Τα προεκλογικά προγράμματα της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ
Τα προεκλογικά προγράμματα της ΝΔ αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο ψηφοθηρικά από ποτέ. Η άμεση εμπειρία από την κυβερνητική πολιτική του Μητσοτάκη, αλλά και η νωπή εμπειρία από την «κωλοτούμπα» του Τσίπρα το 2015 που οδήγησε στην υπογραφή του μνημονίου 3, θα πρέπει να υποψιάζουν τους πάντες ότι τα «προγράμματα» αυτά έχουν αξία μικρότερη από εκείνη του χαρτιού πάνω στο οποίο γράφτηκαν.
Χαρακτηρίζονται αμφότερα από σκόρπια νούμερα που ρίχνονται στη δημόσια συζήτηση με στόχο τις εντυπώσεις, από αντιφατικές «δεσμεύσεις» που αλληλοσυγκρούονται, από τη συστηματική αποφυγή των ηγεσιών τόσο της ΝΔ όσο και του ΣΥΡΖΑ να εντάξουν αυτές τις «δεσμεύσεις» σε ένα πλαίσιο πολιτικής που θα παρουσιάζεται στον απλό κόσμο δείχνοντας με σαφήνεια μια κατεύθυνση.
Αντί γι’ αυτό το πολιτικό κριτήριο, η έμφαση δίνεται στην τάχα τεχνοκρατική αρτιότητα, στην αυστηρή κοστολόγηση κ.ο.κ. Για τους θαυμαστές της κοστολόγησης, όμως, υπάρχουν εκπλήξεις. Η κ. Αχτσιόγλου, υπεύθυνη του Τομέα Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωσε με αφοπλιστική αθωότητα ότι «το ετήσιο κόστος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ φτάνει στα 5,5 δισ. ευρώ, που είναι ακριβώς το ίδιο με το κόστος του προγράμματος της ΝΔ».
Η δήλωση αυτή λέει περισσότερες αλήθειες από τις σάλτσες που, ως συνήθως, ακολουθούν: Τα δύο κόμματα, που συγκρούονται για τον «κορμό» της επόμενης κυβέρνησης, έχουν ακούσει «τη φωνή του Κυρίου» (της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και των ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ), γνωρίζουν καλά τι περιθώρια έχουν για να «ξοδέψουν» (προσοχή: όχι μόνο, ή κυρίως, για φιλολαϊκές αλλαγές), και τα υπόλοιπα αφήνονται να συγκεκριμενοποιηθούν στην πορεία των κυβερνητικών εργασιών, μετά την απομάκρυνση από το ταμείο της κάλπης.
Και επειδή στον ορίζοντα της διεθνούς οικονομίας πυκνώνουν τα σύννεφα της κρίσης αλλά και από το τέλος του 2023 θα εντατικοποιηθεί η στενή «επιτήρηση» της Τρόικας, τα προγράμματα που δεν μας δηλώνουν από ποια (ταξική) σκοπιά θα αντιμετωπίσουν αυτές τις μεγάλες δοκιμασίες πρέπει να αντιμετωπιστούν ως δημαγωγικά και παραπειστικά.
Βαλκανοθατσερισμός
Ο Μητσοτάκης είναι πιο δύσκολο να κρυφτεί. Όπως ο ίδιος δήλωσε θα επιδιώξει «μια αναπτυξιακή πολιτική, που δεν θα θέσει σε κανένα κίνδυνο στο μέλλον τη δημοσιονομική σταθερότητα…». Δεν πρόκειται για μια προειδοποίηση για αυστηρότητα απέναντι σε όλους. Η αυστηρότητα αφορά τους εργαζόμενους και τις λαϊκές τάξεις, ενώ για την κυρίαρχη τάξη ο Μητσοτάκης παραμένει γενναιόδωρος.
Το πρόγραμμα της ΝΔ «προκάλεσε αίσθημα αισιοδοξίας και κυρίως ασφάλειας στον κόσμο του επιχειρείν» δήλωσε ο Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιά, σημειώνοντας τη συνέχεια της πολιτικής μείωσης των φόρων επί των κερδών και των εργοδοτικών εισφορών, αλλά και τη σύνδεση της όποιας υπόσχεσης για αύξηση μισθών απαρέγκλιτα με την αύξηση της παραγωγικότητας. Ακριβώς στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε το ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο Liberal που σημείωσε ότι «οι μειώσεις των φόρων και των εργοδοτικών εισφορών είναι το επίκεντρο του προγράμματος της ΝΔ».
Είναι κοινό μυστικό ότι ο αποκλειστικός χρηματοδότης του (όποιου) success story της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι η αιματηρή φορολόγηση της εργατικής και λαϊκής κατανάλωσης: η εξοντωτική ακρίβεια και ο δρακόντειος ΦΠΑ πάνω στα είδη καθημερινής-υποχρεωτικής κατανάλωσης οδήγησαν στην εκτίναξη των φορολογικών εσόδων του κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρόγραμμα της ΝΔ δεν λέει κουβέντα για έναν κάποιο έλεγχο των τιμών και για όποια προοπτική μείωσης του ΦΠΑ και των άλλων αντικοινωνικών και άδικων φόρων. Αυτή η ληστεία κάνει εφικτή τη χρηματοδότηση της μείωσης των φόρων επί των κερδών, επί των μερισμάτων, επί του συσσωρευμένου πλούτου κλπ.
Ο Μητσοτάκης έθεσε ως στόχο για την επόμενη τετραετία «έναν διπλάσιο της ΕΕ ρυθμό ανάπτυξης και μια αύξηση των επενδύσεων κατά 70%». Αυτός ο στόχος (που ξεπερνά και τα πιο άγρια όνειρα των Λάτσηδων και των Βαρδινογιάννηδων που, ως πραγματική εξουσία, παραμένουν πιο «ρεαλιστές»), στα πλαίσια της αστικής πολιτικής μπορεί να επιδιωχθεί (που δεν είναι το ίδιο με το να επιτευχθεί…) με έναν και μόνο τρόπο: με την πλήρη συντριβή, με την πλήρη «κινεζοποίηση» της εργατικής τάξης και όσων ζουν από τη δουλειά τους. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρόγραμμα της ΝΔ δεν λέει κουβέντα για όποιον έλεγχο της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, για τις τραγικές συνθήκες ασφάλειας και υγιεινής στους χώρους εργασίας. Άλλωστε ο νόμος Χατζηδάκη αυτά χτίζει ως «κίνητρα» για την αιματηρή ανάπτυξη και για την προσέλκυση των διεθνών επενδύσεων. Επίσης ο Μητσοτάκης απέφυγε κάθε δέσμευση για τον καρκίνο των ιδιωτικοποιήσεων, αποσύροντας ακόμα και όσα δημαγωγικά ψέλλισε μετά το έγκλημα στα Τέμπη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι εξαγγελίες για αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις πρέπει να γίνονται κατανοητές ως προκλητικά ψέματα. Όμως ακόμα και μέσα στο δημαγωγικό οίστρο του Μητσοτάκη, τα «εάν και εφόσον» αξίζουν προσοχή. Ο κατώτατος μισθός θα φτάσει, λέει, στα 950 ευρώ στο τέλος… της επόμενης τετραετίας (το 2027!) εάν και εφόσον δεν προκύψει δημοσιονομικός κίνδυνος και εάν και εφόσον η «ανάπτυξη» το επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα. Η περικοπή των τριετιών θα καταργηθεί, λέει, για να φτάσει ο μέσος εργατικός μισθός στα 1.500 ευρώ το 2027, εάν και εφόσον η ανεργία έχει υποχωρήσει κάτω του 8% (ξεπερνώντας ακόμα και την Τρόικα, που επέβαλε την κατάργηση των τριετιών με στόχο, τάχα, να περιοριστεί η ανεργία κάτω του 10%). Οι υποσχέσεις για αυξήσεις των μισθών στο Δημόσιο συνδέονται κυρίως με κάποια «μπόνους παραγωγικότητας». Αλλά ακόμα και αν τα πιστέψει κανείς όλα αυτά, από μόνα τους δεν αρκούν για μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή ζωή: Αν η ακρίβεια και η φοροληστεία συνεχίσουν αμείωτες μέχρι το 2027, τότε ακόμα και ένας μισθός 950 ή 1.500 ευρώ, μπορεί να αποδειχθούν μισθοί πείνας.
Τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην περίθαλψη προειδοποιούν για άμεσους κινδύνους στο ΕΣΥ: Αν δεν αυξηθούν οι δαπάνες για την Υγεία, τότε οι τωρινές προγραμματικές εξυπνάδες περί «ηλεκτρονικοποίησης» της περίθαλψης, μπορεί να σημαίνουν ότι για τον απλό άνθρωπο οι δημόσιες υπηρεσίες υγείας θα περιοριστούν σε ένα ελάχιστο πεδίο κάλυψης (τις βασικές υπηρεσίες τηλε-ιατρικής) και πέραν αυτών, όποιος χρειάζεται πιο προωθημένη κάλυψη να έχει ως μόνη προοπτική τον (όλο και πιο ακριβό) ιδιωτικό τομέα.
Στο πρόγραμμα της ΝΔ για την εκπαίδευση «χώθηκαν» ατόφιες κάποιες βασικές επιλογές της Μάργκαρετ Θάτσερ: η «ελεύθερη» γονεϊκή επιλογή σχολικής μονάδας και η αποτύπωση σε voucher των υποχρεώσεων του Δημοσίου για παροχή υπηρεσιών (δωρεάν) εκπαίδευσης. Σωστά η ΟΙΕΛΕ στην ανακοίνωσή της εντοπίζει τον κίνδυνο για το δημόσιο σχολείο και θυμίζει μια διαβόητη δήλωση της Θάτσερ: «η ελεύθερη γονεϊκή επιλογή και τα voucher επέτρεψαν να αναπτυχθούν τα δημοφιλή σχολεία». Αυτά ήταν κυρίως τα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία και ένας αριθμός επιλεγμένων ημι-δημόσιων σχολείων στις συνοικίες των εύπορων ανώτερων μεσοστρωμάτων. Τα υπόλοιπα σχολεία μετατράπηκαν σε υποβαθμισμένα πάρκινγκ μελλοντικών «απασχολήσιμων». Αυτές οι «νέες ιδέες», μαζί με τη δέσμευση για κατάργηση του Άρθρου 16, με στόχο την ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αναδεικνύουν μια αδίστακτη πολιτική κατεύθυνση.
Στο ασφαλιστικό, ο Μητσοτάκης υποσχέθηκε μια ακόμα μείωση των εργοδοτικών εισφορών, κατά 1%, μέσα στο 2024. Μετά τη ληστεία των αποθεματικών κεφαλαίων των Ταμείων, μετά τις διαδοχικές μειώσεις των εργοδοτικών εισφορών της μνημονιακής περιόδου, με δεδομένο ότι η εισφορο-κλοπή και η εισφορο-αποφυγή συνεχίζουν αμείωτες ακόμα και στις πιο «κυριλέ» μεγάλες Α.Ε., η υπόσχεση αυτή ισοδυναμεί με την προαναγγελία μιας νέας γενικευμένης αντιμεταρρύθμισης στο ασφαλιστικό.
Αυτό το πρόγραμμα πρέπει να αντιμετωπιστεί από τον κόσμο της εργασίας με ανατρεπτική αγωνιστική τακτική, και στις εκλογές με ένα αποφασιστικό μαύρισμα.
ΣΥΡΙΖΑ: Νίκη τίνος; Νίκη πώς;
Τα προβλήματα του προεκλογικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται ακόμα και στον τίτλο του: «Δικαιοσύνη Παντού – Για μια Δημοκρατική Προοδευτική Διακυβέρνηση». Ο ίδιος ο όρος «διακυβέρνηση» προέρχεται από το οπλοστάσιο της νεοφιλεύθερης μεταμοντερνιάς, που ισχυρίζεται ότι στο καθεστώς δεν υπάρχει εναλλακτική, ότι η ισχύς του σύγχρονου καπιταλισμού δεν επιτρέπει τομές, αλλαγές ή ανατροπές και κατά συνέπεια τα προβλήματα αντιμετωπίζονται μέσω της διαχείρισης-διακυβέρνησης, που ο Αλ. Τσίπρας υπόσχεται ότι θα την κάνει «δημοκρατικά-προοδευτικά», με στόχο τη δικαιοσύνη παντού και προς όλους, χωρίς ταξικές επιλογές, μονομέρειες και άλλα τέτοια παλιομοδίτικα κλισέ της Αριστεράς.
Έτσι η νεολαία μπορεί να συνεχίζει να φωνάζει το σύνθημα «Το μέλλον ανήκει στον κόσμο της δουλειάς – Εμπρός για την κυβέρνηση της Αριστεράς», οι πιο έμπειροι κομματικοί να διορθώνουν με το «Αλέξη (!) γερά – να φύγει η Δεξιά!» και ο Τσίπρας να εμφανίζεται σε όλα τα επίσημα Φόρα διαβεβαιώνοντας ότι έχει βρει τη win-win συνταγή που θα ικανοποιήσει τους πάντες, τους καπιταλιστές και τους εργάτες ισομερώς, δια της «Δικαιοσύνης Παντού»…
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πρόγραμμα διαχείρισης της υπάρχουσας κατάστασης των πραγμάτων και όχι αλλαγής της.
Προφανώς δεν είναι ένα πρόγραμμα αντικαπιταλιστικό. Το πιο «τολμηρό» μέτρο που περιλαμβάνει είναι η υπόσχεση φορολόγησης των μερισμάτων, εφόσον αυτά αποφέρουν εισόδημα μεγαλύτερο των 50.000 ευρώ ετησίως, με συντελεστή 10%. Αλήθεια βρε παιδιά, γιατί ένας ραντιέρης που απολαμβάνει εισόδημα, ας πούμε 100.000 ευρώ ετησίως από μερίσματα μετοχών Α.Ε., θα φορολογηθεί με συντελεστή 10% και όχι με τον συντελεστή που αφορά την κλίμακα την εισοδήματός του;
Επίσης δεν είναι ένα πρόγραμμα αντινεοφιλελεύθερο. Γιατί στο κρίσιμο ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων ο ΣΥΡΙΖΑ, κυριολεκτικά, πάει πάσο. Τι μας λέει ο Αλ. Τσίπρας για τον ιδιωτικοποιημένο ΟΣΕ, μετά την τραγωδία στα Τέμπη; «Ανάταξη του σιδηροδρομικού δικτύου… επανεξέταση και ελέγχου υλοποίησης του επενδυτικού πλάνου της Hellenic Train, καθώς και της σύμβασης υπηρεσιών οικονομικού συμφέροντος…»! Είναι μια γραμμή πιο συντηρητική από του ΠΑΣΟΚ που μιλά για καταγγελία της Σύμβασης με την ιταλική FDSI, επιστροφή του ΟΣΕ στο δημόσιο και αναζήτηση, στο μέλλον, άλλου «στρατηγικού επενδυτή». Ο Τσίπρας προσπαθεί να ενθουσιάσει το κοινό του στις πλατείες μιλώντας για επιστροφή της ΔΕΗ στο δημόσιο. Όμως ο υπεύθυνος σύνταξης του προγράμματός του, Γ. Σταθάκης, είναι πιο προσεκτικός: «Η ανάκτηση των μετοχών της ΔΕΗ υπέρ του Δημοσίου, είναι μια σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία, που πάντως παραμένει εφικτή…». Όποιος περιμένει μια σαφή πολιτική επανακρατικοποίησης της ΔΕΗ, μάλλον θα κουραστεί να περιμένει…
Επίσης το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν λέει τίποτα σαφές για την αντιμετώπιση της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Και θα όφειλε να λέει, γιατί επί ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ η μάστιγα των «συμβάσεων» έργου, ορισμένου χρόνου, εποχικών κλπ εκτινάχθηκε πέρα από κάθε όριο, ξεπέρασε για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού το 50% των νέων συμβάσεων πρόσληψης το 2016. Η κ. Αχτσιόγλου υπήρξε η πρώτη υπ. Εργασίας που επέτρεψε τη «στελέχωση» του πιο σκληρού πυρήνα του υπ. Εργασίας (δηλαδή της Επιθεώρησης Εργασίας) με «συμβασιούχους» έργου ή συγκεκριμένου χρόνου, μετατρέποντας έτσι τις διαδικασίες εποπτείας της αγοράς εργασίας σε κακόγουστο ανέκδοτο. Τα ίδια (και ίσως χειρότερα) έγιναν στα νοσοκομεία, στο ΕΚΑΒ, στην Πυροσβεστική, παντού.
Όμως το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ούτε καν αντιμνημονιακό ή, έστω, μετα-μνημονιακό. Ο Τσίπρας κοκορεύεται ότι η κυβέρνησή του «έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια». Αυτό ισχύει για τους τραπεζίτες, τους βιομήχανους και τους εφοπλιστές, αλλά όχι για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους. Τι είναι αυτό που απαγορεύει την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού που κόπηκαν από τους δημόσιους υπαλλήλους με τα μνημόνια; Μα ακριβώς η συμφωνία που υπέγραψε ο Τσίπρας με τους δανειστές το 2018, και ψευδεπίγραφα ονομάστηκε «έξοδος από τα μνημόνια»! Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται σήμερα την «επαναφορά της 13ης σύνταξης». Δεν είναι ακριβές: υπόσχεται ένα «επίδομα» ίσο με την 13η σύνταξη στους χαμηλοσυνταξιούχους μέχρι τα 500 ευρώ και αναλογικά μειωμένο σε όλα τα υψηλότερα κλιμάκια συντάξεων. Ακόμα και σχετικά με αυτό το «επίδομα», δεν είναι σαφές αν θα πρόκειται για εφάπαξ καταβολή, για υποχρέωση του κράτους υπό προϋποθέσεις ή για μόνιμη παροχή. Πρόκειται για μια άγρια υποβάθμιση της έννοιας της σύνταξης: Υπενθυμίζουμε ότι προ μνημονίων η 13η και η 14η σύνταξη δεν ήταν «φιλοδωρήματα» που η κάθε κυβέρνηση προσδιόριζε κατά το δοκούν, αλλά μια μόνιμη κατάκτηση που προέκυπτε από την καταβολή εισφορών, επί 14 μισθών ετησίως, για πάνω από 35 χρόνια εργάσιμου βίου.
Ο Τσίπρας υπόσχεται στις πλατείες τη θεσμοθέτηση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Προσαρμογής (ΑΤΑ). Στις παρούσες συνθήκες ακρίβειας και πληθωρισμού θα ήταν μια σοβαρή κατάκτηση, αν εφαρμοζόταν σε βάθος χρόνου. Όμως το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν λέει αυτό: Μιλά για μια και μόνο αύξηση των μισθών στο ύψος του προηγούμενου πληθωρισμού και στη συνέχεια παραπέμπει το ζήτημα της ΑΤΑ στην υποχρέωση… συμφωνίας με τις εργοδοτικές οργανώσεις! Όποιος έχει εικόνα για τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης μέσα στους εργατικούς χώρους, που διαμορφώθηκε μέσα στη μνημονιακή περίοδο (με την αναλογούσα συνευθύνη του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ), γνωρίζει ότι αυτή η «εκδοχή» της ΑΤΑ είναι μια πλήρης κοροϊδία των εργαζομένων.
Μέσα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ξεχωρίζουν και κάποιες επιλογές κυριολεκτικά επικίνδυνες. Οι θέσεις για τα ελληνοτουρκικά προτρέπουν «στη σταδιακή επέκταση σε κάθε (!) τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου (!!) των χωρικών υδάτων της Ελλάδας σε 12 ναυτικά μίλια». Αν στον ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν ειλικρινά με αυτήν τη θέση (και δεν την «πετούν» ψηφοθηρικά αναζητώντας ακροατήρια στην εθνικιστική ακροδεξιά) τότε θα έπρεπε να δηλώνουν ανοιχτά τη συμφωνία τους με τα εξοπλιστικά προγράμματα και να ζητούν ακόμα περισσότερα πολεμικά αεροπλάνα, πλοία ή πυραύλους. Γιατί όποιος δεν θέλει να κοροϊδεύει τον εαυτό του και τους άλλους, γνωρίζει ότι η θέση αυτή οδηγεί άμεσα σε μια μεγάλη πολεμική αναμέτρηση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτή η απολύτως παραπειστική και ψηφοθηρική, αυτή η αναξιόπιστη προγραμματική αμφισημία, καθορίζει τελικά και την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα της επιδιωκόμενης κυβέρνησης.
Αν ο Τσίπρας είχε πράγματι ως αποκλειστικό στόχο μια (έστω…) «προοδευτική κυβέρνηση», θα όφειλε ήδη να έχει ανοίξει την προγραμματική διεργασία, θα όφειλε ήδη να έχει επιβάλει τουλάχιστον στο ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη τους μίνιμουμ όρους για το σχηματισμό μιας τέτοιας κυβέρνησης. Αν ο Τσίπρας πίστευε πράγματι, ότι μέσω της απλής αναλογικής θα προκύψει από τα κάτω μια κάποια «προοδευτική» συμμαχία, θα όφειλε ήδη να έχει ασκήσει «συμμαχική» πίεση προς το ΠΑΣΟΚ (αλλά και προς το ΜΕΡΑ25) και να έχει αποφύγει τις αλαζονικές εξυπνάδες ότι «δεν θα επιχειρήσει κυβέρνηση ηττημένων». Λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, τίποτε από αυτά δεν έχει γίνει. Και αυτό δείχνει με σαφήνεια ότι –παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις…– το σενάριο μιας κυβέρνησης «ευρύτερων συναινέσεων» παραμένει για τον ΣΥΡΙΖΑ ανοιχτό, εάν και εφόσον η κυρίαρχη τάξη και το εκλογικό αποτέλεσμα το καταστήσουν αναγκαίο.
Στις επερχόμενες εκλογές είναι αναγκαίο να μαυριστεί ο Μητσοτάκης. Είναι όμως επίσης αναγκαίο, να ενισχυθεί η πεποίθηση ότι, από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων, η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί λύση, ούτε καν υποκατάστατο μιας μετριοπαθούς και μεσοβέζικης λύσης.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά
**Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού