Η φάση της χρήσης των μνημονίων τείνει να παρέλθει ως το μέσο που εγκαινίασε μια νέα πραγματικότητα. Αποκαλύπτοντας σε όλη την έκταση, τις βαθιές αλλαγές και αναδιαρθρώσεις που υπέστη, μέσω αυτής της διαδικασίας (μνημόνια), ο ελληνικός καπιταλισμός.

Αλλαγές βαθιές που τροποποιούν τον ταξικό συσχετισμό μέσα στη χώρα σε βάρος των «από κάτω», του κόσμου της εργασίας, της νεολαίας, των γυναικών, των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων, των κοινωνικά αποκλεισμένων, ανατρέποντας κεκτημένα του κινήματος 10ετιων και υπέρ των «από πάνω», του εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου, το οποίο «εξυγιαίνεται», ξεκαθαρίζοντας από τα αδύναμα τμήματά του και εισέρχεται (με πολλά προβλήματα ακόμη) σε διαδικασία ανάκαμψης και ισχυροποίησης.

Η ήττα των αριστερών, ανατρεπτικών προοπτικών της κοινωνικής και πολιτικής διαδικασίας που ανέδειξε σε κυβέρνηση το ΣΥΡΙΖΑ, ανέκοψε την κοινωνική δυναμική (αποκορύφωμα και «κύκνειο άσμα» της οποίας ήταν η έκφραση του δημοψηφίσματος) και κατέστρεψε την ταξική, αριστερή, ανατρεπτική ερμηνεία και περιεχόμενο της «αντιμνημονιακής γραμμής» (οριστικά στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, όπου το «αντιμνημονιακό» κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ κατίσχυσε έχοντας υπογράψει το 3ο μνημόνιο). Ακόμη όμως κι αν τα «μνημόνια» πάψουν να αποτελούν την κρουστική διατύπωση της ταξικής επίθεσης του κεφαλαίου στην κοινωνία, η λιτότητα και το «νέο» σκληρό ταξικό καθεστώς παραμένει να τροφοδοτεί διαρκώς τις κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις. Η πολιτική σύγχυση που δημιουργήθηκε στους κόλπους του κινήματος και της κοινωνικής πλειοψηφίας ευρύτερα δεν έχει δώσει την θέση της σε μια «νέα αστική κανονικότητα». Πολύ περισσότερο που το ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο απέχει από το να θεωρηθεί ως ευνοϊκό περιβάλλον.

ΣΥΡΙΖΑ εναντίον ΝΔ: μονομαχία σε νεοφιλελεύθερο πλαίσιο

Ο ΣΥΡΙΖΑ πασχίζει να εγκαθιδρυθεί ως ο νέος σοσιαλδημοκρατικός πυλώνας του 2κομματισμού αλλά κάτι τέτοιο δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Το κόμμα αυτό, ως κυβέρνηση, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό πολιτικό ρεφορμισμό, τη σοσιαλδημοκρατία, ουδέποτε συνδέθηκε με πραγματικές νίκες του κινήματος αλλά αντίθετα συνδέθηκε με μια προδοσία! Ταυτόχρονα δεν έχει καταφέρει να αναδιατάξει τις σχέσεις μεταξύ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας (διαπλοκή), ώστε να διεκδικεί με αξιώσεις την εναλλαγή στην εκπροσώπηση της εγχώριας άρχουσας τάξης, παρότι πασχίζει προς αυτή την κατεύθυνση. Πρόκειται για τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Ποιά δύναμη και ποιά δυνατότητα που να πηγάζει από ουσιαστικές και βαθιές σχέσεις με τους «από κάτω» να διαπραγματευτεί με τους «από πάνω»; Η διάταξη δύναμης στα συνδικάτα, με την ΠΑΣΚΕ «κυβέρνηση» σε συμπαιγνία με την ΔΑΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ σε ρόλο «φτωχού συγγενή» εικονογραφεί την αντίφαση. Η ΝΔ εμφανίζεται αμήχανη και αντιφατική, τριχοτομημένη, με ισχυρή ακροδεξιά πτέρυγα και με ηγεσία ανίκανη που επιδίδεται σε διαδοχικές γκάφες (π.χ. διαγραφή Μίχαλου) και σύρεται σε ολοένα πιο επιθετικές ακροδεξιές και ταξικές θέσεις (άρνηση αναστολής της μείωσης των συντάξεων, υιοθέτηση της υπέρβασης του 8ώρου, εθνικιστικά «έξαλλη» στην υπόθεση του «Μακεδονικού» κ.α.). Ο Μητσοτάκης τείνει να μετατρέψει τις εκλογές - στις οποίες η ΝΔ ως οργανικό κόμμα του ελληνικού αστισμού εμφανίζεται σαν το μεγάλο «φαβορί» - σε «ντέρμπυ». Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ίχνος ουσιαστικής, στρατηγικής διαφοράς, από την αστική σκοπιά, στην κυβερνητική πολιτική και τις δυνάμει κυβερνητικές επιλογές της ΝΔ εάν και όταν βρεθεί στην εξουσία (όσο κι αν υπάρχουν διαφορές τακτικής στις επιλογές προνομιακών κοινωνικών ακροατηρίων στους «από κάτω», π.χ. «λαϊκή» μικρομεσαία επιχειρηματικότητα έναντι μισθωτών κ.α.). Όμως η σημερινή της ηγεσία δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτή την πραγματικότητα. Είναι πιθανό στο επόμενο διάστημα η εμφανιζόμενη διαφορά Τσίπρα – Μητσοτάκη (η δήθεν διαφορά «αριστεράς – δεξιάς» εντός νεοφιλελεύθερου πλαισίου και κυρίως εντός πλήρους εναρμόνισης με τα διεθνή ευρωατλαντικά κέντρα – παρά τις έντονες αντιφάσεις που τονίζουν τη συστημική αστάθεια της περιόδου) να διευρυνθεί. Ο Τσίπρας θα κάνει ότι περνά από το χέρι του για να παρουσιάσει στη ΔΕΘ δείγματα φιλολαϊκής πολιτικής προκειμένου να βελτιώσει την θέση του στις επερχόμενες εκλογές.

Ταυτόχρονα η ακροδεξιά έχει «σηκώσει κεφάλι» και εντείνει τις προσπάθειές της αποτελώντας αυτοτελές πρόβλημα για την αριστερά και το κίνημα.

Και η «αντιμνημονιακή» αριστερά; Μοιάζει να δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες συνθήκες της πολιτικής και ταξικής πάλης επιμένοντας στις αναλύσεις και τις επιλογές μιας προηγούμενης φάσης.

Μνημόνιο - αντιμνημόνιο

Η πάλη ενάντια στα μνημόνια δεν αποτέλεσε μια νέα, καινοφανή ιστορική φάση με διακριτά χαρακτηριστικά. Εξάλλου στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, η λιτότητα και η εσωτερική υποτίμηση ως μέθοδος εξόδου από την κρίση, επιβλήθηκαν και επιβάλλονται χωρίς το μνημονιακό εργαλείο. Στην Ελλάδα, στα πρώτα μνημονιακά χρόνια η κοινωνική κίνηση και δράση οδήγησε αφενός σε μια διαδικασία κλιμακούμενης πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης προς τ’ αριστερά, διαδικασία που έφερε το ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και αφετέρου συντάραξε το «παλιό» πολιτικό κατεστημένο προκαλώντας διαλυτική κρίση στη σοσιαλδημοκρατία και την κεντροαριστερά. Η διαχωριστική «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» και το συνακόλουθο αντιμνημονιακό κοινωνικό μέτωπο χαρακτηρίστηκαν από την ταξική ηγεμονία των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων με επίκεντρο τη μισθωτή εργασία και πολιτικά από την ηγεμονία της αριστεράς. Η ορθή αριστερή ερμηνεία των μνημονίων που κυριαρχούσε μέχρι το 2012 μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι πετυχαίνουν τον στόχο τους ο οποίος αφορά στην αναδιάρθρωση του ταξικού πλαισίου του ελληνικού καπιταλισμού σε βάρος της εργασίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε και αν και παρέμεινε «αντιμνημονιακός» (έτσι έφτασε και κέρδισε τις εκλογές του Γενάρη του 2015) έδινε πλέον άλλη νοηματοδότηση στο μνημόνιο, ως αποτυχημένη συνταγή που «καταστρέφει» την «εθνική οικονομία» (μείον 25% ΑΕΠ, ανάγκη για «παραγωγική ανασυγκρότηση» κ.λ.π.). Βέβαια το Σεπτέμβρη εγκατέλειψε και αυτή την γραμμή (αν και όχι ολοσχερώς) εφόσον πλέον ψήφισε το 3ο. Εντούτοις η ερμηνεία του μνημονίου ως πάνω απ’ όλα «εθνικά επιζήμιου» με έμφαση και περιεχόμενο την επιτροπεία και την άρση της «εθνικής ανεξαρτησίας» παρέμεινε και ισχυροποιήθηκε στους κόλπους της αριστεράς που σε μεγάλο μέρος της ταλαιπωρείται ακόμη από τη γενική αντίληψη μιας περασμένης εποχής, της «ψωροκώσταινας» και της ανάγκης λαϊκομετωπικού (διαταξικού) εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Εδώ η ανατροπή νοηματοδοτείται από την αντίθεση στην «παγκοσμιοποίηση», στον «κοσμοπολιτισμό» και βέβαια στην ΟΝΕ και την ΕΕ από τη σκοπιά ενός άλλου μοντέλου εξόδου από την κρίση και ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού στηριγμένου στην εθνική ανεξαρτησία, οικονομικά, νομισματικά, γεωπολιτικά. Επειδή όμως η συγκεκριμενοποίηση των γενικών απόψεων δημιουργεί και συγκεκριμένες ανάγκες, μέσα σ’ αυτή την ιδεολογικοπολιτική κοίτη εμφανίζονται αναλύσεις τόσο στο οικονομικό πεδίο με προτάσεις σκληρών «κρατικοκαπιταλιστικών» μοντέλων που απαιτούν την «κατανόηση» και τη «συμμετοχή» των «από κάτω»  προκειμένου να επιτευχθεί η «ανάπτυξη» όσο και στο γεωπολιτικό πεδίο όπου ο στόχος της υπεράσπισης του «έθνους – κράτους» γίνεται το πεδίο του ανταγωνισμού – συναγωνισμού με την ακροδεξιά. Όσο για το ΝΑΤΟ η «ρεαλιστική» απάντηση είναι αντικατάστασή του από τη … Ρωσία. Απ’ αυτή τη σκοπιά η αντιπολίτευση στο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται πάντα στο στοιχείο της ενδοτικότητας και της εθελοδουλίας: οικονομικά «μνημόνιο για πάντα» που «καταστρέφει την χώρα» και γεωπολιτικά, «χώρα αμυνόμενη» από τις επιβουλές πλήθους εξωτερικών εχθρών, οψίμως του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας. Το γεγονός ότι η εγχώρια αστική τάξη πανηγυρίζει τόσο με την απόφαση του Eurogroup για την «έξοδο από τα μνημόνια» όσο και για τη «συμφωνία των Πρεσπών» μοιάζει να περνά απαρατήρητο.

Στην πίσω όψη αυτού του «νομίσματος» που δίνει αυτό το περιεχόμενο στην εναλλακτική στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται η αντιστροφή της που λύνει όλα τα προβλήματα με τη διαπίστωση ότι η ανατροπή είναι απλά … αδύνατη και τα «μέτωπα» αχρείαστα ή έστω εντελώς ρηχά και συγκυριακά! Για το ΚΚΕ μάλιστα που με θράσος ακολούθησε αυτή την πολιτική και στη φάση της ανόδου του κινήματος και της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης σεχτάροντας το, σήμερα απλά ... «δικαιώνεται» (ο μαρξισμός ως … αυτοεκπληρούμενες προφητείες).   

Τέλος απέναντι στις δυσκολίες της περιόδου, στα χρόνια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έχει αρχίσει να εμφανίζεται «δειλά» και «χαμηλόφωνα» μια ακόμη, διαφορετική προσέγγιση στους κόλπους της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που δίνει άλλο πολιτικό περιεχόμενο στην διαπίστωση της αδυναμίας παρέμβασης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και τοποθετείται με όρους ανοχής αν όχι κριτικής υποστήριξης στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για την πλέον ηττοπαθή αντιμετώπιση του πλέον αδύναμου και μεταμοντέρνου ρεφορμισμού (ΣΥΡΙΖΑ) τον οποίο αποδέχεται ως το μικρότερο κακό. Όχι και πολύ αντικαπιταλιστική προσέγγιση…

Το πλαίσιο της ταξικής και πολιτικής πάλης σήμερα

Σήμερα 3 χρόνια από τις εκλογές που ανέδειξαν το ΣΥΡΙΖΑ ως τη μακροβιότερη μνημονιακή κυβέρνηση στη χώρα είναι φανερό ότι η κοινωνική δυναμική που τον ανέδειξε έχει πάψει να υπάρχει, έχει κατακερματιστεί. Αντίστοιχα και η γραμμή «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» (η οποία υποσκελίστηκε από την «εθνική» - αναπτυξιακή ρητορεία στην οποία ήδη αναφερθήκαμε), έχει χάσει το ταξικό, ριζοσπαστικό αριστερό περιεχόμενό της καθώς δεν τίθεται ζήτημα άμεσης κυβερνητικής εναλλακτικής απ’ τ’ αριστερά αλλά ούτε και – ώριμου, εδώ και τώρα - μαζικού ανατρεπτικού κοινωνικού μετώπου με ηγεμονία των δυνάμεων της εργασίας και της αριστεράς.            

Ωστόσο η κοινωνική πλειοψηφία μοιάζει να «αντιστέκεται» στην συστηματική εθνικιστική ρητορεία (από τη δεξιά/ ακροδεξιά μα και από σημαντικό μέρος της αριστεράς) αλλά και την επιθετική εθνικιστική κυβερνητική πολιτική πρακτική και παραμένει προσηλωμένη  στα «προβλήματα της καθημερινότητας», στο οικονομικό/ ταξικό πεδίο. Ιδιαίτερα ο κόσμος της μισθωτής εργασίας αρχίζει και βρίσκει, δειλά (και συχνά με τα μεσοστρώματα εναντίον τoυ) αλλά ελπιδοφόρα, ξανά το δρόμο της διεκδίκησης. Χωρίς το κοινωνικό «αντιμνημονιακό μέτωπο» του παρελθόντος που έθετε το ζήτημα της συνολικής, πολιτικής ανατροπής, θέτει σήμερα, εκ νέου επιθετικά αιτήματα τα οποία το «μνημόνιο» καθιστούσε αδύνατα ως επί μέρους διεκδικήσεις: προσλήψεις και λεφτά για Υγεία, Παιδεία κ.λ.π. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι κινητοποιήσεις των αναπληρωτών συμβασιούχων στην εκπαίδευση την Άνοιξη καθώς και οι αγώνες, όλο το τελευταίο διάστημα στα νοσοκομεία.

Το σύνθημα που ταιριάζει στις νέες συνθήκες είναι: «τα μνημόνια τέλειωσαν; Απαιτούμε αυτά που δικαιούμαστε – που μας ανήκουν. Τώρα τα θέλουμε όλα»!

Αφορά στην ανάγκη αναδιάταξης του πολιτικού σχεδιασμού της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς που μπορεί να αντιληφθεί ότι χρειάζεται να οικοδομήσει την πολιτική έκφραση των σύγχρονων αναγκών του εργατικού κινήματος. Με επιλογές γενίκευσης από τους ίδιους τους επί μέρους αγώνες και τα αιτήματά τους αλλά και εντελώς συγκεκριμένα, ταυτόχρονα, ώστε να μην αφήνονται περιθώρια «σχετικοποίησης» και πολιτικής/ εκλογικής διαχείρισης των αιτημάτων με άσφαιρους συμβολισμούς που δεν θίγουν τη μνημονιακή αναδιάρθρωση, το νέο κοινωνικό και ταξικό καθεστώς, όπως επιχειρεί να κάνει ο Τσίπρας π.χ. με «κάποια», εφάπαξ συνήθως, βοήθεια στους συνταξιούχους, ενδεχομένως «κάποια» αύξηση στην χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας, ενδεχομένως «κάποιες» προσλήψεις, ενδεχομένως «κάποια» αύξηση στον κατώτερο μισθό αλλά επιθετικά με βάση τις ανάγκες π.χ. κατώτατος μισθός 751 ευρώ για όλους και όλες ανεξάρτητα από την ηλικία κ.ο.κ. Έτσι προκύπτει ουσιαστικά και το πολιτικό πρόγραμμα της ανατροπής με σύγχρονους όρους καθοριζόμενο από την απόλυτη προτεραιότητα της αναδιανομής πλούτου και ισχύος απ’ τους «από πάνω» προς τους «από κάτω», απ’ το εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο προς τον κόσμο της εργασίας, με τις συνακόλουθες συνέπειες απέναντι στους δανειστές (όπως είναι η παύση πληρωμών και η αμφισβήτηση του χρέους), απέναντι στα ευρωπαϊκά διευθυντήρια, απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, διαμορφώνοντας τους όρους της σύγκρουσης.

Η επιμονή στο γενικό «αντιμνημόνιο» και η αδυναμία αντιμετώπισης του σκληρού διλλήματος «Τσίπρας – Μητσοτάκης» μοιάζει να αγνοεί ότι το μείζον τμήμα (πολιτικά και ταξικά) του κοινωνικού ακροατηρίου της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς επιλέγει εκλογικά το ΣΥΡΙΖΑ ή την αποχή. Εκείνα τα τμήματα της αριστεράς που αναζητούν να αναπληρώσουν αυτό το ακροατήριο απ’ τα μεσοστρώματα και απ’ τη «δεξιά δεξαμενή» αντιμετωπίζουν την προοπτική μια τραγωδίας.

Διεθνισμός, αντιιμπεριαλισμός και σύγχρονος αντικαπιταλισμός

 Η αλήθεια είναι ότι στο υπόβαθρο των προβλημάτων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς υποβόσκει μια σημαντική «ιδεολογική» διαφορά που αφορά στην προτεραιότητα του «διεθνισμού» ή αντίστοιχα του «αντιιμπεριαλισμού». Αυτή η συζήτηση έρχεται από το παρελθόν, εντούτοις ανανεώνεται στην εποχή μας και είναι αναγκαίο να οργανωθεί με σοβαρότητα και σύγχρονους όρους. Παρά ταύτα και σχηματικά, η διαφορά της προτεραιότητας του γεωπολιτικού πεδίου της «πάλης των λαών» (αντιιμπεριαλισμός) με την προτεραιότητα του εθνικού πεδίου ταξικής και πολιτικής πάλης (διεθνισμός) προκύπτει έντονα σε κάθε σημαντικό ζήτημα της περιόδου. Στην παρούσα συγκυρία η συμφωνία για την «Βόρεια Μακεδονία» προκάλεσε την ανάγκη να τεθεί η αντινατοϊκή αιχμή ως απαγόρευση της εισόδου της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ με την έμμεση (;) αναφορά στο κρατικό βέτο αφήνοντας εξ αντικειμένου σε δεύτερη μοίρα το αίτημα για την έξοδο της Ελλάδας απ΄αυτό και κυρίως το μέτωπο απέναντι στον εθνικισμό και την ακροδεξιά (βλέπε το άρθρο «Δημοκρατία της Μακεδονίας…»[i]). Όσο δε για την περίφημη «έξοδο από τα μνημόνια» και την απόφαση του Eurogroup αποτελεί στοιχείο αδυναμίας ότι αναδεικνύεται η ανάγκη να επιστρατευτεί η αντιμνημονιακή προσέγγιση που είναι πια τουλάχιστον ανεπαρκής την ώρα που είναι ξεκάθαρο πως η συμφωνία αυτή είναι καλή για τους «από πάνω», εφόσον δημιουργεί όρους για την (υπό προϋποθέσεις, βασικά του διεθνούς περιβάλλοντος) πτώση των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων και κυρίως του επιχειρηματικού δανεισμού και κακή για τους «από κάτω» απαιτώντας την μη ανατροπή των (1000 και πλέον) «μεταρρυθμίσεων» που άλλαξαν το ταξικό πλαίσιο του ελληνικού καπιταλισμού.    

Είναι άμεσα αναγκαίο η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά να αντιληφθεί τη «νέα φάση» και να διακρίνει τις ευκαιρίες που παρέχει η πολιτική ρευστότητα καθώς και οι σύγχρονοι όροι της ταξικής και πολιτικής πάλης που διαμορφώνονται. Ασφαλώς δεν ήταν δεδομένη η ήττα στην προηγούμενη φάση (ΣΥΡΙΖΑ). Ανέδειξε τις αδυναμίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να υπερβεί τους επί μέρους υποκειμενισμούς και να πετύχει την αναγκαία συγκέντρωση δύναμης που θα μπορούσε να δώσει μια διαφορετική συνέχεια στην πάλη. Εντούτοις η περίοδος παραμένει ανοιχτή, το σύστημα διεθνώς και στη χώρα δε σταθεροποιείται και ο στόχος για τη συγκρότηση σύγχρονης, μαζικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς που θα διεκδικήσει το κενό που αφήνει  ο αδύναμος και σε κρίση πολιτικός ρεφορμισμός αναδεικνύεται διαρκώς και σε κάθε ευκαιρία. Φυσικά σε κάθε διαφορετική φάση τροποποιείται το πλαίσιο της πολιτικής πάλης και αυτό είναι αναγκαίο να γίνεται κατανοητό. Σήμερα η ματιά μας πρέπει να στραφεί στο μέλλον με έμφαση στην επαναστατική, μαρξιστική θεωρία δηλαδή με τη μεγαλύτερη προσήλωση στην επιστημονική και διαρκώς ανανεωνόμενη μέθοδο που τόσο διαστρέβλωσε και ουσιαστικά ακύρωσε ο σταλινισμός.  Με εμπιστοσύνη στην κοινωνική κίνηση, με σαφή και διακηρυγμένη την επικαιρότητα του Σοσιαλισμού ως το περιεχόμενο του σύγχρονου αντικαπιταλισμού, με φιλοδοξία και στόχευση μαζικής πολιτικής παρέμβασης στη βάση του ενιαίου μετώπου στο κίνημα μα και στην πολιτική συγκέντρωση της δύναμης.

 

[i] https://rproject.gr/article/dimokratia-tis-makedonias

Ετικέτες