Η παραδοσιακά χαμηλή συμμετοχή στις ευρωεκλογές χαρακτηρίζεται συχνά από ανθρώπους της ριζοσπαστικής Αριστεράς ως απόδειξη της μικρής λαϊκής νομιμοποίησης που έχουν οι θεσμοί της ΕΕ. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Πολλοί άνθρωποι στη Γερμανία υποτιμούν το βάρος που έχουν οι αποφάσεις της ΕΕ για την εθνική νομοθεσία, όπως και το βάρος του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου (ακόμα και αν δεν έχει όλα τα δικαιώματα των εθνικών κοινοβουλίων, όπως η Bundestag στη Γερμανία) για την λήψη αποφάσεων στην ΕΕ.
Δεύτερον, αρκετοί άνθρωποι στη Γερμανία απλώς δεν ενδιαφέρονται για τις πολιτικές εξελίξεις στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αυτές δεν είναι με κάποιον τρόπο προοδευτικές αντιλήψεις.
Αλλά αυτήν τη φορά, η συμμετοχή στις ευρωεκλογές πήγε από το 43% το 2009 στο 47,6%.
Μια εξήγηση είναι πως αυτήν την φορά οι ευρωεκλογές συνέπεσαν σε πολλές περιφέρειες (Bundesländer) με τις τοπικές εκλογές.
Μια άλλη εξήγηση είναι η ύπαρξη των δύο βασικών υποψηφίων για την προεδρία της Κομισιόν: του συντηρητικού Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ και του σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς, του οποίου η καμπάνια υποσχόταν και πιο δημοκρατικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς και περισσότερη ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική.
Και μια τρίτη εξήγηση είναι η επιτυχία της Alternative für Deutschland (AfD, Εναλλακτική για τη Γερμανία) με τις αντιδραστικές εθνικιστικές της κριτικές στην ΕΕ και τις πολιτικές της τρόικα.
Οι χριστιανοσυντηρητικοί (CDU/CSU) της Άγκελα Μέρκελ κέρδισαν μόνο 35,3%, σε σύγκριση με το 37,9% πριν 5 χρόνια. Αυτό είναι χαμηλότερο και από το 40% που δίνουν οι δημοσκοπήσεις για τις εθνικές εκλογές στο κόμμα.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Μέρκελ δήλωσε ότι «η ΕΕ δεν είναι κοινωνική ένωση» λίγο πριν τις εκλογές, και ότι –όπως είναι η κυρίαρχη πολιτική επιλογή της καπιταλιστικής τάξης στη Γερμανία- υπερασπίζεται την οικοδόμηση της ΕΕ παράλληλα με τις πολιτικές λιτότητας της τρόικα ενάντια στα συμφέροντα των εργαζομένων, των ανέργων και των νέων στις οικονομικά ασθενέστερες χώρες της ΕΕ.
Οι φιλελεύθεροι του FDP, που πρόσφατα απέτυχαν να ξεπεράσουν το 5% και να μπουν στο εθνικό κοινοβούλιο, τώρα πήραν μόνο 3,4%, από 11% το 2009! Αλλά το AfD, που πήρε 4,8% στην πρώτη του εμφάνιση στις εθνικές εκλογές το 2013, πήρε 7%. Και το AfD δεν είναι μόνο υπερ-νεοφιλελεύθερο, αλλά και σωβινιστικό, εθνικιστικό και ελιτιστικό. Έκανε προεκλογική εκστρατεία ενάντια στη «δωρεά χρημάτων στους Έλληνες» και άλλους «αποτυχημένους» της Ευρώπης, υπέρ της διατήρησης του μάξιμουμ της αυτονομίας του γερμανικού κράτους και υπέρ της έξοδου από την ευρωζώνη. Τα κορυφαία του στελέχη παραδοσιακά υποστηρίζουν μια ελιτιστική μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος, μειώνοντας συστηματικά τα δικαιώματα των «μη παραγωγικών ανθρώπων» όπως οι άνεργοι, και οργανώνοντας δημοψηφίσματα και άμεσες (στμ: προφανώς εννοεί χωρίς κομματικές λίστες υποψηφίων) εκλογές βουλευτών, καγκελαρίου και/ή προέδρου, για να διαμορφωθεί ένα αυταρχικό καθεστώς ικανό να πολεμήσει αποτελεσματικά τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα. Οι πολιτικές και ηθικές αξίες που υπερασπίζεται αυτό το κόμμα είναι υπερ-συντηρητικές και δεξιές λαϊκιστικές: Έκαναν καμπάνια ενάντια στη «μετανάστευση προς τα δικά μας συστήματα κοινωνικής προστασίας» (και η κυβέρνηση Μέρκελ ετοιμάζει σοβαρούς περιορισμούς στην εντός ΕΕ μετανάστευση προς τη Γερμανία), υποστηρίζουν τη «φυσιολογικότητα» ενάντια στους γκέι, τις λεσβίες, τους διεμφυλικούς, υποστηρίζουν τις «καθαρές κουβέντες» ενάντια στην «πολιτική ορθότητα» (στμ: αίτημα των ακροδεξιών, σε χώρες όπου ο ρατσιστικός λόγος αποδοκιμάζεται από τις Αρχές). Το AfD υποστηρίζεται από το κατώτερο στρώμα της αστικής τάξης –όχι τα μεγάλα αφεντικά, αλλά πχ ιδιοκτήτες οικογενειακών επιχειρήσεων, καθηγητές πανεπιστημίου, μάνατζερς εταιρειών κλπ.
Το σοσιαλδημοκρατικό SPD τα πήγε καλά με 27,3% (2009: 20,8%) και κατάφερε να παρουσιάσει ένα πιο «κοινωνικό» προφίλ, αν και είναι ο κυβερνητικός εταίρος του μεγάλου συνασπισμού υπό την Μέρκελ, και συνυπεύθυνο για τις βάρβαρες πολιτικές της τρόικα.
Οι Πράσινοι, κόμμα της αντιπολίτευσης στο εθνικό κοινοβούλιο πήραν 10,7% (12,1% το 2009).
Το Αριστερό Κόμμα (Die Linke) πήρε 7,4% από 7,5% το 2009. Εξαιτίας της αυξημένης συμμετοχής, χρειάστηκε να συγκεντρώσει περισσότερες ψήφους από ότι 5 χρόνια πριν για να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα. Αλλά είναι προφανές πως αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι νίκη, αλλά εκφράζει λιγότερο ή περισσότερο μια στασιμότητα της εκλογικής επιρροής της Αριστεράς. Στις δημοσκοπήσεις για τις εθνικές εκλογές, το Αριστερό Κόμμα κινείται γύρω στο 10% και στις εθνικές εκλογές του 2009 είχε πάρει 11,9%.
Το AfD κατάφερε να εκφράσει μια αντιδραστική διαμαρτυρία ενάντια στην ΕΕ και τις κυρίαρχες πολιτικές. Αλλά το Die Linke απέτυχε να διαμορφώσει μια ριζοσπαστική εναλλακτική όχι μόνο στις πολιτικές της τρόικα, αλλά και στον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα των θεσμών της ΕΕ, μια εναλλακτική στηριγμένη στην διεθνή ταξική αλληλεγγύη που να επιδιώκει την διεθνή μαζική δράση από τα κάτω προκειμένου να παράξει τουλάχιστον εμβρυακές μορφές αυτό-οργάνωσης των μαζών, που θα μπορούσαν να μετεξελιχθούν σε έναν εναλλακτικό, δημοκρατικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Σε σύνδεση με αυτά θα μπορούσε να προκύψει το αίτημα για μια εκλεγμένη συντακτική συνέλευση και ένα νέο σύνταγμα που θα περνούσε έπειτα από καθολική ψηφοφορία για τη δημιουργία μιας νέας πολιτικής ομόσπονδης ευρωπαϊκής ένωσης που θα στηρίζεται στις αξίες της αλληλεγγύης, της συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων, την οικολογική βιωσιμότητα την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότητα.
Αλλά το Die Linke, αν και επέκρινε τις ψευδοσυνταγματικές βάσεις των Συνθηκών της Λισσαβόνας στις οποίες στηρίζεται η υπαρκτή ΕΕ, στην εκλογική του καμπάνια υποστήριξε μόνο κάποιες μεταρρυθμίσεις των υπαρκτών ευρωπαϊκών θεσμών (πάνω από όλα: περισσότερα δικαιώματα στο ευρωκοινοβούλιο), και αυτό δεν απείχε πολύ από τις θέσεις που έχει διατυπώσει το SPD.
Αν δούμε τη απελπιστική κατάσταση εκατομμυρίων ανθρώπων, για παράδειγμα στην Ελλάδα, που οφείλεται στη μιζέρια που επιβάλλουν οι πολιτικές της τρόικα, το Die Linke δεν κατάφερε επίσης να βάλει αυτό το ζήτημα στο επίκεντρο της εκλογικής εκστρατείας και να αναδείξει το σκάνδαλο συστηματικά, σε στενή συνεργασία με την ελληνική Αριστερά.
Στο γενικευμένο βάθεμα της πόλωσης, οι λαϊκιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις γενικά βγήκαν πολύ πιο ενισχυμένες από τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αλλά υπάρχουν σημαντικές εξαιρέσεις, και η ελληνική είναι η πιο σημαντική με τον ΣΥΡΙΖΑ να συγκεντρώνει την εκλογική δύναμη που του επέτρεψε να νικήσει όλα τα άλλα κόμματα. Μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα η ελπίδα πλατιών λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα, αλλά θα ήταν επίσης και το πιο σημαντικό εργαλείο στην προσπάθεια να συνενωθούν στη δράση οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, τα κοινωνικά κινήματα και οι ταξικές πτέρυγες των συνδικάτων για να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τις πολιτικές της τρόικα και την αντιδημοκρατική ΕΕ, αλλά και την ανάδυση ή την ενίσχυση των δεξιών ρευμάτων που είναι οι δυνάμεις της αντεπαναστατικής απελπισίας.
Στη Γερμανία τα πιο σημαντικά καθήκοντα είναι να δημιουργηθούν πλειοψηφίες μέσα στο Αριστερό Κόμμα που να υποστηρίζουν έναν ξεκάθαρα διεθνιστικό προσανατολισμό και να ενωθούν όλες οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, μέσα κι έξω από το κόμμα.
*Ο Manuel Kellner είναι μέλος της Διεθνούς Σοσιαλιστικής Αριστεράς (ISL) και της συντακτικής επιτροπής της SoZ – Sozialistische Zeitung. Τα μέλη της ISL -μιας από τις δύο οργανώσεις της Τέταρτης Διεθνούς στη Γερμανία- είναι ενεργά στο Die Linke.