Η περιπέτεια της Κύπρου τις τελευταίες μέρες οδηγεί ακόμη και τον πιο καλόπιστο οπαδό του «ευρωπαϊσμού» σε αναμφισβήτητα αρνητικά συμπεράσματα για τη φύση και το μέλλον της Ευρωζώνης. Όταν ακόμη και αυτή η ναυαρχίδα της αστικής τάξης, το «Βήμα», φιλοξενεί την Κυριακή 24/3/2012 άρθρα που θέτουν ζήτημα Plan B από τη σκοπιά του ελληνικού καπιταλισμού (βλ. το άρθρο του καθηγητή οικονομικών Απόστολου Φιλιππόπουλου ή πιο προσεκτικά το άρθρο του Νίκου Μουζέλη), θα αποτελούσε εθελοτυφλία να πιστεύει πλέον κανείς, και ιδίως στην Αριστερά, στο ενδεχόμενο μιας φιλολαϊκής και «αναπτυξιακής» διαπραγμάτευσης μιας χώρας όπως η Ελλάδα που θα είχε υπαρκτά περιθώρια αποδοχής από την πλευρά της ηγεσίας της Ευρωζώνης.

1. Η ανεύρετη ηγεμονία στην ευρωζώνη

Η Γερμανία έχει οριστικά αποτύχει στο να λειτουργήσει ως ένας καπιταλιστικός ηγεμόνας της Ευρωζώνης, να εξυπηρετήσει δηλαδή τα δικά της συμφέροντα και των συμμάχων της με έναν τρόπο που να καλύπτει σε έναν ελάχιστο βαθμό και τα καπιταλιστικά συμφέροντα των πιο ανίσχυρων καπιταλισμών του Νότου. Απέτυχε τώρα, όπως είχε αποτύχει και στους δυο ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Η δήλωση του προέδρου του Eurogroup Ντάισελμπλουμ για μεταφορά του νέου κυπριακού μοντέλου «κουρέματος των καταθέσεων» και στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, παρά τις κατοπινές ανασκευές, αποδεικνύει πλήρως ότι η πολιτική του γερμανικού καπιταλισμού είναι η ωμή κυριαρχία πάνω στους πιο αδύναμους κρίκους, η καταλήστευση των πόρων τους και προοπτικά η απεμπλοκή της Γερμανίας και των συμμάχων της από την Ευρωζώνη και η δημιουργία μιας αυθεντικά «γερμανικής» Ευρωζώνης. Η πλήρης δηλαδή μετάθεση των συνεπειών της απαξίωσης κεφαλαίων μέσα στην κρίση από τους δυνατούς κρίκους στους πιο ανίσχυρους. Παρά το γεγονός ότι δεν τυγχάνουμε οπαδοί των «εξαρτησιακών» θεωριών, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε ότι η προηγούμενη ανισομετρία των καπιταλιστικών κρίκων της Ευρωζώνης μεταμορφώνεται πια σε μια καθαρή μορφή κυριαρχίας/υποτέλειας. Εκπλήσσεται κανείς από το γεγονός ότι ο ακραίος γερμανικός νεοφιλελευθερισμός διαρρηγνύει ακόμη και πάγιες αρχές λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος όπως η ασφάλεια των τραπεζικών καταθέσεων και η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων. Προφανώς, η υιοθέτηση τέτοιας έκτασης μέτρων, που μάλλον δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο, προσανατολίζει και προς τον οξυμμένο βαθμό της δομικής καπιταλιστικής κρίσης. Παρά το γεγονός ότι ο ελληνικός αστισμός έχει παίξει όλα του τα χαρτιά στην Ευρωζώνη χρησιμοποιώντας την ισχύ της κατά της μισθωτής εργασίας (αλλά και των μεσαίων στρωμάτων) και ελπίζοντας σε μια μελλοντική αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητάς του, η αλήθεια και για το ίδιο το αστικό πολιτικό προσωπικό είναι εξαιρετικά πικρή. Ήδη, οι κονδυλοφόροι του συστήματος εκφράζουν την ακραία απογοήτευσή τους ως «εθνικό κεφάλαιο» από τις πολιτικές της Ευρωζώνης. Ανησυχούν ότι αύριο θα είναι το δικό τους κεφάλι, αυτών και των αφεντικών τους, που θα τοποθετηθεί στον πάγκο του χασάπη. Και δεν έχουν άδικο.    
              
2. Η εργατική τάξη, η  ηγεμονία  και το έθνος

Και η Αριστερά; Και οι λαϊκές τάξεις; Μια απολύτως «φορμαλιστική» θεώρηση της κρίσης θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι δεν μας ενδιαφέρουν οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις και σχέσεις ή ότι, όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά το 2010, «ας αφήσουμε τους καπιταλιστές να πληρώσουν την κρίση τους». Όμως, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι και ο φορμαλιστικός μαρξισμός είναι άχρηστος - όταν δεν χρησιμοποιείται για να επενδύσει «αριστερά» δεξιές γραμμές. Μια ενδεχόμενη «εθνική κρίση», όπως αυτή που περνά η Κύπρος αλλά σε κάποιο βαθμό και η Ελλάδα, δημιουργεί τεράστιες αρνητικές συνέπειες στην εργατική τάξη και τις λαϊκές τάξεις γενικότερα. Στην Κύπρο είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει βαθιά ύφεση, κλείσιμο επιχειρήσεων και μαζική ανεργία. Στην Ελλάδα η κρίση και η διαχείρισή της έχουν ρημάξει τα λαϊκά και τα μεσαία στρώματα.  Όλα αυτά δημιουργούν ένα ευρύ ρεύμα ευρωσκεπτικισμού, με την αίσθηση της «εθνικής ταπείνωσης» να είναι ισχυρή εντός αυτού. Η Αριστερά και οι οργανώσεις της εργατικής τάξης οφείλουν να αξιοποιήσουν και να εκφράσουν πολιτικά το «ευρωσκεπτικιστικό» ρεύμα και να συναρθρώσουν το αίσθημα «εθνικής ταπείνωσης» όχι με μια συμμαχία με την αστική τάξη (μνημονιακή ή αντιμνημονιακή ) αλλά με μια ανάδειξη της εργατικής τάξης ως της αποκλειστικής δύναμης που μπορεί να ηγεμονεύσει στον κοινωνικό σχηματισμό και να βγάλει τη χώρα από την κρίση σε αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική κατεύθυνση. Η αξιοποίηση της «εθνικής ταπείνωσης» δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση μια γραμμή «εθνικής ενότητας» ή «εθνικής σωτηρίας» (που απέτυχε στην περίπτωση του ΕΑΜ). Ας δούμε και την τοποθέτηση του Ζαν-Λυκ Μελανσόν, ο οποίος δήλωσε για το κυπριακό ζήτημα, με τρόπο πρωτοπόρο για την ευρωπαϊκή Αριστερά, ότι μεταξύ του ευρώ και της δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας οι λαοί της Ευρώπης πρέπει να επιλέξουν τις τελευταίες. Όμως, η αποκατάσταση της δημοκρατίας και της κρατικής κυριαρχίας και η άρση του «κράτους έκτακτης ανάγκης» είναι ένα αναγκαίο βήμα για το σοσιαλισμό.

3. Η Ευρωζώνη και το μεταβατικό πρόγραμμα

Οι δυνάμεις της Αριστεράς και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οφείλουν να επανατοποθετηθούν πάνω στο ζήτημα του ευρώ και της Ευρωζώνης. Οι χτεσινές γραμμές δεν επαρκούν για το σήμερα.  Ούτε μια λογική εναρμόνισης με την ανεύρετη «άλλη» Ευρωζώνη ούτε μια λογική σταδίων (πρώτα η αντιιμπεριαλιστική «απεξάρτηση», μετά η σοσιαλιστική μετάβαση, όπως αφηγείται η κατά τα άλλα ενδιαφέρουσα αντιπολίτευση στο ΚΚΕ) ούτε μια λογική που θα τα εναποθέτει όλα στη λαϊκή-εργατική εξουσία, όπως η πλειοψηφία του ΚΚΕ (δηλαδή στην Αποκάλυψη) μπορούν να μας βοηθήσουν. Η απεξάρτηση από την Ευρωζώνη αλλά και μια λογική διάλυσης της γερμανικής/ νεοφιλελεύθερης Ευρωζώνης και διαμόρφωσης νέων μορφών συνεργασίας υπό την ηγεμονία των λαϊκών τάξεων στην Ευρώπη μπορούν να αποτελέσουν σημαντικά μεταβατικά βήματα ενός πολέμου θέσεων και κινήσεων προς την κατάκτηση της κρατικής -και όχι μόνο της κοινοβουλευτικής- εξουσίας από τις λαϊκές τάξεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη, καθώς θα αποδυναμώνουν καίρια τα διεθνή και εσωτερικά ερείσματα της αστικής τάξης και τους υφιστάμενους κρατικούς μηχανισμούς,  αλλά και θα δεσμεύουν στην πορεία προς τη σοσιαλιστική εξουσία. Στην πορεία αυτήν, η εργατική τάξη στην Ελλάδα πρέπει να οικοδομήσει το μπλοκ των εσωτερικών συμμαχιών της, να δυναμώσει τους δεσμούς της με τη μισθωτή εργασία στις χώρες της Ε.Ε. αλλά και να αποκτήσει ως ηγετική δύναμη ευρύτερες  γεωπολιτικές συμμαχίες. Πρέπει, ακόμη, να πρωταγωνιστήσει στη διαμόρφωση ενός Συντάγματος με πρωτογενείς συντακτικές διαδικασίες, όταν και όποτε αυτός ο συσχετισμός θα είναι εφικτός, που όχι μόνο δεν θα ενδίδει στη θεσμοποίηση του νεοφιλελεύθερου «κράτους έκτακτης ανάγκης» αλλά θα επιτάσσει την ύπαρξη και υπεροχή δημόσιων, κοινωνικών και συνεταιριστικών μορφών ιδιοκτησίας και τη θεραπεία της ανθρωπιστικής κρίσης και της «κοινωνικής έκτακτης ανάγκης».

Με λίγα λόγια, έχουμε τη γνώμη ότι το τοπίο «μετά την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση» είναι πια ένα ρεαλιστικό ζήτημα  στην Ευρώπη και ότι η ηγεμονία θα παιχτεί όχι στο αν θα υπάρξει αλλά στο πώς ακριβώς θα μορφοποιηθεί πολιτικά. Θα αφήσουμε αυτό το παιχνίδι στα χέρια των Μπερλουσκόνι και των εθνικιστών ή και φασιστών δημαγωγών ή θα το πάρουμε στα χέρια μας σε μια λογική εργατικής και λαϊκής αντιηγεμονίας; Ή, πάλι, θα επιτρέψουμε μια κατάσταση σήψης και σταδιακής συγκέντρωσης όλων των εξουσιών και των οικονομικών πόρων στο «γερμανικό κέντρο» παρακολουθώντας παθητικά κοινωνίες ολόκληρες να «χρεοκοπούν» στην πράξη, οδηγούμενες στο κραχ και τον πόλεμο,  ή θα θέσουμε έγκαιρα ζήτημα μιας ριζικά άλλης ευρωπαϊκής συσσωμάτωσης; Τόσο στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ και όλης της ελληνικής Αριστεράς όσο και στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Αριστεράς, αυτό το ερώτημα πρέπει να τεθεί και να απαντηθεί με αποφασιστικό τρόπο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι σε κάποιο βαθμό αναγκαίοι «εθνικοί» δρόμοι δεν θα απομονωθούν, αλλά θα συγκλίνουν μεταξύ τους.  

Έξοδος: λαϊκός διεθνισμός ή θεσμικός ευρωπαϊσμός ;

Κλείνοντας : ο αριστερός και εργατικός «ευρωπαϊσμός» και διεθνισμός οφείλει να απογαλακτισθεί και να αποσυνδεθεί από τις ευρωθεσμικές του αγκυλώσεις και δογματισμούς, να διαχωριστεί από τη θεσμική υλικότητα της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. και να κλείσει τους λογαριασμούς του με την Ευρωζώνη της Γερμανίας και των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρίκων. Αυτό που είχαμε μπροστά μας το 1985, το 1991,το 2001 -αν και τότε ακόμη είχε αρχίσει να δείχνει την αρνητική όψη του- είναι πολύ διαφορετικό από την Ευρωζώνη του 2013.Τα επιχειρήματα του ΚΚΕ Εσωτερικού ή του Συνασπισμού -στο βαθμό που ήταν τότε σωστά- αφορούν μια προγενέστερη συγκυρία. Όχι μόνο η Ευρώπη του Μονέ και του Σουμάν, αλλά και εκείνη των Κολ και Μιτεράν, έχει κλείσει τον ιστορικό κύκλο της. Το πιο βασικό από όλα είναι η αδυναμία της θεσμικής Ευρώπης σήμερα να λειτουργήσει ως δημόσιος χώρος στάθμισης και συνυπολογισμού συμφερόντων (μεταξύ τάξεων, μεταξύ κρατών), ως χώρος αλληλεγγύης και υποστήριξης των ασθενέστερων, ως ένα κρατικό και κοινωνικό συμβόλαιο, ως χώρος εγγυήσεων απέναντι στον «κατέχοντα την εξουσία». Αυτό που απομένει είναι ο αποκρουστικός καπιταλιστικός και φιλογερμανικός Λεβιάθαν που τρώει τις σάρκες της Ευρώπης των λαών.