Συμβολή στον διάλογο του Ιδρυτικού Συνεδρίου

Πολιτική οργάνωση ταξικής συγκρότησης ή διαταξικής αναφοράς;

Η σύνθεση και η συνακόλουθη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την εκλογική αναμέτρηση του Μαίου – Ιουνίου 2012 περιελάμβανε από τη μια πλευρά μικροαστικά στρώματα (νέα μισθωτή μικροαστική τάξη του δημόσιου τομέα και τμήματα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας) και από την άλλη πλευρά στρώματα της εργατικής τάξης ( της εκτελεστικής αλλά και της διανοητικής εργασίας), ιδιαίτερα του ιδιωτικού τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας. Στο μέτρο που η Ριζοσπαστική Αριστερά πολιτεύονταν με όρους αντινεοφιλελεύθερης αντιπολίτευσης στις διαδοχικές κυβερνήσεις του αστικού δικομματισμού, επικρατούσε μια ορισμένη ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο κοινωνικές διαστάσεις της υποκειμενικής της υπόστασης, με κυρίαρχο ωστόσο το στοιχείο του μικροαστικού ριζοσπαστισμού έναντι της οποιασδήποτε εργατικής ριζοσπαστικής ηγεμονίας. Ένας δρόμος που εγκατέλειπε μεν τα χαρακτηριστικά του μικροαστικού εκσυγχρονισμού του πάλαι ποτέ ΣΥΝ, εντούτοις όμως δεν κατέληγε και σε επαναστατικά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά.

Ο εξαπλασιασμός της εκλογικής εμβέλειας του ΣΥΡΙΖΑ που καταγράφηκε εδώ και έναν χρόνο, τροποποίησε ριζικά τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις του : Ολόκληρη η εκλογική διεύρυνση αφορούσε πλέον λαϊκά στρώματα της μισθωτής εργασίας της ιδιωτικής οικονομίας (εργατική τάξη, ανέργους, νεολαία του αποκλεισμού), και σε καμία περίπτωση στρώματα των μικροαστικών τάξεων που παρέμειναν προσκολλημένα στη ΝΔ, ή συσπειρώθηκαν στους σχηματισμούς της Κεντροαριστεράς, πρωτίστως στην ΔΗΜΑΡ και δευτερογενώς στο ΠΑΣΟΚ. Αυτή η ιστορική τομή στο εκλογικό μέγεθος και στις κοινωνικές εκπροσωπήσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς ήταν που απαιτούσε την αντιστοίχησή της με τον εργατικό πληβειακό κόσμο που στράφηκε προς την κατεύθυνσή της.

Εντούτοις κάθε άλλο παρά αυτό συνέβη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ισχυρά ενισχυμένος στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, προχώρησε στην οργανωτική του δόμηση με βάση την παλιότερη λογική των εδαφικών συγκροτήσεων (τοπικές επιτροπές) που εκ των πραγμάτων έχουν περιορισμένο ορίζοντα πολιτικών παρεμβάσεων στα κύρια μέτωπα της ταξικής διαπάλης, και αφορούν ζητήματα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (κατοικία, δίκτυα υποδομών, ελεύθεροι χώροι κλπ.). Μια τέτοια δόμηση δεν μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά στην πολιτική ανάπτυξη της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στο ίδιο το εργατικό εκλογικό της ακροατήριο. Είναι προφανές ότι οι μαζικές εργατικές κλαδικές επιτροπές (από τις βιομηχανικές ζώνες μέχρι τους κλάδους, κι’ από τα νοσοκομεία μέχρι την εκπαίδευση), που σήμερα έχουν περιθωριακή παρουσία, αντιπροσωπεύουν την ασφαλέστερη εγγύηση για την αποτελεσματική παρέμβαση στους χώρους κοινωνικής παραγωγής, για την οργάνωση της λαϊκής ανατρεπτικής δράσης της μνημονιακής συγκυβέρνησης, και για την κυβερνητική εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού μεταβατικού προγράμματος σοσιαλιστικής προοπτικής.

Δημοκρατική πολιτική έκφραση ή αρχηγικό κομματικό μοντέλο ;

Η υιοθέτηση της αντίληψης για την εκλογή προέδρου απευθείας από το Συνέδριο και όχι από το εκλεγμένο πανελλαδικό σώμα συντονισμού και πολιτικής καθοδήγησης του ΣΥΡΙΖΑ, είναι φανερό ότι αναπαράγει το πρότυπο αστικών και μικροαστικών κομμάτων, που διαθέτουν μια ισχυρότατη μονοπρόσωπη ηγεσία, η οποία και διαδραματίζει τον καθοριστικό ρόλο στην πορεία των πολιτικών πραγμάτων. Η άντληση νομιμοποίησης από μια τέτοια γενική εκλογική διαδικασία (που χρησιμοποιείται και στο αστικό πολιτικό σύστημα με την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία γαλλικού ή αμερικανικού τύπου) προσδίδει αυτονόητα στον «ηγέτη» εξαιρετικά αυξημένες εξουσίες προσδιορισμού των πολιτικών κινήσεων, που προκαταλαμβάνουν και επικαθορίζουν τις αποφάσεις των κάθε μορφής οργανωτικών συγκροτήσεων, από τις κλαδικές ή τοπικές επιτροπές μέχρι την Κεντρική Επιτροπή.

Άλλωστε η μέχρι σήμερα εμπειρία στην εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ενδεικτική από αυτή την άποψη : Ένα ισχυρό προεδρικό κέντρο, στελεχωμένο από αποσπασμένους και συμβούλους, καθορίζει ουσιαστικά σε κάθε βήμα και δημόσια εμφάνιση την πολιτική γραμμή, και καλείται στη συνέχεια ο οργανωμένος κόσμος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς να την ακολουθήσει. Η επεξεργασία, ανάδειξη και εκφώνηση της πολιτικής γραμμής σε κάθε περίπτωση (από την συμμαχία με την εκκλησία μέχρι την περίφημη «αξιοποίηση» των υποτιθεμένων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων μεταξύ ΔΝΤ και ΕΕ, από την αναφορά στη συμμαχία με την κεντροαριστερά και τη λαϊκή δεξιά μέχρι την «εγκατάλειψη» των προγραμματικών θέσεων με πρόσχημα την αντιμετώπιση της φτώχειας κλπ.), και μάλιστα με τον ρητό αποκλεισμό από αυτήν οποιουδήποτε άλλου ηγετικού στελέχους της Γραμματείας ή του Συντονιστικού της, αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του άτυπου προεδρικού συμβουλίου.

Ο αγωνιστικός κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί κατ’ αυτό τον τρόπο να διαθέτει κυρίαρχη συλλογική άποψη, έκφραση και δραστηριότητα, γιατί μεταβάλλεται εκ των πραγμάτων σε «χειροκροτητή» των προεδρικών ομιλιών, συνεντεύξεων και αποφάσεων, πράγμα που αναιρεί την όποια δημοκρατικότητα των οργανωτικών δομών του κόμματος. Σε κάθε περίπτωση πώς μπορείς να διεκδικείς την αποκατάσταση και διεύρυνση των δημοκρατικών λαϊκών δικαιωμάτων και διαδικασιών, όταν στο ίδιο το πολιτικό υποκείμενο που τα επιδιώκει κυριαρχεί ένας απροσμέτρητος πατερναλισμός, πράγμα που προδικάζει εξελίξεις κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρες.

Πολιτικός οργανισμός με τάσεις ή με μονολιθικά χαρακτηριστικά;

Μέσα σε μια περίοδο με τέτοιες προκλήσεις, με την θέση ζητημάτων που ήταν πρωτόγνωρα μέχρι σήμερα για την ελληνική Αριστερά, τέτοιες κοινωνικές διαφοροποιήσεις και τροποποιήσεις στις κοινωνικές εκπροσωπήσεις, τέτοιο μέγεθος οικονομικού ολοκαυτώματος, και πληθώρας διαφορετικών οπτικών προσέγγισης των πραγμάτων, θα ήταν εντελώς ανορθολογική η υποστήριξη ανάπτυξης ενός κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς με μονολιθικού τύπου οργανωτικά χαρακτηριστικά, δηλαδή με τον εξοστρακισμό καθετοποιημένων τάσεων που διατρέχουν ολόκληρο το σώμα του πολιτικού σχηματισμού. Η επίκληση της αποτελεσματικότητας ως αιτίας για την αναγκαιότητα του ενιαίου χαρακτήρα του σχήματος, προσκρούει στην αντικειμενική υπόσταση ιστορικά και ταξικά διαμορφωμένων ρευμάτων εντός του ΣΥΡΙΖΑ, που ο ενδεχόμενος παραγκωνισμός τους και η επιβολή ενός και μόνον ρεύματος, θα δημιουργούσε απείρως περισσότερα προβλήματα από την ανοιχτή αντιπαράθεση των απόψεων και την αναγκαία διαλεκτική κάθε φορά σύνθεση.

Η κατοχυρωμένη άρα λειτουργία των τάσεων σ’ όλα τα επίπεδα της πολιτικής συγκρότησης απορρέει :

Αφενός από την διαφορετικότητα των κοινωνικών εκπροσωπήσεων των υπαρκτών ρευμάτων που αντικειμενικά συνυπάρχουν εντός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (μικροαστικές εκπροσωπήσεις, εργατικές αντιπροσωπεύσεις, εκφράσεις των κοινωνικά «αποκλεισμένων» κλπ.), όπου απαιτείται η επίτευξη της αναγκαίας λειτουργικής ισορροπίας σε σχέση με την επικράτηση του ενός ρεύματος έναντι του άλλου.

Αφετέρου από τις διαφοροποιημένες πολιτικές και ιδεολογικές αναφορές των συγκεκριμένων τάσεων που δραστηριοποιούνται στα πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ (ευρωκομμουνιστικής, σοσιαλδημοκρατικής, αντικαπιταλιστικής κ.ά.), και μάλιστα σε μια συγκυρία όπως η σημερινή που οι απαντήσεις στα μείζονα ζητήματα που ορθώνονται μπροστά στο αριστερό κίνημα είναι δυσεπίλυτες και πολλαπλά αναγνώσιμες.

Τέλος, το ίδιο το κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων του νέου συνασπισμού εξουσίας που επιδιώκεται ως ταξική βάση μιας εναλλακτικής αριστερής κυβερνητικής πολιτικής, απαιτεί ισότιμες δημοκρατικές συμμαχίες ανάμεσα στα τμήματα του λαϊκού συνασπισμού, ο οποίος δεν είναι ενιαίος αλλά πολυμορφικός, έτσι ώστε μια τέτοια συμμαχία να χρειάζεται να αντανακλάται και στην οργανωτική δόμηση του πολιτικού υποκειμένου.