Η καινούργια ταινία του Λάνθιμου, βασισμένη στο βιβλίο του Αλισντερ Γκρέι, με τίτλο «Χαμένα κορμιά» (εκδόσεις Νεφέλη), καταγγέλλει, σατιρίζοντας με καυστικό τρόπο, τόλμη, μαύρο χιούμορ, απολαυστικά φιλοσοφημένους διαλόγους και σατιρικές ερωτικές σκηνές, την πατριαρχία, προβάλλοντας την σεξουαλική και πνευματική απελευθέρωση της γυναίκας από το κυρίαρχο αρσενικό.

Στο Λονδίνο της βικτοριανής εποχής (19ος αιώνας), μια έγκυος γυναίκα αγνώστων στοιχείων αυτοκτονεί, πέφτοντας από τη γέφυρα του ποταμού Τάμεση. Την βρίσκει ένας εκκεντρικός γιατρός χειρούργος, ο Γκόντγουιν Μπάξτερ (τον υποδύεται ο Γουίλεμ Νταφόε), και καθώς είναι κλινικά νεκρή, την επαναφέρει στη ζωή, αντικαθιστώντας τον νεκρό εγκέφαλό της με εκείνον του μωρού που κυοφορούσε. Μέσα δε στην αυλή του εκκεντρικού επιστήμονα κυκλοφορούν και παράξενα ζώα, κάπως τερατόμορφα, ως αποτέλεσμα χειρουργικών επεμβάσεων (π.χ. ένας σκύλος με κεφάλι χήνας).

Ακούγοντας, πλέον, η νέα γυναίκα στο όνομα Μπέλα Μπάξτερ (την υποδύεται η Έμα Στόουν), περνάει με εκπληκτικά γρήγορο ρυθμό όλες τις ηλικιακές φάσεις (από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση), διεκδικώντας την ανεξαρτησία της. Θα φύγει με έναν αμφιβόλου ηθικής δικηγόρο, τον Ντάνκαν Γουιντεμπέρν (τον υποδύεται ο Μαρκ Ράφαλο), προκειμένου να γνωρίσει τον έξω κόσμο που της υπόσχεται. Έρχεται έτσι σε επαφή με καινούργιες εμπειρίες εκεί που ταξιδεύει, κατακτώντας ταυτόχρονα την ελευθερία της, έστω κι αν αυτό την οδηγήσει, από δική της προσωπική επιλογή, να πιάσει δουλειά σε ένα οίκο ανοχής στο Παρίσι.

Λισαβόνα, Αλεξάνδρεια, Παρίσι και πάλι Λονδίνο είναι τα κεφάλαια-σταθμοί της διαδρομής της Μπέλας και της ταινίας. Κάθε τόπος αποτελεί και ένα σημείο καμπής στη ζωή της, που τη διαμορφώνει, την ευαισθητοποιεί και την εξελίσσει, διότι γνωρίζει ανθρώπους και διαφορετικές εμπειρίες. Η Μπέλα αμφισβητεί τα πάντα: την υποκριτική ευπρέπεια, τα κοινωνικά στερεότυπα, το κυρίαρχο αρσενικό. Συγκλονιστική είναι η στάση στην Αλεξάνδρεια. Την ωριμάζει κοινωνικοπολιτικά, καθώς παθαίνει σοκ και δεν μπορεί να συνέλθει από το κλάμα, όταν βλέπει τη φτώχεια, την εξαθλίωση και τον θάνατο, ιδιαίτερα πολλών βρεφών, σε μια χώρα, την Αίγυπτο, που επί της ουσίας είναι αποικία της Αγγλίας. 

Η Μπέλα ωριμάζει σε όλα τα επίπεδα, σεξουαλικά και πνευματικά, οδηγούμενη στην απελευθέρωση από τη σκιά της πατριαρχίας. Επί της ουσίας θέλει να δείξει τον διαχρονικό αγώνα του γυναικείου φύλου για χειραφέτηση. Αυτό φαίνεται έντονα τόσο με τον δικηγόρο Γουιντεμπέρν όσο και με τον αριστοκράτη σύζυγό της, ο οποίος εμφανίζεται προς το τέλος, αλλά η ίδια πλέον δεν τον αναγνωρίζει. Και οι δύο αντιπροσωπεύουν την τοξική αρρενωπότητα, όπως εύστοχα διάβασα κάπου. Είναι και οι δύο κτητικοί, ενώ αποδομούνται όταν η Μπέλα τους αμφισβητεί, επειδή αρνούνται να αποδεχτούν την πνευματική της ωρίμανση, τη σεξουαλική της απελευθέρωση και την αυτοδιάθεση του σώματός της. Προσπαθούν να την κρατήσουν στάσιμη και να την ελέγξουν παντοιοτρόπως. Η κατασκευασμένη σημαντικότητά τους καταρρέει και αναδεικνύεται η ασημαντότητά τους, με συνέπεια να οδηγηθούν και οι δύο σε καταστροφικές επιλογές. Ιδιαίτερα, ο πρώην άντρας της, ένας ανώτερος αξιωματικός του στρατού, αριστοκράτης, κακοποιητικός και βίαιος, που απειλεί το προσωπικό του συνεχώς με ένα πιστόλι, η Μπέλα τον μεταμορφώνει σε… τράγο. «Καλημέρα στρατηγέ μου», του λέει, και εκείνος βελάζοντας, μασουλάει χόρτο. Αντιθέτως, ο νεαρός γιατρός που την βοηθάει από τα πρώτα της βήματα, την σέβεται, την αποδέχεται, την ενθαρρύνει στην εξέλιξη της,όπως και στην επιλογή της να γίνει και η ίδια γιατρός, και δεν την αντιμετωπίζει ως «Poor Thing», δηλαδή σαν ένα άβουλο φτωχό πράγμα και άρα κτήμα του, είναι αυτός με τον οποίο τελικά συνδέεται η Μπέλα, διότι βρίσκει ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά στοιχεία στο πρόσωπό του.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια ταινία που καυτηριάζει όχι μόνο την πατριαρχία, αλλά και την εκμετάλλευση των πιο φτωχών χωρών από την αποικιοκρατία, καθώς και ένα ολόκληρο σύστημα που χαρακτηρίζεται από μια συνεχή παρακμή. Τα σκηνικά είναι έτσι φτιαγμένα, ώστε να παραπέμπουν και στο σήμερα, ενώ οι αποχρώσεις και οι εναλλαγές των χρωμάτων φαίνεται να συμβάλλουν και αυτά με τη σειρά τους στην εξέλιξη της Μπέλας, η οποία από παιδί γίνεται κορίτσι και τελικά μια ώριμη γυναίκα που σκέφτεται και διεκδικεί. Κάτι ανάλογο συνέβαινε με μαλλιά της, τα οποία μάκραιναν συνεχώς, σε κάθε κεφάλαιο-σταθμό, σε κάθε εξέλιξή της. Πιθανόν, το σκηνικό, να θέλει να παραπέμψει στον μύθο του Σαμψών, της Παλαιάς Διαθήκης, του οποίου η δύναμη οφείλονταν στα μακριά μαλλιά. Ίσως, το μεγάλωμα το μαλλιών της Μπέλας, να συμβολίζει την δύναμη που αποκτούσε μέσα από τις εμπειρίες, την ανάπτυξη του πνευματικού της επιπέδου και γενικά από την χειραφέτησή της.

Εξαιρετικά παιξίματα από όλους τους ηθοποιούς σε μια προβολή που σου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον!

(*)Μια προγενέστερη μορφή, του εν λόγω άρθρου, δημοσιεύτηκε στο https://radikal.gr, 5-1-2024.

Ετικέτες