Μαύρισμα των κυβερνήσεων, ευρωσκεπτικισμός, άνοδος της ακροδεξιάς, προκλήσεις για την Αριστερά
Για άλλη μια φορά η συμμετοχή στις ευρωεκλογές κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα. Σε διαρκή πτώση από αναμέτρηση σε αναμέτρηση εδώ και δεκαετίες, φέτος συγκρατήθηκε στα επίπεδα του 2009, στο χαμηλό 43%. Η αποχή αυτή είναι ο πιο «ενστικτώδης» ευρωσκεπτικισμός, είτε ως αδιαφορία για την «ευρωπαϊκή» πολιτική είτε ως πεποίθηση ότι λίγη σημασία έχει η σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου στο πώς κινούνται τα «κέντρα» στις Βρυξέλλες. Η πορεία της «ολοκλήρωσης» όλα αυτά τα χρόνια έχει κάνει σαφές σε σημαντικότατο τμήμα των λαών ότι αυτό που χτίζεται ερήμην τους δεν είναι «το σπίτι τους».
Δικομματισμός
Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα παραμένει πρώτη δύναμη στην ΕΕ σε ποσοστά (28,36%) και διατηρεί τη μεγαλύτερη ομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο (213), αν και υποχωρεί περίπου 7 μονάδες από τα ποσοστά του 2009. Οι Σοσιαλιστές δεν κέρδισαν τίποτε από την πτώση της Δεξιάς και έμειναν στάσιμοι (25,3% και 190 έδρες). Έτσι, ο «Μεγάλος Συνασπισμός» (Κεντροαριστερά και Κεντροδεξιά συγκυβερνούν ή έχουν συγκυβερνήσει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ καθοδηγούν από κοινού την εγκληματική πολιτική των Βρυξελλών), το λεγόμενο «ακραίο Κέντρο» κατά τον Ταρίκ Αλί, υποχωρεί από το 61,36% στο 53,66%.
Ταυτόχρονα, η συντριπτική τάση στις περισσότερες χώρες ήταν το «μαύρισμα» των κυβερνητικών κομμάτων. Με ταπεινωμένους τον Ολάντ (16% και τρίτη θέση) και τον Κάμερον (τρίτη θέση πίσω από το UKIP και τους Εργατικούς) αλλά και με τις υπόλοιπες ηγεσίες «τσαλακωμένες», ο διεθνής Τύπος αναφέρει πως στην επερχόμενη συνάντηση Ευρωπαίων πολιτικών αρχηγών «ο μόνος που θα μπορεί να χαμογελά θα είναι ο Ρέντσι».
Ακροδεξιά
Ωστόσο, βασικός εκφραστής της οργής ενάντια στις δυνάμεις αστικής διαχείρισης και στις Βρυξέλλες αναδεικνύεται η ακροδεξιά και τα δεξιά ευρωσκεπτικιστικά ρεύματα. Η συνολική δύναμη της ακροδεξιάς είναι δύσκολο να αθροιστεί (δεν υπάρχει ενιαία, ήδη υπαρκτή ευρωομάδα), ωστόσο τα μαύρα νέα από την πρωτιά της Λε Πεν στη Γαλλία, η σαρωτική άνοδος του Φάρατζ στο Ηνωμένο Βασίλειο (πρώτη δύναμη, με 26,6% , 10 μονάδες πάνω από το 2009, απορροφώντας όλες τις ψήφους του νεοναζιστικού BNP που έχασε τους ευρωβουλευτές του) η πρωτιά των ακροδεξιών στη Δανία (27%), η επιτυχία τους στην Αυστρία (19,5%), η εκλογή νεοναζί ευρωβουλευτή στη Γερμανία (αρκούσε το 1%, καθώς καταργήθηκε το όριο εισόδου στην ευρωβουλή) και άλλα σταθερά αποτελέσματα (Ουγγαρία, σκανδιναυικές χώρες) πρέπει να σημάνουν συναγερμό.
Ευρωσκεπτικισμός
Ο «γαλαξίας» εθνικής ή δεξιάς αμφισβήτησης της ΕΕ περιέχει βέβαια διάφορες δυνάμεις. Φλαμανδούς αυτονομιστές, Καταλανούς και Βάσκους εθνικιστές, νεοναζιστικά κόμματα, ξενοφοβικές δυνάμεις, ακροδεξιά κόμματα, εκφραστές ενός αστικού οικονομικού προστατευτισμού κ.λπ.
Ο ευρωσκεπτικισμός από μόνος του ως έννοια, χωρίς ταξικό ή πολιτικό πρόσημο, δεν λέει τίποτα. Ούτε η άνοδος της ακροδεξιάς (πιο σύνθετο φαινόμενο) μπορεί να ταυτιστεί 100% μαζί του.
Το εκλογικό αποτέλεσμα συμπυκνώνει και αποκαλύπτει διάφορες ζυμώσεις και τάσεις στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η ακροδεξιά κολυμπάει σε ένα αναδυόμενο ρεύμα αστικού ευρωσκεπτικισμού που συμμερίζονται σταδιακά και τα «καθωσπρέπει» Δεξιά κόμματα.
Η άνοδος της ακροδεξιάς στη Δανία, για παράδειγμα, έγινε με σχεδόν πανομοιότυπη ατζέντα με αυτήν της επίσης Δεξιάς (οικονομικός προστατευτισμός, δασμοί, περιορισμοί στις μετακινήσεις των πολιτών της ΕΕ κ.λπ.). Η (αντι)ευρωπαϊκή πολιτική του Φάρατζ δεν διαφέρει και τόσο πολύ από τις απόψεις που κυκλοφορούν και στο κόμμα του Κάμερον. Σε μικρότερο βαθμό ισχύει το ίδιο για τις πρόσφατα διατυπωμένες προτάσεις του Σαρκοζί, που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με το πρόγραμμα της Λε Πεν.
Αυτά δεν είναι απλοί εκλογικοί ανταγωνισμοί για το ίδιο εκλογικό κοινό. Στις βόρειες χώρες και στις μεγάλες οικονομίες, η συζήτηση για την ΕΕ και την ευρωζώνη έχει ανοίξει και έχει ενταχθεί στον δημόσιο διάλογο με τρόπο που δεν έχει καμία σχέση με τον «αταλάντευτο ευρωπαϊκό προσανατολισμό» του αστικού πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα. Καθώς η κρίση και η αδυναμία αντιμετώπισής της μπορεί να οξύνει τους ανταγωνισμούς και να τροφοδοτεί σκέψεις «ο καθένας για την πάρτη του» στις εθνικές αστικές τάξεις.
Η διάσπαση της ιταλικής Δεξιάς στη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι και τη Νέα Κεντροδεξιά που στηρίζει τον Ρέντσι, η εμφάνιση της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» που πήρε 7% συνδυάζοντας την νεοφιλελεύθερη πολιτική με το «όχι άλλα χρήματα για τους αποτυχημένους», μπορούν να ενταχθούν σε αυτές τις αναζητήσεις.
Το βρετανικό Συντηρητικό Κόμμα είχε ήδη τη δική του, πιο «ευρωσκεπτικιστική» ευρωομάδα (Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές), και πλέον έχει ξεσπάσει ανοιχτή διαμάχη ανάμεσα στην πτέρυγα του κόμματος που θέλει να μπει στη συμμαχία η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» και τον Κάμερον που θέλει να αποφύγει μια τέτοια ανοιχτή αμφισβήτηση της Μέρκελ. Το ακροδεξιό Δανικό Λαϊκό Κόμμα αναφέρεται στους Βρετανούς Τόρηδες ως «φυσικούς συμμάχους του», με πηγές των Τόρηδων να επιφυλάσσονται και να δηλώνουν πως «θα εξεταστεί με πολλή προσοχή» το ενδεχόμενο να μπει η δανική ακροδεξιά στην ευρωομάδα τους.
Σε αυτό το περιβάλλον μπορεί η ακροδεξιά να αναδεικνύεται ως βασική δύναμη.
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη, λαϊκή όψη του ευρωσκεπτικισμού. Έχει επισημανθεί πολλές φορές και είναι η ατόφια οργή ενάντια στις πολιτικές των Βρυξελλών, την εξοντωτική λιτότητα, το διαρκές βάθεμα του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της ΕΕ μέσα από απανωτές Συνθήκες. Αυτές οι λαϊκές τάξεις αποτελούν το «κοινό» το οποίο διεκδικεί η ακροδεξιά, για να το οδηγήσει σε (ακίνδυνες για την αστική τάξη) επιλογές «εθνικής αναδίπλωσης» χωρίς να θίγεται η κυριαρχία του κεφαλαίου. Η γαλλική περίπτωση είναι ίσως η πιο καθαρά τοποθετημένη σε αυτό το φαινόμενο, όπου η Λε Πεν έχει κατορθώσει να γίνει βασικός πολιτικός εκφραστής της οργής ενάντια στην «αριστερή λιτότητα» του Ολάντ που καταρρέει.
Η χρησιμότητα της ακροδεξιάς για τις αστικές τάξεις είναι σήμερα διπλή. Ενώ εκτρέπει την οργή ενάντια στην ΕΕ σε «εθνοκεντρικές» και όχι αντικαπιταλιστικές κατευθύνσεις, λειτουργεί ταυτόχρονα και ως ιδανικός «μπαμπούλας» όσο κυρίαρχη επιλογή παραμένει ο συντονισμός της επίθεσης στις εργατικές τάξεις και η ενίσχυση των εξουσιών του διευθυντηρίου των Βρυξελλών. Καθώς σε αυτήν τη φάση παραμένουμε σήμερα (όπως αποτυπώνεται από τον σαφή προσανατολισμό και του Λαϊκού Κόμματος και των Σοσιαλιστών), έχει ήδη αρχίσει να εμφανίζεται η σπέκουλα του «όλοι μαζί για να σώσουμε την Ευρώπη από την εθνικιστική ακροδεξιά». Πρόκειται για μια πανευρωπαϊκή εκδοχή της πολιτικής του «συνταγματικού τόξου», που θα επιδιώκει να μετατοπίσει τη συζήτηση από τις ταξικές διαχωριστικές, τη λιτότητα, την πάλη ενάντια στις ευρωσυνθήκες, και να θολώσει αυτές τις γραμμές στο όνομα ενός τάχα προοδευτικού χαρακτήρα που έχει η «ευρωπαϊκή ενοποίηση».
Πράγματι, η Ευρώπη «μπορεί να γυρίσει στο 1913» (Μέρκελ) και αυτός είναι ένας εφιάλτης που πρέπει να αποτρέψουμε. Αλλά η παράδοση των απαντήσεων που έδωσε σε αυτό το πρόβλημα το διεθνιστικό ρεύμα ήταν σε σύγκρουση με τις αυταπάτες για έναν ειρηνικό «υπεριμπεριαλισμό» και με τα ουτοπικά ευχολόγια για τον θετικό ρόλο που θα έπαιζε η τότε Κοινωνία των Εθνών.
Αριστερά
Δυστυχώς, τα νέα από την ευρωκάλπη δεν ήταν τόσο καλά για την Αριστερά, που είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να παραγάγει τις αντίστοιχες αναγκαίες απαντήσεις, τόσο ενάντια στη σύγχρονη Ιερά Συμμαχία των Βρυξελλών όσο και ενάντια στην ακροδεξιά και τις τάσεις εθνικής αναδίπλωσης.
Θετικές ειδήσεις που δείχνουν δυνατότητες υπάρχουν, όπως το σπουδαίο αποτέλεσμα των κομμάτων της Αριστεράς στην Ισπανία (αλλά και τις μεγάλες επιτυχίες των αριστερών εθνικιστικών κομμάτων στο τοπικό πεδίο, που «συρρικνώνονται» όταν προβάλλονται ως πανεθνικό ποσοστό) ή το θετικό ντεμπούτο μιας νέας αριστερής συμμαχίας στο Βέλγιο. Υπάρχουν δυνάμεις που καταγράφουν σοβαρά αποτελέσματα (είτε με μικρή άνοδο είτε με στασιμότητα σε προηγούμενα θετικά σκορ), όπως το 7,4% του Die Linke στη Γερμανία, το 12,7% του ΚΚ Πορτογαλίας, το 9,6% του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ολλανδίας, το 8% του «Λαϊκού Κινήματος Ενάντια στην ΕΕ» στη Δανία. Αλλού τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά, όπως η υποχώρηση του Πορτογαλικού Μπλόκο στο 4,56% ή οι άσχημες επιδόσεις της γαλλικής Αριστεράς, ενώ σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ εξακολουθεί να επικρατεί «έρημος» στα αριστερά.
Ως αποτέλεσμα, το πανευρωπαϊκό ποσοστό της ευρωομάδας της Αριστεράς ανεβαίνει από το 4,57% στο 5,59%, παραμένοντας στην 6η θέση (πριν την ενίσχυση από τα «νεοεισερχόμενα» PODEMOS και Λίστα Τσίπρα, αλλά περιμένοντας και συνολικότερα την τελική διάταξη των εδρών στις άλλες ευρωομάδες).
Αυτή η εικόνα είναι πολύ πίσω και από τις ανάγκες και από τα καθήκοντα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την αναντιστοιχία δυνατοτήτων και αποτελεσμάτων, με την πορεία και το μέγεθος της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα να είναι οι καθοριστικοί. Ωστόσο ευθύνες υπάρχουν και στην ίδια την Αριστερά, που δεν δείχνει πάντα ικανή ή πρόθυμη να εκφράσει θαρρετά και καθαρά την οργή ενάντια στην υπαρκτή ΕΕ ή την αποστροφή σημαντικών μερίδων του κόσμου της εργασίας προς τα παλιά κεντροαριστερά εργαλεία.
ΣΥΡΙΖΑ
Αυτός ο διεθνής συσχετισμός που αποτυπώθηκε στις κάλπες πρέπει να συνυπολογιστεί στους σχεδιασμούς και στις πολιτικές επιλογές της ελληνικής Αριστεράς. Που πρέπει να αποφύγει την «αναμονή αλλαγής συσχετισμών» στην υπαρκτή ΕΕ για να τολμήσει τη ρήξη, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να είναι μια πολύ μακρά αναμονή. Που ωστόσο δεν πρέπει να καταληφθεί από απαισιοδοξία. Η στρατηγική του «αδύναμου κρίκου» παραμένει η μόνη αριστερή απάντηση στον γόρδιο δεσμό. Τον αρνητικό συσχετισμό κάποιος πρέπει να ξεκινήσει, να επιχειρήσει να τον αλλάξει. Και από τον διεθνή Τύπο και ιδιαίτερα τον αριστερό γίνεται σαφές ότι αυτό το καθήκον παραμένει στις πλάτες του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δυνατότητες «μετάδοσης» συνεχίζουν να υπάρχουν, μέσα στο εκρηκτικό έδαφος που έχει δημιουργήσει πανευρωπαϊκά η κρίση. Αλλά για να πυροδοτηθεί χρειάζεται ένα ελληνικό πείραμα να εμπνεύσει, προχωρώντας χωρίς συμβιβασμούς σε ρήξεις και ανατροπές. Με αυτή την προϋπόθεση, μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα μπορεί να γίνει «η Τυνησία της Ευρώπης» και να ανοίξει δρόμους προς τα αριστερά, προς τη σοσιαλιστική απάντηση στη βαρβαρότητα των Σουλτς-Γιούνκερ και τον εφιάλτη των Λε Πεν.