Φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της Λαϊκής Ενότητας εν όψει της Πανελλαδικής της Συνδιάσκεψης.
«Όταν γυρίσω,
Θα γυρίσω με τα ρούχα και τ’ όνομα ενός άλλου.
Κανείς δε θα με περιμένει.
Κι’ αν δε με γνωρίσεις και πεις
«Δεν είσαι εσύ»,
θα σου δώσω σημάδια, να πιστέψεις.»
[Θ. Αγγελόπουλος «Το βλέμμα του Οδυσσέα», Σενάριο 112, 1993]
Η πολιτική συγκρότηση της Λαϊκής Ενότητας, όσο και επιμέρους πολιτικών σχημάτων που την συναπαρτίζουν, θέτει για μια καινούρια φορά την αναγκαιότητα διαλόγου και προσδιορισμού βασικών φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών, που έχουν νευραλγική σημασία σε σχέση με την μέχρι σήμερα εμπειρία του αριστερού και επαναστατικού κινήματος. Χρειάζεται εκ νέου να αποτυπώσουμε χαρακτηριστικά που επιχειρούν γόνιμα να υπερβούν τις καταγραμμένες ανεπάρκειες, να αποφεύγουν δογματισμούς και να θεμελιώνονται στη διαλεκτική προσέγγιση των πραγμάτων, να θέτουν τις αθέατες πλευρές των αριστερών πολιτικών συγκροτήσεων. Κι’ όλα αυτά βέβαια σε μια γενική κατεύθυνση αντιμνημονιακή, ριζοσπαστική, αντισυστημική, με ενωτικές απευθύνσεις και πρακτικές, με την προτεραιότητα στην ανάπτυξη και τον ρόλο του λαϊκού παράγοντα, με την στρατηγική στόχευση της γενικευμένης σοσιαλιστικής χειραφέτησης. Έτσι, επιχειρείται μια ορισμένη ανάλυση τέτοιου είδους φυσιογνωμικών γνωρισμάτων, μεταξύ άλλων προφανώς χαρακτηριστικών.
Λαϊκοί αγωνιστές νέου τύπου
Στην μέχρι τώρα ιστορική εξέλιξη του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος υπήρξαν στο εσωτερικό του και αναπαράχθηκαν αδιατάρακτα σχεδόν χαρακτηριστικά του ίδιου του αστικού καταμερισμού εργασίας. Λειτούργησε μια τρισδιάστατη διάσπαση ανάμεσα στην πολιτική καθοδήγηση – κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, στην εργασιακή και συνδικαλιστική δραστηριότητα και στην ξεχωριστή διανοητική του διάσταση, μια αναπαραγωγή του αστικού διαχωρισμού διευθυντικής / εκτελεστικής εργασίας. Στην κορυφή με καθοριστικό ρόλο πάντοτε τοποθετούνταν μια ηγετική ομάδα με επαγγελματικά συνήθως χαρακτηριστικά, που σε σημαντικό βαθμό μονοπωλούσε και την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, και πλαισιώνονταν από μια ευρύτερη επαγγελματική πολιτική γραφειοκρατία. Σ’ ένα επόμενο επίπεδο, με την μορφή της εκτελεστικής εργασίας, τοποθετούνταν οι λαϊκοί αγωνιστές του αριστερού κινήματος, ενταγμένοι στην παραγωγική εργασία και με κύρια διέξοδο τον εργατικό κυρίως συνδικαλισμό, οι οποίοι βρίσκονταν υπό την καθοδήγηση των πολιτικών ηγετικών κλιμακίων. Παράμερα εντελώς τοποθετούνταν, χωρίς ιδιαίτερη συνήθως πολιτική βαρύτητα, η διανόηση του πολιτικού σχηματισμού, με χαρακτηριστικά απολογητισμού και σπανίως ερευνητικού ανεξάρτητου μαρξιστικού ρόλου : Τα θεωρητικά της συμπεράσματα όφειλαν πάντοτε να συμβαδίζουν με τις κατευθύνσεις της κυρίαρχης πολιτικής γραφειοκρατίας.
Η πολιτική ανεπάρκεια και τα οδυνηρά αποτελέσματα αυτού του πολιτικού μοντέλου υπόστασης των σχηματισμών της Αριστεράς είναι καταφανής σε όλη την διαδρομή της, ενώ και σήμερα συνεχίζει να λειτουργεί αυτός ο αστικός καταμερισμός εργασίας στο εσωτερικό της. Είναι φανερό ότι πρόκειται για ένα αλλοτριωτικό μοντέλο, που βρίσκεται μακράν του δρόμου της κοινωνικής απελευθέρωσης και στα σίγουρα δεν συμβαδίζει με το αίτημα της εργατικής χειραφέτησης. Ενδεικτικά παραδείγματα καταστρεπτικών συνεπειών αυτού του προτύπου, που συνεχίζουν και σήμερα, η καλλιέργεια του αρχηγισμού και βοναπαρτισμού, η επικράτηση του πολιτικού υποκειμενισμού και ιδεολογισμώναναντίστοιχων με την ταξική πραγματικότητα, η διαιώνιση των πολιτικών γραφειοκρατιών κλπ.
Στη σημερινή περίοδο, έχοντας επίγνωση της χρεοκοπίας και των τριών ιστορικών αριστερών ρευμάτων και των αντίστοιχων οργανωτικών τους μοντέλων (σοσιαλδημοκρατίας, παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος και ανανεωτικής εκσυγχρονιστικής Αριστεράς), για να δρομολογηθεί μια ιστορική υπέρβαση, χρειάζεται μεταξύ των άλλων να βασίσει την υπόστασή της στον νέο τύπο των λαϊκών αγωνιστών, που για να υπάρχουν ως μαρξιστές, αντικαπιταλιστές, ριζοσπάστες, κομμουνιστές κλπ., θα πρέπει να ενσαρκώνουν ταυτόχρονα και υποχρεωτικά και τις τέσσερεις διαστάσεις της αριστερής πολιτικής στην ύπαρξή τους : Να εντάσσονται στην παραγωγική εργασία υποχρεωτικά, χωρίς να αποσπώνται από αυτήν παρά μόνον εκ περιτροπής και για καθορισμένο χρονικό διάστημα, πράγμα που απαιτεί την κατάργηση κάθε μορφής επαγγελματικής πολιτικής γραφειοκρατίας. – Να έχουν ως πρωταρχικό πεδίο παρέμβασης την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος στον αντίστοιχο χώρο εργασιακής τους ένταξης, πέρα από κάθε μορφή «αποσπάσεων» και λοιπών παθογενειών. –Να αναδεικνύουν την πολιτική αριστερή τους δραστηριότητα στη βάση των ίδιων των πραγματικών ταξικών αναγκών απελευθέρωσης και χειραφέτησης των εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων κ.ά. – Να λειτουργούν ως φορείς ενός συστηματικού μαρξιστικού διαφωτισμού, έναντι του πολιτικού εμπειρισμού που κυριολεκτικά «σπάζει κόκκαλα» σε όλο το αριστερό κίνημα, σχεδόν χωρίς εξαίρεση.
Πολιτικός οργανισμός εκπροσώπησης ή λαϊκής οργάνωσης ;
Μέχρι σήμερα τα αριστερά προοδευτικά κόμματα λειτουργούσαν ως επί το πλείστον με την κυρίαρχη λογική της «εκπροσώπησης», και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικά κοινοβουλευτικής, του εργατικού και λαϊκού κινήματος, των υποτελών κοινωνικών τάξεων. Αυτό, πέραν των μαζικών κινηματικών διαστάσεων της παρέμβασής τους, που πάντοτε όμως θεωρούνταν υποδεέστερες των κοινοβουλευτικών εκπροσωπήσεων, οδηγούσε συστηματικά σε μια ορισμένη μορφή υπαγωγής της αριστερής κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας στο σύστημα του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αν τώρα σκεφτεί κανείς ότι τα στρώματα που πραγμάτωναν αυτή την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση ανήκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου στις νέες μικροαστικές τάξεις της διανοητικής εργασίας, αντιλαμβάνεται ότι αυτού του τύπου η εκπροσώπηση επέφερε συνολικά την υπαγωγή της Αριστεράς στους κανόνες του αστικού κοινοβουλευτικού παιχνιδιού. Αυτή η μετατόπιση στάθηκε μοιραία, εφόσον μετέτρεπε τους αριστερούς πολιτικούς σχηματισμούς σε κλασικά κοινοβουλευτικά κόμματα, που σ’ αυτή τους την λειτουργία δύσκολα διαφοροποιούνταν από το αστικό πολιτικό σύστημα.
Κλασσικό παράδειγμα μιας τέτοιας λειτουργίας στο πρόσφατο παρελθόν ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, που παρόλη την γεωμετρική διεύρυνση της εκλογικής του επιρροής, παρέμενε σχηματισμός των κοινοβουλευτικών εκπροσωπήσεων των λαϊκών τάξεων με οδυνηρές συνέπειες στην πορεία των πραγμάτων. Η μνημονιακή του μεταστροφή του καλοκαιριού 2015 δεν συνάντησε την ευθεία αντίθεση των λαϊκών τάξεων, που είχαν «αφεθεί» στην κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση (ανάθεση), ενώ τον τελικό και καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές επιλογές δεν τον διαδραμάτισε ούτε το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, ούτε οι αναιμικές κοινωνικές του συγκροτήσεις, αλλά η κοινοβουλευτική του ομάδα που εκ της φύσεώς της (ως φορέας μικροαστικής εκλογικής εκπροσώπησης) υιοθέτησε στην μεγάλη της πλειοψηφία τον μνημονιακό μετασχηματισμό.
Σε μια περίοδο έτσι όπως η σημερινή, όπου η πολύχρονη μνημονιακή επίθεση και τα αλλεπάλληλα πλήγματα στις λαϊκές τάξεις έχουν επιφέρει μια σχετική υποχώρηση του ίδιου του κοινωνικού κινήματος, η εξάντληση ενός αντιμνημονιακού, ριζοσπαστικού πολιτικού σχηματισμού στην επιδίωξη μονομερούς «εκπροσώπησης» των κυριαρχούμενων τάξεων είναι πλέον απρόσφορη. Απεναντίας εκείνο που είναι ζωτικά αναγκαίο είναι η λειτουργία του αντικαπιταλιστικού πολιτικού υποκειμένου ως οργανωτή, συνδικαλιστικού, ιδεολογικού και πολιτικού, των λαϊκών δυνάμεων, στην κατεύθυνση της κινηματικής τους ανάταξης και ενεργοποίησης. Αυτό είναι που μπορεί να δώσει βαρύνοντα ρόλο στις κοινωνικές συγκροτήσεις των εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων κλπ, να κατοχυρώσει την κυρίαρχη παρουσία τους, που είναι η μόνη ικανή να επικαθορίσει και τις διαδικασίες της πολιτικής κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.
Κόμμα του μαρξιστικού λαϊκού διαφωτισμού
Έχει πλέον ιστορικά αποδειχθεί η επάρκεια του επιστημονικού σοσιαλισμού, όπως αναπτύχθηκε από τους θεμελιωτές του στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ από την άλλη πλευρά έχει γίνει πολλαπλά καταφανές το γεγονός ότι οι μεθύστεροιεπικαθορισμοί του μαρξισμού στη διάρκεια του 20ου αιώνα (μαρξισμός – λενινισμός, τροτσκισμός, μαοϊσμός) έκφρασαν επιμέρους αλήθειες του κινήματος, όσο όμως και ανεπάρκειες, που με την απολυτοποίησή τους οδήγησαν σε σοβαρές στρεβλώσεις της κομμουνιστικής θεωρίας και πολιτικής. Έτσι για να πάρουμε ένα και μόνον παράδειγμα, από την πιο εμβληματική περίπτωση, αυτήν του σοβιετικού μαρξισμού (μαρξισμού – λενινισμού), που άσκησε και την μεγαλύτερη επίδραση στο αριστερό κίνημα, μπορούμε να δούμε προωθητικές εκφάνσεις της επαναστατικής στρατηγικής όπως η εισαγωγή και ανάπτυξη της σοβιετικής εργατικής δημοκρατίας, η απόπειρα της εκ βάθρων επαναθεμελίωσης του κράτους, οι θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό κλπ. Από την άλλη όμως πλευρά μπορούμε να διαπιστώσουμε σημαντικές ανεπάρκειες της λενινιστικής θεώρησης των πραγμάτων, όπως η εισαγωγή της συνείδησης «από τα έξω» στο λαϊκό επαναστατικό κίνημα, η ίδια η δομική συγκρότηση του κόμματος νέου τύπου, η αναπαραγωγή των αστικών προτύπων καταμερισμού της εργασίας στην εργοστασιακή παραγωγή κ.ά. Το ίδιο ισχύει προφανώς και με τα άλλα ρεύματα επικαθορισμού του μαρξισμού (τροτσκισμός, μαοϊσμός κλπ.), γι’ αυτό και είναι περισσότερο αναγκαία η επικέντρωση στις αφετηριακές σταθερές, συντεταγμένες, έννοιες, μεθοδολογίες που αναδείχθηκαν στο έργο των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς.
Κατά συνέπεια θεωρητικός οδηγός ενός σύγχρονου επαναστατικού κόμματος είναι ο «αφετηριακός» μαρξισμός, τον οποίο μπορεί κανείς να δει να εμπλουτίζεται από την συμβολή τόσο των επαναστατικών ηγετών του 20ου αιώνα της ρωσικής και κινέζικης επανάστασης, όσο όμως και από την πολύμορφη συμβολή των συγχρόνων τους Α. Γκράμσι, Ρ. Λούξεμπουργκ κλπ., καθώς και των θεωρητικών επιγόνων ( Λ. Αλτουσέρ, Ρ. Μπάρο, Ν. Πουλαντζάς κ.ά.). Και βέβαια στο σημερινό εγχείρημα πολιτικής ανασύνταξης των αντιμνημονιακών, ριζοσπαστικών, αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, πέραν των αναγκαίων θεωρητικών αναφορών, νευραλγικής σημασίας ζήτημα είναι ο ίδιος ο μαρξιστικός διαφωτισμός του αριστερού κόσμου, με δεδομένο ότι επί μακρά σειρά ετών κυριαρχεί ο στείρος και άγονος πολιτικός «εμπειρισμός», που βρίσκεται στην αφετηρία πολύμορφων στρεβλώσεων και ανεπιτυχών πολιτικών πρακτικών. Ουσιαστικά όλες οι σημερινές επικρατούσες θεωρήσεις χρειάζεται να επαναθεμελιωθούν στη βάση του επιστημονικού σοσιαλισμού, προκειμένου να αποκτήσουν θεμέλια τεκμηρίωσης και πολιτικής αποτελεσματικότητας. Και μια τέτοια αναγεννησιακή διαδικασία μαρξιστικού επαναπροσδιορισμού απαιτείται να γίνεται κτήμα των ίδιων των λαϊκών αγωνιστών, προκειμένου να είναι ταυτόχρονα τόσο κομμουνιστές όσο και μαρξιστές, έννοιες που στην ιστορική διαδρομή του κινήματος δεν συμβάδιζαν αναγκαστικά, με την μονοδιάστατη επικράτηση του πολιτικού κομμουνιστή, και την περιθωριοποίηση και εξοβελισμό των μαρξιστών διανοητών (μεταξύ πολλών άλλων παραδειγμάτων Ε. Μπιτσάκης στο ΚΚΕ, Λ. Αλτουσέρ στο γαλλικό ΚΚ κ.ά.).
Επαναστατικός χαρακτήρας του πολιτικού υποκειμένου
Ο επαναστατικός χαρακτήρας ενός σύγχρονου αριστερού πολιτικού σχηματισμού για να είναι τέτοιος θεμελιώνεται σε πολλαπλά επίπεδα :
Στο πεδίο των στρατηγικών στοχεύσεων, που ο κεντρικός σοσιαλιστικός τους πυρήνας περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων και εντελώς κωδικοποιημένα : Την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής, την απαρχή κατάργησης των εκμεταλλευτικών και εξουσιαστικών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. – Το νέο οριζόντιο καταμερισμό της εργασίας, της γνώσης και της εξουσίας, δηλαδή την καθαίρεση της ταξικής διαστρωμάτωσης όχι μόνον στο επίπεδο αστικής τάξης – εργατικής τάξης, αλλά και στο ίδιο το εσωτερικό του συλλογικού εργαζόμενου. – Τη συντριβή των αστικών κατασταλτικών μηχανισμών και των μηχανισμών ιδεολογικής χειραγώγησης και την αντικατάστασή τους με μορφές άμεσης και αντιπροσωπευτικής εργατικής δημοκρατίας, λαϊκής εξουσίας. – Την ολόπλευρη απελευθέρωση της γυναίκας και των ζευγαριών από τις δραστηριότητες του νοικοκυριού και της ανατροφής των παιδιών, την υπέρβαση της αστικής οικογένειας, και την απελευθέρωση των συντροφικών, ερωτικών και κοινωνικών σχέσεων σε καθολικό κοινωνικό επίπεδο κλπ.
Στο επίπεδο της παρέμβασης στην κάθε φορά διαμορφωμένη ιστορική συγκυρία της πάλης των τάξεων, την καθοριστική συμβολή στην ανάπτυξη μιας αντικαπιταλιστικής αντιπαλότητας στα καίρια ζητήματα που αφορούν τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση την εφαρμογή των συνεχών μνημονίων, την υπεράσπιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, την αποκατάσταση των αμοιβών και των όρων της μισθωτής εργασίας κ.ά. Αυτό δεν μπορεί να γίνεται με όρους μονοδιάστατα καταγγελτικούς, αλλά με την προαγωγή των δράσεων του εργατικού συνδικαλιστικού και ευρύτερου κοινωνικού κινήματος, προκειμένου να προωθείται η αλλαγή του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων και να επιτυγχάνονται επιμέρους ή ευρύτερες υποχωρήσεις της αστικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Μια τέτοια δραστηριότητα δεν μπορεί να μετατοπίζει τις επιδιώξεις και προσδοκίες των λαϊκών τάξεων στο «υπερπέραν», ούτε να τις υποκαθιστά με τις εδώ και τώρα επαναστατικές επικλήσεις.
Τέλος στο μεσοπρόθεσμο επίπεδο, της οργανικής σύνδεσης τακτικής και στρατηγικής, νευραλγικής σημασίας είναι η συστηματική προαγωγή ενός μεταβατικού ριζοσπαστικού προγράμματος που συνδέει τις άμεσες λαϊκές αναγκαιότητες με τις κεντρικές στρατηγικές στοχεύσεις. Μ’ αυτή την έννοια στην όλη επαναστατική διαδικασία δεν μπορεί να παρεμβάλλονται «ενδιάμεσα στάδια» (π.χ. αντιμονοπωλιακή δημοκρατία, εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών πρώτα και μετά ανάταξη των πραγμάτων, αρχικά παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και κατόπιν κοινωνική δικαιοσύνη κλπ.). Το κρίσιμο σημείο στην σύνδεση τακτικής και στρατηγικής είναι η αποφυγή τόσο ιδεοληπτικών απογειώσεων εν όψει μιας ιδεοληπτικής «δεύτερης παρουσίας», όσο και μορφών ενσωμάτωσης της αριστερής πολιτικής στο αστικό οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο. Π.χ. η επιδιωκόμενη εισοδηματική αναδιανομή και αποκατάσταση των μισθών και συντάξεων σήμερα, δεν αντιπροσωπεύει έναν παρωχημένο κεϋνσιανισμό (που ωστόσο είναι κόκκινο πανί για την σύγχρονη αστική τάξη), «μεταρρυθμιστικού» χαρακτήρα, αλλά μια αντικαπιταλιστική τομή που αμφισβητεί έμπρακτα τις ίδιες τις διαδικασίες καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κερδοφορίας.
Ενιαίο κόμμα με τάσεις ή μέτωπο πολιτικών συγκροτήσεων ;
Είναι περισσότερο από αναγκαία η ενιαία πολιτική οργάνωση του αντιμνημονιακού αγώνα, της ριζοσπαστικής πολιτικής, του αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού, της σοσιαλιστικής αναφοράς. Αυτό βέβαια με την δημοκρατική ύπαρξη και ανοιχτή λειτουργία ιδεολογικών τάσεων, στα πλαίσια των γενικών κατευθύνσεων του ενιαίου πολιτικού οργανισμού. Η συγκρότηση της Λαϊκής Ενότητας ως αθροίσματος – μετώπου πολλαπλών πολιτικών υποκειμένων, και με τα περιορισμένα μεγέθη που καταγράφονται, είναι απρόσφορη μορφή οργάνωσης με πολλαπλές επιζήμιες συνέπειες. Η ίδια η πρόσφατη εμπειρία δείχνει κατά τον σαφέστερο τρόπο ότι σ’ αυτή την περίπτωση υιοθετούνται και εφαρμόζονται διπλές κομματικές πολιτικές λειτουργίες, που σε πολλές περιπτώσεις κάνουν στην άκρη αυτή την ίδια την μετωπική συμπαράταξη και προβάλλουν στο προσκήνιο τις επιμέρους υποκειμενικότητες, διαφοροποιημένες ιδεολογικές θεωρήσεις χωρίς ουσιαστικές πολιτικές αποκλίσεις.
Είναι φανερό ότι εφόσον αποκλεισθεί ο ενιαίος οργανισμός πολιτικής ενότητας, και σε καμία περίπτωση ιδεολογικής ταύτισης, και επικρατήσει η αντίληψη του μετώπου επιμέρους πολιτικών συγκροτήσεων, υπονομεύεται καίρια η δημοκρατία και η αποτελεσματικότητα στη λειτουργία και στις παρεμβάσεις. Η δημοκρατία δυσχεραίνεται από τους εκ των πραγμάτων υπαρκτούς ανταγωνισμούς, και μάλιστα με οργανωτικούς όρους : Εκείνο που χρειάζεται να εκφράζεται πολιτικά δεν είναι ένα «μικρό κοινοβούλιο» των οργανώσεων της ριζοσπαστικής, αντισυστημικής κλπ. Αριστεράς, αλλά πρωτίστως ρεύματα του λαϊκού κινήματος, μορφές πολιτικών πρακτικών, και γενικότερα η ίδια η κίνηση του λαϊκού παράγοντα. Και από την άλλη πλευρά, η μετωπική υπόσταση της πολιτικής συγκρότησης, σε σχέση με τον ενιαίο χαρακτήρα, οδηγεί σε ατέρμονες διαδικασίες αναζήτησης ουσιαστικά ιδεολογικών συγκλίσεων, και ευρύτερα σε μια παραλυτική λειτουργία που επιφέρει μια συστηματική αναποτελεσματικότητα.
Άλλωστε η λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ ως ενιαίου σχηματισμού με ιδεολογικές τάσεις ήταν επιτυχής, και σε καμία περίπτωση δεν συνέργησε στη μνημονιακή του μετάλλαξη, την υπόκλισή του στα συμφέροντα της αστικής πολιτικής. Εντελώς διαφορετικές ήταν οι αφετηρίες αυτού του μετασχηματισμού, όπως μετατόπιση του κέντρου βάρους από το πολιτικό κόμμα στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, εγκατάλειψη της πολιτικής του λαϊκού ριζοσπαστισμού κλπ. Σε κάθε περίπτωση τα πολιτικά σχήματα ενός πιθανού μετώπου, από μόνα τους, στην μέχρι σήμερα ιστορική τους διαδρομή, δεν είχαν καμιά μαζική λαϊκή ανάπτυξη, πράγμα που μόνον ο ενιαίος σχηματισμός μπορεί να επιτύχει. Σε κάθε περίπτωση με την διαφορετική ηλικιακή σύνθεση των επιμέρους σχημάτων, μπορεί να επιτευχθεί και η οργανική ενότητα στο εσωτερικό του ενιαίου κόμματος μεταξύ των συνταξιούχων, των εργαζομένων και της νεολαίας, που ξεχωριστά συσπειρώνονται σε διαφορετικές πολιτικές οργανώσεις (Αριστερό Ρεύμα = ως επί το πλείστον περισσότεροι αγωνιστές της προηγούμενης γενιάς και σε δυσανάλογο ποσοστό συνταξιούχοι, ΑΡΑΝ – ΑΡΑΣ = συντριπτικά νεολαιίστικες οργανώσεις, Κόκκινο= μεγαλύτερη αναλογικά παρουσία εργαζομένων).
Σχηματισμός σύζευξης εργατικής πρωτοπορίας και μαρξισμού
Ο πυρήνας ενός σύγχρονου επαναστατικού κόμματος συντίθεται από πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και του ευρύτερου κοινωνικού κινήματος (ανέργων, συνταξιούχων, νεολαίας, οικολογικών, φεμινιστικών κλπ.) με τις ριζοσπαστικές δυνάμεις της μαρξιστικής διανόησης που γενικά ανήκουν στα μισθωτά στρώματα της διανοητικής εργασίας. Όσο συσπειρώνει την εργατική τάξη, πρωτίστως της καπιταλιστικής παραγωγής, και παράλληλα του δημόσιου τομέα, άλλο τόσο υπερβαίνει συστηματικά τον «εργατισμό» και προβάλλει στρατηγικά την προοπτική γενικευμένης χειραφέτησης της εργασίας, τέτοια που να ξεπερνάει την ίδια την εργατική τάξη, σε μια κατεύθυνση κοινωνικής ισότητας και κατάργησης των ταξικών διαστρωματώσεων. Η πολιτική πρωτοπορία δεν υφίσταται αυτοτελώς και ανεξάρτητα : απεναντίας δεν είναι παρά το πολιτικό αποτέλεσμα αυτής της αφετηριακής και γενεσιουργού συγχώνευσης μισθωτής εργασίας και μαρξιστικής διανοητικής παραγωγής.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση, εκείνο που είναι επιτακτικά αναγκαίο να ξεπεραστεί τελεσίδικα στα πλαίσια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, είναι τα εκτεταμένα φαινόμενα ηγεμονίας των μικροαστικών τάξεων και της πολιτικής γραφειοκρατίας στους κόλπους της, που έχουν ταλανίσει τα μέγιστα τις αριστερές δυνάμεις στις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτό γιατί από μια γενική άποψη το μεν ΚΚΕ ηγεμονεύονταν από στρώματα των παραδοσιακών μικροαστικών τάξεων (πράγμα που συστηματικά αναπαρήγε την αντιμονοπωλιακή εκτροπή και την υπόκλιση στο ανατολικό μοντέλο), η δε ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά ηγεμονεύονταν ασφυκτικά από τμήματα των νέων μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας. Άλλωστε δεν ήταν παρά αυτά τα τελευταία που πήραν το πάνω χέρι στην τελευταία τριετία στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτά που στήριξαν τη μνημονιακή μετάλλαξη, αυτά που εκπροσωπούν την πολιτική του «μικροαστικού εκσυγχρονισμού» της σημερινής διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Πρόκειται για κομβικό ζήτημα καθοριστικής σημασίας, γιατί δεν μπορείς να επικαλείσαι την εργατική χειραφέτηση όταν στους αριστερούς πολιτικούς οργανισμούς κυριαρχεί η παραδοσιακή και νέα μικροαστική ηγεμονία. Πολύ περισσότερο μάλιστα, που τόσο το ΚΚΕ, και πολύ περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν κατόρθωσαν ιστορικά να αποκτήσουν οργανικές σχέσεις (εν αντιθέσει με την ιστορική ελληνική σοσιαλδημοκρατία) συσπείρωσης και εκπροσώπησης τόσο με τα τμήματα του βιομηχανικού προλεταριάτου, όσο και με τις ευρύτερες εργατικές δυνάμεις της συνολικής καπιταλιστικής παραγωγής. Αντί η πολιτική αριστερή υπόσταση να είναι ακριβώς η έκφραση της συγχώνευσης επιστημονικού σοσιαλισμού και εργατικής πρωτοπορίας, απεναντίας κυριαρχούσε στην Αριστερά η παντοδυναμία του πολιτικού στοιχείου, που ερχόταν εκ των υστέρων να «συνδεθεί» με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, κι’ αυτό χωρίς ιδιαίτερη σχέση με την μαρξιστική διανοητική παραγωγή.
Όσο η επαναστατική Αριστερά αδυνατεί να προσδιορισθεί μ’ αυτή την μορφή (σύζευξης εργατικού κινήματος και μαρξισμού), άλλο τόσο θα συνεχίσει να προσδιορίζεται μονομερώς στο αποκλειστικό πεδίο της «πολιτικής», και μ’ αυτή την έννοια θα αδυνατεί να επηρεάσει στρώματα της μισθωτής εργασίας, όσο και να έχει την απαραίτητη κοινωνική κινηματική αποτελεσματικότητα. Η αρχή του ότι «η χειραφέτηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί παρά να είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης» συνεχίζει να έχει την επικαιρότητα και τη σημασία της.
Πολιτικός οργανισμός της αντικαπιταλιστικής διαπάλης
Κύριο χαρακτηριστικό που διαπερνά όλο το εύρος ενός σύγχρονου επαναστατικού πολιτικού σχηματισμού δεν είναι άλλο από τον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, τόσο στο επίπεδο της τακτικής όσο και σε εκείνο της στρατηγικής. Αυτό το θεμελιώδες χαρακτηριστικό δεν μπορεί να επισκιάζεται από οποιαδήποτε άλλη πλευρά της πολιτικής και κοινωνικής του φυσιογνωμίας, ούτε να μετατοπίζεται για ένα «μεθύστερο στάδιο», όπου θα συντρέχουν ευνοϊκότεροι όροι για τον μεταβατικό ριζοσπαστικό μετασχηματισμό. Ο αντιμνημονιακός αγώνας είναι βαθειά αντικαπιταλιστικός, όχι μόνον γιατί αντιτίθεται σε εξωγενείς επικαθορισμούς (επιβολή αντιλαϊκών ρυθμίσεων από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς), αλλά και γιατί και κυρίως αντιπαλεύει τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες ο ελληνικός καπιταλισμός επιδιώκει να ξεπεράσει την κρίση του (μείωση μισθών, συντήρηση της ανεργίας, αποδόμηση εργασιακών σχέσεων, αποδιάρθρωση δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών κλπ.).
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε οι κατευθύνσεις προώθησης της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», και διαμέσου αυτής της «ανάπτυξης» της εθνικής οικονομίας, είναι τουλάχιστον προβληματικές, δηλαδή δεν συνάδουν με μια αντικαπιταλιστική οικονομική πολιτική. Κι’ αυτό γιατί αυτή η «ανασυγκρότηση», μέσα σε καθεστώς πλήρους κυριαρχίας του ιδιωτικού επιχειρηματικού κεφαλαίου, δηλαδή συνεχούς αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί οικονομικές αναδιαρθρώσεις, εντός των υφισταμένων αστικών πλαισίων, που οδηγούν εκ των πραγμάτων στην προαγωγή της καπιταλιστικής «ανάπτυξης» και συσσώρευσης. Μ’ άλλες λέξεις ένας τέτοιος οικονομικός προσανατολισμός έχει ισχυρά χαρακτηριστικά του οικονομισμού (ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και μετά θέση του ζητήματος των εκμεταλλευτικών και εξουσιαστικών παραγωγικών σχέσεων) που τόσο έχει ταλανίσει το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα στην πορεία του τον 20ο αιώνα.
Τα αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, πέραν του καθαρά αντιμνημονιακού τους περιεχομένου στις σημερινές συνθήκες, έχουν στο επίκεντρό τους την πάλη και την συμβολή στον μετασχηματισμό του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων, στην απόσπαση τμημάτων της παραγόμενης υπεραξίας, στον δραστικό έλεγχο του διευθυντικού δικαιώματος του κεφαλαίου. Γι’ αυτό έχει πρωταρχική σημασία η ριζική αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων και η άμεση και υποχρεωτική καθιέρωση της λειτουργίας συμβουλίων – θεσμών εργατικού ελέγχου στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας. Μόνον εφόσον επιτευχθεί αυτός ο πρωταρχικός στόχος και αρχίζουν να αμφισβητούνται έμπρακτα και υλικά οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, μπορεί, στα πλαίσια του εθνικού δημοκρατικού σχεδιασμού να τεθούν κατευθύνσεις διαφοροποίησης της αγροτικής παραγωγής, νέου μοντέλου βιομηχανικής ανάπτυξης, διαφορετικοί τρόποι οργάνωσης των εμπορικών αλυσίδων, νέες μορφές αξιοποίησης των τουριστικών εκμεταλλεύσεων κλπ.