Απέναντι στην αυταρχική και απροσχημάτιστα νεοφιλελεύθερη, ταξική διακυβέρνηση της ΝΔ η ουσιαστική απάντηση απ’ τ’ αριστερά είναι «να πέσει η κυβέρνηση».

Το σύνθημα αυτό αποτελεί (αντικειμενικά) την επικεφαλής αιχμή πίσω από την οποία είναι δυνατόν να στοιχηθούν τα χαρακτηριστικά και οι προτεραιότητες της αριστερής εναλλακτικής, εκφράζοντας τον κόσμο της εργασίας και των υποτελών τάξεων αλλά επίσης τον κόσμο της Αριστεράς και τον ευρύτερα δημοκρατικό, απέναντι στο πολωτικό πλαίσιο που ούτως ή άλλως επιλέγει ο Μητσοτάκης.

Μείγμα νεοφιλελεύθερης και ακροδεξιάς εμμονής

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δοκιμάζεται στα μάτια της κοινωνίας με την υπόθεση Μενδώνη/Λιγνάδη, με τις ηχηρές αδυναμίες όπως το μπλακάουτ ημερών για εκατομμύρια κατοίκους της πρωτεύουσας ελέω διήμερης χιονόπτωσης, με τις επαναλαμβανόμενες αστοχίες υπουργών και στελεχών, με πρώτη την Κεραμέως και βέβαια με τα διαδοχικά λάθη και τις διαψεύσεις στο μέτωπο της πανδημίας. Αντιμετωπίζει ωστόσο τους πολιτικούς της αντιπάλους καθώς και συνολικά την κοινωνία, με προσήλωση στην «γραμμή» της αλαζονείας, της πρόκλησης και της επιμονής (αν όχι εμμονής). Επιστέγασμα αυτής της «γραμμής» η σκληρή, «θατσερική» αντιμετώπιση της απεργίας πείνας του Κουφοντίνα που προκαλεί, όχι ασφαλώς τους υποστηρικτές της δράσης της 17Ν αλλά πολύ περισσότερο, τον κόσμο της Αριστεράς καθώς και κάθε δημοκρατικά ευαίσθητο πολίτη που ανατριχιάζει στην ιδέα νεκρού απεργού πείνας.

Μοιάζει η κυβέρνηση του Μητσοτάκη να διεκδικεί περισσότερο την αποδοχή του ιδεολογικού της πλαισίου παρά τα πρακτικά αποτελέσματα της διακυβέρνησής της. Μάλιστα με τρόπο άτεγκτο που δείχνει «ασέβεια» (και κάποιας μορφής «άγνοια κινδύνου») στον πραγματικό ταξικό και ιδεολογικοπολιτικό συσχετισμό στην χώρα προκειμένου να τον τροποποιήσει ακόμη και βίαια.

Έτσι κι αλλιώς η πανδημία οδήγησε άμεσα στην συγκρότηση του αντίστοιχου πολιτικού ευρωπαϊκού (και γενικότερα) πλαισίου στην βάση των δύο κινδύνων, του πολιτικού (κοινωνική / πολιτική ανοχή) και του οικονομικού (προτεραιότητα της αγοράς). Ο Μητσοτάκης πολιτεύεται στο δεξιό τμήμα του ευρωπαϊκού πολιτικού διανύσματος (περιορισμένου ούτως ή άλλως) χρησιμοποιώντας την πανδημική κρίση ως ευκαιρία. Ευκαιρία σκληρών ταξικών επιλογών που επιχειρούν να εμβαθύνουν και να μονιμοποιήσουν τις μνημονιακές, νεοφιλελεύθερες τομές του πρόσφατου παρελθόντος και να εξαλείψουν τις κατακτήσεις του μαζικού, εργατικού κινήματος, όλων των τελευταίων δεκαετιών. Ευκαιρία επίσης για επιλογές αντιδημοκρατικές και αυταρχικές, δεδομένων των υγειονομικών περιορισμών, προς το κίνημα και την εγκαθίδρυση ενός αστυνομικού κράτους που δείχνει την πυγμή του σε κάθε (παραμικρή έως και ανύπαρκτη) ευκαιρία.

Μοιάζει σαν να θέλει να πάρει τη ρεβάνς από τον Μάη του 68, από την «ελληνική» Μεταπολίτευση. Στην πραγματικότητα ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του επιχειρεί να «παγιώσει» μια κοινωνική πλειοψηφία στα δεξιά, να ανατρέψει αυτό που συχνά οι δεξιοί ονομάζουν «αριστερή ηγεμονία» εννοώντας ουσιαστικά τον, υπό την πίεση των αγώνων των «από κάτω», αστικοδημοκρατικό εκσυγχρονισμό του κράτους, ιδιαίτερα μετά την πτώση της χούντας. Ο φόβος και η καλλιέργειά του αποτελούν εργαλείο πίεσης για δεξιά στροφή της κοινωνίας και αποδοχής ως λύτρωση της  «πυγμής του ηγεμόνα». Η υπόθεση της πανδημίας, αντικειμενικά, βοηθάει σ’ αυτό.

Η αλήθεια βέβαια είναι πιο σύνθετη και πιο «διεθνής». Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι μετά την ολοκλήρωση του 20ετή κύκλου του «αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος» και της ήττας των «πλατιών κομμάτων» της Αριστεράς, τουλάχιστον στην Ευρώπη – με αποκορύφωμα την στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, που από ελπίδα ριζοσπαστικής ανάτασης μετετράπη σε τμήμα της ήδη εκφυλισμένης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας – τα κόμματα εξουσίας και οι κυβερνήσεις ελάχιστα διαφέρουν μεταξύ τους (εμφατικό παράδειγμα οι μεταμορφώσεις χωρίς εκλογές της ιταλικής κυβέρνησης αλλά και οι όχι σπάνιες κυβερνήσεις «μεγάλου συνασπισμού» π.χ. στην Γερμανία). Εξάλλου κινούνται στο ίδιο «μεταμοντέρνο» ιδεολογικά και νεοφιλελεύθερο στρατηγικά, πλαίσιο που περιλαμβάνει χαρακτηριστικά ενός, ορισμένου βαθιά υποκριτικού «αστικού δικαιωματισμού» και την ίδια ώρα ενσωματώνει διαρκώς στοιχεία ενός κράτους αυταρχικού, αντιδημοκρατικού, ρατσιστικού ακόμη και «κράτους εξαίρεσης».    

Σ’ αυτό το μήκος κύματος και ο Μητσοτάκης προσπαθεί, περισσότερο ως «μαθητευόμενος μάγος» παρά ως δεξιοτέχνης, να ξαναζεστάνει την ιδεολογική «σούπα» των ευκαιριών, της αξιολόγησης, της αξιοκρατίας, της αριστείας, της εθνικής και εθνικιστικής υπερηφάνειας (πλην εντός παγκοσμιοποίησης ΕΕ και ΝΑΤΟ), μαζί με τη δήθεν ευαισθησία σε θέματα δικαιωμάτων και οικολογίας την ίδια ώρα που, μέσα στην κρίση της πανδημίας βαθαίνει τις νεοφιλελεύθερες και αυταρχικές αντιμεταρρυθμίσεις. Όμως και πάλι δυσκολεύεται από τα ίδια τα δικά του αυτογκόλ καθώς η πραγματική ζωή δεν είναι …ιδεολογία. Οι συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής γίνονται καθημερινά αισθητές σε εκτεταμένα κοινωνικά τμήματα που προκαλούνται, απογοητεύονται έως και εξοργίζονται και το προφίλ της κυβέρνησης όλο και πιο συχνά χρωματίζεται από στελέχη της Δεξιάς βουτηγμένα στον τυχοδιωκτισμό, στην ανικανότητα, στον ατομισμό, στην διαπλοκή, συχνά στο κοινό έγκλημα. Για παράδειγμα η υπόθεση Μενδώνη/ Λιγνάδη μοιάζει σαν βόθρος που υπερχείλισε στο εσωτερικό της δεξιάς πολυκατοικίας και υπονομεύει σφόδρα την επιχείρηση της ιδεολογικής προπαγάνδας της Δεξιάς. Οφείλουμε επίσης να διακρίνουμε τις εντάσεις και τις σοβαρές αντιφάσεις στο εσωτερικό της ΝΔ, όπου οι επισφαλείς και ευκαιριακές συμμαχίες νεοφιλελεύθερων και ακροδεξιών φτάνουν στα όρια τους μέσω, κυρίως, των «ελληνοτουρκικών». 

Αριστερά: προκλήσεις, συμπεράσματα, επιλογές

Το σύνθημα «να πέσει η κυβέρνηση» αναδύεται σαν ευχή για πολλές και πολλούς, ολοένα και περισσότερους/ες, όχι όμως δυστυχώς και σαν πολιτικό σχέδιο. Γιατί η μετατροπή του συνθήματος σε πολιτικό σχέδιο απαιτεί όρους και προϋποθέσεις που σήμερα δεν προκύπτουν αβίαστα. Η δυσκολία αυτή συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι τόσο και κυρίως η μείζονα αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ) όσο όμως και η ελάσσονα αριστερή αντιπολίτευση (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ, εξωκοινοβουλευτική Αριστερά) δεν θέλουν/μπορούν να θέσουν το σύνθημα. Τα πολιτικά προβλήματα της αριστερής αντιπολίτευσης, μείζονος και ελάσσονος, συμπυκνώνονται  σε δύο κορυφαία ζητήματα στην συγκυρία:  α) συνολική εναλλακτική για την διαχείριση της πανδημίας. Δηλαδή συνολική αντινεοφιλεύθερη κυβερνητική πρόταση που ουσιαστικά περιλαμβάνει την αντίρρηση και ταυτόχρονα την υπόσχεση/ δέσμευση ανατροπής, όλων των μνημονιακών μέτρων, τρεχούσης της πανδημίας αλλά και του επερχόμενου μνημονίου και β) αναπλαισίωση του «εθνικού» διλλήματος στα ελληνοτουρκικά, «προσέγγιση ή επιθετικότητα», απ’ τ’ αριστερά, δηλαδή έξω από το νατοϊκό πλαίσιο, τους εξοπλισμούς και τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό, ανατρέποντας τον κυρίαρχο εθνικιστικό μύθο.

Ως προς το πρώτο ζήτημα δηλαδή την «συνολική, αντινεοφιλελεύθερη, κυβερνητική πρόταση» το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο «αντινεοφιλελεύθερη». Η αντινεοφιλελεύθερη ταυτότητα ενός κυβερνητικού κόμματος δεν σχετίζεται καθόλου με τις προθέσεις και τις σχετικές δηλώσεις αλλά μόνο με τις πράξεις, τις πολιτικές επιλογές. Αυτή η πρόκληση απαντήθηκε με συγκεκριμένο τρόπο από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι/ φθινόπωρο του 2015 και κατά την διάρκεια της κυβερνητικής θητείας του που ακολούθησε. Σήμερα οι προκλήσεις επανέρχονται και απαιτούν εκ νέου ρήξη με το νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Απαιτούν μέτρα ξεκάθαρα στοχευμένα στο οικονομικό πεδίο. Όπως θα μπορούσε να είναι ο έκτακτος φόρος στο μεγάλο κεφάλαιο, για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που δημιουργεί η πανδημία, υπέρ των «πολλών» και «από κάτω», ξεκινώντας απ’ την δημόσια Υγεία και την ασφάλεια στην εργασία και φτάνοντας στις απαλλαγές και τα επιδόματα. Το μέτρο αυτό το υλοποίησε πρόσφατα στην Αργεντινή η (ασφαλώς μη επαναστατική) κυβέρνηση.

Σε άλλη περίπτωση αναδεικνύεται το πολιτικό κενό με τον χειρότερο τρόπο, με εκδοχές κοινωνικής αντίδρασης όπως η «ψεκασμένη» αντιπολίτευση, φτωχές από στοιχεία συνείδησης, ταξικής και πολιτικής και τις οποίες διεκδικεί προνομιακά η ακροδεξιά (κορυφαίο παράδειγμα ο Τραμπ στις ΗΠΑ). 

Όμως η «συνολική, αντινεοφιλελεύθερη, κυβερνητική πρόταση» αποτελεί επίσης πρόβλημα και για τις δυνάμεις της Αριστεράς που όχι μόνο απορρίπτουν τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική αλλά αναφέρονται στην αντικαπιταλιστική στρατηγική, όπως το ΚΚΕ και δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Εδώ το πρόβλημα βρίσκεται κυρίως στο «κυβερνητική» και ουσιαστικά στην επιλογή «μαζικής πολιτικής» υποκρύπτοντας μια αντίληψη ότι οι ταξικές, αντικαπιταλιστικές δυνάμεις δεν μπορούν να κάνουν «μαζική πολιτική» παρά μόνο σε επαναστατικές συνθήκες. Άποψη η οποία έχει οδηγήσει σε επιλογές σεχταριστικές όχι μόνο μεταξύ των οργανώσεων της Αριστεράς αλλά, ενίοτε ακόμη και προς το ίδιο το κίνημα. 

Η αντίληψη ότι η ριζοσπαστική έως επαναστατική πολιτική είναι σχεδόν μόνιμα καταδικασμένη σε οικτρές μειοψηφίες και οφείλει να είναι σεχταριστική ενώ αντίθετα η εξυπηρέτηση του στόχου της μαζικής πολιτικής είναι αντικειμενικά στροφή στα δεξιά και στρατηγική συνθηκολόγηση, όπως υπήρξαν στο παρελθόν τα «λαϊκά μέτωπα», είναι παλιά (ανιστόρητη και βαθιά ηττοπαθής ). Ωστόσο στο παρελθόν, σχεδόν σε όλο τον προηγούμενο αιώνα, ιδιαίτερα στα χρόνια της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, όσο η τότε κραταιά σοσιαλδημοκρατία πρωταγωνιστούσε στην οργάνωση της ζωής και των αγώνων της εργατικής τάξης, της νεολαίας, των υποτελών γενικότερα αλλά επίσης και στην ιδεολογικοπολιτική τους έκφραση, τα κόμματα και οι οργανώσεις στ’ αριστερά της παρενέβαιναν σ’ ένα πλαίσιο ήδη καθορισμένο. Πλέον η οργάνωση των αγώνων του κόσμου της εργασίας και ευρύτερα των κινημάτων και της «δρώσας κοινωνίας» όσο και η ιδεολογικοπολιτική ζύμωση για την σοσιαλιστική εναλλακτική δεν αποτελεί – εδώ και δεκαετίες – χαρακτηριστικό της, πάλαι ποτέ, «μαζικής Αριστεράς», δηλαδή της σοσιαλδημοκρατίας ή κεντροαριστεράς ή «πληθυντικής Αριστεράς». Η μετάλλαξη σε ορισμένες περιπτώσεις ευρωπαϊκών κρατών και μάλιστα εμβληματικών για την Ιστορία της Αριστεράς (Ιταλία, Γαλλία) έχει φτάσει στην πλήρη κατάρρευση ακόμη και των συμβόλων και των ονομάτων. Το πολιτικό κενό που εμφανίζεται δεν είναι ούτε προσωρινό ούτε συγκυριακό. Αφορά απ’ την μια στην ιστορική ήττα και κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας αλλά επίσης αποτελεί σύμπτωμα και μορφή εμφάνισης του βαθύτατου πολιτικού προβλήματος που έχει δημιουργηθεί στις δεκαετίες του νεοφιλελεύθερου «μονόδρομου», της μεγάλης δυσκολίας έως και αδυναμίας συγκρότησης ευρέων κοινωνικών συναινέσεων. Η διαρκής αύξηση των ανισοτήτων σε συνδυασμό με την απουσία πολιτικής εκπροσώπησης των πολλών «από κάτω» (ή/ και «απ΄έξω») υπονομεύει συστηματικά την πολιτική διαχείριση των κοινωνικών συνεπειών των βαθύτατων αντιφάσεων στο οικονομικό πεδίο. Η συζήτηση λοιπόν για την μαζική, ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική πολιτική τίθεται εκ νέου, με όρους επείγοντες, επιβίωσης και ταυτόχρονα διεκδίκησης νικηφόρας προοπτικής. Με όρους ανάληψης των ρεφορμιστικών καθηκόντων ταυτόχρονα με την βαθιά προσήλωση στην ιστορική επικαιρότητα του αντικαπιταλιστικού οράματος, του Σοσιαλισμού.

Έτσι λοιπόν τo «φάντασμα» του 2012 – 2015 επανέρχεται σαν κάποιο ιστορικό «déjà vu» και μας κατατρέχει με το αναπάντητο ερώτημα: υπήρχε άλλος δρόμος; Η αρνητική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα οδηγεί αναπόδραστα σε πολιτικό αδιέξοδο και σήμερα! Αντιλήψεις που δεν διαπίστωσαν και εξακολουθούν να μην διαπιστώνουν εναλλακτική για τότε, δεν έχουν ασφαλώς ούτε σήμερα απαντήσεις και δεν μπορούν να υποστηρίξουν το αίτημα του κόσμου της Αριστεράς και των υποτελών τάξεων και στρωμάτων: να πέσει τώρα η κυβέρνηση!  

Εθνικισμός

Εντούτοις σ’ αυτές τις συνθήκες εμφανίζεται ένα επιπλέον πρόβλημα για την ελληνική Αριστερά. Το πρόβλημα του εθνικισμού. Η αδυναμία της αριστερής, ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής έχει οδηγήσει στην εμφάνιση ψευδοδιλλημάτων ή win- win διλλημάτων υπέρ του συστήματος που αναπτύσσονται γύρω από το δίπολο «παγκοσμιοποίηση – εθνικά κράτη» (π.χ. Ευρώ – δραχμή, μέσα – έξω από τη ΕΕ, συμφωνία Πρεσπών κ.α.). Τα δίπολα αυτά ωστόσο δεν ευνόησαν την χάραξη  διαχωριστικής «Αριστεράς – Δεξιάς» αλλά αντίθετα εκφράστηκαν πιο αποτελεσματικά ως συνθήματα της ακροδεξιάς που έφτασε έως και στην κυβέρνηση (ΗΠΑ, Ιταλία, Ουγγαρία κ.α.).

Στην περίπτωση μας καθοριστικό ρόλο παίζει ο παράγοντας «διαχείριση των εθνικών θεμάτων» σε μια περίοδο όπου απαιτούνται αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα και σημαντικές πολιτικές επιλογές για την άρχουσα τάξη. Η έννοια του ψευδοδιλλήματος κυριολεκτικά εικονογραφείται στις εξελίξεις των τελευταίων ετών. Ο Τσίπρας οδήγησε στην «συμφωνία των Πρεσπών» (διχάζοντας την Αριστερά) και ο Μητσοτάκης ενώ εξυπηρετήθηκε απ’ αυτό, καθώς αποτελούσε επιταγή εκσυγχρονισμού και βούληση της άρχουσας τάξης και των διεθνών συνεταίρων, επέλεξε την οπορτουνιστική επιλογή του εθνικισμού και των ακροδεξιών κραυγών. Σήμερα είναι ο Μητσοτάκης που, σαν συνέχεια των ίδιων, βασικά, όρων (παρά τις διαφορές) που καθόρισαν και την επιλογή των Πρεσπών (βούληση των εγχώριων και διεθνών αστικών κέντρων), επιχειρεί κάποια προσέγγιση με την Τουρκία και ο Τσίπρας επιλέγει την … εθνικιστική αντιπολίτευση! Η ανάγκη διαφυγής απ’ αυτά τα διλλήματα και η διατύπωση ανεξάρτητης εναλλακτικής απ’ τ’ αριστερά είναι πρόδηλη.

Πολύ περισσότερο για τις δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως ριζοσπαστικά αριστερές, μαρξιστικές, αντικαπιταλιστικές. Στην Ιστορία έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου η πάλη για αυτοδιάθεση ή/και εθνική ανεξαρτησία οικοδομούσε ταυτόχρονα τους όρους για την ταξική απελευθέρωση και την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Περιπτώσεις αποτίναξης αποικιακού ζυγού αλλά και περιπτώσεις αντίστασης σε εισβολείς όπως το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Εντούτοις πρόκειται για συγκεκριμένες συνθήκες κατά τις οποίες οι «από κάτω» ερήμην των «από πάνω» ή/ και εναντίον τους, διεκδίκησαν, υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, διαφορετικό περιεχόμενο στον εθνικισμό διεκδικώντας ουσιαστικά την υπέρβασή του σ’ ένα σοσιαλιστικό μέλλον. Διότι ο «κανόνας» είναι πως ο εθνικισμός αποτελεί κεντρικό πυλώνα της ιδεολογικής κυριαρχίας των αστών και του καπιταλιστικού συστήματος. Σήμερα, στον 21ο αιώνα, ο αριστερός εθνικισμός και μάλιστα σε χώρες του δυτικού κόσμου όπως  η Ελλάδα, αποτελεί, στην καλύτερη περίπτωση, καρικατούρα μιας παρελθούσας «αντιιμπεριαλιστικής» εποχής με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Συνήθως μάλιστα, εμφανίζεται με την μορφή της υπόκλισης στο δεδομένο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της αγοράς (π.χ. με έμφαση στο εθνικό νόμισμα). Σ’ αυτό το γήπεδο η Αριστερά χάνει και κερδίζει η ακροδεξιά! Τακτικές που απαιτούνται στην αντιπαράθεση/ σύγκρουση με τις καπιταλιστικές συγκροτήσεις δύναμης, όχι μόνο εθνικές αλλά διεθνικές όπως η ΟΝΕ/ΕΕ, είναι ασφαλώς στην «ημερήσια διάταξη» της αντικαπιταλιστικής πάλης. Εντούτοις η θέση της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (πρέπει να) βρίσκεται έξω από το συστημικό δίπολο «εθνικισμός – κοσμοπολιτισμός» θέτοντας τα ζητήματα από την σκοπιά των ταξικών σχέσεων και όχι ασφαλώς από κάποια οπτική δήθεν προοδευτικής εθνικής «παραγωγικής ανασυγκρότησης». Πολύ περισσότερο όχι από οπτικές που δικαιολογούν τον μιλιταρισμό, τους εξοπλισμούς ακόμη και τον πόλεμο!

Το αίτημα «να πέσει η κυβέρνηση» δεν έχει νόημα εάν πρόκειται να πέσει απ’ τα δεξιά, από θέσεις εθνικιστικές! Ή για να το διατυπώσουμε διαφορετικά δεν μπορεί η Αριστερά να βρίσκεται στο ίδιο μετερίζι με την ακροδεξιά ούτε από παρεξήγηση!

Να πέσει η κυβέρνηση «απ΄τα κάτω»

Τούτη την ώρα βρισκόμαστε σε μια στιγμή κατά  την οποία αναπτύσσονται παρά  τις  δυσκολίες, σημαντικές κοινωνικές /ταξικές αντιστάσεις στην κυβερνητική πολιτική.

Η πρόκληση είναι ορατή και αναμφισβήτητη. Οι επιλογές ωστόσο είναι δύσκολες και η διαδικασία της «συζήτησης» αποσπασματική και αντιφατική. Η καλύτερη στιγμή της (κοινοβουλευτικής) Αριστεράς επί κυβέρνησης Μητσοτάκη υπήρξε η κοινή δήλωση (και σε ένα βαθμό στάση ανυπακοής), των ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ και ΜΕΡΑ25, ενάντια στον κυβερνητικό αυταρχισμό την 17η Νοέμβρη 2020. Αυτή η εικόνα παρόλαυτά απέχει πάρα πολύ από το να εικονογραφεί την δύναμη και την κατάσταση της αριστερής αντιπολίτευσης. Η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα η στάση του ίδιου του Τσίπρα δεν πείθει ως δυνατότητα διεκδίκησης κυβερνητικών καθηκόντων. Για την  ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά η αναγκαία βούληση για συγκέντρωση δύναμης, για αύξηση της ορατότητας και της παρέμβασης στην κοινωνία και στα κινήματα συναντά αναπόφευκτα την εκλογική τακτική. Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη πρέπει να πέσει το συντομότερο αλλά χωρίς αυταπάτες. Οι όροι «απ΄τα κάτω»  και «απ΄τ΄αριστερά» δεν πληρούνται ικανοποιητικά σήμερα. Εντούτοις αυτό είναι το πλαίσιο για την λήψη πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση οικοδόμησης πόλου της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Με βούληση για την ανάληψη καθηκόντων προς το κίνημα και την κοινωνία γενικότερα, για την διεκδίκηση της πολιτικής έκφρασης μαζικών κοινωνικών ακροατηρίων, για την επιλογή και κυρίως την δυνατότητα εκτέλεσης τακτικών, των εκλογικών συμπεριλαμβανομένων.

Διαφυγή από την πολιτική «δυσοσμία» της χρονίζουσας σαπίλας του αστικού συστήματος την οποία ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του εντείνουν αποτελεί ο «καθαρός αέρας» του κινήματος και τα μηνύματα που στέλνουν οι, υπό δύσκολες συνθήκες, αγώνες που εξελίσσονται κύρια στους χώρους της Υγείας και της Παιδείας αλλά και αλλού. Η αδυναμία των κομμάτων και των οργανώσεων μεταφέρει την πίεση για πολιτικές επιλογές στα ίδια τα συνδικάτα. Η απόρριψη των επιλογών της Κεραμέως, συχνά από το σύνολο των συνδικαλιστικών παρατάξεων στα συνδικάτα της Παιδείας και τα τεράστια ποσοστά συμμετοχής στην απεργία/ αποχή ενάντια στην αξιολόγηση συναντούν την επίμονη και μαχητική στάση του κόσμου της δημόσιας Υγείας, την ώρα που το «πανδημικό πλαίσιο» επιτρέπει στο μαζικό κοινωνικό ακροατήριο να αναγνωρίσει την χρησιμότητα των μη κερδοφόρων τομέων που ωστόσο (θάπρεπε να) εξασφαλίζουν ως δεδομένες συγκεκριμένες υποχρεώσεις της Πολιτείας προς τους /τις πολίτες, όπως η Υγεία, η Παιδεία, η ασφάλιση, τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, το ρεύμα, το νερό κ.λ.π. Η εξέλιξη του κινήματος παρά τις δυσκολίες που βάζουν οι υγειονομικοί περιορισμοί, εξαρτάται πλέον από επιλογές κλιμάκωσης και κοινού αγώνα π.χ. κοινό πανεκπαιδευτικό και πανυγειονομικό μέτωπο.  

Ενδεχομένως η υπόθεση της ανασυγκρότησης της Αριστεράς να μοιάζει και να είναι δύσκολη και χρονοβόρα πλην το κοινωνικό/ κινηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιούνται τα πολιτικά γεγονότα καθορίζει και το περιεχόμενό τους. Έχουμε άμεση ανάγκη από την συγκέντρωση δύναμης του κινήματος, από την κοινή δράση και την κλιμάκωσή της, ακόμη και από την υποκατάσταση του πολιτικού πεδίου, στο βαθμό που είναι κάθε φορά δυνατό, από τα ίδια τα συνδικάτα. Η κυβέρνηση πρέπει να πέσει το συντομότερο από την κοινωνική/ κινηματική πίεση (παρά από τα σκάνδαλα). Η (οποιαδήποτε) επόμενη πρέπει να βρεθεί σε συνθήκες κοινωνικής οργής, κινητικότητας και απαίτησης. Ταυτόχρονα οφείλουμε να θέσουμε το ζήτημα της μαζικής, ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στο επίκεντρο έξω από τις αυτοαναφορικές, σεχταριστικές «ευκολίες». Κανένας σημερινός πολιτικός οργανισμός της Αριστεράς (με τις δεδομένες επιλογές και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά) δεν μπορεί να διεκδικήσει την αναγκαία συγκέντρωση δύναμης με αποκλειστικό όχημα τον εαυτό του….

Ετικέτες