Η απόφαση του Σαμαρά να μαυρίσει την τηλεοπτική οθόνη κλείνοντας ακαριαία την ΕΡΤ, πυροδότησε την κοινωνική αντίδραση και την αποδοκιμασία του αυταρχισμού σε βαθμό πλειοψηφικό καθώς και την κινηματική συσπείρωση δεκάδων χιλιάδων σε όλη την χώρα με επίκεντρο το Ραδιομέγαρο στην Αγία Παρασκευή.
Η άμεση μαζική αντίδραση, μια ανάταση της κοινωνικής διαμαρτυρίας που φανέρωσε τα όρια της κοινωνικής ανοχής, μετά από μεγάλο διάστημα, προκάλεσε την πολιτική κρίση.
Ωστόσο η κυβέρνηση δεν έπεσε και δεν οδηγηθήκαμε στις εκλογές αλλά αντίθετα σχηματίστηκε δικομματική κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ με την ανοχή της ΔΗΜΑΡ. Ταυτόχρονα λύση στο ζήτημα της ΕΡΤ δεν έχει δοθεί και το Ραδιομέγαρο εξακολουθεί να αποτελεί το κινηματικό κέντρο.
Η δικομματική κυβέρνηση που σχηματίστηκε αποτελεί μια υποχώρηση του συστήματος στην πίεση που ασκήθηκε από την κοινωνική αντίδραση. Ταυτόχρονα όμως δείχνει πόσο ανελαστικός μονόδρομος για τις δυνάμεις του συστήματος είναι ο δρόμος της λιτότητας και των μνημονίων καθώς επίσης σήμερα, και το συγκεκριμένο πολιτικό δυναμικό υπό τον Σαμαρά.
Η Αριστερά βρέθηκε άμεσα στο πλευρό των εργαζόμενων στην ΕΡΤ και μέσα στο κίνημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ απ’ την πρώτη στιγμή προσπάθησε και προσπαθεί να βοηθήσει σε όλα τα επίπεδα του αγώνα. Ωστόσο πέρα από πολύτιμα συμπεράσματα που προκύπτουν για τις οργανωτικές δυνατότητες που αντιστοιχούν στην αριστερά – αξιωματική αντιπολίτευση, στις ιστορικές απαιτήσεις της περιόδου, οι πολιτικοί στόχοι είναι αυτοί που καθορίζουν την πορεία και την εξέλιξη του κινήματος και αυτοί βρίσκονται στο επίκεντρο κάθε κριτικής και απολογισμού.
Το εύρος της κοινωνικής αποδοκιμασίας στην ενέργεια του Σαμαρά (καταγράφηκε σε γκάλοπ στο 65%) περιέχει πολλούς πολιτικούς στόχους και αιτήματα (πχ. όχι στην συγκεκριμένη αυταρχική ενέργεια – ν’ ανοίξει άμεσα το σήμα της ΕΡΤ, όχι στον αυταρχισμό και την αντιδημοκρατική εκτροπή, όχι στις απολύσεις των εργαζομένων στην ΕΡΤ, όχι στα κλεισίματα δημόσιων επιχειρήσεων και στις απολύσεις γενικά, όχι στο μνημόνιο, να πέσει η κυβέρνηση κ.λ.π.). Όλοι αυτοί και άλλοι ακόμη στόχοι περιέχονται στο αίτημα – ομπρέλα για «Δημοκρατία». Ωστόσο είναι φανερό ότι η γενική περί δημοκρατίας προσέγγιση δεν αρκεί. Για να επηρεάζει καταλυτικά και με κλιμακούμενη διάρκεια η κοινωνική κινητικότητα και δράση, το πολιτικό σκηνικό, για να δώσει συνέχεια στην πολιτική κρίση που προκάλεσε, χρειάζεται ολοένα και σαφέστερους πολιτικούς στόχους αντίστοιχους με το πολιτικό επίδικο.
Μία τέτοια διαδικασία αποσαφήνισης και ριζοσπαστικοποίησης των πολιτικών στόχων επ’ ουδενί δεν προκύπτει ως αβίαστη συνέπεια της ωρίμανσης των αντιφάσεων που προκαλεί η κρίση και η σκληρή και μονόδρομη καπιταλιστική διαχείρισή της. Αυτή την διαδικασία οφείλει να την τροφοδοτεί και να την καταλύει η πολιτική αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλιώς δεν επιβεβαιώνεται ο ρόλος του ως πρωταγωνιστή στις εξελίξεις και μάλιστα σε μια ιστορική συγκυρία που η ίδια η κατάρρευση της αξιοπιστίας του παλιού αστικού πολιτικού συστήματος εξουσίας ανέδειξε με τον πιο ηχηρό τρόπο την ιστορική ευκαιρία για την αριστερά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και ένα χρόνο αποτελεί την ελπίδα του λαού ως η εναλλακτική πρόταση για «κυβέρνηση της αριστεράς» μα και αντικειμενικά καθώς αποτελεί τον μαζικό «αντιμνημονιακό» πολιτικό χώρο, την «άλλη» επιλογή. Ωστόσο αυτά τα δεδομένα δεν έχουν διαχρονική ισχύ καθώς διαμορφώθηκαν ακριβώς λόγω της κρίσης και, δια αυτής, της μετάλλαξης και κατάπτωσης της εικόνας και των δυνατοτήτων του πολιτικού συστήματος εξουσίας. Μάλιστα ο αντικειμενικός παράγοντας δεν αρκεί, όπως εξάλλου αυτό ήδη φαίνεται, για την ανατροπή της κυβέρνησης και την κατάκτησή της από την αριστερά. Είναι ο υποκειμενικός παράγοντας, αυτός που συμπυκνώνει τα στοιχεία ταυτότητας της αριστεράς, το περιεχόμενο της «κυβέρνησης της αριστεράς», που έχει τον πιο ουσιαστικό ρόλο.
Σήμερα, με το τέλος της πρώτης φάσης τούτης της πολιτικής κρίσης μα όχι και το τέλος της διαρκώς τροφοδοτούμενης από την κυβερνητική πολιτική, κοινωνικής οργής και δυσαρέσκειας και με το ραδιομέγαρο της ΕΡΤ σταθερά κατειλημμένο και αυτοδιαχειριζόμενο, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αναστοχαστεί συνολικά την οπτική γωνία από την οποία αντιμετωπίζει την περίοδο γενικά και τις δυνατότητες που αυτή προσφέρει για την ανατροπή της κυβέρνησης, της τρόικας, της λιτότητας.
Η διαρκής εκφώνηση από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, εδώ κι ένα χρόνο ότι η κυβέρνηση θα πέσει οσονούπω δεν βοηθά πια σε τίποτα. Η κοινωνία βγάζει αντίθετα συμπεράσματα μέσα από τις εμπειρίες της. Η κυβέρνηση των μνημονίων και της άγριας λιτότητας, ότι σχήμα κι αν παίρνει, δεν θα πέσει από μόνη της όσο κι αν «ωριμάσει» γιατί αποτελεί μοναδική επιλογή για τα ντόπια και διεθνή καπιταλιστικά κέντρα παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις και τα αδιέξοδα.
Οι δανειστές στήριξαν εν τέλει, την κρίσιμη στιγμή, την αντιδημοκρατική «εκτροπή» δείχνοντας πως στην Ευρώπη της κρίσης όχι μόνο χωράει μια σκληρά αντιδημοκρατική διακυβέρνηση όπως αυτή του Σαμαρά αλλά επιβεβαιώνοντας και νομιμοποιώντας το ίδιο το μοντέλο ελαστικής «δημοκρατίας» για την ΕΕ συνολικά. Το ΔΝΤ έσπευσε να απειλήσει ότι εάν γίνουν εκλογές δεν θα πληρώσει, γκρεμίζοντας για πολλοστή φορά αυταπάτες για δήθεν δυνατότητες εκμετάλλευσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων από την αριστερά, όπως πρόσφατα με θράσος αλλά και κάποια αφέλεια υποστηρίχτηκε σε αμερικάνικη εφημερίδα από γνωστούς οικονομολόγους. Ταυτόχρονα αναδείχτηκε δίπλα στο πρόσφατο παράδειγμα της Κύπρου πόσο δύσκολη υπόθεση – αν όχι αδύνατη - είναι η διαπραγμάτευση με το σύστημα και τους δανειστές. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η διαπραγμάτευση που θα επιχειρήσει η κυβέρνηση της αριστεράς, βασίζεται στην ήδη από σήμερα, δημόσιαδιατυπωμένη προσδοκία συναίνεσηςαντί να βασίζεται στον δημόσια διατυπωμένο στόχο της επιβολής των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων - στην Ελλάδα και δια του παραδείγματός της στους λαούς και στα κινήματα σε όλη την Ευρώπη - μέσω των πιο σκληρών εκβιασμών και απειλών για μονομερείς ενέργειες παύσης πληρωμών και διαγραφής του χρέους μεταφέροντας τις πιέσεις της κρίσης στα ευρωπαϊκά και διεθνή καπιταλιστικά κέντρα. Πέρα από οποιονδήποτε νομισματικό εκβιασμό. Στον αντίποδα της συντριβής των εργαζόμενων και του λαού, της συντριβής της ίδιας της δημοκρατίας χάριν των δήθεν επενδύσεων των πολυεθνικών και του ντόπιου μεγάλου κεφαλαίου καθώς και της αχαλίνωτης λειτουργίας της αγοράς και των νόμων της.
Τα ντόπια ιδιωτικά ΜΜΕ κυριολεκτικά «λύσσαξαν» υπέρ της κυβέρνησης χωρίς ωστόσο να καθορίσουν άμεσα αρνητικά την κοινωνική διάθεση συμπαράστασης στον αγώνα των εργαζομένων στην ΕΡΤ, αποδεικνύοντας ότι η κοινωνική, ταξική και πολιτική πάλη δεν είναι ούτε αποκλειστικά, ούτε καν κατά προτεραιότητα μια εικόνα στις τηλεοπτικές ειδήσεις. Να θυμίσουμε, ιδιαίτερα σε όσους δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στο υπόδειγμα της Βενεζουέλας, ότι ο Τσάβες με τις πολλές εκλογικές επιτυχίες δεν μπόρεσε να καταστείλει τα ιδιωτικά ΜΜΕ. Αλλ’ αυτό δεν τον εμπόδισε να κερδίσει την πλειοψηφία του λαού.
Ο Σαμαράς σχοινοβατώντας στα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του δικού του στρατοπέδου βρίσκει την ευκαιρία να προκαλέσει από το βήμα του συνεδρίου της ΝΔ, δηλώνοντας πως ο ΣΥΡΙΖΑ και η αριστερά γενικότερα, θέλουν να πέσει η κυβέρνηση αλλά δεν τολμούν να την ρίξουν!
Είναι απολύτως απαραίτητο ο ΣΥΡΙΖΑ να φύγει από την θέση «κυβέρνηση σε αναμονή» και την συνακόλουθη πολιτική «εκφωνούμενη εντύπωση» προς την κοινωνία, αναγνωρίζοντας την στασιμότητα στην οποία έχει περιέλθει όχι μόνο η δημοσκοπική του επίδοση (οι πρώτες μετά την «κρίση της ΕΡΤ» δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν καμία νέα ώθηση και δυναμική παρά το μέγεθος της κοινωνικής αντίδρασης στην κίνηση Σαμαρά) αλλά και πλήθος άλλων δεικτών για την αποτελεσματική και πειστική προσφορά πολιτικής και στρατηγικής ηγεσίας στο κίνημα και την κοινωνική πλειοψηφία γενικότερα. Η θέση «κυβέρνηση σε αναμονή» υποδηλώνει, ανεξάρτητα από τις προθέσεις, την αναμονή εξελίξεων πέρα από τις υποκειμενικές δυνατότητες του πολιτικού φορέα της αριστεράς, πέρα από τις δυνατότητες του ίδιου του κινήματος και της ταξικής και πολιτικής πάλης στην Ελλάδα και κρύβει τον σοβαρό κίνδυνο να μείνει η αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ και πάνω απ’ όλους η κοινωνία, για πολύ καιρό στην αναμονή.
Η κοινωνική πλειοψηφία στην Ελλάδα παρά τις πολιτικές και ιδεολογικές συγχύσεις και τα αδιέξοδα που συναντά, συνεχίζει να εκφράζει – σήμερα μέσα από τα γεγονότα της ΕΡΤ – την ισχυρή διάθεση για αντίσταση και ανατροπή του αντιδημοκρατικού και βάρβαρου ζυγού της μνημονιακής λιτότητας αναδεικνύοντας ταυτόχρονα το επίμονα θετικό προς τ’ αριστερά ιδεολογικοπολιτικό ισοζύγιο. Δικαιολογημένα, αν και υπερβάλλοντας για τους δικούς του σκοπούς, ο ακροδεξιός Βορίδης μιλά για την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς. Η αριστερά είναι απολύτως αναγκαίο να αναγνωρίσει τούτες τις κρίσιμες και μοναδικές ιστορικές στιγμές, την δύναμη και τις δυνατότητές της. Το σημερινό ΠΑΣΟΚ αλλά ακόμη και πρώην κυβερνητικά στελέχη του που σήμερα έχουν πάρει αποστάσεις απ’ αυτό, δεν μπορούν καν να υπερασπιστούν τις όποιες αριστερές μνήμες της πρώτης περιόδου του Αντρέα Παπανδρέου. Η ΔΗΜΑΡ έχει βουτηχτεί στην πλήρη απαξίωση κάθε στοιχειωδώς αριστερής αφήγησης. Ήταν θετική εξέλιξη και συνέπεια της αριστερής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ ότι αυτό το τμήμα του διασπάστηκε καθώς άμεσα ακολούθησε την πορεία του κυβερνητικού εταίρου στην μνημονιακή, αντιδημοκρατική κυβέρνηση. ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ αποτελούν στα μάτια της κοινωνίας τα ρετάλια του «αριστερού ρεαλισμού». Σάρκα από την σάρκα του σάπιουπολιτικού συστήματος και της «ληγμένης δημοκρατίας» του κεφαλαίου, των προνομίων της διαπλοκής, της μεροληπτικής, ταξικής δικαιοσύνης όλων των τελευταίων δεκαετιών. Όχι μόνο δεν πρέπει να μένει ανοιχτό το ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους χώρους αυτούς ή με ηγετικά στελέχη τους αλλά αντίθετα πρέπει δημόσια και ρητά να διατυπώνεται αυτό που η κοινωνία στο σύνολό της καταλαβαίνει. Ότι ανήκουν στο μπλοκ της μνημονιακής επιβολής της λιτότητας και μάλιστα ως ουρά της δεξιάς προκειμένου να διασωθούν πολιτικά μέσω της συντριβής των κοινωνικών αντιστάσεων και της αριστεράς.
Η «κυβέρνηση της Αριστεράς» μπορεί να σχηματιστεί μόνο από πολιτικούς χώρους που δεν έχουν την παραμικρή σχέση και δέσμευση με τμήματα της οικονομικής εξουσίας, του μεγάλου κεφαλαίου, ντόπιου και διεθνούς αλλά αντίθετα κτίζουν τις σχέσεις και τις δεσμεύσεις με τον κόσμο της εργασίας και την λαϊκή, κοινωνική πλειοψηφία.
Η «κρίση της ΕΡΤ» αναδεικνύει τις δυνατότητες. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σήμερα την ευκαιρία να συμβαδίσει με τις κοινές διαπιστώσεις της κοινωνικής πλειοψηφίας και να προβάλει την ανατρεπτική- αντιδιαμετρική προς όλες τις πτυχές της συστημικής λειτουργίας - εναλλακτική του πρόταση, με τόλμη και εμπιστοσύνη στην ανταπόκριση της κοινωνίας και μάλιστα του πιο συνειδητού και διαθέσιμου κομματιού της που μπορεί να παίξει τον ρόλο της «ατμομηχανής» και να καθορίσει ακόμη και την εκλογική αυτοδυναμία. Χρειάζεται να βρεθεί ένα βήμα πιο μπροστά από τις κοινωνικές διαθέσεις αναλαμβάνοντας πλήρως τον ηγετικό πολιτικό ρόλο και την ευθύνη, απαντώντας με αυτοπεποίθηση στις προκλήσεις πως μαζί με την δρώσα κοινωνία θα ρίξει με κάθε διαθέσιμο τρόπο την κυβέρνηση και θα συγκρουστεί ως το τέλος με τους ντόπιους καπιταλιστές και τους δανειστές.
Το επικείμενο συνέδριο δίνει αυτή την δυνατότητα. Υπό τον όρο της επικαιροποίησης των στόχων του και της ριζοσπαστικής εμβάθυνσης της πολιτικής γραμμής, ως απόρροια των συμπερασμάτων από τα γεγονότα και τις πολιτικές εξελίξεις της τρέχουσας συγκυρίας. Τούτη την ώρα δεν είναι χρήσιμο ένα συνέδριο έντασης και αντιπαράθεσης για την «ενοποίηση» δια της επιβολής της σιωπής στις πιο αριστερές συσπειρώσεις, συνιστώσες και τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα είναι ώριμο και επιβεβλημένο ένα συνέδριο ουσιαστικής ενοποίησης στην βάση των πιο ριζοσπαστικών, αριστερών και ανατρεπτικών αιχμών και ερμηνειών του προγράμματος. Να δώσει το σύνθημα για μια νέα ώθηση, εμπνέοντας εκ νέου τα πιο αριστερά, συνειδητά και συγκροτημένα κομμάτια των μελών και του κοινωνικού ακροατηρίου που με την σειρά τους καθορίζουν τα πολιτικά χαρακτηριστικά του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Μια νέα δυναμική που θα γύρει καθοριστικά το πολιτικό ισοζύγιο υπέρ της κυβέρνησης της αριστεράς και της σοσιαλιστικής προοπτικής.