Αυτές οι σημειώσεις για την τρέχουσα κατάσταση στην Ευρώπη, την κατάσταση των αντιστάσεων στις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται από όλες τις κυβερνήσεις, καθώς και τις προοπτικές για την ανοικοδόμηση της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι το αποτέλεσμα της έκθεσης και της συζήτησης που αναπτύχθηκε στο Προεδρείο της Τέταρτης Διεθνούς.

1. Η ευρωπαϊκή οικονομία εξακολουθεί να βυθίζεται στην κρίση. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι το 2012 θα κλείσει με ανάπτυξη - 0,4% και το 2013 με 0,2%. Η ύφεση είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περιφέρεια, ειδικά στην Ελλάδα και την Ισπανία (στην τελευταία προβλέπεται ύφεση κατά 1,5% το 2012 και 1,3% το 2013) ενώ υπάρχει και μικρή αύξηση του ΑΕΠ στο κέντρο, με πρόβλεψη ανάπτυξης 0,9% για τη Γερμανία . Η γενική οικονομική στασιμότητα και οι πολιτικές λιτότητας επηρεάζουν την τελευταία με αρνητικό τρόπο, καθώς οι εξαγωγές της προς την υπόλοιπη Ευρώπη έχουν πτωτική τάση (υποχώρηση κατά 11,4% στο σύνολο, με πτώση κατά 15,8% στην Πορτογαλία,  9% στην Ελλάδα και 8,6% στην Ιταλία), κάτι που δεν αντισταθμίστηκε από την αύξηση των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Εντάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Η κρίση δημιουργεί εντάσεις σε ολόκληρο το οικοδόμημα της ΕΕ και της ευρωζώνης και εντείνει τη νεοαποικιακή εσωτερική δυναμική κέντρου-περιφέρειας. Σε αυτό το πλαίσιο η Μεσογειακή Ευρώπη έχει γίνει ο χώρος όπου συμπυκνώνονται όλες οι πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις της κρίσης. Το μέλλον του ευρώ παραμένει αβέβαιο, αν και η γερμανική πολιτική για τη διατήρηση του ενιαίου νομίσματος, σφίγγοντας το σχοινί, χωρίς όμως να το σπάει, είναι απαραίτητη για την προώθηση των εξαγωγών της. Η φυγή κεφαλαίων από την περιφέρεια προς το κέντρο συνεχίζεται (η Ισπανία υπέστη εκροές κεφαλαίων από τον Ιούνιο του 2011 μέχρι τον Ιούνιο του 2012 ύψους 296 δις. ευρώ, το 27% του ΑΕΠ για το 2011, ενώ η Ιταλία έχει εγγράψει εκροές 235 δισ. ευρώ, το 15% του ΑΕΠ για το 2011), και το χάσμα των ασφάλιστρων κινδύνου για το χρέος μεταξύ της Γερμανίας και χωρών όπως η Ιταλία ή η Ισπανία δείχνουν την κατάσταση του κινδύνου για το ευρώ.

Ο πιο άμεσος παράγοντας που σηματοδοτεί την ευρωπαϊκή ατζέντα είναι το συνολικό σχέδιο διάσωσης της Ισπανίας, που προετοιμαζόταν πολιτικά στην Ευρώπη για μήνες. Επειδή προφανώς η διάσωση ήταν έτοιμη εδώ και εβδομάδες, μπορεί τώρα να πάρει μία μικρή παράταση. Πέρα από τις αμφιβολίες της ισπανικής κυβέρνησης, και πάνω απ' όλα της ίδιας της Γερμανίας, το θέμα θα παραμείνει στο τραπέζι, σε ένα σενάριο που επίσης εμπλέκει την Ιταλία, την Κύπρο και τη Σλοβενία. Στην Ελλάδα η πολιτική κρίση μπορεί μόνο να επιδεινωθεί και η στρατηγική της τρόικας είναι να προετοιμάσει ένα τείχος προστασίας και να αποτρέψει το φαινόμενο του ντόμινο σε περίπτωση που χρειαστεί να αποσυνδέσει την Ελλάδα από το ευρώ.

Σε αυτήν την κατάσταση η συζήτηση για το ευρώ κερδίζει έδαφος μέσα στην ευρωπαϊκή αριστερά, αν και η μόνη χώρα όπου υπάρχει πραγματική συζήτηση πέρα από μικρούς κύκλους είναι η Ελλάδα. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά αντιτέθηκε στην δημιουργία του Ευρώ, ως ένα σχέδιο στην υπηρεσία των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων της Ε.Ε και επιζήμιο για τους εργαζόμενους. Μόλις εφαρμόστηκε και σταθεροποιήθηκε ως μια φαινομενικά αναπόδραστη πραγματικότητα, η πιο κατάλληλη πολιτική ήταν να δοθεί έμφαση σε μια διεθνιστική ρήξη με την Ευρώπη του κεφαλαίου (αντίθεση σε όλες τις συνθήκες, το ευρωσύνταγμα, τις οδηγίες και ούτω καθεξής), χωρίς να τεθεί το ζήτημα από τη σκοπιά της «εξόδου» από την ΕΕ ή το ευρώ. Η εστίαση στη ρήξη με την Ευρώπη του κεφαλαίου με μια διεθνιστική λογική, χωρίς υποχωρήσεις στη νοοτροπία του έθνους-κράτους, εξακολουθεί να αποτελεί στρατηγικό ζήτημα. Ωστόσο, η εξέλιξη της κατάστασης θέτει επί τάπητος το συγκεκριμένο ζήτημα του νομίσματος, του ευρώ, το οποίο δεν εμφανίζεται πλέον ως ένα μη αναστρέψιμο γεγονός. Σε αυτό το πλαίσιο η έξοδος από το ευρώ δεν μπορεί να είναι ένα ταμπού, ούτε μπορούμε να πάρουμε την ύπαρξή του ως δεδομένη, όπως συνέβαινε πριν από την κρίση.

Ωστόσο, δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο να τεθεί η έξοδος από το ευρώ ως προγραμματικό αίτημα εκ των προτέρων, ή να επικεντρωθεί η συζήτηση γύρω από το νόμισμα ως θεμελιώδης, αλλά το καλύτερο είναι να τεθεί το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ ως πιθανή συνέπεια της ρήξης με τις πολιτικές της λιτότητας: αναστολή της πληρωμής του χρέους, μη εφαρμογή των πολιτικών προσαρμογής και  αντιστροφή των περικοπών που πραγματοποιήθηκαν, απαλλοτρίωση των τραπεζών, και ούτω καθεξής. Έτσι, μια πιθανή αριστερή κυβέρνηση σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, αντί να εγκαταλείψει εκούσια το ευρώ, θα πρέπει να έρθει σε ρήξη με τις πολιτικές που επιβάλλονται από την τρόικα και να αναλάβει την ευθύνη του ενδεχομένου εξώθησής της από το ευρώ, το οποίο από την άλλη πλευρά δεν είναι επίσης 100% σίγουρο, ειδικά αν αυτό συμβεί σε μια χώρα η οποία είναι οικονομικά ισχυρότερη (Ισπανία, Ιταλία και ούτω καθεξής), με τις συνέπειες που θα μπορούσε να συνεπάγεται για την επιβίωση του ίδιου του ευρώ. Αντιμέτωπη με ένα σενάριο «ανυπακοής» από μία χώρα, η τρόικα θα αναγκαζόταν να τιμωρήσει μία τέτοια ανυποταξία, έτσι ώστε το παράδειγμα να μην εξαπλωθεί, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να υπάρξουν δυσκολίες στη δραστική εκδίωξη από τη ζώνη του ευρώ ενός κράτους αυτού του μεγέθους , ή δύο κρατών, αν δεν υπάρχει απειθαρχία σε δύο χώρες ταυτόχρονα. Μια αριστερή κυβέρνηση πρέπει να είναι έτοιμη να εγκαταλείψει το ευρώ και θα πρέπει να προετοιμάσει τον πληθυσμό γι' αυτό, αλλά δεν βλέπω χρησιμότητα στο να θέσει εκ των προτέρων μια εθελοντική αποχώρηση, αν και είναι πολύ σημαντικό να συνεχίσει να καταγγέλλει το μοντέλο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που έχει οικοδομηθεί.

Σοβαρή κοινωνική αναδιοργάνωση και αλλαγή κοινωνικού μοντέλου

2. Αυτό που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι ένα ολοκληρωμένο σχέδιο κοινωνικής αναδιοργάνωσης και αλλαγής του κοινωνικού μοντέλου στο πλαίσιο των σχεδίων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Δεν είναι ένα πλήρες, συνεκτικό, ή προγραμματισμένο σχέδιο στην ολότητά του, αλλά, χωρίς αμφιβολία, αυτό που διακυβεύεται είναι μια βαθιά και δραστική αλλαγή του σημερινού κοινωνικού μοντέλου. Στην Ευρωπαϊκή περιφέρεια γινόμαστε μάρτυρες μιας «λατινικοαμερικανοποίησης / τριτοκοσμοποίησης» των ευρωμεσογειακών κοινωνιών αναφορικά με το μοντέλο της κοινωνίας (ανισότητα, κοινωνική αποδόμηση, αύξηση της βίας και ούτω καθεξής). Και η καταστροφή του λεγόμενου «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου» και τα ερείπια του «καπιταλισμού της Ρηνανίας» βαθαίνουν στο ηπειρωτικό κέντρο, μέσω μιας «αμερικανοποίησης» της ηπείρου προς ένα μοντέλο άγριου και ανεξέλεγκτου καπιταλισμού. Αυτό το δρόμο έχει ακολουθήσει η Γερμανία με τις μεταρρυθμίσεις Σρέντερ και τους νόμους Hartz στις αρχές του αιώνα.

Ο μετασχηματισμός του κοινωνικού μοντέλου συνεπάγεται και μια αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος. Η ολιγαρχική συρρίκνωση των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών βαθαίνει και εντατικοποιείται. Βλέπουμε μια αποστράγγιση του περιεχομένου, μια κατάρρευση των παραδοσιακών δημοκρατικών θεσμικών μηχανισμών των ευρωπαϊκών χωρών, με ακραία υποταγή της πολιτικής στα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου, οι μεγαλύτερες εκφράσεις των οποίων ήταν τα «οικονομικά πραξικοπήματα» στην Ελλάδα και την Ιταλία και η τοποθέτηση σε θεσμικές θέσεις κλειδιά στην Ε.Ε και σε πολλές χώρες των ανθρώπων της Goldman Sachs. Σε περιόδους κρίσης, είναι προτιμότερο κανείς να παίρνει το πηδάλιο του πλοίου άμεσα. 

Στις χώρες της περιφέρειας, η οικονομική και κοινωνική κρίση έχει γίνει πολιτική κρίση  βαθαίνοντας συνεχώς τη διευρυνόμενη διαδικασία απονομιμοποίησης των θεσμών και των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων, καθώς και την απόρριψη των οικονομικών ελίτ. Στην Ελλάδα, που  αποτελεί την πιο προχωρημένη περίπτωση, μια συνεχώς βαθυνόμενη κρίση ηγεμονίας έχει οδηγήσει σε μια έκρηξη του παραδοσιακού κομματικού συστήματος. Στην Ισπανία η απόρριψη των «πολιτικών και των τραπεζιτών», το οποίο ήταν και το ιδρυτικό σύνθημα του κινήματος 15M [το κίνημα της 15ης Μάη του 2011], έχει μεγαλώσει και η χώρα εισέρχεται σε μια αυξανόμενη δυναμική «καθεστωτικής κρίσης», η οποία ανακατεύει τη φθορά των θεσμών του κράτους (συμπεριλαμβανομένου και του βασιλιά, αν και σε υπαινικτική μορφή) και τα δύο μεγάλα κόμματα για διαχείριση της κρίση ςτην υπέρ των τραπεζών, με την κρίση του κρατικού μοντέλου και την άνοδο των κινημάτων ανεξαρτησίας στην Καταλονία και τη Χώρα των Βάσκων.

Η εμβάθυνση των πολιτικών συνεπειών της κρίσης στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, και την Ισπανία, η κρίση του παραδοσιακού κομματικού συστήματος, οι κοινωνικές εκρήξεις και τα προβλήματα της «διακυβέρνησης» υποδηλώνουν μια επιδείνωση της πολιτικής κατάστασης σε χώρες όπου η «δημοκρατική» παράδοση στις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ είναι πολύ επιφανειακή και ιστορικά δεν βαθιά ριζωμένη. Υπάρχει αυξημένη αστυνομική καταστολή, με σκλήρυνση των νόμων και επαναλαμβανόμενη παραβίαση από το καθεστώς των δικών του νόμων και κανόνων του παιχνιδιού, όταν είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο μίας αυξανόμενης ολοκληρωτικής συρρίκνωσης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, στην οποία πρέπει να προστεθεί και η εμφάνιση της άκρας δεξιάς. Η προσφυγή σε αυταρχικές λύσεις, των οποίων η πραγματοποίηση μπορεί να πάρει πολλές μορφές, εξελίσσεται όλο και περισσότερο ως μια πραγματική υπόθεση για την άρχουσα τάξη, καθώς η κρίση νομιμοποίησής της βαθαίνει και οι παραδοσιακοί μηχανισμοί κυριαρχίας αποσυντίθενται.

Σοσιαλδημοκρατία: ένα ρεύμα σε ιστορικό χαμηλό

3. Η σοσιαλδημοκρατία δεν παρουσιάζει κανενός είδους εναλλακτική λύση στις σημερινές πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ή οποιαδήποτε ατζέντα επίλυσης της κρίσης που να διαφοροποιείται από αυτήν της Δεξιάς και του χρηματιστικού κεφαλαίου. Στις χώρες της περιφέρειας η σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, PSOE ση Ισπανία, SP στην Πορτογαλία και ούτω καθεξής), έχει συνεργαστεί ενεργά στην εφαρμογή των μέτρων προσαρμογής. Στη Γερμανία το SPD δεν αμφισβήτησε με οποιονδήποτε πραγματικό τρόπο τη λιτότητα της Μέρκελ ή την επίσημη αφήγηση της κρίσης που ρίχνει το φταίξιμο στους «εργάτες του Νότου». Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι στο μέλλον μια σοσιαλδημοκρατική πλειοψηφία στις βασικές χώρες της ΕΕ θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποια μικρή παραλλαγή ή «ένα χώρο ανάσας» στις χώρες που βρίσκονται στη χειρότερη κατάσταση και να επιλέξει να ανοίξει ελαφρώς τη βαλβίδα ασφαλείας για να απελευθερωθεί ο ατμός, με στόχο την ανακούφιση της επιδείνωσης των κοινωνικών εντάσεων, χωρίς αυτό να σημάνει κάποια σοβαρή αλλαγή πορείας. Παρόλες τις φουσκωμένες προσδοκίες των ΜΜΕ γύρω από τον Ολάντ, για εκείνους που τις είχαν και γρήγορα διαψεύστηκαν, παρ' όλες τις προεκλογικές του υποσχέσεις ο προϋπολογισμός της κυβέρνησής Ολάντ διατηρεί την αφοσίωση στις πολιτικές λιτότητας (μείωση του ελλείμματος από το 4,5 % στο  3% το επόμενο έτος και στο 0% μέχρι το 2017) και υποστηρίζει το δημοσιονομικό σύμφωνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η σοσιαλδημοκρατία εμφανίζεται σήμερα ως ένα ρεύμα σε ιστορικό χαμηλό σημείο και χωρίς ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο. Όπου έχει εφαρμόσει πολιτικές λιτότητας έχει πληρώσει ένα τεράστιο πολιτικό κόστος. Ωστόσο, εξακολουθεί να διατηρεί, με διακριτές μορφές ανάλογα με την κάθε χώρα, ευρείς πολιτικούς-εκλογικούς μηχανισμούς, βάσεις σε ορισμένους τομείς της κοινωνίας και στα συνδικάτα, έλεγχο ή συγγένεια με τα ΜΜΕ και, παρόλα αυτά, εξακολουθεί να έχει ένα σημαντικό ποσοστό εκλογικής υποστήριξης σε πολλές χώρες (Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία και ούτω καθεξής) ως η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική λύση στις συντηρητικές κυβερνήσεις σήμερα. Στη μεσογειακή Ευρώπη η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας αποκτά συνεχώς αυξανόμενη δυναμική, αν και με διαφορετικούς βαθμούς έντασης. Το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα έχει καταστραφεί και η επιρροή του στις δημοσκοπήσεις είναι κάτω από το 10%. Στην Ισπανία το PSOE δεν έχει επανακάμψει στις δημοσκοπήσεις, ούτε έχει επωφεληθεί από τη διάβρωση της δεξιάς κυβέρνησης (PP), ενώ έχει πράγματι χάσει την εκλογική του υποστήριξη και την κοινωνική του αξιοπιστία. Στην Πορτογαλία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (SP) διατηρεί ένα σημαντικό εκλογικό ποσοστό και κεφαλαιοποιεί την αντιδημοτικότητα της κυβέρνησης του Passos Coelho, κατά κάποιο τρόπο συνδυάζοντας έναν υποκριτικό λεκτικό ριζοσπαστισμό ενάντια στις περικοπές και παρέχοντας ταυτόχρονα υποστήριξη στις πολιτικές λιτότητας. Όμως, όλα δείχνουν ότι όταν ο αδύναμος Passos Coelho πέσει το SP θα πρέπει να εμπλακεί και πάλι στη διαχείριση της λιτότητας, είτε μέσω μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας ή με άλλη μορφή, που θα το διαβρώσει αναπόφευκτα.

Στερούμενη ενός σχεδίου μετασχηματισμού, και έχοντας μετατραπεί σε έναν πιστό υπηρέτη του χρηματοπιστωτικού καθεστώτος σε μια στιγμή κατά την οποία αυτό θυσιάζει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας για να σωθεί, η σοσιαλδημοκρατία στη νότια Ευρώπη έρχεται σε αντίθεση και σύγκρουση με την κοινωνική της βάση. Η σοσιαλδημοκρατία είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των μετα-δικτατορικών καθεστώτων στη δεκαετία του 1970 στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, και την Ισπανία, και η βαθιά της κρίση σε αυτές τις χώρες είναι μια αντανάκλαση της γενικότερης κρίσης της πολιτικής τάξης που εγκαθιδρύθηκε τότε.

Νέα περίοδος κοινωνικών αγώνων

4. Μια νέα περίοδος είναι διακριτή στους κοινωνικούς αγώνες, ξεκινώντας από το 2011, παρόλο που είναι ακόμα πολύ άνιση στην ήπειρο, φθάνοντας σε επίπεδο μαζικής ή «λαϊκής εξέγερσης» μόνο στην περιφέρεια της Μεσογείου (με ισχυρές εξαιρέσεις, όπως στην Ιταλία) ή σε κάποιες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ρουμανία στις αρχές του 2012 και ούτω καθεξής). Σε άλλες χώρες, όπως η Βρετανία, οι αγώνες ενάντια στις περικοπές είναι αξιοσημείωτοι με βάση τα συνηθισμένα δεδομένα της χώρας, όπως φάνηκε στη διαδήλωση στις 20 Οκτωβρίου του 2012. Το κύμα των σημερινών αγώνων έχει ως σαφές όριο, με γεωπολιτικούς όρους, το γεγονός ότι δεν έχει φτάσει ακόμη στη Γαλλία, τη χώρα-κλειδί στην αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό από το 1995 μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης, και την Ιταλία, όπου η κοινωνική κατάσταση ακόμη δεν έχει αντιμετωπιστεί με έναν «ισπανικό» τρόπο. Χωρίς να υπάρχει κάποιος ντετερμινισμός, μπορεί ωστόσο να προβλεφθεί ότι καθώς οι πολιτικές προσαρμογής θα βαθαίνουν μαζί με την αστάθεια της κρίσης, οι χώρες αυτές αργά ή γρήγορα θα αναπτύξουν τα δικά τους κινήματα «15M», και τους δικούς τους απροσδόκητους τρόπους για να ξεκλειδώσουν την κατάσταση και να εισέλθουν σε ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό κύκλο.

Η διεθνοποίηση του κινήματος των «αγανακτισμένων» και του «Occupy»και η νέα αντίσταση στη λιτότητα είναι πολύ άνισα ανεπτυγμένη. Η 15η Oκτώβρη του 2011 ήταν ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός και αποτέλεσε μια ημέρα αξιοσημείωτης δράσης σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία θα ανανεωθεί μερικούς μήνες αργότερα από τις διαδηλώσεις του Blockupy Frankfurt το Μάρτη του 2012 στο οικονομικό κέντρο της ηπείρου. Αλλά το νέο κίνημα δεν είναι ακόμη σε θέση να παράσχει σταθερό πλαίσιο και διεθνείς δομές και να προωθήσει  μία δυναμική διεθνούς συντονισμού που να πηγαίνει πέρα από παγκόσμιες μέρες συμβολικής δράσης, όπως η πρόσφατη μέρα της 13ης Οκτώβρη ενάντια στο χρέος. Οι πρωτοβουλίες που οργανώνονται από ό, τι έχει απομείνει από το αντιπαγκοσμιοποιητικό κύμα, όπως το Firenze +10 είναι αρκετά περιφερειακές στο νέο κίνημα. Και επίσης, οι προσπάθειες να διοργανωθεί ένα ευρωπαϊκό κίνημα από ρεύματα αριστερών συνδικάτων στη Βρετανία, όπως το Ευρωπαϊκό Συνέδριο κατά της λιτότητας, δεν έχουν σοβαρό ηπειρωτικό αντίκτυπο ώστε να πυροδοτήσουν μια ευρωπαϊκή δυναμική. Σε αυτό το σενάριο υπάρχει μια τριπλή δυναμική σε εξέλιξη: η ανάπτυξη αντιστάσεων στις περικοπές σε εθνικό-κρατικό επίπεδο, οι παγκόσμιες διαμαρτυρίες όπως η 15Ο και η 13Ο, και ειδικές δράσεις αλληλεγγύης σε χώρες της περιφέρειας που επηρεάζονται από τη διαρθρωτική προσαρμογή, με την Ελλάδα και την Ισπανία να βρίσκονται στο προσκήνιο.

Η λογική του τρέχοντος κύκλου των αγώνων είναι αμυντική απέναντι στην πρωτόγνωρη εντατικοποίηση των επιθέσεων, και αναπτύσσεται σε ένα πολύ δυσμενή παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, αλλά εμπεριέχει και επιθετικά στοιχεία, με την έννοια της διάρρηξης και την ικανότητά τους να αποσταθεροποιούν τη ρουτίνα της λειτουργίας των θεσμικών οργάνων, και με την ικανότητά τους να αντεπιτίθενται. Οι κοινωνικοί αγώνες δεν έχουν φτάσει ακόμη σε δυναμική νίκης που να τους επιτρέπει την προωθητική συσπείρωση δυνάμεων, ενώ όλες οι μεγάλες μάχες που έχουν δοθεί σε ολόκληρη την ΕΕ τον τελευταίο χρόνο έχουν χαθεί. Θα μπορούσαν να υπάρξουν ωστόσο πιθανότητες για συγκεκριμένες επιμέρους νίκες στο μέλλον, όπως στην περίπτωση της πληρωμής σε είδος στην Ισπανία για παράδειγμα. Στην Πορτογαλία, οι διαδηλώσεις στις 15 Σεπτέμβρη  οδήγησαν σε μία σχετική διόρθωση των προβλεπόμενων μέτρων από την κυβέρνηση, αλλά αντικαταστάθηκαν από μία αύξηση της φορολογίας και κανείς δεν το αισθάνθηκε αυτό ως νίκη. Μας λείπουν νίκες που να μεταδίδουν το θεμελιώδες μήνυμα που πρέπει ακόμα να γενικεύσουμε: «Ναι, μπορούμε».

Η μετάφραση των κινητοποιήσεων σε σταθερή συλλογική οργάνωση (συνεργατική, συνδικαλιστική, πολιτική και ούτω καθεξής), εξακολουθει είναι πολύ αδύναμη (αδύναμες και ασταθείς συνελεύσεις γειτονιών στην Ισπανία για παράδειγμα). Η πρόκληση είναι η ανοικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού μπλοκ, του οποίου οι βάσεις είναι ακόμη εύθραυστες, ζελατινώδεις, σε μια κατακερματισμένη και αποδομημένη κοινωνία, το οποίο να αρθρώνει τα κοινά συμφέροντα από την σκοπιά της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Παρά την έλλειψη νικών, έστω και στην καθημερινή ζωή που γίνεται ολοένα και πιο απελπιστική, δεν υπάρχει η αίσθηση της ήττας στις κοινωνίες που πλήττονται από τη διαρθρωτική προσαρμογή. Ακόμη και στην Ελλάδα, όπου μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξέλαβε την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ως τη ματαίωση της τελευταίας του ελπίδας για τερματισμό της λιτότητας, δεν υπάρχει οριστικό αίσθημα ήττας, μία τελική παραίτηση. Η πετσέτα δεν έχει πεταχτεί ακόμη. Το αντίθετο, καθώς οι πολιτικές προσαρμογής σκληραίνουν για το σύνολο της Ευρωμεσογειακής περιοχής η προθυμία για αγώνες  πολλαπλασιάζεται.

Ανήμπορος συνδικαλισμός

5. Η ικανότητα των πολιτών για κοινωνική κινητοποίηση στο δρόμο έρχεται σε αντίθεση με τις δυσκολίες που συναντά στο χώρο εργασίας λόγω της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας και τους μετασχηματισμούς στην οργάνωση της παραγωγής (υπεργολαβίες, outsourcing και ούτω καθεξής), στοιχεία τα οποία εμποδίζουν την ανάπτυξη ενός νέου μαχητικού και αγωνιστικού συνδικαλισμού. Η πλειοψηφία του συνδικαλισμού βρίσκεται ακόμη προσκολημμένη σε ένα θεσμικό μοντέλο, προσανατολισμένο στον «κοινωνικό διάλογο», ο οποίος στρατηγικά έχει εξαντληθεί. Το μέγεθος των επιθέσεων και της κοινωνικής αντίδρασης από τα κάτω μέσω των κινημάτων των «αγανακτισμένων» πιέζει τα κύρια συνδικάτα προς τον αγώνα, ιδιαίτερα στο νότο της Ευρώπης, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται αλλαγή του συνδικαλιστικού μοντέλου ή ένα στρατηγικό στοχασμό πάνω στην εξάντληση του «κοινωνικού διαλόγου». [Τα συνδικάτα] υποστηρίζουν έναν προσανατολισμό «ζιγκ-ζαγκ» (κινητοποίηση, αποτυχημένος κοινωνικός διάλογος, κινητοποίηση για την αντιμετώπιση νέων επιθέσεων, και ούτω καθεξής), διχασμένα ανάμεσα στον προσανατολισμό τους προς ένα μη βιώσιμο συνασπισμό και την ανάγκη κινητοποίησης για την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων και το μέλλον τους ως οργανώσεων, αλλά παραμένοντας γαντζωμένα στη θεσμική και γραφειοκρατική τους νοοτροπία, όντας απρόθυμα να εμπλακούν με αγώνες και κοινωνικά κινήματα που δεν ελέγχουν.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων δεν προσφέρει καμία συνεκτική εναλλακτική αντίστασης στα σχέδια προσαρμογής ή οποιαδήποτε προσπάθεια να εκφράσει τη διεθνή αλληλεγγύη των εργαζομένων. Ο διαχωρισμός μεταξύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων του Νότου και της κέντρικής και βόρειας Ευρώπης έχει διευρυνθεί και εμβαθυνθεί με την κρίση και την εφαρμογή των πολιτικών προσαρμογής. Τα τελευταία αποδέχονται, περισσότερο ή λιγότερο ρητά, την επίσημη γραμμή των κυβερνήσεων της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης και της τρόικας, ότι την ευθύνη για την κρίση φέρουν οι εργαζόμενοι της νότιας Ευρώπης, που είναι παραγωγικοί, αδρανείς και δεν πληρώνουν φόρους. Το επιχείρημα αυτό εξυπηρετεί τις κυβερνήσεις και τις οικονομικές ελίτ της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης στις προσπάθειές τους να μεταφέρουν τις εγχώριες κοινωνικές αντιθέσεις προς τα έξω.

Η μέρα της 14ης Νοέμβρη του 2012 (14Ν), ήταν ένα βήμα προς τα εμπρός στο διεθνή συνδικαλιστικό συντονισμό των απαντήσεων στις πολιτικές λιτότητας, η οποία υπερέβη κατά πολύ ότι έχει γίνει παραδοσιακά μέχρι τώρα  (συμβολικές μέρες συνδικαλιστικών ευρω-κινητοποιήσεων). Για τη 14N είχαν εξαγγελθεί γενικές απεργίες στην Πορτογαλία, την Ισπανία, δράσεις στην Ελλάδα (όπου τελικά τίποτα δεν συνέβη επειδή στη χώρα υπήρχε γενική απεργία στις 6 και 7 Νοέμβρη), την Κύπρο και τη Μάλτα, γενική απεργία στο γαλλόφωνο Βέλγιο, 4ωρη στάση εργασίας από την CGIL στην Ιταλία. Ωστόσο, η διεθνής δυναμική της 14N ήταν λίγο μικρότερη από ότι τελικά αναμενόταν και φαίνεται ότι ήταν πάρα πολύ επικεντρωμένη γύρω από τον άξονα Πορτογαλία-Ισπανία. Η διεθνής διάσταση της 14N χρησίμευσε για να ενισχύσει την επιτυχία των καλεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, δίνοντάς τους μεγαλύτερη αξιοπιστία, αν και χωρίς ακόμη να δημιουργεί την αίσθηση ότι αποτελεί μέρος ενός διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση των πολιτικών προσαρμογής στη συλλογική φαντασία των εργαζομένων της Ευρωμεσογείου. Η επίτευξη μιας «ευρω-απεργίας» ή «ευρω-μεσογειακής απεργίας» θα άξιζε περισσότερο από δεκαετίες γραφειοκρατικής δουλειάς συνδικαλιστικού lobbying στις Βρυξέλλες. Αν η 14N παραμείνει η εξαίρεση, θα έχει μικρή σημασία. Αν αποτελέσει ένα σημείο καμπής, έστω και πολύ περιορισμένη και αδύναμη, στη διεθνοποίηση της στρατηγικής του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος, θα είναι σημαντική, αλλά ανεπαρκής πρόοδος.

Στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας

6. Η αριστερά που βρίσκεται στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας είχε δυσκολίες να αναπτυχθεί μέσα στο πλαίσιο της κρίσης και οι εκλογικές αντανακλάσεις των κοινωνικών αντιστάσεων παραμένουν περιορισμένες και αντιφατικές. Η αριστερά έχει κεφαλαιοποιήσει λιγότερο την κοινωνική αναταραχή από την άκρα ή τη λαϊκιστική δεξιά. Οι πιο βαθιοί λόγοι βρίσκονται σε πολύ γνωστά φαινόμενα: το βάρος των πολιτικών ηττών των προηγούμενων δεκαετιών, την απουσία ιδεολογικών αναφορών, την αποπολιτικοποίηση, την έλειψη αξιοπιστίας των κομμάτων. Η άνοδος της ακροδεξιάς σε ολόκληρη την ήπειρο βασίζεται στην ξενοφοβία ως κοινό παρονομαστή και την εκμετάλλευση της κοινωνικής αναταραχής που προκύπτει από την κρίση και, πριν από αυτό, από την καταστροφή του κράτους πρόνοιας από δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού. Αν και με πολλές παραλλαγές από χώρα χώρα, η δεξιά παίρνει τη μορφή μιας λαϊκιστικής «εθνικής» δεξιάς (που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι μία «καμουφλαρισμένη» νεο-φασιστική δεξιά), με την εξαίρεση της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, της οποίας το μοντέλο είναι ευθέως ο φασισμός και ο ναζισμός της δεκαετίας του 1930.

Ωστόσο, η δυσαρέσκεια που αισθάνονται οι πολίτες απέναντι στα μεγάλα κόμματα βαθαίνει, παράλληλα με την εκλογική τιμωρία των κυβερνήσεων (είτε δεξιών, είτε σοσιαλφιλελεύθερων) με τη σειρά τους σε κάθε χώρα. Και στις χώρες της περιφέρειας η σοσιαλδημοκρατία, όπως επισημάναμε νωρίτερα, υφίσταται μια ιστορική κρίση, η οποία την φέρνει σε ευθεία αντίθεση με την κοινωνική της βάση. Σε αρκετά σημεία συμβαίνουν φαινόμενα, των οποίων ο επείγον χαρακτήρας εκφράζει αφ' ενός δυσαρέσκεια και αναταραχή, και αφ' ετέρου την απουσία συνεκτικών εναλλακτικών απαντήσεων. Τέτοια είναι η περίπτωση των επιτυχιών του Κόμματος των Πειρατών, πρώτα στη Σουηδία και τώρα στη Γερμανία, με μια νεανική μεσοαστική ψήφο να μην ταυτίζεται ούτε με τη σοσιαλδημοκρατία, ούτε με τους Πράσινους (και παρά το γεγονός ότι είναι ένα πολύ διαφορετικό φαινόμενο, θα πρέπει να αναφέρουμε, επίσης, την λαϊκίστικη-δημαγωγική υποψηφιότητα του Beppe Grillo στην Ιταλία). Παρ 'όλα αυτά, το διπλό πλαίσιο της καπιταλιστικής κρίσης και των αυξημένων κοινωνικών αγώνων και της επαναπολιτικοποίησης (ακόμα και ξεκινώντας από ένα πολύ χαμηλό επίπεδο), είναι ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τις δυνάμεις της αριστεράς στην Ευρώπη.

Στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στα αντικαπιταλιστικά και επαναστατικά ρεύματα και τις ρεφορμιστικές δυνάμεις έχει μετατοπιστεί υπέρ των τελευταίων ακόμη περισσότερο κατά την τελευταία περίοδο. Πολλοί ρεφορμιστικοί σχηματισμοί επωφελήθηκαν εκλογικά από την απαξίωση της σοσιαλδημοκρατίας και την απουσία μιας ισχυρής αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής, παρόλο που αυτό  δεν είναι αλήθεια για όλους αυτούς, αφού κάποιες σημαντικές δυνάμεις, όπως το Die Linke στη Γερμανία, παρουσιάζει σημαντική εξασθένηση. Οι Πράσινοι, από την άλλη πλευρά, σε διαφορετικά επίπεδα, ανάλογα με την κάθε χώρα, αλλά με λίγες ειδικές εξαιρέσεις (όπως στη Μεγάλη Βρετανία) έχουν γίνει πολύ θεσμοποιημένη δύναμη και έχουν κινηθεί πολύ προς τα δεξιά. Η ευρωπαϊκή αντικαπιταλιστική αριστερά εμφανίζεται ως αξιόπιστη, σε πολλές χώρες στα κοινωνικά και αγωνιστικά μέτωπα, αλλά όχι στο εκλογικό πεδίο. Η προεκλογική εκστρατεία του NPA με τον Πουτού είναι μια καλή απόδειξη γι' αυτό (και αναλογικά οι διαδοχικές εκστρατείες της Izquierda Anticapitalista στην Ισπανία). Ο Πουτού πήρε το μέτριο 1,1% (πολύ μικρό σε σύγκριση με το 11,1%  του Μελανσόν και το προηγούμενο 4% του Μπεζανσενό), αλλά η πολιτική και κοινωνική απήχηση που βρήκε η υποψηφιότητά και οι προτάσεις του ήταν σημαντική, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, και βρήκε συμπάθεια μεταξύ ανθρώπων που επέλεξαν τη «χρήσιμη» ψήφο στο Μελανσόν.

Με την υποχώρηση του NPA η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει «εξαφανιστεί» ως ένα ορατό ρεύμα στο εκλογικό έδαφος των ευρωπαϊκών ΜΜΕ σε σχέση με τους ρεφορμιστικούς σχηματισμούς, παρόλο που παραμένει ένα υπαρκτό σημαντικό ρεύμα στο πεδίο της μαχητικότητας και του κοινωνικού ακτιβισμού.  Οι πλατιοί αντικαπιταλιστικοί σχηματισμοί, όπως το Μπλόκο στην Πορτογαλία, ή η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία στη Δανία έχουν μικρή ευρωπαϊκή προβολή και, δεδομένης της απουσίας ενός ευρωπαϊκού αντικαπιταλιστικού πόλου, η διεθνής τους πολιτική ταλαντεύεται γύρω από αυτή του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς που καθοδηγείται από την Izquierda Unida, το Front de Gauche, το Die Linke, και άλλα κόμματα. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να θεωρήσουμε ότι αυτή η κατάσταση της έλλειψης ορατής ισχυρής αντικαπιταλιστικής αριστεράς έχει σταθεροποιηθεί και ότι δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν αλλαγές. Κατά την τελευταία δεκαετία έχουμε δει ήδη ταχείες «ανόδους» και «πτώσεις» διαφόρων δυνάμεων (Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία, Die Linke στη Γερμανία, NPA στη Γαλλία και ούτω καθεξής) και δεν θα πρέπει να λαμβάνουμε το τρέχον γαλλικό σενάριο, για παράδειγμα, ως ένα σταθερό και μη αναστρέψιμο στάδιο, όμως αυτό είναι μια αναπόδραστη πραγματικότητα αυτή τη στιγμή.

Οι προοπτικές για το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών αντικαπιταλιστικών και επαναστατικών οργανώσεων, με λίγες εθνικές εξαιρέσεις, είναι του να είναι σε θέση να οιδοδομήσουν δυνάμεις ακτιβιστών με βάρος στους αγώνες, αλλά με μία αδυναμία, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, να καταστούν ισχυρά εκλογικά σημεία αναφοράς, σε μια εποχή όπου αυτό είναι αναγκαίο περισσότερο από ποτέ λόγω των πολιτικών προσαρμογής και της κοινωνικής αναδιοργάνωσης που αυτές συνεπάγονται. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να εστιάσουμε την οικοδόμηση αντικαπιταλιστικών και επαναστατικώνς οργανώσεων μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προοπτικής της οικοδόμησης νέων ενωτικών πολιτικών εργαλείων που να λαμβάνουν διάφορετικές μορφές ανάλογα με τη χώρα και να μπορούν να κερδίσουν μαζικό κοινό και επιρροή.

Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδοτεί τη δυναμική της ευρωπαϊκής Αριστεράς, που έχει αναγεννηθεί από την εμφάνιση του. Έχει γίνει το συγκεκριμένο σημείο αναφοράς στην Ευρώπη δείχνοντας ότι είναι δυνατό να αρθρωθεί ένα πολιτικό-εκλογικό σχέδιο ικανό να αμφισβητήσει την εκλογική ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατίας και να βάλει στόχο να κερδήσει την πλειοψηφία. Αν δεν κάνει μεγάλα λάθη, η επιρροή του στην ευρωπαϊκή αριστερά προβλέψιμα θα αυξηθεί στο πλαίσιο της απουσίας άλλων σημαντικών σημείων αναφοράς. Δεν είναι ένα αντικαπιταλιστικός σχηματισμός και η ηγεσία του κινείται εντός «αριστερών ρεφορμιστικών» θέσεων, με ένα πρόγραμμα και μια στρατηγική που δεν θα πάει «μέχρι το τέλος» με μια συνεκτική προσέγγιση ρήξης, όμως αυτό είναι ένα σχέδιο που βρίσκεται στα αριστερά της Izquirda Unida, του Front de Gauche, ή του Die Linke. Τα εφορμιστικά αριστερά συστατικά του συνυπάρχουν με ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα σε αυτό, τα οποία, αν και μειοψηφία, έχουν ένα ορισμένο βάρος. Και, πάνω απ' όλα, το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ αναπτύσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο λαϊκής εξέγερσης. Η εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι αβέβαιη και θα υπόκειται σε δύο αντικρουόμενες πιέσεις: στη λογική του κυβερνητισμού και του θεσμικού σεβασμού αφενός, και την αυξανόμενη κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση ως αποτέλεσμα της όξυνσης των κοινωνικών επιθέσεων από την άλλη. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν θα πρέπει να εξιδανικεύει άκριτα το ΣΥΡΙΖΑ ή να επιδεικνύει σεκταρισμό. Πρέπει να δείξουμε τη συμπαράστασή μας στην κοινωνική και εκλογική του άνοδο του και ότι αυτη σημαίνει, και να επιδιώξουμε διάλογο με την ηγεσία του και να εμβαθύνουμε τη σχέση μας με τα αριστερά του ρεύματα. Εκτός όμως από τον «πραγματικό ΣΥΡΙΖΑ», το «σύμβολο ΣΥΡΙΖΑ» έχει γίνει το παράδειγμα ότι «είναι δυνατόν» να οικοδομήσουμε μια εναλλακτική. Αυτή είναι η κύρια έννοια που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για την ευρωπαϊκή αριστερά.

Ισχυρή και αντιφατική πολιτικοποίηση

7. Στις χώρες όπου έχει ξεσπάσει κοινωνική εξέγερση ενάντια στα μέτρα προσαρμογής υπάρχει μια ισχυρή πολιτικοποίηση της κοινωνίας, αν και είναι μια αντιφατική πολιτικοποίηση και ξεκινά από ένα πολύ χαμηλό επίπεδο, χωρίς σαφείς αναφορές (πολιτικές, πολιτιστικές, διανοητικές, ιστορικές, οργανωτικές και ούτω καθεξής), ή με υπερβολικά σύγχυσμένες αναφορές σε πραγματικά αποτελέσματα τα οποία δεν είναι πολύ ξεκάθαρα (αν και παραδόξως η ισλανδική «επανάσταση» ή οι διεργασίες στη Λατινική Αμερική είναι συχνά εξιδανικευμένες). Αυτή η πολιτικοποίηση δεν έχει ακόμη οδηγήσει στην οργάνωση μέσων πολιτικής, ή ακόμη και σταθερών κοινωνικών δομών, αλλά έχει αφήσει πίσω της την περίοδο που ο Daniel Bensaid ονόμαζε «κοινωνική ψευδαίσθηση» της αυτάρκειας της κοινωνικής πάλης, της δεκαετίας του 1990 και της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ή τις ιδέες του «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία» με τον τρόπο του Holloway (όχι μάταια, οι αραβικές επαναστάσεις έγιναν, με τις λαϊκές προσπάθειες να ανατραπούν καθεστώτα και την πτώση δικτατόρων, το ιδρυτικό γεγονός που παραμένει στη φαντασία των ριζοσπαστικοποιημένων νέων κατά της λιτότητας στην Ευρώπη). Όλο και περισσότερο το «πολιτικό ζήτημα» εμφανίζεται ως αναπόφευκτο σε σχέση με την επικινδυνότητα των επιθέσεων στις συνθήκες της ζωής από τις κυβερνήσεις και την απονομιμοποίηση που αυτές οι επιθέσεις προκαλούν, ακριβώς λόγω του βάθους τους, στα κόμματα και τους θεσμούς. Με ιστορικούς όρους, η πιο σημαντική μεταβλητή είναι η ένταξη του μεγαλύτερου μέρους των κοινωνικών ακτιβιστών, της κοινωνικής αριστεράς που σήμερα δεν είναι πολιτικά οργανωμένη, στην οικοδόμηση νέων πολιτικών εργαλείων.

Στην ευρωμεσογειακή περιφέρεια, η εφαρμογή των σχεδίων διαρθρωτικής προσαρμογής συνταράσσει τις κοινωνίες στο σύνολό τους, τείνοντας να καταστρέψει το κομματικό σύστημα και τους παραδοσιακούς μηχανισμούς εκπροσώπησης. Απέναντι σε μεγάλες επιθέσεις, την απαξίωση της σοσιαλδημοκρατίας, και την απελπισμένη ανάγκη για λύσεις, μερικές φορές η συζήτηση για την «εναλλακτική» και το «πολιτικό εργαλείο» μετατρέπεται άμεσα σε συζητήσεις στρατηγικά βιαστικές και βασισμένες πάνω σε μία πραγματική ανάγκη, με το ρίσκο «αλμάτων», σχετικά με το πώς να σχηματιστεί μία «εναλλακτική κυβέρνηση» μέσα στο καλούπι «της Λατινικής Αμερικής».

Το αυξανόμενο επίπεδο πολιτικοποίησης και κοινωνικών αγώνων έχει δώσει ώθηση, ταυτόχρονα και με αντιφατικό τρόπο,  και σε μία αποφασιστική υποστήριξη στην παραδοσιακή αριστερά και στο σχηματισμό νέων εναλλακτικών έξω από τα θεσμικά κόμματα. Ίσως στο τέλος η υποστήριξη σε ότι υπάρχει να υπερισχύσει, ή το αντίστροφο, η ώθηση προς το νέο να αποδειχθεί ισχυρότερη. Ενδεχομένως και τα δύο να καταλήξουν σε ένα συνδυασμό. Το κλειδί θα είναι το πώς και με ποιο βάρος. Επίσης, καθοριστικό θα είναι το ερώτημα του τι μορφή θα πάρει το «νέο» και αν επικρατήσει μια λογική ριζικού μετασχηματισμού του συστήματος ή αν, αντιθέτως επιβληθούν δυνάμεις που εκφράζουν μια πιο ρηχή κριτική του σημερινού κόσμου.

Η γενική δυναμική ευνοεί την κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση που τροφοδοτείται από την αδυναμία πραγματοποίησης πραγματικών αλλαγών και τη διάχυτη αντίληψη ότι το σύστημα και οι «αγορές» είναι ανενόχλητες. Αλλά αυτή η ριζοσπαστικοποίηση έχει επίσης σημαντικούς περιορισμούς, τις αδυναμίες της αριστεράς, την έλλειψη αναφορών, το συσσωρευμένο βάρος των ηττών, την έλλειψη προσδοκιών για κοινωνική αλλαγή° υπάρχει περιορισμένη στρατηγική σαφήνεια στην περίπτωση πολλών κινημάτων και σε πολλές περιπτώσεις ο ριζοσπαστισμός εκφράζεται περισσότερο με τη μορφή των αγώνων και τη δυναμική τους παρά με αυστηρά προγραμματικούςς όρους. Η θεμελιώδης πρόκληση στην περίοδο είναι να κάνουμε αυτή τη διάχυτη αντισυστημική συνείδηση να αποκτήσει μεγαλύτερη στρατηγική και προγραμματική συνοχή (αποσαφηνίζοντας τι σημαίνει να είναι κανείς «αντικαπιταλιστής», ή να κάνουμε «επανάσταση» πώς να αλλάξουμε τον κόσμο και ούτω καθεξής).

Νέα πολιτικά εργαλεία

8. Σε ορισμένες χώρες θα υπάρξουν νέα εργαλεία που μάλλον έλκονται από ρεφορμιστικές δυνάμεις, αλλά προσφέρουν τη δυνατότητα ρήξης με τη λιτότητα και σύνδεσης με τον ανερχόμενο κοινωνικό ριζοσπαστισμό (πιθανόν το Alternative Galega de Esquerdas στη Γαλικία, που κέρδισε 9% των ψήφων και εξέλεξε 14 βουλευτές στις εκλογές στις 21 Οκτώβρη του 2012 είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτού). Αλλού θα δούμε συμμαχίες ανάμεσα σε ριζοσπαστικά και αντικαπιταλιστικά ρεύματα και/ή  τμήματα της κοινωνικής αριστεράς να διαμορφώνουν τον άξονα νέων σχηματισμών και εργαλείων. Ακόμη και με διαφορετικά σενάρια, διαφορετικές διαδρομές και διαφορετικά τελικά αποτελέσματα, το καθήκον των αντικαπιταλιστικών ρεύματων θα είναι να εργαστούν για τη διαμόρφωση νέων πολιτικών εργαλείων αποτελεσματικής πάλης και να διασφαλίσουν ότι αυτά έχουν ένα πρόγραμμα, μια στρατηγική και μια καθημερινή πρακτική που να αποτελεί την πιο προχωρημένη δυνατή.

Στην ευρωπαϊκή περιφέρεια η κατάσταση στην αριστερά είναι πολύ διαφορετική ανάλογα με τη χώρα. Στην Ελλάδα και την Πορτογαλία υπάρχουν τα μέσα για  άσκηση πολιτικής με μαζικό κοινό. Στην πρώτη περίπτωση, ο στόχος είναι να οικοδομηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, να ενισχυθεί η αριστερή του πτέρυγα και να οικοδομηθούν γέφυρες μεταξύ αυτού και της ΑΝΤΑΡΣΙΑ, την ίδια στιγμή που πρέπει να εργαζόμαστε για να κρατηθεί το μεγαλύτερο μέρος του σχεδίου [ΣΥΡΙΖΑ] σε μία γραμμή ρήξης με τη λιτότητα και όχι συμβιβασμού με την τρόικα. Στην Πορτογαλία είναι η περαιτέρω ανάπτυξη του Μπλόκο της Αριστεράς, του οποίου οι εκλογικές προοπτικές είναι και πάλι ανοδικές και εμφανίζεται να είναι το κόμμα που είναι περισσότερο συνδεδεμένο με τα νέα κινήματα αντίστασης, ωστόσο η δυσπιστία απέναντι στα κόμματα και την εκλογική εκπροσώπηση δημιουργεί μία δομική ένταση και ασκεί στο Μπλόκο την πίεση του «νέου» και «αναδυόμενου».

Στην Ισπανία και την Ιταλία, το ερώτημα που τίθεται είναι διαφορετικό: είναι η ανάγκη να ξαναχτιστεί η αριστερά και ένα πολιτικό έργαλείο αγώνα και άμυνας που να έχει μαζικό ακροατήριο, καθώς και κοινωνική και εκλογική αξιοπιστία. Αντικαπιταλιστικοί σχηματισμοί όπως η Izquierda Anticapitalista ή η Sinistra Critica, αν και έχουν κοινωνική επιρροή και αξιοπιστία ως ρεύματα ακτιβιστών-ριών, δεν αποτελούν από μόνες τους πολιτική αναφορά. Ρεφορμιστικές οργανώσεις, όπως η IU στην περίπτωση της Ισπανίας, παρουσιάζουν  εκλογική αξιοπιστία, και αν αντιμετωπίσει με επιτυχία την εσωτερική αντίφαση μεταξύ του γενικού της λόγου που είναι ενάντια στην κρίση και από την άλλη τη συμμετοχή της στις πολιτικές λιτότητας στην κυβέρνηση της Ανδαλουσίας, μπορεί να καθιερωθεί ως ένα ολοένα και σημαντικότερο εκλογικό σημείο αναφοράς. Αλλά την ίδια στιγμή δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει την «εναλλακτική», ούτε μπορεί να μετασχηματίσει την εκλογική στήριξη σε οργανική αγωνιστικότητα, καθώς δε διαθέτει πολιτική αξιοπιστία (η οποία δεν ταυτίζεται με την εκλογική αξιοπιστία), πραγματικές κοινωνικές ρίζες, και επειδή εμφανίζεται ως μέρος του «παλιού» και του παραδοσιακού πολιτικού πολιτικού συστήματος. Προκύπτει επομένως  και εδώ το ζήτημα του πολιτικού εργαλείου.

Το βασικό ζήτημα στην ατζέντα είναι η ανοικοδόμηση της αριστεράς σε μια κοινωνία που συγκλονίζεται από μια τεράστια διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού που αποσταθεροποιεί όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Καθώς τα σχέδια αναδιάρθρωσης αναμορφώνουν την κοινωνία και ταρακουνούν όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δομές, η ανάγκη να οικοδομηθούν νέα πολιτικά εργαλεία γίνεται ολοένα και πιο εμφανής. Πάνω στη βάση της απόρριψης των πολιτικών λιτότητας, όπως έχουμε ξαναπεί, θα πρέπει να εργαστούμε ώστε να διασφαλίσουμε ότι τα νέα αυτά πολιτικά εργαλεία θα έχουν ένα στρατηγικό και προγραμματικό προσανατολισμό και μια καθημερινή πρακτική που να αντανακλά την ανάγκη για ρήξη στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και ένα σχέδιο κοινωνικής αλλαγής που είναι όσο το δυνατόν πιο προχωρηγμένο και ανεπτυγμένο. Οι μορφές που θα πάρουν αυτά τα πολιτικά σχέδια δε μπορεί να προβλεφθούν, και πιθανόν θα είναι συγκεχυμένα, με αντιθέσεις και προγραμματικά και στρατηγικά όρια. Μια ποικιλία εθνικών δυναμικών θα συνδυάσει, σύμφωνα με τις πολιτικές παραδόσεις, το αντίστοιχο βάρος των διαφόρων ρευμάτων της αριστεράς και τη διαμόρφωση της κοινωνικής και συνδικαλιστικής αριστεράς. Προσαρμόζοντας την τακτική τους σε ποικιλόμορφα πλαίσια και τον αντίστοιχο ρόλο κάθε χώρας, τα αντικαπιταλιστικά ρεύματα πρέπει να συμμετάσχουν ενεργά στις προσπάθειες και τις εμπειρίες οικοδόμησης νέων, ολοκληρωμένων και χρήσιμων πολιτικών μέσων σε εκείνες τις χώρες όπου αυτό δεν έχει γίνει ακόμη (στην πλειοψηφία!), την ίδια στιγμή που διατηρούν τα δικά τους φιλόδοξα σχέδια κομματικής οικοδόμησης και ανάπτυξης.

*Ο Josep María Antentas είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Viento Sur, και καθηγητής κοινωνιολογίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης.