Ενώ η παραδοσιακή Δεξιά κερδίζει εις βάρος του Μπολσονάρο, και το PT παραμένει σε κρίση
Οι δημοτικές εκλογές του Νοέμβρη στη Βραζιλία αποτελούσαν ένα πολύ ενδιαφέρον «γκάλοπ» για την πολιτική κατάσταση στη χώρα, μετά από 2 χρόνια διακυβέρνησης Μπολσονάρο.
Την περασμένη άνοιξη, ο Μπολσονάρο είχε περάσει μια βαθιά κρίση, που έφτανε σε συζήτηση περί «αποπομπής». Η διαχείριση της πανδημίας, μαζί με τη συσσωρευμένη οργή (μαύρων, γυναικών, νέων) για τις άλλες χονδροειδείς προκλήσεις του, είχαν κάνει πλειοψηφικό το ρεύμα-σύνθημα «Fuera Bolsonaro!» («φύγε Μπολσονάρο!»). Παράλληλα ξεδιπλωνόταν μια κρίση «από τα πάνω», καθώς η δικαστική εξουσία ερευνούσε τον στενό του κύκλο (για διαφθορά, για σχέσεις με «πολιτοφυλακές») κι είχε έρθει σε ρήξη με κάποιους πρώην πολιτικούς συμμάχους του.
Στα τέλη του καλοκαιριού, ο Μπολσονάρο είχε σταθεροποιηθεί. Η «κανονικοποίηση» της πανδημίας, η σχετική της υποχώρηση και κυρίως τα μεγάλα ποσά που έπεσαν σε υποστήριξη των φτωχότερων που πλήττονταν από το lockdown, οδήγησαν σε μια δημοσκοπική ανάκαμψη. Παράλληλα, έληξε η «από τα πάνω» κρίση, με τον Μπολσονάρο να βάζει τέλος στη μετωπική επίθεση του ίδιου και των οπαδών του στους θεσμούς (θυσιάζοντας πρόσωπα του στενού του κύκλου) και να διευρύνει την κοινοβουλευτική του στήριξη με κόμματα του λεγόμενου «centrao» (κεντρώα, οπορτουνιστικά κόμματα που παρέχουν κοινοβουλευτική στήριξη πότε στη Δεξιά και πότε στην Αριστερά, βάση ανταλλαγμάτων). Επικράτησε η γραμμή της μεγάλης αστικής τάξης που δεν ήθελε να τον ανατρέψει, αλλά ούτε και να τον αφήσει ανεξέλεγκτο, ενώ ο παράγοντας "από τα κάτω" δεν παρουσιάστηκε στους δρόμους (λόγω και της πανδημίας) για να δρομολογήσει άλλες εξελίξεις. Εν τω μεταξύ, η προσπάθεια του προέδρου να συγκροτήσει την "Συμμαχία για τη Βραζιλία" ως ένα αμιγώς νεοφασιστικού τύπου κόμμα έχει αποτύχει.
Όψεις αυτής της πραγματικότητας αποτυπώθηκαν στις δημοτικές εκλογές. Φάνηκε πρώτα η αδυναμία του Μπολσονάρο να κινηθεί απολύτως «αυτόνομα» και να μετατρέψει την προσωπική του δημοφιλία σε αποτελεσματικό πολιτικό μηχανισμό: Οι ακροδεξιοί υποψήφιοι που πήραν το χρίσμα του ηττήθηκαν σχεδόν παντού: μόνο ένας κέρδισε μεγάλο Δήμο στο δεύτερο γύρο, ενώ οι περισσότεροι αποκλείστηκαν από τον πρώτο γύρο.
Η νέα πραγματικότητα, της (υποχρεωτικής) «συμφιλίωσης» του προέδρου με τις παραδοσιακές συντηρητικές δυνάμεις, αποτυπώθηκε στην ενίσχυση ακριβώς αυτών των δυνάμεων. Τα παραδοσιακά αστικά κόμματα υπήρξαν οι μεγάλοι νικητές αυτών των εκλογών στις περισσότερες μεγάλες πόλεις-πρωτεύουσες κρατιδίων. Με τα λόγια μιας Βραζιλιάνας συντρόφισσας, «το εκλογικό σώμα αντικατέστησε την μπολσοναρική ακροδεξιά με την παραδοσιακή Δεξιά».
Αυτό δείχνει τις δυσκολίες του αρχικού νεοφασιστικού, βοναπαρτιστικού σχεδίου Μπολσονάρο, αλλά υπογραμμίζει ότι η Βραζιλία παραμένει σε «αντιδραστικό φεγγάρι», ότι η ευρύτερη κοινωνική-πολιτική ήττα που σήμανε η ατιμωτική κατάρρευση του PT δεν έχει αντιστραφεί.
Αυτό επιβεβαιώθηκε από τις χαμηλές πτήσεις της παραδοσιακής Αριστεράς. Το PT αλλά και το ΚΚ Βραζιλίας υποχώρησαν και σε αριθμούς εκλεγμένων συμβούλων (-14% της δύναμης τους) και σε δημάρχους (-33% της δύναμής τους). Το PT δεν κατάφερε να κερδίσει ούτε μια πρωτεύουσα κρατιδίου, ενώ το ΚΚ Βραζιλίας διεκδίκησε στο δεύτερο γύρο αλλά έχασε τελικά το Πόρτο Αλέγκρε.
Πολλοί αναλυτές, εστιάζοντας στην ήττα του Μπολσονάρο και την συρρίκνωση του PT, κάνουν λόγο για «επιστροφή της παλιάς πολιτικής τάξης». Το συμπέρασμα έχει βάση, αλλά παραμένει επισφαλές: στην τοπική αυτοδιοίκηση, όχι μόνο στη Βραζιλία, είναι παραδοσιακά πιο «ανθεκτικοί» οι μηχανισμοί των παραδοσιακών κομματικών δυνάμεων. Αλλά, κυρίως, το συμπέρασμα υποτιμά την μεγάλη έκπληξη των δημοτικών εκλογών: σε αυτό το «συντηρητικό» τοπίο και σε συνθήκες υποχώρησης της ευρύτερης Αριστεράς, το PSOL σημείωσε τα καλύτερά του αποτελέσματα ως τώρα. Παραμένει πολύ μικρότερη δύναμη από τις άλλες δύο, αλλά ήταν η μόνη που αύξησε και τους δημάρχους και τους συμβούλους της. Κέρδισε το Μπελέμ, πρωτεύουσα της περιοχής του Αμαζονίου. Αλλά το μεγάλο μπαμ έγινε στο Σάο Πάουλο, το οικονομικό-πολιτικό «κέντρο» της χώρας, όπου η υποψηφιότητα του Γκιγιέρμε Μπούλος πέρασε στο δεύτερο γύρο. Εκεί ηττήθηκε με 60-40 από τον κεντροδεξιό υποψήφιο, αλλά υπήρξε μια πραγματική βόμβα για μια καμπάνια που ξεκινούσε από το περιθώριο των μικρών μονοψήφιων ποσοστών.
Το Σάο Πάουλο έδειξε μια δυνατότητα: συγκρότησης ενός αυθεντικά ριζοσπαστικού αριστερού «στρατοπέδου» απέναντι στον Μπολσονάρο, απέναντι στην «μετριοπαθή κεντροδεξιά» και σε διαφοροποίηση με τον συμφιλιωτικό στίγμα του PT. Έδειξε επίσης μια μέθοδο για να διευκολυνθεί αυτό το καθήκον: Ο Γκιγιέρμε Μπούλος είναι ένας αγωνιστής των κοινωνικών κινημάτων, ηγετικό στέλεχος του MTST (Κίνημα Εργατών Χωρίς Στέγη). Το MTST καθοδήγησε αναρίθμητες καταλήψεις κτιρίων, απαιτώντας λύση στο στεγαστικό ζήτημα που αφορά εκατομμύρια Βραζιλιάνους εργάτες. Εντάχθηκε στο ρεύμα αριστερής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση PT και συμμετείχε στον ξεσηκωμό του 2013-14 (πριν το Μουντιάλ), επενδύοντας στην προσπάθεια να ενισχυθεί η αριστερόστροφη δυναμική του, ενώ διαφοροποιήθηκε από τον -δεξιού προσανατολισμού- «ξεσηκωμό» των μεσοστρωμάτων που ακολούθησε και υπερασπίστηκε με κινητοποιήσεις τον Λούλα όταν αυτός διώχθηκε πολιτικά (περισσότερο και από το ίδιο του το κόμμα, το οποίο κινούταν θεσμικά και συμφιλιωτικά). Πάνω σε αυτή τη βάση οικοδομήθηκε η συμμαχία με το PSOL, το οποίο έχει υιοθετήσει την πιο συνεπή αντισεξιστική-αντιρατσιστική πλατφόρμα (που εκφράστηκε και στα πρόσωπα που εξέλεξε ως συμβούλους), ήταν το πρώτο που κάλεσε σε αντίσταση στον Μπολσονάρο στους δρόμους, στήριξε την πρώτη αντιφασιστική-αντικυβερνητική κινητοποίηση που είχαν καλέσει κάποιοι οπαδοί ποδοσφαίρου κ.ο.κ. Για όλους αυτούς τους λόγους, άλλωστε, ο Μπούλος στοχοποιήθηκε προσωπικά από τον Μπολσονάρο αμέσως μετά την άνοδο του δεύτερου στην εξουσία: επιθέσεις που εντάθηκαν εναντίον του κι εναντίον του PSOL συνολικά τις βδομάδες μετά το σοκ του πρώτου γύρου στο Σάο Πάουλο, επιθέσεις που δεν είναι απλά ρητορικές, στο φόντο της δολοφονίας της συντρόφισσας Μαριέλα Φράνκο.
Ο Μπολσονάρο παραμένει μια απειλητική δύναμη και η ήττα του 2014-18 που τον έφερε στην εξουσία δεν έχει ξεπεραστεί (ειδικά με τις δυσκολίες που δημιουργεί η πανδημία στο ξεδίπλωμα της αντίστασης στο δρόμο). Αλλά το «μήνυμα» του Σάο Πάουλο δείχνει ότι υπάρχουν δυνατότητες αντίστασης κι ότι υπάρχει «χώρος» για μια ριζοσπαστική απάντηση σε αυτήν την απειλή και στην πάλη για την αντιστροφή της ήττας, πέρα από την ηττημένη στρατηγική του PT.