Η σκέψη είναι απλή, απλούστερη δεν γίνεται:
Σε μια στιγμή ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας περί τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, και εξ αιτίας της λειτουργίας της εντός της νομισματικής ζώνης του ευρώ, ο ελληνικός καπιταλισμός που βασίζονταν σε «πήλινα πόδια», ήταν «εξαρτημένος» και «ξενόδουλος», βρέθηκε με εξαιρετικά υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα που έφταναν το 15% του ΑΕΠ, και στην ανάγκη «διάσωσής» του με την προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό.
Με ένα δημόσιο χρέος προς τα ευρωπαϊκά τραπεζικά συστήματα, που μετατράπηκε έγκαιρα σε χρέος προς τα κράτη της ευρωπαϊκής ενοποίησης, το οποίο συνεχώς αυξάνονταν όσο ο δανεισμός προχωρούσε περισσότερο. Αυτή η συνθήκη δημιουργούσε μια «δουλεία» για την ελληνική κοινωνία που έβλεπε το δημόσιο χρέος συνεχώς να διογκώνεται, και να καταφεύγει συστηματικά στον δανεισμό, προκειμένου να περισώσει το τραπεζικό της σύστημα που κατέρρεε και το αστικό κράτος που κλονίζονταν.
Τεχνικές νομισματικές ή κοινωνικές ταξικές θεωρήσεις;
Με βάση αυτά τα δεδομένα , που αναπαράγονταν μέσα από τους μηχανισμούς του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, διαμορφώθηκε ένα ιδιότυπο καθεστώς «κατοχής», «επιτροπείας», «υποτέλειας» από τα όργανα της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης, προκειμένου να περισώσουν την αποπληρωμή των δανείων που χορηγούσαν στις ελληνικές κυβερνήσεις. Όρος κάθε φορά για την χορήγησή τους ήταν η αυστηρή δημοσιονομική «εξυγίανση» (δρακόντεια μείωση των ελλειμμάτων) και τα μνημονιακά μέτρα που επιβάλλονταν στους ώμους των λαϊκών τάξεων. Η Ελλάδα μετατρέπονταν έτσι σε ένα είδος «πειραματόζωου» στα χέρια των ευρωπαϊκών μηχανισμών και τραπεζών, με την προώθηση μιας γενικευμένης καταστροφής σε όλα τα επίπεδα: Ριζική μείωση του ΑΕΠ, αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης, αποψίλωση μισθών και συντάξεων, υπέρβαρη φορολόγηση των λαϊκών νοικοκυριών, κατάργηση του κράτους πρόνοιας, εκποίηση των δημόσιων κοινωφελών επιχειρήσεων.
Οι λαϊκές εργατικές αντιδράσεις που προβλήθηκαν απέναντι σ’ αυτή την πορεία ολέθρου της εργαζόμενης πλειοψηφίας, αφού με τις πανεργατικές απεργιακές κινητοποιήσεις δεν κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν αυτές τις πολιτικές των μνημονίων των αστικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), στράφηκαν εκ των πραγμάτων στην πολιτική διέξοδο που διαμόρφωνε ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια κατεύθυνση αντιμνημονιακού χαρακτήρα, που θα έθετε τέρμα σ’ αυτό τον κατήφορο και θα προχωρούσε σε μια ουσιαστική ανόρθωση της οικονομίας και του επιπέδου διαβίωσης των υποτελών τάξεων. Και πραγματικά αυτό το εργατικό ρεύμα που κινήθηκε προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση (Ιούνιος 2012) και στην συνέχεια στην κατάκτηση της πολιτικής διακυβέρνησης (Ιανουάριος 2015). Αφού μεσολάβησε ένα εξάμηνο «διαπραγματεύσεων» της ελληνικής κυβέρνησης της Αριστεράς με τα όργανα των ευρωπαϊκών θεσμών – δανειστών, και όταν τα πράγμα έφτασαν σε μια κορύφωση μέσα στο καλοκαίρι του 2015, πραγματοποιήθηκε η «προδοτική κωλοτούμπα» της κυβερνητικής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και η υιοθέτηση, ψήφιση και εφαρμογή ενός καινούριου τρίτου μνημονίου.
Κι’ αυτό παρόλο που στο σχετικό δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 σχετικά με την αποδοχή ή μη των μνημονίων, η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία απάντησε με ένα ηχηρό και κατηγορηματικό όχι. Εντούτοις ούτε η «κωλοτούμπα» ήταν μια μεμονωμένη ενέργεια, εφόσον η υιοθέτηση του τρίτου μνημονίου είχε την έγκριση της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και του κύριου όγκου των πολιτικών δυνάμεων που συσπειρώνονταν σ’ αυτόν. Αλλά και από την άλλη πλευρά ο κόσμος του «όχι» του δημοψηφίσματος παρέμεινε στο επίπεδο της εκλογικής του έκφρασης, και δεν αντιμετώπισε την μετατροπή του «όχι» σε «ναι» με ένα ορισμένο αντιπολιτευτικό κίνημα αυτοεπιβεβαίωσης. Τα πολιτικά «θραύσματα» του ΣΥΡΙΖΑ που αποχωρήσαμε καταγγέλλοντας αυτή τη μνημονιακή μεταστροφή, και παρά τη συσπείρωσή μας με άλλες δυνάμεις από τον χώρο της Ανταρσύα, δεν κατορθώσαμε να εκφράσουμε εκλογικά και κινηματικά τον ριζοσπαστικό και αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ.
Ερχόμαστε έτσι σήμερα αυτές οι δυνάμεις της διαφοροποίησης από την μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ να προσδιορίσουμε την πορεία μας, αναδεικνύοντας την αναγκαιότητα ενός ευρύτατου αντιμνημονιακού μετώπου, με δεδομένη την υπόσταση ενός πανελλαδικού οργανωτικού δικτύου κυρίως της Λαϊκής Ενότητας, χωρίς ιδιαίτερες διασυνδέσεις εκπροσώπησης με τον εργατικό λαϊκό κόσμο που έδωσε την εκλογική του προτίμηση στον ΣΥΡΙΖΑ, και με εξαιρετικά αναιμικές σχέσεις με το οργανωμένο εργατικό κίνημα της καπιταλιστικής οικονομίας, πέραν μιας σχετικής παρουσίας στον δημόσιο τομέα. Να προσδιορίσουμε λοιπόν την ανάγκη του σαλπίσματος για ένα «νέο ΕΑΜ», χωρίς Βάρκιζες αυτή τη φορά, που θα επανακατακτήσει την εθνική ανεξαρτησία της χώρας, θα προχωρήσει στην αποδέσμευση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και μηχανισμούς, θα αναστυλώσει την εθνική υπερηφάνεια, θα ξαναστήσει την ελληνική σημαία σ’ όλη την επικράτεια εκτοπίζοντας τα ευρωπαϊκά σύμβολα, θα επανεισάγει εκ νέου το εθνικό νόμισμα, θα δημιουργήσει όρους χρηματοπιστωτικής ρευστότητας για την κίνηση της ελληνικής οικονομίας, θα αναστυλώσει τις ελληνικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα την μικρή και μεσαία επιχειρηματική δραστηριότητα, θα εκφράσει μια συμμαχία όλων των λαϊκών δυνάμεων με το σύνολο των μικροαστικών τάξεων, (αφήνοντας απέξω μόνον την μεγαλοεργοδοσία των «μονοπωλίων»), θα προχωρήσει σε στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, θα δρομολογήσει μια «καινούρια ανάπτυξη» με φιλολαϊκά χαρακτηριστικά αυτή τη φορά, θα υλοποιήσει μια «πραγματική» παραγωγική ανασυγκρότηση κι’ όχι όπως η «κίβδηλη» που προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ κλπ. Ένα μέτωπο πρωτίστως πολιτικό (αφού απουσιάζει η λαϊκή κινηματική γείωση), με πατριωτικά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά, που χωράει στην αγκαλιά του όλες τις κοινωνικές κατηγορίες της χώρας, χωρίς ταξικές διακρίσεις και ανταγωνισμούς μπροστά στο εθνικό συμφέρον, στυλοβάτης της εθνικής ανόρθωσης, μιας ανεξάρτητης πορείας, χωρίς «ξενική» και «ληστρική» κατοχή και «υποτέλεια».
Όλη αυτή η θεώρηση των πραγμάτων που εκφράζεται από την πλειονότητα των δυνάμεων που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ εξ αιτίας της μνημονιακής του μετάλλαξης στο δεύτερο εξάμηνο του 2015, αντιμετωπίζει τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις ως «τεχνικά» ζητήματα, σε πλήρη αποσύνδεση από το μείζον ζήτημα της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και των μέτρων που εφαρμόστηκαν για την υπέρβασή της από την πλευρά της αστικής πολιτικής. Αυτό στην καλύτερη των περιπτώσεων θεωρείται ως ένα παράπλευρο οικονομικό γεγονός χωρίς καθοριστική πολιτική σημασία. Γι’ αυτήν το κύριο είναι η λειτουργία της ελληνικής οικονομίας μέσα στον στενό κορσέ του ευρωπαϊκού ενιαίου νομίσματος, η οποία και προκάλεσε τον υπερδανεισμό και την αντίστοιχη επιβάρυνση της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα η κύρια αντίθεση που διαπιστώνεται να είναι ανάμεσα στην «ξενική» επικυριαρχία και στα ελληνικά συμφέροντα, μάλιστα κατά έναν τρόπο που ξεπερνάει τις ταξικές διαιρέσεις της ελληνικής κοινωνίας και τους αντίστοιχους ανταγωνισμούς. Άλλωστε γι’ αυτό τον λόγο και η εναλλακτική λύση που προκρίνεται είναι ένα «τεχνικό» σχέδιο μετάβασης στο εθνικό νόμισμα και απαλλαγής από το δημόσιο χρέος, προκειμένου η ελληνική οικονομία να ανοίξει εκ νέου τα αναπτυξιακά της φτερά.
Αντικαπιταλιστική - κοινωνική ή εθνικό – αναπτυξιακή λογική;
Σ’ ολόκληρη αυτή την οπτική των πραγμάτων η κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου, οι εκκαθαρίσεις των μη αποδοτικών επιχειρήσεων με την συνακόλουθη ανεργία, τα μνημονιακά μέτρα σε βάρος των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας, η οργανική διαπλοκή του ελληνικού με τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό, οι ταξικοί ανταγωνισμοί κλπ. τίθενται ολοκληρωτικά στο απυρόβλητο, και δεν θεωρούνται ότι διαδραματίζουν πρωτεύοντα και καθοριστικό ρόλο. Το κοινωνικό ζήτημα γίνεται δευτερεύον συνακόλουθο παράγωγο της «ανάπτυξης» με παραγωγική ανασυγκρότηση, ο καπιταλιστικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας αποσιωπάται. Σε κάθε περίπτωση η εναλλακτική λύση που προβάλλεται βρίσκεται μακριά από την πραγματοποίηση ριζικών μετασχηματισμών αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα, ενώ προφανώς ο σοσιαλισμός απωθείται εκ νέου κάπου στο βάθος του 21ου αιώνα. Η αστική ταξική κυριαρχία που ασκείται στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας εξοβελίζεται και αντικαθίσταται από την αντίθεση εθνικής ανεξαρτησίας και «ξενόδουλης υποτέλειας».
Αν τα πράγματα είχαν αυτή τη μορφή, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι τα αλλεπάλληλα μνημόνια δεν κάνουν κυρίαρχα τίποτα άλλο παρά να υλοποιούν μια συστηματική αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος της εργαζόμενης κοινωνίας και προς όφελος της ανάκαμψης της κερδοφορίας του ελληνικού καπιταλισμού ; Σ’ αυτή την περίπτωση οι μνημονιακές διατάξεις θα αρκούνταν (όπως και άλλωστε το κάνουν) στην επιβολή μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας, προκειμένου να εξασφαλίσουν τους όρους αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, και θα άφηναν άθικτο το κοινωνικό χαρακτήρα του επικρατούντος καθεστώτος. Εντούτοις όπως σε όλους είναι γνωστό τα τρία αλλεπάλληλα μνημόνια αποσκοπούσαν πρωτίστως (πέραν του στόχου της δημοσιονομικής καταστολής) στην συνθλιβή της αμοιβής και των δικαιωμάτων του κόσμου της μισθωτής εργασίας, στόχος κοινός και ομολογημένος τόσο της αστικής τάξης της χώρας, όσο και των συνασπισμένων ευρωπαϊκών αστικών τάξεων.
Οι συνεχείς μειώσεις των μισθών (κατώτατου και συλλογικών συμβάσεων), η διαρκής αποψίλωση των συντάξεων, η κατάργηση του οκτάωρου και η συστηματική επιβολή μορφών ελαστικής απασχόλησης (ορισμένου χρόνου και κυμαινόμενης διάρκειας), η συνειδητή διατήρηση της υψηλής ανεργίας για τον συνεχή πειθαναγκασμό και πειθάρχηση της ενεργού εργασίας στην καπιταλιστική παραγωγή, η εκκαθάριση πληθώρας δικαιωμάτων της μισθωτής εργασίας (αποζημίωσης απόλυσης κ.ά.) δεν αποσκοπούσαν προφανώς στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, αλλά στο να εισάγουν μορφές εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας στην ελληνική οικονομία, προκειμένου να κατορθώσει ο επιχειρηματικός τομέας να επανέλθει στην κερδοφορία και να εμπεδωθεί μια πάγια αναδιανομή εισοδήματος από την εργασία προς το κεφάλαιο. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να υπάρχει και χωρίς την ένταξη μιας χώρας σε μια νομισματική ενοποίηση, όπως συνέβη σε πλείστες όσες χώρες όπου παρενέβη το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και το ΔΝΤ, με τα ίδια καταστρεπτικά κοινωνικά αποτελέσματα. Η λειτουργία της ζώνης του ευρώ διευκόλυνε αυτή τη διαδικασία αλλά δεν την προκάλεσε παρά η κρίση καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης.
Έτσι, η αστική τάξη της χώρας, οι κρατικοί της μηχανισμοί και το πολιτικό της προσωπικό, αφού πέρασαν μια δεκαετή περίοδο υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, ισχυρής και σταθεροποιημένης κερδοφορίας, εντός της ευρωζώνης (2000 – 10), βρέθηκε μπροστά σε μια διπλή ισχυρή πρόκληση που καλούνταν να την αντιμετωπίσει επί ποινή κλονισμού και ακύρωσής της: Από τη μια πλευρά την δριμεία έκρηξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης με την επισώρευση εξαιρετικά υψηλών ζημιογόνων αποτελεσμάτων και την χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος, και από την άλλη πλευρά την συνεχώς αυξανόμενη πίεση του δημόσιου χρέους που διογκώνονταν, ξεπερνώντας σταδιακά το ΑΕΠ, ως προϊόν μιας μακρόχρονης αστικής πολιτικής που πριμοδοτούσε επενδυτικά και φορολογικά την καπιταλιστική ανάπτυξη, στερώντας την λειτουργία του κράτους και των κοινωνικών υπηρεσιών από τα αναγκαία φορολογικά έσοδα από την κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Μπροστά σ’ αυτή τη διπλή πρόκληση το αστικό κατεστημένο δεν λειτούργησε εσφαλμένα, δουλικά και εξαρτημένα. Απεναντίας έκανε την μεγάλη τομή της υιοθέτησης των μνημονίων που είχαν διπλή ταυτόχρονη στόχευση: Αφενός να αποστερήσουν την εργατική τάξη από το μεγαλύτερο μέρος της απασχόλησης (μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων), των αμοιβών και των δικαιωμάτων της, και αφετέρου να εξασφαλίσουν τους δρακόντειους δημοσιονομικούς όρους (μαζικές περικοπές δαπανών και υπερφορολόγησης) για την δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων που συνάφθηκαν, απαραίτητων για την λειτουργία του αστικού κρατικού μηχανισμού. Τα όργανα της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης, λειτουργώντας σε πλήρη σύμπλευση με τις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης, διέθεταν άλλωστε το απαραίτητο οικονομικό και νομισματικό πλαίσιο του πειθαναγκασμού (η συνεχής απειλή της χρεοκοπίας), προκειμένου να προωθήσουν την υλοποίηση και των δύο αυτών επιδιώξεων. Συνεπώς το ζήτημα ήταν η εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την «σωτηρία» του ελληνικού καπιταλισμού και των κρατικών του μηχανισμών, και σε καμία περίπτωση η επιβολή των αρπακτικών «ξένων» συμφερόντων στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Συνεπής εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ ή Κίνημα Λαϊκής Χειραφέτησης;
Η αντίληψη τώρα που επιδιώκει ουσιαστικά να ανασυστήσει έναν «συνεπή» ΣΥΡΙΖΑ, απαλλαγμένο από τις «κωλοτούμπες» και τις μνημονιακές πολιτικές είναι σε θέση να αποκτήσει ένα ευρύ λαϊκό έρεισμα και μια ορισμένη πολιτική προοπτική; Αυτό είναι ανέφικτο να συμβεί και ούτε καταγράφεται στις αντικειμενικές εξελίξεις, γιατί ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν το εργατικό, λαϊκό, αντισυστημικό κόμμα, που στην κρίσιμη συγκυρία θα πραγματοποιούσε ουσιαστικά το μεγάλο «επαναστατικό άλμα» της ρήξης τόσο με τα αστικά συμφέροντα στη χώρα, όσο και με τους θεσμούς της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Απεναντίας ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα αμάλγαμα ενός λαϊκού ριζοσπαστισμού που είχε μειοψηφική παρουσία στο εσωτερικό του, και ενός μικροαστικού αντινεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού, του οποίου η παρουσία ήταν πλειοψηφική, βαρύνουσα και καταλυτική. Ιδιαίτερα μάλιστα μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2012, όπου η πλάστιγγα είχε γύρει προς τον κυβερνητισμό και τον εκλογικισμό, η ηγεμονία των μικροαστικών δυνάμεων της διανοητικής εργασίας ήταν περισσότερο από καταθλιπτική.
Αυτό το γεγονός, της κυριαρχίας του μικροαστικού εκσυγχρονισμού – ριζοσπαστικού, επειδή ακριβώς είναι υποσύνολο της αστικής πολιτικής, οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015, στην αποδοχή των υπαγορεύσεων για την στήριξη της καπιταλιστικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Αυτό είχε σαν συνέπεια τόσο την αποδοχή των προτεραιοτήτων της ανάπτυξης του κεφαλαίου υπό την γενική αναφορά και πρόσδεση στην «παραγωγική ανασυγκρότηση», τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τα φορολογικά και επενδυτικά κίνητρα προς το επιχειρηματικό κεφάλαιο, όσο και την ανάληψη στο ακέραιο της αποπληρωμής του δημόσιου χρέους που είχε πλέον ξεπεράσει το 175% του ΑΕΠ. Με τη διαμόρφωση αυτών των δεδομένων, που είχαν ισχυρή πλειοψηφική παρουσία στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτός δεν μπορούσε παρά να συνεχίσει να βαδίζει σε αυτό τον δρόμο (καπιταλιστική ανάπτυξη + αποπληρωμή χρέους): ήταν τουλάχιστον ταξικά αδύνατο να βγει από αυτή την τροχιά και να λειτουργήσει ουσιαστικά ως ένα «φαντασιακό» κόμμα της ρήξης και της ανατροπής.
Είναι φανερό ότι ένας πολιτικός σχηματισμός που επιδιώκει να ξεπεράσει την χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ, και να ανταποκριθεί στις τακτικές και στρατηγικές ανάγκες των λαϊκών τάξεων στη σημερινή συγκυρία, δεν μπορεί, μεταξύ πολλών άλλων, να μην χαρακτηρίζεται από:
α) Την επικέντρωση στην αντιμετώπιση της κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης και σε ρηξικέλευθες παρεμβάσεις στην ίδια την δομή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
β) Την συνακόλουθη αντιπαλότητα στις ρυθμίσεις αποπληρωμής του δημόσιου χρέους των ευρωπαϊκών οργάνων (παύση πληρωμών, διαγραφή του δημόσιου χρέους, νομισματική αυτοτέλεια), ως απόρροια και όρο μιας αντικαπιταλιστικής μεταστροφής στην ελληνική οικονομία.
γ) Την ανάδειξη χαρακτηριστικών λαϊκότητας και εργατικής κατεύθυνσης, πέραν των μικροαστικών παραδόσεων, ενός ταξικού συνασπισμού των «από κάτω», μακράν των διαταξικών συμμαχιών με στρώματα της εργοδοσίας και των ανώτερων μικροαστικών τάξεων.
δ) Την πρόταξη της τροφοδότησης της δυναμικής του εργατικού λαϊκού κινήματος έναντι ενός συστηματικού εκλογικισμού, που πάντοτε ελλοχεύει στους αριστερούς προσανατολισμούς.
ε) Το ξεπέρασμα αντιλήψεων της παραδοσιακής Ριζοσπαστικής Αριστεράς οικονομίστικου χαρακτήρα, όπως της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της στήριξης του μικρομεσαίου επιχειρηματικού κεφαλαίου και της γενικότερης «αναπτυξιολογίας» κλπ.
στ) Την επικαιροποίηση των στρατηγικών κατευθύνσεων της καθολικής εργατικής χειραφέτησης με την προαγωγή μορφών κοινωνικοποίησης, υπέρβασης του διαχωρισμού διανοητικής / εκτελεστικής εργασίας, τον οριζόντιο καταμερισμό της γνώσης και της εξουσίας κ.ά.
ζ) Την άμεση εφαρμογή μιας πολιτικής ριζικής αναδιανομής εισοδήματος προς όφελος των ανέργων, των συνταξιούχων και των εργαζομένων και σε βάρος του κερδοφόρου επιχειρηματικού κεφαλαίου, που αναιρεί και ακυρώνει έμπρακτα και υλικά όλες τις εφαρμοστικές διατάξεις των μνημονίων.
η) Το ξεπέρασμα των πολιτικών εγχειρημάτων αποκατάστασης ενός «φαντασιακού συνεπούς» ΣΥΡΙΖΑ, που ποτέ δεν υπήρξε, πέραν της ταξικής διαπάλης στο εσωτερικό του και της επικράτησης τελικά των μικροαστικών έναντι των λαϊκών του δυνάμεων.
θ) Την ενιαία αντιμετώπιση της αντιπαλότητας στο συνολικό μνημονιακό μπλοκ και των δύο πόλων της αστικής πολιτικής (κεντροαριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ και κεντροδεξιάς της ΝΔ), χωρίς μονομερή επικέντρωση στον έναν από αυτούς.
ι) Την μεταβατική επιβολή του εργατικού λαϊκού ελέγχου στο σύνολο των παραγωγικών και οικονομικών δραστηριοτήτων της χώρας με αποφασιστικές αρμοδιότητες κανονιστικού χαρακτήρα, δρόμου για την γενικευμένη κοινωνικοποίηση και χειραφέτηση.