«Στις ιστορίες της δικής μας Αριστεράς δεν θέλουμε διαδόχους και δαχτυλίδια, ούτε τραγικές συγκρούσεις ηγετών για την εξουσία. Πολύ περισσότερο όμως απεχθανόμαστε τον κυνισμό με τον οποίο χρησιμοποιούνται άνθρωποι για πολιτικά σχέδια ή και οράματα που ποτέ δεν συζητήθηκαν, δεν συνομολογήθηκαν και δεν ήταν αντικείμενο συμμετοχής από το συλλογικό σώμα. Θέλουμε να γράψουμε τις δίκες μας ιστορίες χωρίς κεντρικό ήρωα αλλά με πρωταγωνιστές τη συλλογικότητα και κυρίαρχο αίσθημα τη χαρά του μοιράσματος.»

Αυτά και άλλα έγρα­φα σε παλιό μου άρθρο, «Ζούμε σε μικρή εποχή» στην Αυγή (15/11/2009), σκια­γρα­φώ­ντας τη δια­δο­χή του τότε βα­σι­λιά της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς από το νεαρό ση­με­ρι­νό μο­νάρ­χη στον οποί­ον έδωσε το δα­χτυ­λί­δι και μετά το με­τά­νιω­σε πικρά διότι αι­σθάν­θη­κε προ­δο­μέ­νος, εξου και η χο­λω­μέ­νη αντί­δρα­σή του στην πα­τρο­κτο­νία που του επι­φύ­λα­ξε ο διά­δο­χος.

Με την ίδρυ­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ νό­μι­ζα ότι οι αφη­γή­σεις μι­κρο­ψυ­χί­ας και κυ­νι­σμού είχαν πλέον τε­λειώ­σει. Και όντως αρ­χί­σα­με να γρά­φου­με τη δική μας ιστο­ρία με χαρά και πίστη στη συλ­λο­γι­κό­τη­τα, μια ιστο­ρία χωρίς πρω­τα­γω­νι­στές αλλά με συ­να­γω­νι­στές που τους ενώ­νει η συμ­με­το­χή στον κοινό αγώνα.  Η ιστο­ρία μας, όπως και κάθε άλλη, είχε αντι­θέ­σεις και συ­γκρού­σεις αλλά γρα­φό­ταν με την πε­ποί­θη­ση και ελ­πί­δα ότι η δική μας αφή­γη­ση περί εξου­σί­ας θα γι­νό­ταν ηγε­μο­νι­κή. Η ελ­πί­δα δια­ψεύ­στη­κε πα­νη­γυ­ρι­κά, διότι επι­κρά­τη­σε η κυ­ρί­αρ­χη και πα­νάρ­χαιη ιστο­ρία με άλλον ήρωα, πολ­λούς δευ­τε­ρα­γω­νι­στές και σε χω­ρο­χρό­νο που μπο­ρεί να φα­ντά­ζει δια­φο­ρε­τι­κός πα­ρα­μέ­νει όμως και αυτός μέρος του ίδιου δρά­μα­τος.

O νέος μο­νάρ­χης, κατά σύμ­βα­ση στην τρα­γω­δία του Σαίξ­πηρ και των συγ­χρό­νων του, εν­σαρ­κώ­νει την ελ­πί­δα για μία νέα, υγιή τάξη πραγ­μά­των στο κοι­νω­νι­κό σώμα, απαλ­λαγ­μέ­νη από τη δια­φθο­ρά στην εξά­σκη­ση της εξου­σί­ας που εκ­προ­σω­πού­σε ο πα­λιός. Ο πα­λιός ανα­τρέ­πε­ται διότι κυ­βερ­νά­ει αυ­θαί­ρε­τα και αλα­ζο­νι­κά μέσω μιας διε­φθαρ­μέ­νης κλί­κας που απο­τε­λεί την Αυλή. Αυτή ανά­γε­ται σε κέ­ντρο ηθι­κής, υλι­κής και διοι­κη­τι­κής κα­τά­χρη­σης εξου­σί­ας εφό­σον στε­λε­χώ­νε­ται από ό,τι χει­ρό­τε­ρο: αμο­ρα­λι­στές συμ­βού­λους, αυ­λο­κό­λα­κες και κυ­ρί­ως από τους «εμπί­στους» του μο­νάρ­χη που κά­νουν τη βρώ­μι­κη δου­λειά ώστε να εμ­φα­νί­ζε­ται άσπι­λος διότι «δεν γνω­ρί­ζει» τί­πο­τα για τα εγκλή­μα­τα που αυτός διέ­τα­ξε αλλά άλλοι κά­να­νε. Πα­λιές γνω­στές ιστο­ρί­ες που μπο­ρεί να προ­κα­λούν ανία σε όσους/ες βλέ­πουν κλασ­σι­κό θέ­α­τρο, δια­βά­ζουν ρω­μαϊ­κή και βυ­ζα­ντι­νή ιστο­ρία και τις θε­ω­ρούν δε­δο­μέ­νες έστω με πα­ραλ­λα­γές στη σύγ­χρο­νη.

Αλλά ας ξα­να­πιά­σου­με το νήμα στην  καθ’ ημάς πα­ραλ­λα­γή. Ο νέος φέ­ρελ­πις διά­δο­χος μετά από γε­νι­κή απαί­τη­ση του λαού θριαμ­βευ­τι­κά εγκα­θί­στα­ται στο Μέ­γα­ρο Μ υπο­σχό­με­νος και αυτός την απο­κα­τά­στα­ση των αδι­κιών, την κά­θαρ­ση και μία ευ­νο­μού­με­νη πο­λι­τεία. Η Αρι­στε­ρά, η νέα ελ­πι­δο­φό­ρα τάξη πραγ­μά­των, για πρώτη φορά στην εξου­σία, με την από­δο­ση της κοι­νω­νι­κής δι­καιο­σύ­νης, την επού­λω­ση των τραυ­μά­των του κοι­νω­νι­κού σώ­μα­τος και το ηθικό της πλε­ο­νέ­κτη­μα, γρά­φει το τέλος του δρά­μα­τος που έζησε η χώρα τα χρό­νια του Μνη­μο­νί­ου. Όμως και πάλι, σε πεί­σμα της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, βγαί­νει μπρο­στά μας το φά­ντα­σμα της προ-νε­ω­τε­ρι­κής ιστο­ρί­ας! 

Ο Ηγε­μό­νας και η Αυλή του

Η αυλή του πρί­γκη­πα /είναι σα μία πηγή, από όπου πρέ­πει να ξε­πη­δά­νε /κα­θα­ρές αση­μιές στα­γό­νες.

Τζον Γου­έ­μπ­στερ, Η Δού­κισ­σα του Μάλφι, 1614 

Το Μέ­γα­ρο Μ γε­μί­ζει συμ­βού­λους, άλ­λους αφα­νείς άλ­λους επι­φα­νείς. Οι πα­λιοί φίλοι και συ­μπο­λε­μι­στές, άν­δρες και γυ­ναί­κες, που δο­κι­μά­στη­καν στις μάχες την εποχή των ισχνών αγε­λά­δων, στα δύ­σκο­λα χρό­νια της ανέ­χειας, της ήττας και της ανέλ­πι­δης μάχης, αυτοί τι απέ­γι­ναν; Μην μπο­ρώ­ντας να απαρ­νη­θούν την ισο­τι­μία, να απο­ποι­η­θούν το ελεύ­θε­ρο φρό­νη­μα και τα βα­σι­κά ιδα­νι­κά που διέ­πουν τον κοινό αγώνα, έφυ­γαν. Δεν ήταν αλάν­θα­στοι/ες, δεν ήταν ήρωες, κά­να­νε και οι ίδιοι/ες τρα­γι­κά λάθη οι­κο­δο­μώ­ντας είτε ηθε­λη­μέ­να είτε αθέ­λη­τα τη λα­μπε­ρή μο­να­δι­κό­τη­τα του δια­δό­χου, ετοι­μά­ζο­ντας το δρόμο για την ηγε­μο­νία του προ­σώ­που. Ένα όμως αρ­νή­θη­καν: να γί­νουν αυ­λι­κοί. Άλλοι/ες απο­χώ­ρη­σαν σιω­πη­ρά, άλλοι/ες κα­ταγ­γέλ­λο­ντας το (νέο) κακό, όλοι/ες όμως σί­γου­ροι για το σωστή τους από­φα­ση. Οι αυ­λι­κοί, πα­λιοί σύμ­βου­λοι, συμ­βο­λι­κοί πα­τε­ρά­δες και νε­ό­κο­πες πα­ρα­κοι­μώ­με­νες, ανε­μπό­δι­στοι παίρ­νουν την εξου­σία στα χέρια τους για το κοινό καλό που για αυ­τούς είναι η πα­ρα­μο­νή στην εξου­σία με κάθε τρόπο του πορ­φυ­ρο­γέν­νη­του και των ίδιων. Όπλο τους η τέχνη του συμ­βι­βα­σμού  και των πα­ρα­σκη­νια­κών  συ­νεν­νο­ή­σε­ων με τον αντί­πα­λο, της κρυ­φής συν­θη­κο­λό­γη­σης, και χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τους η τυφλή φι­λο­δο­ξία, η κο­λα­κεία του ηγε­μό­να, η κα­τα­πρά­υν­ση της ανα­σφά­λειάς του μέσα από τη δο­ξο­λό­γη­ση του υπερ­τρο­φι­κού αλλά ευά­λω­του εγώ. Για τον κα­θη­συ­χα­σμό του επι­στρα­τεύ­ο­νται, από νε­ό­κο­πες πα­ρα­κοι­μώ­με­νες, μά­γισ­σες που προ­βλέ­πουν τη μα­κροη­μέ­ρευ­ση της βα­σι­λεί­ας, χωρίς όμως να τον προει­δο­ποιούν και για το αντί­θε­το, όπως κά­να­νε με τον Μάκ­βεθ.

Όπως γί­νε­ται πάντα σε αυτές τις πε­ρι­πτώ­σεις για να «κα­θα­ρί­σει ο χώρος» από την ανά­μνη­ση του πα­λιού, που μπο­ρεί να ξυ­πνή­σει ηθι­κές ανα­στο­λές και ξε­χα­σμέ­να ιδα­νι­κά, οι νε­ό­τε­ροι αυ­λι­κοί επι­δί­δο­νται στην κα­τα­δί­ω­ξη και κα­τα­συ­κο­φά­ντη­ση των πα­λιών συ­να­γω­νι­στών με ιθύ­νο­ντα νου τον πο­λυ­πράγ­μο­να πα­ρα­κοι­μώ­με­νο, μά­στο­ρα στη νέα τε­χνι­κή της [παρα]πλη­ρο­φό­ρη­σης. Οι ρα­διουρ­γί­ες πρέ­πει να πεί­σουν το μο­νάρ­χη ότι το νέο που επαγ­γελ­λό­ταν είναι εμπό­διο στην τω­ρι­νή εξου­σία και, χωρίς τα πε­ριτ­τά βα­ρί­δια των με­γά­λων δια­κη­ρύ­ξε­ων στο κοι­νω­νι­κό σώμα, θα πάρει και αυτός θέση στις δυ­να­στεί­ες της χώρας. Η τρα­γι­κή ει­ρω­νεία είναι ότι τα κί­νη­τρα που απο­δί­δο­νται στους άλ­λους, προ­σω­πι­κή φι­λο­δο­ξία, υλι­κές απο­λα­βές, εκ­δι­κη­τι­κό­τη­τα, είναι αυτά ακρι­βώς που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τους ίδιους. Και αν δεν ήταν τυ­φλω­μέ­νος ο μο­νάρ­χης αυτό ει­δι­κά θα έπρε­πε να τον κάνει να μην εμπι­στεύ­ε­ται τους/τις έμπι­στούς του. Ο Βα­σι­λιάς Ληρ το κα­τά­λα­βε πολύ αργά πιά όταν, απο­γυ­μνω­μέ­νος από κάθε αξί­ω­μα, τρε­λαί­νε­ται εφό­σον αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι η εξου­σία δεν ενυ­πάρ­χει στο πρό­σω­πό του με «φυ­σι­κό τρόπο» αλλά ότι είναι μία φε­νά­κη που φτιά­χνουν οι κό­λα­κες, που υπα­κού­ουν  «ακόμα και ένα σκυλί με εξου­σία» {Ουίλ­λιαμ Σαίξ­πηρ, Η Τρα­γω­δία του Βα­σι­λιά Ληρ, 1606}.

 

Οι ευ­νο­ού­με­νοι και «τα χέρια»

Οι πρί­γκη­πες δί­νουν αντα­μοι­βή με τα ίδια τους τα χέρια, /αλλά θά­να­το ή τι­μω­ρία με τα χέρια  άλλων

 Τζον Γου­έ­μπ­στερ, Ο Λευ­κός Διά­βο­λος, 1612 

Στον κλασ­σι­κό ορι­σμό του μο­νάρ­χη ση­μειώ­νε­ται στα­θε­ρά η λι­μπι­ντι­νι­κή επέν­δυ­σή του στη μορφή του ευ­νο­ού­με­νου, του προ­σώ­που εκεί­νου που τον μα­γεύ­ει γιατί δια­θέ­τει λάμψη και σα­γή­νη, κάτι που δεν χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τον πε­ρί­γυ­ρο. Επει­δή όμως η  συ­ναι­σθη­μα­τι­κή και ψυ­χο­λο­γι­κή επέν­δυ­ση είναι εξ ορι­σμού αστα­θής στη δια­μά­χη για την εξου­σία οι ευ­νο­ού­με­νοι αλ­λά­ζουν εν ριπή οφθαλ­μού. «Λα­μπε­ρά» ή λι­γό­τε­ρο «λα­μπε­ρά» πρό­σω­πα εναλ­λάσ­σο­νται και στη δική μας ιστο­ρία. Αρ­χι­κά αιχ­μα­λω­τί­ζουν το μο­νάρ­χη επει­δή συν­δυά­ζουν τόλμη και γοη­τεία και γνώση στο δύ­σκο­λο πεδίο της οι­κο­νο­μί­ας. Ανα­τέλ­λουν ως οι μο­να­δι­κοί κά­το­χοι αυτής της γνώ­σης λόγω ευ­φυί­ας, παι­δεί­ας και του σχε­τι­κού συμ­βο­λι­κού κε­φα­λαί­ου. Ως παι­δα­γω­γοί του στα μυ­στι­κά της οι­κο­νο­μί­ας για ένα διά­στη­μα φα­ντά­ζουν πα­ντο­δύ­να­μοι. Σαν με­τε­ω­ρί­τες σχί­ζουν ξαφ­νι­κά και εντυ­πω­σια­κά τον ου­ρα­νό και μετά, το ίδιο ξαφ­νι­κά, σβή­νουν, εξα­φα­νί­ζο­νται σαν να μην υπήρ­ξαν ποτέ!

Στο θέ­α­τρο του κό­σμου όμως υπάρ­χουν και τα πα­ρα­σκή­νια όπου εκτυ­λίσ­σε­ται το σε­νά­ριο της πτώ­σης μέσα από τη συ­κο­φά­ντη­ση και ηθική τους εξου­θέ­νω­ση. Από ποιους; Από τα «χέρια» που υπη­ρε­τούν πιστά την εξου­σία επει­δή είτε το πι­στεύ­ουν είτε έχουν την αυ­τα­πά­τη ότι μπο­ρούν να την χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν για δικό τους όφε­λος. Στη τε­λευ­ταία πε­ρί­πτω­ση είναι φρι­κτά γε­λα­σμέ­νοι, αλλά για αυτό ας δια­βά­σουν Γου­έ­μπ­στερ.

Τε­λι­κό συ­μπέ­ρα­σμα και στις με­τα-νε­ω­τε­ρι­κές ιστο­ρί­ες: η βα­σι­κή αρχή που διέ­πει  τις σχέ­σεις εξου­σί­ας  είναι η αξία χρή­σης του υπη­κό­ου, που απα­ξιώ­νε­ται όμως συ­νε­χώς, άρα το φάσμα της στη­μέ­νης λε­μο­νό­κου­πας απει­λεί όλους τους αυ­λι­κούς ακόμα κα εν αγνοία τους. Η αντα­μοι­βή των υπη­ρε­σιών είναι η βα­σι­λι­κή αχα­ρι­στία  ει­δι­κά για όσους υπη­ρε­τούν πιστά.

«Κάτι σάπιο υπάρ­χει στο βα­σί­λειο της Δα­νι­μαρ­κί­ας» (Σαίξ­πηρ, Άμλετ, 1600)

Το πο­λι­τι­κό πρό­βλη­μα που θέτει η μο­ναρ­χία στην ανα­γεν­νη­σια­κό θέ­α­τρο της Αγ­γλί­ας είναι ότι οι σχέ­σεις εξου­σί­ας στο πα­λά­τι είναι επι­κίν­δυ­νες για το κοι­νω­νι­κό σώμα διότι εξα­πλώ­νο­νται πα­ντού και το δια­βρώ­νουν. Η διά­βρω­ση είναι δύ­σκο­λα ανα­τρέ­ψι­μη διότι ξε­κι­νά­ει με τη στε­λέ­χω­ση της διοί­κη­σης από αν­θρώ­πους που επι­λέ­γο­νται όχι για τις ικα­νό­τη­τες, ήθος και αξίες τους αλλά γιατί δη­λώ­νουν υπο­τα­γή, χρω­στά­νε τη θέση τους στη βα­σι­λι­κή εύ­νοια, άρα είναι δια­χει­ρί­σι­μοι. Αυτό απα­ντά­ει  σε τω­ρι­νά ερω­τή­μα­τα του τύπου, «ποιοι/ές είναι αυτοί/ές ---  πού ήταν τόσο καιρό --- πώς βρε­θή­καν εκεί ψηλά», κλπ. Τί­πο­τα και­νούρ­γιο στη δική μας ιστο­ρία εφό­σον η επι­λο­γή προ­σώ­πων, τα προ­νό­μια, οι υλι­κές τους απο­λα­βές και η δια­χεί­ρι­ση της όποιας εξου­σί­ας είναι κλασ­σι­κή κα­το­χύ­ρω­ση της υπέρ­τε­ρης αρχής. Έτσι εμ­φα­νί­ζε­ται ο νέος αν­θρω­πό­τυ­πος του «αρι­στε­ρού κα­ρε­κλο­κέ­νταυ­ρου», του αν­θρώ­που που θαρ­ρείς πε­ρί­με­νε την ιστο­ρι­κή αλ­λα­γή συ­νή­θως από το σπίτι του, για να καρ­φω­θεί στην κα­ρέ­κλα και να γίνει ένα με αυτήν αλλά αυτή τη φορά για την  πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση και την ανα­διάρ­θρω­ση του χρέ­ους, ρε γα­μώ­το.

Αυτό όμως που απο­τε­λεί σί­γου­ρα και­νο­το­μία, διότι το κόμμα ως συλ­λο­γι­κό σώμα δεν υπήρ­χε στη στρο­φή του 17ουαιώ­να, είναι η με­τα­τρο­πή των ορ­γά­νων του σε από­λυ­τη επι­κρά­τεια του μο­νάρ­χη, όπου εμ­φα­νί­ζε­ται για να αναγ­γέλ­λει τις βου­λές του στους υπη­κό­ους. Το ότι κά­ποιοι δεν είναι πει­θή­νιοι και αντι­στέ­κο­νται δεν είναι ικανό να ανα­στρέ­ψει το κλίμα υπο­τα­γής που επι­βάλ­λει η αρχή του ενός. Άρα η δια­βού­λευ­ση που επι­τάσ­σει η εκ­προ­σώ­πη­ση του κοι­νω­νι­κού σώ­μα­τος από τα όρ­γα­να μέσα από τη δια­λε­κτι­κή σχέση που οφεί­λουν να έχουν με αυτό ακυ­ρώ­νε­ται και «επι­στρέ­φει» στον πα­ρα­λή­πτη κενή πε­ριε­χο­μέ­νου. Όσο για το ίδιο το κόμμα, αυτό πε­ριο­ρί­ζε­ται στον ρόλο του φι­λο­θε­ά­μο­νος κοι­νού για τις φιέ­στες του μο­νάρ­χη στις γνω­στές αρέ­νες του Φα­λή­ρου.

Η λύση του δρά­μα­τος: «Το βα­σί­λειό μου για ένα άλογο» (Σαίξ­πηρ, Ρι­χάρ­δος ο Γ’, 1597) ;

Επει­δή και στην «αρι­στε­ρή» πα­ραλ­λα­γή της ιστο­ρί­ας οι υπή­κο­οι του βα­σι­λεί­ου δυ­σα­να­σχε­τούν και ξε­ση­κώ­νο­νται απει­λώ­ντας με ανα­τρο­πή  η ανα­σφά­λεια τρυ­πώ­νει στο μυαλό: «Μου ‘βαλαν στο κε­φά­λι μου ένα στεί­ρο στέμ­μα / κι ένα άγονο μου δώσαν να κρα­τή­σω σκή­πτρο, / που άλλος θα μου το αδρά­ξει, ξένο χέρι», ανα­φω­νεί ο Μάκ­βεθ. Ίσως ο μο­νάρ­χης να απο­δρά­σει αφή­νο­ντας το πα­λαί­μα­χο σύμ­βου­λο-exchequer αντ’ αυτού σε άλλου τύπου κυ­βερ­νη­τι­κό σχήμα ώστε να επα­νέλ­θει, φρέ­σκος και πάλι κατά το δυ­να­τόν, για  να εν­σαρ­κώ­σει και πάλι τη νέα τάξη πραγ­μά­των, κα­θό­λου νέα και ελ­πι­δο­φό­ρα. Ίσως και να πα­ρα­μεί­νει μέχρι τε­λι­κής πτώ­σης και κα­τά­πτω­σης. Η ιστο­ρία επα­να­λαμ­βά­νε­ται ως φάρσα;Κα­θό­λου! Δυ­στυ­χώς ως τρα­γω­δία επα­να­λαμ­βά­νε­ται για τους υπη­κό­ους του βα­σι­λεί­ου εκτός αν απο-μα­γευ­τούν και απε­ξαρ­τη­θούν από τέ­τοιες ιστο­ρί­ες και γρά­ψουν τις δικές τους.

*κα­θη­γή­τρια ΕΚΠΑ, μέλος της Δ.Ε. της ΠΟΣ­ΔΕΠ

Ετικέτες