Κατά τη γνώμη μου, η αντιμεταρρυθμιστική ορμή της κυβέρνησης Μητσοτάκη σχετικά με τις βασικές αρχές του οικογενειακού δικαίου που έθεσε ο νόμος του 1983, υποχρεώθηκε να μείνει στα μισά του δρόμου.
Βρήκε απέναντι όλες (μα όλες!) τις γυναικείες οργανώσεις και τις συλλογικότητες του φεμινιστικού κινήματος, όπως και όλες τις πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς. Που ανέδειξαν ότι πίσω από τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου Τσιάρα και πίσω από τις γλυκερές και απολύτως υποκριτικές αναφορές σε μια τάχα «παιδοκεντρική» αντίληψη, κρύβονταν μέτρα που αποσκοπούσαν σε μια σημαντική επιδείνωση της θέσης των γυναικών.
Βρήκε, όμως, απέναντι και ένα σημαντικό τμήμα των νομικών (με πρωτοπόρους τους μαχόμενους πολιτικά δικηγόρους) που ανέδειξαν τον κίνδυνο ενός μαζικού και οξύτατου κοινωνικού προβλήματος, αν προχωρούσε η θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας όπως τουλάχιστον προβλεπόταν αρχικά.
Παρόλα αυτά, το τελικό νομοσχέδιο είναι παρέμβαση σε ιδιαίτερα συντηρητική κατεύθυνση. Δεν έχω την πρόθεση να γράψω ένα ακόμα κείμενο για τη συνεπιμέλεια. Το καθήκον αυτό έχει από πολλές πλευρές επικαλυφθεί με επάρκεια. Την άποψη της ΔΕΑ μπορεί να δει όποια-ος επιθυμεί στο κείμενο «Απόσυρση του νομοσχεδίου Τσιάρα τώρα – Αμετάκλητα ενάντια στο σεξισμό» (των Ι. Γαϊτάνη, Κ. Γιανούλια, Κ. Σεργίδου, Χρ. Τσικαλουδάκη, Δημ. Χριστάκη, στο Rproject).
Όμως, ο τρόπος που έγινε η συζήτηση, ακόμα και μέσα στους κύκλους της Αριστεράς, ανέδειξε ένα πρόσθετο πρόβλημα. Τη σύγχυση στις εκτιμήσεις για την τρέχουσα συγκυρία, για την αξιολόγηση της σεξιστικής επίθεσης, για τη σχέση του σεξισμού με το σύνολο της πολιτικής των κυρίαρχων τάξεων και των κυβερνήσεων.
Ας αρχίσουμε από την καλύτερη περίπτωση, για να δούμε στη συνέχεια τις πιο επικίνδυνες παρεκτροπές.
Πρόσφατα 221 αγωνίστριες/ές της Αριστεράς, κατέθεσαν ένα κοινό ενυπόγραφο κείμενο, με τίτλο: «Για τη συνεπιμέλεια και την κοινή ανατροφή». Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι αναπτύσσουν τη θέση τους με νηφαλιότητα και κυρίως αποφεύγοντας κάθε επιθετική αιχμή απέναντι στο συλλογικά οργανωμένο φεμινιστικό/αντισεξιστικό κίνημα, που στη συντριπτική πλειοψηφία του υποστήριξε αντίθεση θέση. Αν αυτός ο κανόνας είχε τηρηθεί από την αρχή της δημόσιας συζήτησης -και κυρίως μέσα στο βάλτο των social media- θα είχαν αποφευχθεί κάποια «δράματα».
Οι 221 υποστηρίζουν ότι ο νόμος του 1983 ήταν θετικός και προοδευτικός, μέσα σε συνθήκες όπου «οι γυναίκες στην πλειονότητά τους δεν εργάζονταν, είχαν περιορισμένη ζωή εκτός σπιτιού, ενώ κύρια ασχολία τους ήταν η φροντίδα του “νοικοκυριού” και η ανατροφή των παιδιών (ακόμα και για όσες δούλευαν)». Η εικόνα αυτή είναι αντιστροφή της πραγματικότητας: Ο νόμος του 1983 ήταν προοδευτικός, όχι γιατί ο νομοθέτης επί ΠΑΣΟΚ καθορίστηκε από μια αφηρημένα προοδευτική μεταρρυθμιστική στρατηγική, αλλά γιατί ο νόμος υπαγορεύτηκε από την ορμητικότητα των διεκδικήσεων των γυναικών, που (σε μεγάλο βαθμό) είχαν βγει νωρίτερα στην παραγωγή και έπαιζαν ήδη πρωταγωνιστικό ρόλο στο εργατικό κίνημα. Όποια/ος δεν θυμάται την απεργία των τηλεφωνητριών, το βάρος των εργατριών στους αγώνες στην κλωστοϋφαντουργία και τη μαζική παρουσία των γυναικών στο νεολαιίστικο και στο φοιτητικό κίνημα δεν έχει ζήσει τη Μεταπολίτευση.
Σε σχέση με το σήμερα, οι 221 εκτιμούν ότι: «Ο κύριος λόγος που οι εργοδότες προτιμούν τους άντρες, είναι ότι γνωρίζουν ότι οι γυναίκες έχουν αυξημένες υποχρεώσεις στην οικογένεια». Πρόκειται πάλι για αντιστροφή της πραγματικότητας: Οι προσλήψεις των γυναικών αυξάνουν σταθερά ως ποσοστό επί των γενικών προσλήψεων, ενώ το σχέδιο Πισσαρίδη ορίζει με σαφήνεια το στόχο της διαρκούς αύξησης της απασχόλησης των γυναικών, προκειμένου να διατηρηθεί μαζικός ο εφεδρικός στρατός των ανέργων ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού, παράγοντας που θεωρείται στρατηγικής σημασίας για να περάσουν οι γενικότερες νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις.
Η αντίστιξη ανάμεσα σε αυτές τις δυο διαφορετικές περιόδους, τη Μεταπολίτευση και τη σημερινή, μας δείχνει ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι κάποιες αφηρημένες κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, αλλά κυρίως το πώς προσέρχονται οι γυναίκες (όπως και οι άντρες…) στην αγορά εργασίας και σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής: Ισχυρές/οι, με συλλογικότητα, με αυτοπεποίθηση και διεκδικητικό πνεύμα, ή αντίθετα, εξατομικοποιημένες/οι, τσακισμένες/οι από την κρίση, ως «κρέας για τα κανόνια» των αντιμεταρρυθμίσεων και των από τα πάνω «νέων ιδεών».
Αν φύγει κανείς από αυτό το κριτήριο, μπορεί να καταλήξει να προτείνει διάφορες «δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις», που στηρίζονται στη εκτίμηση ότι τα κοινωνικά τμήματα που θα προσέρχονται σε αυτές καθορίζονται από σχέσεις ισότητας. Αν η εκτίμηση είναι σωστή, τότε πράγματι, η προτεινόμενη μεταρρύθμιση μπορεί να λειτουργήσει δημοκρατικά. Αν, όμως, η εκτίμηση είναι λάθος, τότε έχουμε να κάνουμε με υποκρισία: υπό το πρόσχημα της επιβολής «δημοκρατικής ισότητας» υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, μεταξύ άνισων τμημάτων του πληθυσμού, οδηγούμαστε συνήθως στην κατάργηση «θετικών διακρίσεων» υπέρ των πιο καταπιεσμένων.
Οι 221 ζητούν «να υιοθετηθεί η συνεπιμέλεια και η από κοινού ανατροφή, ως πρώτη επιλογή», εκτιμώντας ότι αυτό θα «συμβάλει στο να δημιουργηθεί μια κουλτούρα συνεπιμέλειας, συνεννόησης και εν τέλει καλύτερης επικοινωνίας ανάμεσα στους γονείς, με προφανή οφέλη για τα παιδιά…». Υποτιμούν, έτσι, τον κίνδυνο να ενισχυθεί το οπλοστάσιο του ισχυρού τμήματος σε βάρος του αδύναμου, να ενισχυθεί η δυνατότητα εκβιαστικού εγκλωβισμού των γυναικών σε έναν ανεπιθύμητο πλέον γάμο, να μετατραπεί το μέλλον των παιδιών σε «εργαλείο» της σύγκρουσης ενηλίκων που φτάνουν σε εμπόλεμη σχέση κ.ο.κ. Θα όφειλαν να μην το κάνουν. Πολλοί άλλωστε ανάμεσά τους, έχουν «διδάξει» με προηγούμενα γραπτά τους πόσο υποκριτική είναι η τάχα δημοκρατική ρύθμιση με βάση την υποθετική ισότητα, πόσο υποκριτική είναι η τακτική των «ίσων αποστάσεων» μεταξύ ντόπιων και μεταναστών, μεταξύ κυρίαρχης θρησκευτικής πίστης και μειοψηφικής θρησκευτικής πεποίθησης, μεταξύ εθνικισμού του καταπιεστή και εθνικισμού του καταπιεζόμενου κ.ο.κ. Προκαλεί πραγματικά εντύπωση ότι αυτό το κριτήριο υποβαθμίζεται, συζητώντας για τη σχέση μεταξύ ανδρών και γυναικών στις σημερινές συνθήκες.
Παραδείγματα για το πού μπορεί να οδηγήσει η τάχα δημοκρατική ρύθμιση με δήθεν κριτήριο την ισότητα, εξατομικοποιώντας τα κοινωνικά σύνολα και αντιμετωπίζοντάς τα ως εξ εξορισμού ίσα απέναντι στο νόμο, αλλά και απέναντι στις εξελίξεις της πραγματικής ζωής, μπορούμε να βρούμε στις παρεμβάσεις των διανοουμένων και προσωπικοτήτων του ακραίου κέντρου.
Ο Μάριος Ανδρικόπουλος, φιλελέ δικηγόρος και συνεργάτης του Τσιάρα στην επεξεργασία του επίμαχου νομοσχεδίου, έγραψε πρόσφατα στο Athens Voice ότι ο αντίπαλος «της συνεπιμέλειας, της αναγκαίας μεταρρύθμισης με επίκεντρο το παιδί», είναι «το τέρας του λαϊκισμού»: «Η προστασία από τον ενδοοικογενειακή βία κατά το Νόμο και τις Διεθνείς Συμβάσεις δεν κάνει διακρίσεις. Αφορά γυναίκες, άνδρες και παιδιά αδιακρίτως. Είναι συνεπώς αδιανόητο να στοχοποιείται εκ προοιμίου ο μισός γονεϊκός πληθυσμός -οι πατέρες- ως εν δυνάμει κακοποιητικοί, με κριτήριο μόνο το φύλο. Η στάση αυτή αποτελεί έκφανση της πιο μαύρης ιδεολογίας που γνώρισε η ανθρωπότητα». Τι μας λέει εδώ αυτός ο ακραιφνής απόγονος του Διαφωτισμού; Ότι η παρούσα κοινωνική κατάσταση και θεσμική ισορροπία «στοχοποιεί εκ προοιμίου» τους… άνδρες! Κάθε άλλη «διάγνωση», κάθε άλλη εκτίμηση, θα πρέπει να καταγγελθεί ως «λαϊκισμός». Η επιμονή στη συλλογική οργάνωση και δράση των πιο καταπιεσμένων -των γυναικών- είναι όχι μόνο άχρηστη, αλλά και επικίνδυνη, πιθανότατα ναζιστικής έμπνευσης («έκφανση της πιο μαύρης ιδεολογίας που γνώρισε η ανθρωπότητα»). Άλλωστε, μας θυμίζει, «στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ατομικά, και η ευθύνη επίσης». Ένας εκ των πρωτεργατών της αντιμεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου, ομολογεί ότι στόχος των εργασιών του είναι η ενίσχυση των… πατέρων! Και βέβαια η διάλυση κάθε εμπιστοσύνης στη συλλογικότητα και η εναπόθεση των ελπίδων στην ισότητα έναντι του Νόμου, που εγγυάται τα ατομικά δικαιώματα και επιμερίζει τις ατομικές ευθύνες. Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος…
Ο ίδιος αυτός κύριος, χαιρετίζοντας κάποιες φωνές μέσα από την Αριστερά υπέρ της συνεπιμέλειας, έκανε λόγο για μια «εξαιρετικά ελπιδοφόρα οριζόντια δυναμική συστράτευση δημοκρατικών πολιτών, ναι μεν από διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες, αλλά με κοινή συνισταμένη τις αξίες της γονεϊκής αγάπης… καθώς και τη δεδηλωμένη βούληση για την υλοποίηση μιας αληθινά προοδευτικής μεταρρύθμισης… με άξονα τη γονεϊκή ισότητα και την υπέρβαση των υφισταμένων έμφυλων γονεϊκών στερεοτύπων». Τόσο καλά.
Από ανάλογη αφετηρία, από τη σκοπιά του γυάλινου πύργου που «βλέπει» να διασφαλίζονται στη ζωή ετούτη τα ατομικά δικαιώματα με βάση το Νόμο, παρενέβη και το γνωστό μπουλντόγκ του νεοφιλελευθερισμού, ο πολύς Θ. Τζήμερος. Έθεσε στο στόχαστρο τις γυναικείες ομάδες και τον επικίνδυνο, όπως τον χαρακτήρισε, όρο «γυναικοκτονίες». Γιατί να λέμε «γυναικοκτονίες» αναρωτήθηκε, αφού δεν λέμε «εξαδελφοκτονία» ή «μπατζανακοκτονία»; Μια πιθανή απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα θα ήταν, ίσως, ότι σε κανένα φόνο μπατζανάκη μέχρι σήμερα, η νομική υπεράσπιση του δολοφόνου δεν πίστεψε ότι αν δήλωνε ότι «τον σκότωσε γιατί τον αγαπούσε», ο δολοφόνος θα έπεφτε στα μαλακά.
Όμως πέρα από τη γελοία πλευρά, ο Τζήμερος είναι κατά βάθος πιο πολιτικός από τον «θεωρητικό» Ανδρικόπουλο. Προσέξτε τι τον ενοχλεί στον όρο «γυναικοκτονίες»: «Με ενοχλεί που προσπαθεί να υποδαυλίσει σχέσεις μόνιμης αντιπαράθεσης και καχυποψίας… πάντα με τη στήριξη της Αριστεράς. Τώρα που τους τέλειωσε ο ταξικός πόλεμος, κάποιο άλλο συγκρουσιακό περιβάλλον πρέπει να δημιουργήσουν για να τροφοδοτείται το αριστερό αφήγημα…». Από τη σκοπιά του, είναι διορατικός: Στα συνήθη μεσοδιαστήματα της ταξικής πάλης, είναι ζωτικής σημασίας η διατήρηση ψηλά κάθε συλλογικής δράσης που κρατά επίκαιρο το «συγκρουσιακό περιβάλλον» και τις αξίες της κοινωνικής αντίστασης όπου πράγματι στηρίζεται το «αριστερό αφήγημα». Για να σιωπήσουν όλες αυτές οι φωνές, ο Τζήμερος επαναλαμβάνει τις κατηγορίες περί σύμπλευσης με το… ναζισμό! «Το έμφυλο μίσος… είναι κυρίαρχο στοιχείο στις φεμι-ναζί ακτιβιστικές ομάδες, οι οποίες προσλαμβάνουν την ιδιότητα του λευκού straight άνδρα ως τουλάχιστον ποινικό αδίκημα, μη σου πω έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».
Το εντυπωσιακό σε αυτές τις απόψεις του ακραίου κέντρου, πέρα από την απέχθειά τους σε κάθε συλλογική κοινωνική αντίσταση, είναι η χαοτική απόσταση που τις χωρίζει από την πραγματικότητα.
Σε όλη την Ευρώπη σήμερα, στο κέντρο των προσπαθειών αντιμεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου βρίσκονται οι δυνάμεις της νέας μαζικής ακροδεξιάς. Στην Ιταλία η Λέγκα του Σαλβίνι, στην Ισπανία το νεοφρανκικό Vox, στην Πορτογαλία οι νεοναζί του Τσεγκά. Αυτοί τουλάχιστον δε μασάνε τα λόγια τους. Κατέθεσαν (όλοι!) προτάσεις νόμων για τη συνεπιμέλεια των παιδιών σε περίπτωση διαζυγίου, αλλά και προτάσεις αλλαγής της νομοθεσίας για τους βιασμούς, δηλώνοντας ευθέως ότι κατά την περίοδο της «ηγεμονίας της Αριστεράς», μετά το παγκόσμιο 1968, οι γυναίκες πέτυχαν υπερβολικές κατακτήσεις, σε βάρος των λευκών-straight ανδρών.
Τα πράγματα είναι χειρότερα στη Λατινική Αμερική. Ο Λινέρα περιγράφει τη νέα κυβερνητική Δεξιά (των Μπολσονάρο και σία) ως μια επισήμως μισογυνική και ομοφοβική Δεξιά που, όμως, βρίσκεται πλέον στην εξουσία και όχι στην ιδεολογική αντιπολίτευση.
Πρόκειται για μια γενικευμένη υπερσυντηρητική ιδεολογικοπολιτική αντεπίθεση. Οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους συνδέουν τις αντιμεταρρυθμίσεις στο εργοστάσιο με τις αντιμεταρρυθμίσεις στην οικογένεια, στο σχολείο, στο δρόμο, στα σύνορα κ.ο.κ. με στόχο να δημιουργήσουν ένα μαζικό ρεύμα υποστήριξης ή έστω ανοχής στην ακραία κοινωνική ανισότητα που οικοδομούν. Η Alt Right αυξάνει διεθνώς το ρόλο της, γιατί αναλαμβάνει το πιο βρώμικο μέρος της δουλειάς: να πείσει (τμήμα από) τους λευκούς straight άνδρες, τους συντηρητικούς θρησκευάμενους, τους συγχυσμένους πατριώτες, τα απελπισμένα μεσοστρώματα κλπ ότι απειλούνται από τις γυναίκες, τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους, την εγκληματικότητα, τους απάτριδες, του Εβραίους, τους πράκτορες του Σόρος κ.ο.κ., αλλά πάνω απ’ όλα ότι απειλούνται από μια αναθέρμανση των εργατικών αγώνων (θα εμποδίσουν, λέει, την ανάπτυξη) και την επιστροφή της Αριστεράς στο πολιτικό προσκήνιο. Εδώ συναντιώνται οι διανοούμενοι του ακραίου κέντρου με την νέα ακροδεξιά. Αυτή η πολιτική των αντιπάλων μας θα έπρεπε να είναι οδηγός στο πώς σκεφτόμαστε καις το πώς δρούμε. Θα πρέπει να παραμείνουμε άκαμπτοι σε όλη τη θεματολογία των κοινωνικών αντιστάσεων. Θα πρέπει και εμείς, όπως οι αντίπαλοί μας, να έχουμε ισχυρή τη σύνδεση της αντίστασης στο σεξισμό, στο ρατσισμό, στον εθνικισμό κ.ο.κ. με την αντίσταση στο εργοστάσιο, στους χώρους δουλειάς, όπου και τελικά θα κριθεί ο πόλεμος.
Σε αυτή την προσπάθεια, δεν προσέφεραν καλές βοήθειες οι απόψεις που είδαν, μέσα σε ετούτη την συγκυρία, την πιθανότητα μιας θετικής «ρύθμισης» ενός καυτού και οξυμένου προβλήματος, με βάση τις «αρχές» της τάχα ισότητας των εξατομικευμένων ανθρώπων έναντι του Νόμου, των Διεθνών Συμβάσεων και άλλων περικοκλάδων, που απλώς συγκαλύπτουν το πραγματικό, το άγριο πρόσωπο του καπιταλισμού σήμερα διεθνώς.