Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όρος μονομέρεια περιβάλλεται από αρνητικές συνδηλώσεις. Η μονομέρεια θεωρείται γενικά ελάττωμα ή τουλάχιστον πολύ σοβαρό μειονέκτημα. Αντίθετα όλοι οι όροι που αρχίζουν με «πολύ» ηχούν σαφώς καλύτερα. Ποιός μπορεί να φέρει αντίρρηση στην «πολυμέρεια», στην πολύπλευρη θεώρηση των πραγμάτων και γενικά στην αποδοχή της πολλαπλότητας ως αξίας στον κόσμο που ζούμε;
Τι από όλα αυτά ισχύει όμως όταν ο λόγος είναι για τα κοινά, δηλαδή για ένα πεδίο όπου ισχύει η ηρακλείτεια αρχή του πολέμου και όχι η αρμονική ή έστω αδιάφορη συνύπαρξη των διαφορών; Ας πάρουμε ένα απλό, κοινότυπο, παράδειγμα. Η σύγχρονη εργασιακή σχέση είναι τυπικά, δηλαδή νομικά, μια σχέση μεταξύ ίσων υποκειμένων που βασίζεται στην ελεύθερη βούληση των δύο συμβαλλόμενων πλευρών. Στην πραγματικότητα ξέρουμε ότι δεν είναι έτσι και ότι η ισχύς είναι άνισα κατανεμημένη μεταξύ των δύο μερών. Δεν είναι βέβαια ευκαταφρόνητη η ελευθερία του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση και να αλλάξει εργοδότη γιατί αν δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα θα είχαμε φεουδαρχικού τύπου εξάρτηση και όχι μισθωτή εργασία. Αυτή η ελευθερία είναι όμως ασύμμετρα υποδεέστερη της δυνατότητας που έχει ο εργοδότης να λύσει αυτός τη σύμβαση, απολύοντας έναν ή πολλούς εργαζόμενους. Αυτή η ασυμμετρία, που εκτείνεται σε πλήθος άλλα ζητήματα (του εργάσιμου χρόνου, του μισθού κλπ), υποδηλώνει ότι η σχέση είναι στην ουσία της εκμεταλλευτική, δηλαδή ότι λειτουργεί δομικά μονομερώς, προς όφελος της εργοδοτικής πλευράς.
Απέναντι σε αυτήν την μονομέρεια, ο εργαζόμενος, αν θέλει να βελτιώσει κάπως τη θέση του, δεν έχει άλλη επιλογή από το να αντιτάξει τη δική του μονομέρεια, είτε σε ατομική, είτε σε συλλογική βάση. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι τα αποτελέσματα της συλλογικής μονομέρειας είναι πολύ βαθύτερα και πιο μόνιμα από αυτά των ατομικών λύσεων. Η ίδια εμπειρία δείχνει επίσης ότι αν δεν αντιτάξει τη δική του μονομέρεια στην δομικά ασύμμετρη σχέση στην οποία υπάγεται, ο εργαζόμενος απλά υφίσταται ανήμπορος την διαρκή μονομέρεια του εργοδότη με σχεδόν σίγουρη κατάληξη την περαιτέρω επιδείνωση της θέσης του.
Ας υποθέσουμε τώρα πως αντί για τα δύο πρόσωπα της εργασιακής σχέσης έχουμε μια σύμβαση μεταξύ ενός κράτους, νομικά κυρίαρχου, και μιας διακρατικής οντότητας που συνενώνει οργανισμούς και κυβερνήσεις. Μια σύμβαση που ονομάζεται Μνημόνιο (για την ακρίβεια «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης») και που ορίζει με απίστευτες λεπτομέρειες όλη τη λειτουργία του κράτους για πολλά χρόνια. Είναι προφανές ότι πίσω από τη φενάκη της συμφωνίας μεταξύ ίσων έχουμε ένα απόλυτα μονομερές πλαίσιο που στόχο έχει την απότομη και συντριπτική επιδείνωση ενός συνόλου εκμεταλλευτικών σχέσεων, τόσο εντός της χώρας όσο και μεταξύ της χώρας αυτής και των δανειστών της. Σε αυτή την περίπτωση μάλιστα δεν ισχύει καν η τυπική έστω ελευθερία της εργασιακής σχέσης. Διότι αυτό που εγκαθιδρύεται είναι αφενός ένα καθεστώς ασφυκτικής επιτήρησης της μίας πλευράς από την άλλη αφετέρου ένα πλέγμα δρακόντειων κυρώσεων σε περίπτωση μη-τήρησης των δεσμεύσεων από αυτήν την πλευρά ενώ αντίθετα τίποτε το ανάλογο δεν ισχύει για την άλλη. Όπως έγραφε ο Ρουσώ στο Κοινωνικό Συμβόλαιο (4ο κεφάλαιο) έχουμε εδώ να κάνουμε με μια σχέση υποδούλωσης υπό την επίφαση μιας σύμβασης που επιβάλλει τους εξής όρους : «υπογράφω με σένα μια σύμβαση που επιβαρύνει μόνον εσένα και από την οποία επωφελούμαι μόνον εγώ, που θα τηρώ όσο μου αρέσει και που θα τηρείς όσο μου αρέσει».
Σε μια τέτοια περίπτωση η μονομερής καταγγελία μιας τέτοιας κατ’ επίφαση μόνον «σύμβασης» αποτελεί αναγκαστική επιλογή για όσους επιθυμούν τον τερματισμό της υποδούλωσης που επιφέρει η τήρησή της. Μόνον κατάπληξη μπορούν λοιπόν να προκαλέσουν όσοι ισχυρίζονται ότι όλα αυτά μπορούν να γίνουν «χωρίς μονομερείς ενέργειες». Προσθέτοντας μάλιστα «εκτός εάν προκληθούμε» ως να μην ήταν διαρκής πρόκληση το ισχύον καθεστώς. Αυτό που ξεχνά ένας τέτοιος συλλογισμός είναι ότι σε μια αντιπαράθεση μεταξύ άνισων η μονομερής αποποίηση της μονομέρειας από την πλευρά του αδύναμου ισοδυναμεί με παράδοση στον κυρίαρχο. Και μάλιστα άνευ όρων.
*Δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία» την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013.