος το 1843 έως τα Ιουλιανά, την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τους κοινωνικούς αγώνες της μεταπολίτευσης, στο κέντρο της Αθήνας καταγράφεται η έκφραση του Πολιτικού ως ανταγωνισμού μεταξύ διαφορετικών συλλογικών υποκειμένων.

Παράλληλα, η πολιτική και οικονομική εξουσία επιχειρεί να μορφοποιήσει αυτό τον ίδιο χώρο, τόσο σε πραγματικό όσο και σε φαντασιακό επίπεδο: τον "γεμίζει" με ένα πλήθος διαδικασιών και εικόνων (δημόσιων κτηρίων, καταστημάτων, λεωφόρων) δηλωτικών της κυριαρχίας της, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει τη διαχείρισή του μέσω της αστυνόμευσης και της καταστολής.

Με πυρήνα λοιπόν το κέντρο της πόλης, αναπτύσσεται ιστορικά ο δημόσιος λόγος που αφορά στις κοινωνικές, και δη ταξικές συγκρούσεις. Πρόκειται για τον κατεξοχήν δημόσιο πολιτικό λόγο, καθώς αποτελεί την αποτύπωση της επικρατούσας ιδεολογίας στη δημόσια ρητορική, δηλαδή, ενέχει ολόκληρο το φάσμα των αντιλήψεων που απολαμβάνουν κάποιο κοινωνικό κύρος. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με όσα καταγράφονται παραπάνω, παραδοσιακά διέπεται από την πολιτικοποίηση του χωρικού ζητήματος, και την ανάλογη «χωρικοποίηση» των πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων. Διέπεται δηλαδή ιστορικά από την παραδοχή πως το πολιτικό επίδικο είναι άρρηκτα δεμένο με την πόλη που το αναδεικνύει.

2. Η ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. Ο ΕΞΟΒΕΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΛΟΓΟ

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, παρακολουθώντας την επικυριαρχία των μετανεωτερικών ιδεολογημάτων πάνω στο δημόσιο λόγο, παρατηρείται μια ακριβώς αντίθετη τάση. Πρόκειται για μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα σε διεθνές επίπεδο και συναντάται σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο, ενώ στην ελληνική περίπτωση γίνεται εμφανής κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, αν και ως –εν πολλοίς λανθάνουσα- διαδικασία είναι υπαρκτή καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που ονομάζουμε «μεταπολίτευση» (Σεβαστάκης, 2004).

Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι «μεγάλες αφηγήσεις» των χρόνων της νεωτερικότητας (κόσμος της αγοράς- καπιταλισμός, κόσμος της εργασίας- σοσιαλισμός) υποχωρούν για να δώσουν τη θέση τους σε μία και μόνη κυρίαρχη αφήγηση, αυτή της ανάπτυξης (των παραγωγικών δυνατοτήτων και κατ’ επέκταση του βιοτικού επιπέδου, του πολιτισμού και κάθε έκφανσης της ζωής) που -υποτίθεται ότι- ευνοεί το σύνολο της κοινωνίας. Οι κοινωνικές συγκρούσεις δεν μπορούν βέβαια να εκλείψουν εντελώς, ωστόσο σταδιακά περιορίζονται, μέχρι του σημείου να ενσωματωθούν ολοκληρωτικά, εντός του πλαισίου αυτής της μοναδικής αφήγησης, στην οποία προσδίδεται -προκειμένου να παραμείνει πειστική- ένας καθαρά υλικός, μετρήσιμος και συνεπώς λίγο-πολύ αντικειμενικός χαρακτήρας (Lefebvre, 1988).

Στο πολιτικό πεδίο ειδικότερα, η κυρίαρχη τάση της φιλελεύθερης σκέψης που χαρακτηρίζεται από μια ορθολογική και ατομικιστική προσέγγιση, όπως μεθερμηνεύεται στη μετάβασή της από τον κλασσικό φιλελευθερισμό στην μεταμοντέρνα φάση της μαζικής δημοκρατίας, αποκλείει την αναγνώριση των συλλογικών πολιτικών ταυτοτήτων και αρνείται αναπόφευκτα την ανταγωνιστική διάσταση του Πολιτικού. Ως σκοπός πλέον τίθεται η επίτευξη της συναίνεσης και η απώθηση της σύγκρουσης επιτυγχάνεται με την επιβολή μιας αυταρχικής τάξης. Στη μεταπολιτική αυτή κατάσταση, «οι πολιτικοί ανταγωνισμοί διατυπώνονται με όρους ηθικών κατηγοριών […] ενώ η πολιτική νοείται ως επίλυση τεχνικών προβλημάτων» (Mouffe, 2010).

Έτσι, βλέπουμε να συγκροτείται ένας νέος διεκδικητικός, σημειακά προσανατολισμένος και εν τέλει πολυδιασπασμένος δημόσιος λόγος (κινήματα ταυτότητας, φύλου, life-style, Α.Μ.Ε.Α. κλπ) που εστιάζει στο άτομο (Κόκκινες Σελίδες, 2012) και αποστερείται το συλλογικό του χαρακτήρα. Ταυτόχρονα βέβαια, χάνεται η δυνατότητα αμφισβήτησης της ιδεολογικής και πολιτικής του βάσης, καθώς και η χωρικά εντοπισμένη αποτύπωσή του. Παρατηρείται έτσι η από-"χωρικοποίηση" του δημόσιου πολιτικού λόγου.

Αυτό δεν σημαίνει  πως τα ζητήματα, που άπτονται του χώρου (της πόλης) και της παραγωγής του, εξαφανίζονται. Αντίθετα, μια σειρά εντοπισμένων στο χώρο διεκδικήσεων φέρνει τα ζητήματα της πόλης στο προσκήνιο με μια ίσως πρωτοφανή ένταση, αποσυνδεδεμένα ωστόσο από τις υπόλοιπες παραμέτρους της κοινωνικής ζωής, επενδυμένα με ένα μανδύα καθολικότητας και επιστημονισμού: αναζητούνται οι λύσεις εκείνες που θα βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης για όλους τους κατοίκους και τους χρήστες της, ανεξάρτητα από την κοινωνική- ταξική τους θέση, μετατρέποντας ένα κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα σε τεχνικό και εκχωρώντας τη δυνατότητα άρθρωσης λόγου σχετικού με το χώρο σε μια μικρή ομάδα επιστημονικά καταρτισμένων "ειδικών"- τεχνοκρατών. Έτσι, διαπιστώνεται παράλληλα μια από-πολιτικοποίηση του χωρικού ζητήματος.  

Αυτό το ιδεολογικό τέχνασμα δίνει τη δυνατότητα σε μια περίοδο έκτακτης ανάγκης (βλ. βαθιά και δομική κρίση/ ύφεση) στους διαχειριστές της δημόσιας συζήτησης να εξομοιώσουν το δημόσιο με τον κυρίαρχο λόγο, στο όνομα του κοινού καλού (Bauman, 2009). Αντιμετωπίζουμε λοιπόν το παράδοξο, σε μια περίοδο που οι κοινωνικές αντιθέσεις και τα αποτελέσματα των πολιτικών επιλογών της εξουσίας αποτυπώνονται με διαρκώς αυξανόμενη ένταση στο δημόσιο χώρο της πόλης, η πολιτική διάσταση να εξοβελίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά από το δημόσιο λόγο που εκφέρεται γύρω απ’ αυτήν.

3. Η ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΗΣ– ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ. Ο ΕΞΟΒΕΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

Στην προσέγγιση της μεταλλαγής της σχέσης πόλης και Πολιτικού, διαπιστώνονται δύο παράλληλες κατευθύνσεις, όπως παρατηρούνται στη διεθνή πρακτική και διαμορφώνουν τις τάσεις παραγωγής του αστικού χώρου. Τον πρώτο άξονα αποτελεί το "όραμα της ανάπτυξης", με κύριο πεδίο εφαρμογής τους πυρήνες των πόλεων, και η κατασκευή της εικόνας της νέας μητρόπολης, με τη ριζική αναδιάρθρωση του χώρου υπό την επίδραση καθορισμένων δυνάμεων. Έπειτα, η αποπολιτικοποίηση του χώρου πραγματώνεται μέσα από την καταστολή, τόσο με πολιτικές γενικευμένης μηδενικής ανοχής, όσο και με πρακτικές και επιχειρήσεις, στοχευμένες ενάντια στην πολιτική δράση. Και οι δύο αυτές κατευθύνσεις συνοψίζουν στοιχεία που οδηγούν στη μεταλλαγή της σχέσης, όπως έχει οριστεί, κυρίως όμως συλλειτουργούν αποδιαρθρώνοντας την πολιτική και κοινωνική διάσταση του χώρου, μεταβάλλοντας την ίδια την έννοια του Πολιτικού και επιτυγχάνοντας σταδιακά τον ολοκληρωτικό διωγμό του πολιτικού από την πόλη.

Αν θεωρήσουμε πως η πόλη προκύπτει ως γεωγραφική και κοινωνική συγκέντρωση ενός κεφαλαίου (Harvey, 2013), τότε η ανάπτυξή της συνδέεται άμεσα με τη συνεχή επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής, μέσω των διαρκών επανεπενδύσεων κεφαλαίου στον αστικό χώρο.Η παραγωγή του αστικού χώρου φέρει έντονα ταξικό πρόσημο, καθώς το πλεόνασμα που παράγεται περιέρχεται στον έλεγχο λίγων, αλλά και κατανέμεται χωρικά με άνισο τρόπο. Με αυτή την έννοια, θα πρέπει να εξετάσουμε και τη διαδικασία της ανισομερούς ανάπτυξης του, ως αποτέλεσμα διεργασιών που καθορίζουν και μεταβάλουν τις αξίες της γης, ενώ παράλληλα αλλάζουν την κοινωνική σύνθεση της πόλης.

Από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η ανάπτυξη των πόλεων των πιο ανεπτυγμένων δυτικών οικονομιών διεξάχθηκε μέσα από την επέκτασή τους προς τα προάστια, σε νέες δηλαδή περιαστικές εκτάσεις, με χαμηλές αξίες γης, οι οποίες προσφέρονται για τη δημιουργία νέων περιοχών κατοικίας. Η επένδυση κεφαλαίου στο νέο αυτό πεδίο και η απόσυρσή του από τα αστικά κέντρα επέφερε σταδιακά την υποτίμηση των αξιών γης στο κέντρο και την απαξίωση των περιοχών αυτών. Στα πλαίσια της γεωγραφικής αυτής κίνησης του, το κεφάλαιο θα επιστρέψει στις περιοχές αυτές, όταν πλέον η επανεπένδυση θα εξασφαλίσει την εντατικότερη και πιο προσοδοφόρα χρήση τους (Κομπρεσέρ, 2012).

Ο διαρκής αυτός μετασχηματισμός του αστικού χώρου δε θα μπορούσε παρά να παράξει με τη σειρά του ριζικές μεταβολές και σε κοινωνικό επίπεδο. Στο παραπάνω πλαίσιο, επιχειρείται ο μετασχηματισμός της κοινωνικής σύνθεσης των εκάστοτε περιοχών προς εκμετάλλευση, με την αντικατάσταση των παλαιότερων κατοίκων τους (χαμηλά κοινωνικά στρώματα, μετανάστες, μειονοτικές ή περιθωριοποιημένες ομάδες) με νέους, οι οποίοι προέρχονται κατά κύριο λόγο από μεσαία κοινωνικά στρώματα, με το προκάλυμμα της εξυγίανσης ή -όπως υποδεικνύει η διεθνής επιστημονική ορολογία- του εξευγενισμού τους. Στη διαδικασία αυτή καθοριστικός είναι ο ρόλος του κατασκευαστικού και κτηματομεσιτικού κεφαλαίου, των εκάστοτε "καταναλωτικών" τάσεων των αγοραστών και ενοικιαστών ακινήτων, αλλά του κράτους, ως θεσμικού ρυθμιστή αυτών των διεργασιών.

 Η αναδιάρθρωση του αστικού χώρου ολοκληρώνεται μέσω του μετασχηματισμού του και πολιτισμικού προτύπου.Ένα συνονθύλευμα θεαματικών τόπων και εμπειριών, νέο-εισαγμένων ή ακόμα πρόσφατα ανακαλυμμένων αρετών του κέντρου, αποτελεί τη βάση για την επένδυση ενός πολιτισμικού κεφαλαίου (Κομπρεσέρ, 2012). Έτσι, προωθείται η κατασκευή της φαντασιακής εικόνας της πόλης, με μηχανισμούς προβολής (branding) που εξασφαλίζουν τη μοναδικότητά της (Παγώνης, 2004). Ο  υλικός χώρος της πόλης, εκσυγχρονίζεται από τις  επενδύσεις και γίνεται πεδίο ανταπόδοσης αυτών.  Η ελκυστικότητα έχει ως σκοπό την ίδια την επενδυτική δραστηριότητα και την ενθάρρυνση της τουριστικής οικονομίας. Με τους στόχους αυτούς, διατυπώνεται ένα νέο σύστημα αξιών που διέπει τη διαμόρφωση του χώρου, αλλά και η καθημερινότητα. Η ευταξία και η ασφάλεια αποτελούν πυρήνα των αξιών αυτών, ενώ στοχοποιούνται δράσεις και υποκείμενα. Το Πολιτικό, σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο, απειλεί την ευρυθμία των νέων λειτουργιών του κέντρου πόλης και την εικόνα του και άρα οφείλει να καθαιρείται από αυτό.

Η ενεργοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών επιτελεί, με τη σειρά της, έναν ειδικό εργαλειακό ρόλο στη διατήρηση αυτής της φαντασιακής εικόνας. Το κράτος προτάσσει τη μηδενική ανοχή απέναντι σε φαινόμενα που απειλούν την ποιότητα ζωής και την ευημερία των κατοίκων (ποιών απ’ όλους) της πόλης, εφαρμόζοντας πρακτικές προληπτικής αστυνόμευσης και διωγμού των υποκειμένων που «ταυτίζονται» με αυτά τα φαινόμενα (Smith, 2012).  Έτσι, αναδιοργανώνει το χώρο με αμεσότερους τρόπους. O αυξανόμενος ρόλος της αστυνομίας αποκαλύπτει τη θέση της ως «πολεοδομικού σχεδιαστή» του κέντρου (Davis, 2008).

Εργαλεία αποτελούν ο έλεγχος και η επιτήρηση στο δημόσιο χώρο, με στόχο την πρόληψη και την άμεση απομάκρυνση δραστηριοτήτων και κοινωνικών ομάδων, με επιχειρήσεις εξυγίανσης. Στην καρδιά αυτών εντοπίζεται  μία κατασκευασμένη ηθική που σταθεροποιεί τον έλεγχο, την ευνομία και την πάταξη του εγκλήματος. Ο συγκρουσιακός χαρακτήρας του Πολιτικού και η πολιτική δράση ονομάζονται «πολιτική βία» (Καμίνης, 2013), στοχοποιούνται και εκδιώκονται καθώς εντάσσονται στην αστική παθογένεια και συμβάλλουν στην επικράτηση της ανομίας.

Στις πρακτικές αυτές, διαπιστώνεται πως η εγκληματικότητα αποκτά απτή υπόσταση στο χώρο, ταυτίζεται με συγκεκριμένα κοινωνικά υποκείμενα μέσα στο αστικό περιβάλλον (Smith, 2012), προσωποποιείται στο μετανάστη, τον επαίτη, το διαδηλωτή.  Στη λογική αυτή, οι ενδείξεις και τα κρούσματα γίνονται ένα, τα συμπτώματα ορίζονται ως η αιτία (Κομπρεσέρ, 2012) και ως τέτοια πρέπει παταχθούν.

Στην περίπτωση της Αθήνας θα μπορούσε κανείς εύκολα να παρατηρήσει μια αναντιστοιχία ανάμεσα στις εξαγγελίες στόχων στο πεδίο του δημόσιου (κυρίαρχου) λόγου και στην υλοποίησή τους από την αγορά. Πρόκειται ουσιαστικά για μια αδυναμία του εγχώριου οικοδομικού και κτηματομεσιτικού κεφαλαίου να ολοκληρώσει τις προαναφερθείσες διαδικασίες που οδηγεί στο παράδοξο αυτό.

Οι λόγοι είναι αρκετά εμφανείς. Η πολυδιασπασμένη και ιδιαίτερα μικρή ιδιοκτησία που κυριαρχεί στην εγχώρια συνθήκη και η συνακόλουθη (και μοναδική στα καπιταλιστικά χρονικά) ρύθμιση της αντιπαροχής, που με τη σειρά της επέτρεψε την σχεδόν ολοκληρωτική αποχή του κράτους από την υποχρέωση στέγασης των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων. Οι κεντρικές παρεμβάσεις τύπου gentrificationδυσχεραίνουν λόγω της έλλειψης μεγάλων ιδιοκτησιών στο κέντρο της πόλης, της απουσία τεράστιων στεγαστικών μπλοκ– εργατικών κατοικιών, που λειτουργούν ως πυρήνες διαχειριζόμενης υποβάθμισης, καθώς και της δυσκολίας καθαρής «προαστιοποίησης» (και συνεπώς ζωνοποίησης). Έτσι, ως βασικό πρόβλημα εντοπίζεται η –κατ’ αντιστοιχία με την κατακερματισμένη ιδιοκτησία– μικρής έντασης (αν και σε γιγαντιαία κλίμακα) και κατά συνέπεια πολυδιασπασμένη οικοδομική δραστηριότητα, που ταυτόχρονα εγκαθιδρύει ένα πολύπλευρο και χαοτικό πλέγμα εξαρτήσεων με την πολιτική– διοικητική εξουσία, αφού καθιστά ασύμφορες έως απαγορευτικές τέτοιου τύπου επενδύσεις.

Με αποδυναμωμένη λοιπόν την καθαυτή οικονομική διείσδυση, η σύγκλιση των δύο ταυτόχρονων και ανεξάρτητων κατευθύνσεων διαφαίνεται, καταρχήν, στη μετατόπιση  του κυρίαρχου λόγου για το κέντρο της πόλης, ως προαπαιτούμενο για την εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης και συνοχής, με πρόσχημα την εμπέδωση των επικαλούμενων χωρικών αναδιαρθρώσεων. Κοινή συνισταμένη των επιμέρους μεταλλαγών που εντοπίζονται αποτελεί η βαθμιαία εκδίωξη του Πολιτικού από τον αστικό καμβά.

Στην κυρίαρχη ρητορική αναγνωρίζονται δύο θεμέλιοι άξονες. Κατ' αρχήν, διαφαίνεται η στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων και συγκεκριμένα των φτωχών και των μεταναστών ως κύριων υπαίτιων για τον αστικό μαρασμό, όπως ήδη αναπτύχθηκε. Επίσης, η κατοίκησή του από τις παραπάνω ομάδες και η κατοχύρωσή του ως σκηνή πολιτικών εξελίξεων, ανάγονται σε παράγοντες της "υποβάθμισης" του. Τα γεγονότα μεγεθύνονται και διαστρεβλώνονται, δια μέσω του κυρίαρχου λόγου, ώστε να γίνει κοινά αποδεκτή μία κατάσταση εξαίρεσης, με άμεση ανάγκη επέμβασης. Από τα μεγάλα έργα υποδομών της δεκαετίας του ’90, με τα πρώτα θετικά προτάγματα για τον εκσυγχρονισμό της πόλης, στο ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητας την περίοδο προετοιμασίας και υποδοχής των Ολυμπιακών Αγώνων, στο ερειπωμένο κέντρο και στο "άβατο" του 2008, διαπιστώνεται η εντατικοποίηση και η τράχυνση του λόγου για το χώρο της πόλης, από τις αρχές της οικονομικής κρίσης.

Η κρίση, στην παρούσα μελέτη, αντιμετωπίζεται ως διαδικασία επιτάχυνσης, ένας καταλύτης που συμπυκνώνει γεγονότα στο χρόνο και στο χώρο. Με αυτήν την οπτική, γίνεται σαφές πως καθώς τα κατηγορητήρια για το κέντρο πληθαίνουν προοδευτικά, το Πολιτικό βίαια αποσύρεται από το προσκήνιο με τους τρόπους που περιγράφηκαν παραπάνω. Στην κατεύθυνση του αναπτυξιακού οράματος, ο στόχος να «ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας» (ομιλία Σαμαρά Α., 29.3.2012), ενσαρκώνει μία εκδικητική και αντιδραστική φαυλότητα ενάντια σε διάφορους πληθυσμούς που κατηγορούνται ότι "έκλεψαν" την πόλη  (Smith, 1996). Τα τρέχοντα σχέδια για το κέντρο, με έναν χαρακτήρα πολιτισμικής αναγέννησης, καθορίζουν ρόλους συμβατούς, όπως  οι «λάτρεις του ποδήλατου» (Τα Νέα, 2013) και τα «νέα δημιουργικά ζευγάρια» (ΥΠΕΚΑ, Δελτίο Τύπου 4.10.2010), και αντιφατικούς προς το όραμα. Η βραβευμένη "λύση" για το κέντρο της πόλης επιλέγεται με βάση την «αισθητική  και τη λειτουργικότητα» (Τουρνικιώτης, Τα Νέα, 2013), ως κύριες προϋποθέσεις ώστε το «κέντρο της Αθήνας να μπορεί να είναι ο επί της ουσίας δημόσιος χώρος της πόλης [...] των κατοίκων της» (Κουβέλης, Τα Νέα, 2013). Η θεσμοθετημένη επίσπευσή των σχεδίων αυτών, όπως για παράδειγμα με την ένταξή τους σε διαδικασία fast- track, περιγράφει αυτήν ακριβώς την εντατικοποίηση εκμετάλλευσης του αστικού χώρου σε έκτακτες συνθήκες και την αποσιώπηση διαστάσεων της πόλης που μέχρι τώρα ήταν συνυφασμένες με αυτήν, όπως η εκδήλωση του Πολιτικού.  Όταν κυριαρχεί η αντίληψη πως «χάσαμε από τους μετανάστες την Ομόνοια, χάνουμε το Σύνταγμα λόγω ‘Αγανακτισμένων’» (Καθημερινή, 2011), είναι επόμενη η άμεση απάντηση με δυνάμεις καταστολής και επιχειρήσεις.

Σε αυτήν την κατεύθυνση, η επιχείρηση "Ξένιος Ζευς" κρίνεται πως έχει αλλάξει ως ένα βαθμό την εικόνα γενικευμένης ανομίας στο κέντρο και επηρεάζει θετικά την οικονομία, με την πιθανή αύξηση του τουρισμού και την ανταπόκριση των ξένων αγορών (Καθημερινή, 2012γ). Αντίστοιχα, η εκκένωση δεκάδων χώρων «"όμηρων" από αναρχικούς, αστέγους και μετανάστες» (Καθημερινή, 2013), δίνει σαφές πολιτικό στίγμα στην ανατροπή της «καθολικής εστίας ανομίας» του κέντρου (Δένδιας, 2013), εκεί όπου οι «δείκτες αρρώστιας, φτώχειας και δυστυχίας χτυπούν κόκκινο» (Καθημερινή, 2012α). Επιπλέον, εκτός από τις "υγειονομικές βόμβες", απειλή αποτελούν τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα, καθώς «το πανεπιστημιακό άσυλο έχει εκπέσει σε άσυλο της βίας και της ανομίας» (Καμίνης, 2013). Τέλος, η καταστολή του Πολιτικού συνοψίζεται κατάδηλα στη νομοθετική πρόταση σχετικά με την απαγόρευση ή τον περιορισμό των διαδηλώσεων  και των συναθροίσεων στο κέντρο της πόλης, καθώς «δε συνυπάρχει αρμονικά με άλλα συνταγματικά δικαιώματα, όπως η απρόσκοπτη κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα» (Καθημερινή, 2012β).

4. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στην παρούσα εισήγηση, όπως ήδη έχει αποσαφηνιστεί, θεωρείται πως τα ζητήματα παραγωγής και σχεδιασμού του χώρου που παρατηρούνται στην Αθήνα της κρίσης, της ανεργίας, της εξαθλίωσης και της γενικευμένης φτώχειας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ανεξάρτητα από την ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συγκυρία. Αντίστοιχα, η επιστήμη (δηλαδή η διαδικασία παραγωγής γνώσης) και μάλιστα μια κοινωνική επιστήμη όπως είναι η κοινωνιολογία της πόλης, δεν μπορεί να είναι ουδέτερη και αντικειμενική, όπως ισχυρίζεται η κυρίαρχη στρουκτουραλιστική αντίληψη. Με άλλα λόγια, μια οποιαδήποτε επιστημονική προσέγγιση των ζητημάτων της πόλης προϋποθέτει τη σαφή διατύπωση της οπτικής του μελετητή, για να είναι μεθοδολογικά έγκυρη (Castells, 1977). Το συγκεκριμένο θέμα επιλέχθηκε, ώστε να αναδειχθούν οι πτυχές εκείνες, της σχέσης χώρου (πόλης) και κοινωνίας που ο κυρίαρχος λόγος εμπρόθετα αγνοεί.

Εξετάστηκε πώς ο δημόσιος χώρος στην Αθήνα τείνει να εμφανίζεται ως ένα τεράστιο κενό, μια ανολοκλήρωτη διαδικασία με συγκεκριμένες προοπτικές, ενώ στην πραγματικότητα ήταν και παραμένει μια ολοκληρωμένη δημιουργία της συλλογικής εργασίας, προϊόν κοινωνικό και ιστορικό. Το δικαίωμα χρήσης του συνεπώς, θα πρέπει να παραχωρείται σε όλους όσοι συμμετέχουν στη δημιουργία και την αναπαραγωγή του κι όχι σε αυτούς του τον ιδιοποιούνται για πολιτικό ή οικονομικό όφελος. Ακόμα κι αν οι "δημόσιες επενδύσεις" δημιουργούν κάτι που ομοιάζει με δημόσιο χώρο -στο όνομα του κοινού συμφέροντος-, οι πραγματικοί δικαιούχοι είναι τα επενδυτικά funds, οι υπεργολάβοι, οι γαιοκτήμονες κλπ.

Στον βαθμό που οι πόλεις παραμένουν τόποι συμπύκνωσης ταξικών συγκρούσεων και αγώνων,  η απενοχοποίηση και υιοθέτηση των πολιτικών διαδικασιών από τους κατοίκους- πραγματικούς χρήστες είναι αναγκαία, ώστε να επανοικειοποιηθούν και να καταστήσουν ξανά δημόσιο, τον υφαρπαζόμενο χώρο της πόλης. Τα τελευταία χρόνια αναδύονται, έστω  αποσπασματικά, ανάλογα παραδείγματα: Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 που ακολούθησε τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου επανέφερε μια σειρά από διεκδικήσεις στο χώρο της πόλης, με χαρακτήρα πολιτικό. Οι μεγάλες απεργίες το καλοκαίρι του 2011 με κέντρο την κατειλημμένη πλατεία Συντάγματος οδήγησαν στην ανάδειξη ενός πρωτόλειου προτάγματος της "άμεσης δημοκρατίας", αλλά και την δημιουργία λαϊκών συνελεύσεων στις γειτονιές της πόλης.

Η σχέση πόλης και Πολιτικού παραμένει αέναη και διαλεκτική. Δεν υπάρχει πολιτική δράση που να μην αποτυπώνεται στον χώρο, ούτε χωρική μεταλλαγή χωρίς πολιτικές διαστάσεις. Ο κυρίαρχος λόγος και οι εφαρμοζόμενες πρακτικές επιχειρούν να το αποσιωπήσουν. Με αυτήν την έννοια, η οπτική που προκρίνεται προσβλέπει στην ελεύθερη χρήση του δημόσιου χώρου, καθώς και της πόλης στο σύνολό της, από τα πραγματικά και όχι τα καταναλωτικά της υποκείμενα, δηλαδή από τους κατοίκους της και όχι από τους πελάτες της. Αυτό όμως, προϋποθέτει μια σειρά ριζικών και ριζοσπαστικών αλλαγών σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ώστε η χρήση του δημόσιου χώρου απ’ τους πραγματικούς δημιουργούς του, να είναι ελεύθερη σε μια κοινωνία που δεν θα διεμβολίζεται ούτε από τις σχέσεις εκμετάλλευσης, ούτε από τον λόγο που αυτές παράγουν.

5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bauman Z., 2009. Ρευστοί καιροί: Η ζωή την εποχή της αβεβαιότητας, Μεταίχμιο, Αθήνα.

Davis M., 2008 [1992] Πέρα από το Blade Runner. Αστικός έλεγχος- Η οικολογία του φόβου, μτφρ. Ηλιάδης Ν.,  FUTURA,  Αθήνα.

Harvey D., 2011 [2005], «Η Πολιτική Οικονομία του Δημόσιου Χώρου του Ντέιβιντ Χάρβεϋ», μτφρ. Βουρεκάς Κ., Στο:    http://akea2011.wordpress.com/2011/04/01/thepo liticaleconomyofpublicspace/  [τελευταία επίσκεψη 5.10.2013]

Harvey D., 2013 [2012] Εξεγερμένες πόλεις. Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης, μτφρ. Χαλμούκου Κ., ΚΨΜ, Αθήνα.

LefebvreH., 1988 [1971]. Αρχαίοι και νέοι Ελεάτες, μτφρ. Λαμπρίδης Μ., Έρασμος, Αθήνα.

LefebvreH., 2007 [1968].Δικαίωμα στην Πόλη. Χώρος και πολιτική, Κουκίδα, Αθήνα, σσ. 227-240 & 333-345.

Mouffe C., 2012. Επί του Πολιτικού, μτφρ. Κιουπκιολής Α., Εκκρεμές, Αθήνα.

SmithN., 1996. The New Urban Frontier. Gentrification and the Revanchist City, Routledge, ΝέαΥόρκη.

Smith N., 2012. «Ποια νέα πολεοδομία; Ο ρεβανσισμός των ‘90s», Κομπρεσέρ, Αθήνα, Τεύχος 4, σσ. 27-35.

Δένδιας Ν., 2013. «Εισαγωγική τοποθέτηση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη», Στο: Ζαραφωνίτου, Χ. (επιμ.) Πόλη, εγκληματικότητα και ανασφάλεια στην εποχή της οικονομικής κρίσης. Πρακτικά ημερίδας, Διόνικος, Αθήνα, σσ. 13-15.

Καθημερινή, 2011 «Η ελπίδα στην πόλη των «Αγανακτισμένων» – οι ξένοι κι εμείς στον καθρέπτη της επικαιρότητας...»,  Δημοσίευση: 5.7.2011.

Καθημερινή, 2012α, «“Συναγερμός” για τους λαθρομετανάστες», Δημοσίευση: 1.4.2012.

Καθημερινή, 2012β, «Για τις διαδηλώσεις στο ιστορικό κέντρο», Καμίνης, Γ. Δημοσίευση: 8.4.2012.

Καθημερινή, 2012γ, «Κι όμως, ήταν μια καλή χρονιά...», Δημοσίευση: 29.12.2012.

Καθημερινή, 2013, «Δεκάδες χώροι, «όμηροι» αναρχικών, αστέγων, μεταναστών» , Δημοσίευση: 20.1.2013.

Καμίνης Γ., 2013. «Το πρόβλημα της βίας στην Αθήνα», Στο:  Ζαραφωνίτου, Χ. (επιμ.) Πόλη, εγκληματικότητα και ανασφάλεια στην εποχή της οικονομικής κρίσης. Πρακτικά ημερίδας, Διόνικος, Αθήνα, σσ. 19-22.

Κόκκινες Σελίδες, 2012. «Ποιά εργατική τάξη; Πάει αυτή!...», Κόκκινες σελίδες, 1(1), Λέσχη κατασκόπων του 21ου αιώνα, Αθήνα.

Κομπρεσέρ (ομάδα συντακτών) 2012. «Rethink Gentrification: Φιλόδοξοι Μεσίτες, Ξεπεσμένοι Μεσοαστοί και Σύγχρονοι Πληβείοι στο Κέντρο της Αθήνας» , Κομπρεσέρ, Αθήνα, Τεύχος 4, σσ. 37-51.

Castells M., 1977 [1973], «Pratique épistémologique et sciences sociales» Στο: Π. Λαζαρίδης (επιμ.), Πόλη και κοινωνία: Ιδεολογία, κοινωνιολογική θεωρία και σχεδιασμός, Νέα Σύνορα Λιβάνης, Θεσσαλονίκη, σσ. 161-218.

Παγώνης Θ., 2004. «Ο φυσικός σχεδιασμός ως μέσο για την προβολή της πόλης: Η νέα φαντασιακή εικόνα της Αθήνας», Γεωγραφίες, Αθήνα, Ιούνιος 2004, σσ. 105-111.

Σεβαστάκης Ν., 2004. Κοινότοπη χώρα: Όψεις του δημόσιου χώρου και αντινομίες αξιών στη σημερινή Ελλάδα, Σαββάλας, Αθήνα.

Τα Νέα, 2013. «Rethink Athens: Πράσινη ανάσα στο απαξιωμένο κέντρο», Δημοσίευση: 28.2.2013.



Ετικέτες