Η σκέψη είναι απλή, απλούστερη δεν γίνεται:

Σε μια στιγ­μή ανά­πτυ­ξης της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας περί τα τέλη της πρώ­της δε­κα­ε­τί­ας του 21ου αιώνα, και εξ αι­τί­ας της λει­τουρ­γί­ας της εντός της νο­μι­σμα­τι­κής ζώνης του ευρώ, ο ελ­λη­νι­κός κα­πι­τα­λι­σμός που βα­σί­ζο­νταν σε «πή­λι­να πόδια», ήταν «εξαρ­τη­μέ­νος» και «ξε­νό­δου­λος», βρέ­θη­κε με εξαι­ρε­τι­κά υψηλά δη­μο­σιο­νο­μι­κά ελ­λείμ­μα­τα που έφτα­ναν το 15% του ΑΕΠ, και στην ανά­γκη «διά­σω­σής» του με την προ­σφυ­γή στον εξω­τε­ρι­κό δα­νει­σμό.

Με ένα δη­μό­σιο χρέος προς τα ευ­ρω­παϊ­κά τρα­πε­ζι­κά συ­στή­μα­τα, που με­τα­τρά­πη­κε έγκαι­ρα σε χρέος προς τα κράτη της ευ­ρω­παϊ­κής ενο­ποί­η­σης, το οποίο συ­νε­χώς αυ­ξά­νο­νταν όσο ο δα­νει­σμός προ­χω­ρού­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Αυτή η συν­θή­κη δη­μιουρ­γού­σε μια «δου­λεία» για την ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία που έβλε­πε το δη­μό­σιο χρέος συ­νε­χώς να διο­γκώ­νε­ται, και να κα­τα­φεύ­γει συ­στη­μα­τι­κά στον δα­νει­σμό, προ­κει­μέ­νου να πε­ρι­σώ­σει το τρα­πε­ζι­κό της σύ­στη­μα που κα­τέρ­ρεε και το αστι­κό κρά­τος που κλο­νί­ζο­νταν.

Τε­χνι­κές νο­μι­σμα­τι­κές ή κοι­νω­νι­κές τα­ξι­κές θε­ω­ρή­σεις;

          Με βάση αυτά τα δε­δο­μέ­να , που ανα­πα­ρά­γο­νταν μέσα από τους μη­χα­νι­σμούς του ενιαί­ου ευ­ρω­παϊ­κού νο­μί­σμα­τος, δια­μορ­φώ­θη­κε ένα ιδιό­τυ­πο κα­θε­στώς «κα­το­χής», «επι­τρο­πεί­ας», «υπο­τέ­λειας» από τα όρ­γα­να της ευ­ρω­παϊ­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής διε­θνο­ποί­η­σης, προ­κει­μέ­νου να πε­ρι­σώ­σουν την απο­πλη­ρω­μή των δα­νεί­ων που χο­ρη­γού­σαν στις ελ­λη­νι­κές κυ­βερ­νή­σεις. Όρος κάθε φορά για την χο­ρή­γη­σή τους ήταν η αυ­στη­ρή δη­μο­σιο­νο­μι­κή «εξυ­γί­αν­ση» (δρα­κό­ντεια μεί­ω­ση των ελ­λειμ­μά­των) και τα μνη­μο­νια­κά μέτρα που επι­βάλ­λο­νταν στους ώμους των λαϊ­κών τά­ξε­ων. Η Ελ­λά­δα με­τα­τρέ­πο­νταν έτσι σε ένα είδος «πει­ρα­μα­τό­ζω­ου» στα χέρια των ευ­ρω­παϊ­κών μη­χα­νι­σμών και τρα­πε­ζών, με την προ­ώ­θη­ση μιας γε­νι­κευ­μέ­νης κα­τα­στρο­φής σε όλα τα επί­πε­δα: Ρι­ζι­κή μεί­ω­ση του ΑΕΠ, αρ­νη­τι­κοί ρυθ­μοί ανά­πτυ­ξης, απο­ψί­λω­ση μι­σθών και συ­ντά­ξε­ων, υπέρ­βα­ρη φο­ρο­λό­γη­ση των λαϊ­κών νοι­κο­κυ­ριών, κα­τάρ­γη­ση του κρά­τους πρό­νοιας, εκ­ποί­η­ση των δη­μό­σιων κοι­νω­φε­λών επι­χει­ρή­σε­ων.

          Οι λαϊ­κές ερ­γα­τι­κές αντι­δρά­σεις που προ­βλή­θη­καν απέ­να­ντι σ’ αυτή την πο­ρεία ολέ­θρου της ερ­γα­ζό­με­νης πλειο­ψη­φί­ας, αφού με τις πα­νερ­γα­τι­κές απερ­για­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις δεν κα­τόρ­θω­σαν να ανα­χαι­τί­σουν αυτές τις πο­λι­τι­κές των μνη­μο­νί­ων των αστι­κών κομ­μά­των (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), στρά­φη­καν εκ των πραγ­μά­των στην πο­λι­τι­κή διέ­ξο­δο που δια­μόρ­φω­νε ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ σε μια κα­τεύ­θυν­ση αντι­μνη­μο­νια­κού χα­ρα­κτή­ρα, που θα έθετε τέρμα σ’ αυτό τον κα­τή­φο­ρο και θα προ­χω­ρού­σε σε μια ου­σια­στι­κή ανόρ­θω­ση της οι­κο­νο­μί­ας και του επι­πέ­δου δια­βί­ω­σης των υπο­τε­λών τά­ξε­ων. Και πραγ­μα­τι­κά αυτό το ερ­γα­τι­κό ρεύμα που κι­νή­θη­κε προς τα αρι­στε­ρά του πο­λι­τι­κού φά­σμα­τος ανέ­δει­ξε τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ σε αξιω­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση (Ιού­νιος 2012) και στην συ­νέ­χεια στην κα­τά­κτη­ση της πο­λι­τι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης (Ια­νουά­ριος 2015). Αφού με­σο­λά­βη­σε ένα εξά­μη­νο «δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων» της ελ­λη­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς με τα όρ­γα­να των ευ­ρω­παϊ­κών θε­σμών – δα­νει­στών, και όταν τα πράγ­μα έφτα­σαν σε μια κο­ρύ­φω­ση μέσα στο κα­λο­καί­ρι του 2015, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η «προ­δο­τι­κή κω­λο­τού­μπα» της κυ­βερ­νη­τι­κής ηγε­σί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και η υιο­θέ­τη­ση, ψή­φι­ση και εφαρ­μο­γή ενός και­νού­ριου τρί­του μνη­μο­νί­ου.

          Κι’ αυτό πα­ρό­λο που στο σχε­τι­κό δη­μο­ψή­φι­σμα του Ιου­λί­ου 2015 σχε­τι­κά με την απο­δο­χή ή μη των μνη­μο­νί­ων, η με­γά­λη λαϊκή πλειο­ψη­φία απά­ντη­σε με ένα ηχηρό και κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό όχι. Εντού­τοις ούτε η «κω­λο­τού­μπα» ήταν μια με­μο­νω­μέ­νη ενέρ­γεια, εφό­σον η υιο­θέ­τη­ση του τρί­του μνη­μο­νί­ου είχε την έγκρι­ση της με­γά­λης πλειο­ψη­φί­ας της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής ομά­δας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και του κύ­ριου όγκου των πο­λι­τι­κών δυ­νά­με­ων που συ­σπει­ρώ­νο­νταν σ’ αυτόν. Αλλά και από την άλλη πλευ­ρά ο κό­σμος του «όχι» του δη­μο­ψη­φί­σμα­τος πα­ρέ­μει­νε στο επί­πε­δο της εκλο­γι­κής του έκ­φρα­σης, και δεν αντι­με­τώ­πι­σε την με­τα­τρο­πή του «όχι» σε «ναι» με ένα ορι­σμέ­νο αντι­πο­λι­τευ­τι­κό κί­νη­μα αυ­το­ε­πι­βε­βαί­ω­σης. Τα πο­λι­τι­κά «θραύ­σμα­τα» του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ που απο­χω­ρή­σα­με κα­ταγ­γέλ­λο­ντας αυτή τη μνη­μο­νια­κή με­τα­στρο­φή, και παρά τη συ­σπεί­ρω­σή μας με άλλες δυ­νά­μεις από τον χώρο της Ανταρ­σύα, δεν κα­τορ­θώ­σα­με να εκ­φρά­σου­με εκλο­γι­κά και κι­νη­μα­τι­κά τον ρι­ζο­σπα­στι­κό και αντι­μνη­μο­νια­κό ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ.

          Ερ­χό­μα­στε έτσι σή­με­ρα αυτές οι δυ­νά­μεις της δια­φο­ρο­ποί­η­σης από την μνη­μο­νια­κή με­τάλ­λα­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να προσ­διο­ρί­σου­με την πο­ρεία μας, ανα­δει­κνύ­ο­ντας την ανα­γκαιό­τη­τα ενός ευ­ρύ­τα­του αντι­μνη­μο­νια­κού με­τώ­που, με δε­δο­μέ­νη την υπό­στα­ση ενός πα­νελ­λα­δι­κού ορ­γα­νω­τι­κού δι­κτύ­ου κυ­ρί­ως της Λαϊ­κής Ενό­τη­τας, χωρίς ιδιαί­τε­ρες δια­συν­δέ­σεις εκ­προ­σώ­πη­σης με τον ερ­γα­τι­κό λαϊκό κόσμο που έδωσε την εκλο­γι­κή του προ­τί­μη­ση στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και με εξαι­ρε­τι­κά αναι­μι­κές σχέ­σεις με το ορ­γα­νω­μέ­νο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας, πέραν μιας σχε­τι­κής πα­ρου­σί­ας στον δη­μό­σιο τομέα. Να προσ­διο­ρί­σου­με λοι­πόν την ανά­γκη του σαλ­πί­σμα­τος για ένα «νέο ΕΑΜ», χωρίς Βάρ­κι­ζες αυτή τη φορά, που θα επα­να­κα­τα­κτή­σει την εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία της χώρας, θα προ­χω­ρή­σει στην απο­δέ­σμευ­ση από τους ευ­ρω­παϊ­κούς θε­σμούς και μη­χα­νι­σμούς, θα ανα­στυ­λώ­σει την εθνι­κή υπε­ρη­φά­νεια, θα ξα­να­στή­σει την ελ­λη­νι­κή ση­μαία σ’ όλη την επι­κρά­τεια εκτο­πί­ζο­ντας τα ευ­ρω­παϊ­κά σύμ­βο­λα, θα επα­νει­σά­γει εκ νέου το εθνι­κό νό­μι­σμα, θα δη­μιουρ­γή­σει όρους χρη­μα­το­πι­στω­τι­κής ρευ­στό­τη­τας για την κί­νη­ση της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, θα ανα­στυ­λώ­σει τις ελ­λη­νι­κές επι­χει­ρή­σεις και ιδιαί­τε­ρα την μικρή και με­σαία επι­χει­ρη­μα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, θα εκ­φρά­σει μια συμ­μα­χία όλων των λαϊ­κών δυ­νά­με­ων με το σύ­νο­λο των μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων, (αφή­νο­ντας απέξω μόνον την με­γα­λο­ερ­γο­δο­σία των «μο­νο­πω­λί­ων»), θα προ­χω­ρή­σει σε στάση πλη­ρω­μών και δια­γρα­φή του χρέ­ους, θα δρο­μο­λο­γή­σει μια «και­νού­ρια ανά­πτυ­ξη» με φι­λο­λαϊ­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αυτή τη φορά, θα υλο­ποι­ή­σει μια «πραγ­μα­τι­κή» πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση κι’ όχι όπως η «κί­βδη­λη» που προ­ω­θεί ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ κλπ. Ένα μέ­τω­πο πρω­τί­στως πο­λι­τι­κό (αφού απου­σιά­ζει η λαϊκή κι­νη­μα­τι­κή γεί­ω­ση), με πα­τριω­τι­κά και δη­μο­κρα­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, που χω­ρά­ει στην αγκα­λιά του όλες τις κοι­νω­νι­κές κα­τη­γο­ρί­ες της χώρας, χωρίς τα­ξι­κές δια­κρί­σεις και αντα­γω­νι­σμούς μπρο­στά στο εθνι­κό συμ­φέ­ρον, στυ­λο­βά­της της εθνι­κής ανόρ­θω­σης, μιας ανε­ξάρ­τη­της πο­ρεί­ας, χωρίς «ξε­νι­κή» και «λη­στρι­κή» κα­το­χή και «υπο­τέ­λεια».

          Όλη αυτή η θε­ώ­ρη­ση των πραγ­μά­των που εκ­φρά­ζε­ται από την πλειο­νό­τη­τα των δυ­νά­με­ων που απο­χώ­ρη­σαν από τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εξ αι­τί­ας της μνη­μο­νια­κής του με­τάλ­λα­ξης στο δεύ­τε­ρο εξά­μη­νο του 2015, αντι­με­τω­πί­ζει τις πο­λι­τι­κές και οι­κο­νο­μι­κές εξε­λί­ξεις ως «τε­χνι­κά» ζη­τή­μα­τα, σε πλήρη απο­σύν­δε­ση από το μεί­ζον ζή­τη­μα της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου και των μέ­τρων που εφαρ­μό­στη­καν για την υπέρ­βα­σή της από την πλευ­ρά της αστι­κής πο­λι­τι­κής. Αυτό στην κα­λύ­τε­ρη των πε­ρι­πτώ­σε­ων θε­ω­ρεί­ται ως ένα πα­ρά­πλευ­ρο οι­κο­νο­μι­κό γε­γο­νός χωρίς κα­θο­ρι­στι­κή πο­λι­τι­κή ση­μα­σία. Γι’ αυτήν το κύριο είναι η λει­τουρ­γία της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας μέσα στον στενό κορσέ του ευ­ρω­παϊ­κού ενιαί­ου νο­μί­σμα­τος, η οποία και προ­κά­λε­σε τον υπερ­δα­νει­σμό και την αντί­στοι­χη επι­βά­ρυν­ση της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, με απο­τέ­λε­σμα η κύρια αντί­θε­ση που δια­πι­στώ­νε­ται να είναι ανά­με­σα στην «ξε­νι­κή» επι­κυ­ριαρ­χία και στα ελ­λη­νι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, μά­λι­στα κατά έναν τρόπο που ξε­περ­νά­ει τις τα­ξι­κές διαι­ρέ­σεις της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας και τους  αντί­στοι­χους αντα­γω­νι­σμούς. Άλ­λω­στε γι’ αυτό τον λόγο και η εναλ­λα­κτι­κή λύση που προ­κρί­νε­ται είναι ένα «τε­χνι­κό» σχέ­διο με­τά­βα­σης στο εθνι­κό νό­μι­σμα και απαλ­λα­γής από το δη­μό­σιο χρέος, προ­κει­μέ­νου η ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία να ανοί­ξει εκ νέου τα ανα­πτυ­ξια­κά της φτερά.

Αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή - κοι­νω­νι­κή ή εθνι­κό – ανα­πτυ­ξια­κή λο­γι­κή;

          Σ’ ολό­κλη­ρη αυτή την οπτι­κή των πραγ­μά­των η κρίση ανα­πα­ρα­γω­γής του κε­φα­λαί­ου, οι εκ­κα­θα­ρί­σεις των μη απο­δο­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων με την συ­να­κό­λου­θη ανερ­γία, τα μνη­μο­νια­κά μέτρα σε βάρος των δυ­νά­με­ων της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, η ορ­γα­νι­κή δια­πλο­κή του ελ­λη­νι­κού με τον ευ­ρω­παϊ­κό κα­πι­τα­λι­σμό, οι τα­ξι­κοί αντα­γω­νι­σμοί κλπ. τί­θε­νται ολο­κλη­ρω­τι­κά στο απυ­ρό­βλη­το, και δεν θε­ω­ρού­νται ότι δια­δρα­μα­τί­ζουν πρω­τεύ­ο­ντα και κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο. Το κοι­νω­νι­κό ζή­τη­μα γί­νε­ται δευ­τε­ρεύ­ον συ­να­κό­λου­θο πα­ρά­γω­γο της «ανά­πτυ­ξης» με πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση, ο κα­πι­τα­λι­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας απο­σιω­πά­ται. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση η εναλ­λα­κτι­κή λύση που προ­βάλ­λε­ται βρί­σκε­ται μα­κριά από την πραγ­μα­το­ποί­η­ση ρι­ζι­κών με­τα­σχη­μα­τι­σμών αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα, ενώ προ­φα­νώς ο σο­σια­λι­σμός απω­θεί­ται εκ νέου κάπου στο βάθος του 21ου αιώνα. Η αστι­κή τα­ξι­κή κυ­ριαρ­χία που ασκεί­ται στο εσω­τε­ρι­κό της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας εξο­βε­λί­ζε­ται και αντι­κα­θί­στα­ται από την αντί­θε­ση εθνι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας και «ξε­νό­δου­λης υπο­τέ­λειας».

          Αν τα πράγ­μα­τα είχαν αυτή τη μορφή, τότε πώς εξη­γεί­ται το γε­γο­νός ότι τα αλ­λε­πάλ­λη­λα μνη­μό­νια δεν κά­νουν κυ­ρί­αρ­χα τί­πο­τα άλλο παρά να υλο­ποιούν μια συ­στη­μα­τι­κή ανα­δια­νο­μή ει­σο­δή­μα­τος σε βάρος της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νί­ας και προς όφε­λος της ανά­καμ­ψης της κερ­δο­φο­ρί­ας του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού ; Σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση οι μνη­μο­νια­κές δια­τά­ξεις θα αρ­κού­νταν (όπως και άλ­λω­στε το κά­νουν) στην επι­βο­λή μέ­τρων δη­μο­σιο­νο­μι­κής πει­θαρ­χί­ας, προ­κει­μέ­νου να εξα­σφα­λί­σουν τους όρους απο­πλη­ρω­μής των το­κο­χρε­ο­λυ­σί­ων προς τους ευ­ρω­παϊ­κούς θε­σμούς, και θα άφη­ναν άθι­κτο το κοι­νω­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα του επι­κρα­τού­ντος κα­θε­στώ­τος. Εντού­τοις όπως σε όλους είναι γνω­στό τα τρία αλ­λε­πάλ­λη­λα μνη­μό­νια απο­σκο­πού­σαν πρω­τί­στως (πέραν του στό­χου της δη­μο­σιο­νο­μι­κής κα­τα­στο­λής) στην συν­θλι­βή της αμοι­βής και των δι­καιω­μά­των του κό­σμου της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, στό­χος κοι­νός και ομο­λο­γη­μέ­νος τόσο της αστι­κής τάξης της χώρας, όσο και των συ­να­σπι­σμέ­νων ευ­ρω­παϊ­κών αστι­κών τά­ξε­ων.

          Οι συ­νε­χείς μειώ­σεις των μι­σθών (κα­τώ­τα­του και συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων), η διαρ­κής απο­ψί­λω­ση των συ­ντά­ξε­ων, η κα­τάρ­γη­ση του οκτά­ω­ρου και η συ­στη­μα­τι­κή επι­βο­λή μορ­φών ελα­στι­κής απα­σχό­λη­σης (ορι­σμέ­νου χρό­νου και κυ­μαι­νό­με­νης διάρ­κειας), η συ­νει­δη­τή δια­τή­ρη­ση της υψη­λής ανερ­γί­ας για τον συ­νε­χή πει­θα­να­γκα­σμό και πει­θάρ­χη­ση της ενερ­γού ερ­γα­σί­ας στην κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή, η εκ­κα­θά­ρι­ση πλη­θώ­ρας δι­καιω­μά­των της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας (απο­ζη­μί­ω­σης από­λυ­σης κ.ά.) δεν απο­σκο­πού­σαν προ­φα­νώς στην εξυ­πη­ρέ­τη­ση του δη­μό­σιου χρέ­ους, αλλά στο να ει­σά­γουν μορ­φές εξα­γω­γής από­λυ­της υπε­ρα­ξί­ας στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία, προ­κει­μέ­νου να κα­τορ­θώ­σει ο επι­χει­ρη­μα­τι­κός το­μέ­ας να επα­νέλ­θει στην κερ­δο­φο­ρία και να εμπε­δω­θεί μια πάγια ανα­δια­νο­μή ει­σο­δή­μα­τος από την ερ­γα­σία προς το κε­φά­λαιο. Αυτή η εξέ­λι­ξη θα μπο­ρού­σε να υπάρ­χει και χωρίς την έντα­ξη μιας χώρας σε μια νο­μι­σμα­τι­κή ενο­ποί­η­ση, όπως συ­νέ­βη σε πλεί­στες όσες χώρες όπου πα­ρε­νέ­βη το διε­θνές χρη­μα­το­πι­στω­τι­κό κε­φά­λαιο και το ΔΝΤ, με τα ίδια κα­τα­στρε­πτι­κά κοι­νω­νι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Η λει­τουρ­γία της ζώνης του ευρώ διευ­κό­λυ­νε αυτή τη δια­δι­κα­σία αλλά δεν την προ­κά­λε­σε παρά η κρίση κα­πι­τα­λι­στι­κής υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης.

          Έτσι, η αστι­κή τάξη της χώρας, οι κρα­τι­κοί της μη­χα­νι­σμοί και το πο­λι­τι­κό της προ­σω­πι­κό, αφού πέ­ρα­σαν μια δε­κα­ε­τή πε­ρί­ο­δο υψη­λών ρυθ­μών ανά­πτυ­ξης, ισχυ­ρής και στα­θε­ρο­ποι­η­μέ­νης κερ­δο­φο­ρί­ας, εντός της ευ­ρω­ζώ­νης (2000 – 10), βρέ­θη­κε μπρο­στά σε μια διπλή ισχυ­ρή πρό­κλη­ση που κα­λού­νταν να την αντι­με­τω­πί­σει επί ποινή κλο­νι­σμού και ακύ­ρω­σής της: Από τη μια πλευ­ρά την δρι­μεία έκρη­ξη της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης με την επι­σώ­ρευ­ση εξαι­ρε­τι­κά υψη­λών ζη­μιο­γό­νων απο­τε­λε­σμά­των και την χρε­ο­κο­πία του τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος, και από την άλλη πλευ­ρά την συ­νε­χώς αυ­ξα­νό­με­νη πίεση του δη­μό­σιου χρέ­ους που διο­γκώ­νο­νταν, ξε­περ­νώ­ντας στα­δια­κά το ΑΕΠ, ως προ­ϊ­όν μιας μα­κρό­χρο­νης αστι­κής πο­λι­τι­κής που πρι­μο­δο­τού­σε επεν­δυ­τι­κά και φο­ρο­λο­γι­κά την κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη, στε­ρώ­ντας την λει­τουρ­γία του κρά­τους και των κοι­νω­νι­κών υπη­ρε­σιών από τα ανα­γκαία φο­ρο­λο­γι­κά έσοδα από την κερ­δο­φο­ρία των επι­χει­ρή­σε­ων.

          Μπρο­στά σ’ αυτή τη διπλή πρό­κλη­ση το αστι­κό κα­τε­στη­μέ­νο δεν λει­τούρ­γη­σε εσφαλ­μέ­να, δου­λι­κά και εξαρ­τη­μέ­να. Απε­να­ντί­ας έκανε την με­γά­λη τομή της υιο­θέ­τη­σης των μνη­μο­νί­ων που είχαν διπλή ταυ­τό­χρο­νη στό­χευ­ση: Αφε­νός να απο­στε­ρή­σουν την ερ­γα­τι­κή τάξη από το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος της απα­σχό­λη­σης (μα­ζι­κό κλεί­σι­μο επι­χει­ρή­σε­ων), των αμοι­βών και των δι­καιω­μά­των της, και αφε­τέ­ρου να εξα­σφα­λί­σουν τους δρα­κό­ντειους δη­μο­σιο­νο­μι­κούς όρους (μα­ζι­κές πε­ρι­κο­πές δα­πα­νών και υπερ­φο­ρο­λό­γη­σης) για την δυ­να­τό­τη­τα απο­πλη­ρω­μής των δα­νεί­ων που συ­νά­φθη­καν, απα­ραί­τη­των για την λει­τουρ­γία του αστι­κού κρα­τι­κού μη­χα­νι­σμού. Τα όρ­γα­να της ευ­ρω­παϊ­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής διε­θνο­ποί­η­σης, λει­τουρ­γώ­ντας σε πλήρη σύ­μπλευ­ση με τις επι­διώ­ξεις της ελ­λη­νι­κής αστι­κής τάξης, διέ­θε­ταν άλ­λω­στε το απα­ραί­τη­το οι­κο­νο­μι­κό και νο­μι­σμα­τι­κό πλαί­σιο του πει­θα­να­γκα­σμού (η συ­νε­χής απει­λή της χρε­ο­κο­πί­ας), προ­κει­μέ­νου να προ­ω­θή­σουν την υλο­ποί­η­ση και των δύο αυτών επι­διώ­ξε­ων. Συ­νε­πώς το ζή­τη­μα ήταν η εξα­σφά­λι­ση των προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων για την «σω­τη­ρία» του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού και των κρα­τι­κών του μη­χα­νι­σμών, και σε καμία πε­ρί­πτω­ση η επι­βο­λή των αρ­πα­κτι­κών «ξένων» συμ­φε­ρό­ντων στο σύ­νο­λο της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας.

Συ­νε­πής εκ­δο­χή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ή Κί­νη­μα Λαϊ­κής Χει­ρα­φέ­τη­σης;

          Η αντί­λη­ψη τώρα που επι­διώ­κει ου­σια­στι­κά να ανα­συ­στή­σει έναν «συ­νε­πή» ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, απαλ­λαγ­μέ­νο από τις «κω­λο­τού­μπες» και τις μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές είναι σε θέση να απο­κτή­σει ένα ευρύ λαϊκό έρει­σμα και μια ορι­σμέ­νη πο­λι­τι­κή προ­ο­πτι­κή; Αυτό είναι ανέ­φι­κτο να συμ­βεί και ούτε κα­τα­γρά­φε­ται στις αντι­κει­με­νι­κές εξε­λί­ξεις, γιατί ακρι­βώς ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν ήταν το ερ­γα­τι­κό, λαϊκό, αντι­συ­στη­μι­κό κόμμα, που στην κρί­σι­μη συ­γκυ­ρία θα πραγ­μα­το­ποιού­σε ου­σια­στι­κά το με­γά­λο «επα­να­στα­τι­κό άλμα» της ρήξης τόσο με τα αστι­κά συμ­φέ­ρο­ντα στη χώρα, όσο και με τους θε­σμούς της ευ­ρω­παϊ­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής διε­θνο­ποί­η­σης. Απε­να­ντί­ας ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ήταν ένα αμάλ­γα­μα ενός λαϊ­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού που είχε μειο­ψη­φι­κή πα­ρου­σία στο εσω­τε­ρι­κό του, και ενός μι­κρο­α­στι­κού αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου εκ­συγ­χρο­νι­σμού, του οποί­ου η πα­ρου­σία ήταν πλειο­ψη­φι­κή, βα­ρύ­νου­σα και κα­τα­λυ­τι­κή. Ιδιαί­τε­ρα μά­λι­στα μετά τις βου­λευ­τι­κές εκλο­γές του Ιου­νί­ου 2012, όπου η πλά­στιγ­γα είχε γύρει προς τον κυ­βερ­νη­τι­σμό και τον εκλο­γι­κι­σμό, η ηγε­μο­νία των μι­κρο­α­στι­κών δυ­νά­με­ων της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο από κα­τα­θλι­πτι­κή.

          Αυτό το γε­γο­νός, της κυ­ριαρ­χί­ας του μι­κρο­α­στι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού – ρι­ζο­σπα­στι­κού, επει­δή ακρι­βώς είναι υπο­σύ­νο­λο της αστι­κής πο­λι­τι­κής, οδή­γη­σε τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην πε­ρί­ο­δο Ιού­νιος 2012 – Ια­νουά­ριος 2015, στην απο­δο­χή των υπα­γο­ρεύ­σε­ων για την στή­ρι­ξη της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­καμ­ψης της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας. Αυτό είχε σαν συ­νέ­πεια τόσο την απο­δο­χή των προ­τε­ραιο­τή­των της ανά­πτυ­ξης του κε­φα­λαί­ου υπό την γε­νι­κή ανα­φο­ρά και πρόσ­δε­ση στην «πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση», τη στή­ρι­ξη των μι­κρο­με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων, τα φο­ρο­λο­γι­κά και επεν­δυ­τι­κά κί­νη­τρα προς το επι­χει­ρη­μα­τι­κό κε­φά­λαιο, όσο και την ανά­λη­ψη στο ακέ­ραιο της απο­πλη­ρω­μής του δη­μό­σιου χρέ­ους που είχε πλέον ξε­πε­ρά­σει το 175% του ΑΕΠ. Με τη δια­μόρ­φω­ση αυτών των δε­δο­μέ­νων, που είχαν ισχυ­ρή πλειο­ψη­φι­κή πα­ρου­σία στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, αυτός δεν μπο­ρού­σε παρά να συ­νε­χί­σει να βα­δί­ζει σε αυτό τον δρόμο (κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη + απο­πλη­ρω­μή χρέ­ους): ήταν του­λά­χι­στον τα­ξι­κά αδύ­να­το να βγει από αυτή την τρο­χιά και να λει­τουρ­γή­σει ου­σια­στι­κά ως ένα «φα­ντα­σια­κό» κόμμα της ρήξης και της ανα­τρο­πής.

          Είναι φα­νε­ρό ότι ένας πο­λι­τι­κός σχη­μα­τι­σμός που επι­διώ­κει να ξε­πε­ρά­σει την χρε­ο­κο­πία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και να αντα­πο­κρι­θεί στις τα­κτι­κές και στρα­τη­γι­κές ανά­γκες των λαϊ­κών τά­ξε­ων στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία, δεν μπο­ρεί, με­τα­ξύ πολ­λών άλλων, να μην χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από:

          α) Την επι­κέ­ντρω­ση στην αντι­με­τώ­πι­ση της κρί­σης κα­πι­τα­λι­στι­κής υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης και σε ρη­ξι­κέ­λευ­θες πα­ρεμ­βά­σεις στην ίδια την δομή των κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής.

          β) Την συ­να­κό­λου­θη αντι­πα­λό­τη­τα στις ρυθ­μί­σεις απο­πλη­ρω­μής του δη­μό­σιου χρέ­ους των ευ­ρω­παϊ­κών ορ­γά­νων (παύση πλη­ρω­μών, δια­γρα­φή του δη­μό­σιου χρέ­ους, νο­μι­σμα­τι­κή αυ­το­τέ­λεια), ως απόρ­ροια και όρο μιας αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής με­τα­στρο­φής στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία.

          γ) Την ανά­δει­ξη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών λαϊ­κό­τη­τας και ερ­γα­τι­κής κα­τεύ­θυν­σης, πέραν των μι­κρο­α­στι­κών πα­ρα­δό­σε­ων, ενός τα­ξι­κού συ­να­σπι­σμού των «από κάτω», μα­κράν των δια­τα­ξι­κών συμ­μα­χιών με στρώ­μα­τα της ερ­γο­δο­σί­ας και των ανώ­τε­ρων μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων.

          δ) Την πρό­τα­ξη της τρο­φο­δό­τη­σης της δυ­να­μι­κής του ερ­γα­τι­κού λαϊ­κού κι­νή­μα­τος ένα­ντι ενός συ­στη­μα­τι­κού εκλο­γι­κι­σμού, που πά­ντο­τε ελ­λο­χεύ­ει στους αρι­στε­ρούς προ­σα­να­το­λι­σμούς.

          ε) Το ξε­πέ­ρα­σμα αντι­λή­ψε­ων της πα­ρα­δο­σια­κής Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς οι­κο­νο­μί­στι­κου χα­ρα­κτή­ρα, όπως της πα­ρα­γω­γι­κής ανα­συ­γκρό­τη­σης, της στή­ρι­ξης του μι­κρο­με­σαί­ου επι­χει­ρη­μα­τι­κού κε­φα­λαί­ου και της γε­νι­κό­τε­ρης «ανα­πτυ­ξιο­λο­γί­ας» κλπ.

          στ) Την επι­και­ρο­ποί­η­ση των στρα­τη­γι­κών κα­τευ­θύν­σε­ων της κα­θο­λι­κής ερ­γα­τι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης με την προ­α­γω­γή μορ­φών κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης, υπέρ­βα­σης του δια­χω­ρι­σμού δια­νοη­τι­κής / εκτε­λε­στι­κής ερ­γα­σί­ας, τον ορι­ζό­ντιο κα­τα­με­ρι­σμό της γνώ­σης και της εξου­σί­ας κ.ά.

          ζ) Την άμεση εφαρ­μο­γή μιας πο­λι­τι­κής ρι­ζι­κής ανα­δια­νο­μής ει­σο­δή­μα­τος προς όφε­λος των ανέρ­γων, των συ­ντα­ξιού­χων και των ερ­γα­ζο­μέ­νων και σε βάρος του κερ­δο­φό­ρου επι­χει­ρη­μα­τι­κού κε­φα­λαί­ου, που αναι­ρεί και ακυ­ρώ­νει έμπρα­κτα και υλικά όλες τις εφαρ­μο­στι­κές δια­τά­ξεις των μνη­μο­νί­ων.

          η) Το ξε­πέ­ρα­σμα των πο­λι­τι­κών εγ­χει­ρη­μά­των απο­κα­τά­στα­σης ενός «φα­ντα­σια­κού συ­νε­πούς» ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που ποτέ δεν υπήρ­ξε, πέραν της τα­ξι­κής δια­πά­λης στο εσω­τε­ρι­κό του και της επι­κρά­τη­σης τε­λι­κά των μι­κρο­α­στι­κών ένα­ντι των λαϊ­κών του δυ­νά­με­ων.

          θ) Την ενιαία αντι­με­τώ­πι­ση της αντι­πα­λό­τη­τας στο συ­νο­λι­κό μνη­μο­νια­κό μπλοκ και των δύο πόλων της αστι­κής πο­λι­τι­κής (κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και κε­ντρο­δε­ξιάς της ΝΔ), χωρίς μο­νο­με­ρή επι­κέ­ντρω­ση στον έναν από αυ­τούς.

          ι) Την με­τα­βα­τι­κή επι­βο­λή του ερ­γα­τι­κού λαϊ­κού ελέγ­χου στο σύ­νο­λο των πα­ρα­γω­γι­κών και οι­κο­νο­μι­κών δρα­στη­ριο­τή­των της χώρας με απο­φα­σι­στι­κές αρ­μο­διό­τη­τες κα­νο­νι­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα, δρό­μου για την γε­νι­κευ­μέ­νη κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση και χει­ρα­φέ­τη­ση.