Μια απάντηση στο «Δρόμο της Αριστεράς».

 «Κοντολογίς: ο πόλεμος ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές μεγάλες δυνάμεις (δηλαδή σε δυνάμεις που καταπιέζουν μια ολόκληρη σειρά ξένους λαούς, που τους τυλίγουν με τα δίχτυα της εξάρτησης από το χρηματιστικό κεφάλαιο κ.τ.λ.) ή σε συμμαχία μ’ αυτές, είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος.

Τέτοιος είναι ο πόλεμος του 1914-1916. Η “υπεράσπιση της πατρίδας” σ’ αυτό τον πόλεμο είναι απάτη, είναι δικαίωσή του. Ο πόλεμος από μέρους των καταπιεζόμενων (λ.χ. των αποικιακών λαών) ενάντια στις ιμπεριαλιστικές, δηλαδή στις καταπιεστικές δυνάμεις, είναι πραγματικά εθνικός πόλεμος. Αυτός είναι δυνατός και τώρα. Η “υπεράσπιση της πατρίδας” από μέρους της εθνικά καταπιεζόμενης χώρας ενάντια στην καταπιέζουσα δεν είναι απάτη και οι σοσιαλιστές δεν είναι διόλου ενάντια στην “υπεράσπιση της πατρίδας” σ’ έναν τέτοιο πόλεμο.

Η αυτοδιάθεση των εθνών είναι το ίδιο με τον αγώνα για πλήρη εθνική απελευθέρωση, για πλήρη ανεξαρτησία, ενάντια στην προσάρτηση και οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να παραιτηθούν από ένα τέτοιο αγώνα -όποια μορφή κι αν πάρει μέχρι την εξέγερση ή τον πόλεμο- χωρίς να πάψουν να είναι σοσιαλιστές». (Υπογραμμίσεις δικές μας)

Λένιν, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον “ιμπεριαλιστικό οικονομισμό”», Αύγουστος-Οκτώβριος του 1916, εκδόσεις ΠΡΟΓΚΡΕΣ, σελ. 11-12

«Όσο η αστική τάξη του καταπιεζόμενου έθνους παλεύει ενάντια στο έθνος που καταπιέζει, τόσο είμαστε πάντα και σε κάθε περίπτωση και πιο αποφασιστικά απ’ όλους υπέρ, γιατί είμαστε οι πιο τολμηροί και συνεπείς εχθροί της καταπίεσης. Εφ’ όσον η αστική τάξη του καταπιεζόμενου έθνους είναι υπέρ του δικού της αστικού εθνικισμού, εμείς είμαστε κατά. Πάλη ενάντια στα προνόμια και τη βία του έθνους που καταπιέζει και καμιά ανοχή της επιδίωξης προνομίων από μέρους του καταπιεζόμενου έθνους. (…) Σε κάθε αστικό εθνικισμό καταπιεζόμενου έθνους υπάρχει πανδημοκρατικό περιεχόμενο ενάντια στην καταπίεση κι αυτό ακριβώς το περιεχόμενο το υποστηρίζουμε χωρίς όρους, ξεχωρίζοντας αυστηρά την τάση προς την εθνική του αποκλειστικότητα, καταπολεμώντας την τάση του Πολωνού αστού να καταπιέζει τον εβραίο κ.λπ. κ.λπ.». (Υπογραμμίσεις δικές μας)

Λένιν, «Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών», σελ. 61

«Είναι ολοφάνερο πως σ’ αυτό το ζήτημα (όπως και στην αντίληψη για τον “πατριωτισμό”), δεν είναι ο αμυντικός ούτε ο επιθετικός χαρακτήρας του πολέμου, μα τα συμφέροντα της ταξικής πάλης του προλεταριάτου ή μάλλον τα συμφέροντα του διεθνούς κινήματος του προλεταριάτου, που αποτελούν τη μοναδική δυνατή σκοπιά από την οποία μπορεί να εξεταστεί και να λυθεί το ζήτημα της στάσης των σοσιαλδημοκρατών απέναντι στο ένα ή το άλλο φαινόμενο στις διεθνείς σχέσεις». (Υπογραμμίσεις δικές μας)

Λένιν, «Ο πολεμοχαρής μιλιταρισμός και η αντιμιλιταριστική τακτική της σοσιαλδημοκρατίας», Δημοσιεύτηκε τον Ιούλη του 1908, Άπαντα, τόμος 17, σελ. 198

Στο φύλλο αρ. 235 της 4ης Νοεμβρίου, στη στήλη ΣΥΡΙΖεικη ανθρωπολογία και με την υπογραφή Αηδόνης, αρθρογράφος του «Δρόμου της Αριστεράς» προέβη σε σχολιασμό του άρθρου μου που δημοσιεύτηκε στο www.rproject.gr με τίτλο «ΑΟΖ: ο σιωνισμός, η ιμπεριαλιστική ‘‘προστασία’’, ο πόλεμος και η Αριστερά».1 Θεωρώντας και χρήσιμη και γόνιμη κάθε ουσιαστική αντιπαράθεση και κριτική στο χώρο της Αριστεράς, δηλώνουμε απογοητευμένοι για το γεγονός ότι ο αρθρογράφος του «Δρόμου» δεν προτίμησε το δρόμο της ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά κατέφυγε σε κακεντρεχή και ειρωνικά σχόλια, που δεν ξεκαθαρίζουν καν τις θέσεις του ίδιου - και πολύ περισσότερο δεν «καταρρίπτουν» τις δικές μας.

Επειδή όμως το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό, εμείς δεν θα κρυφτούμε πίσω από σχόλια υπεκφεύγοντας την ουσία. Θα επιμείνουμε και θα ζητήσουμε απαντήσεις στα ουσιαστικά ζητήματα, ταξινομώντας τα πιο βασικά από αυτά.    

«Το ’πε και ο Λένιν», αλλά τι ακριβώς είπε;

Τελευταία έχει γίνει της μόδας, ιδιαίτερα στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, σημαντικές πολιτικές επιλογές να ζητούν και να προσποιούνται ότι βρίσκουν δικαιολογητική βάση στον Λένιν. Το «το ’πε και ο Λένιν», λοιπόν, δεν θα μπορούσε να λείπει και από την κατηγορία πολιτικών ζητημάτων που αφορούν στα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Ναι, βάζουμε τα «εθνικά θέματα» σε παρένθεση και το βρίσκουμε απολύτως λενινιστικό, για λόγους που θα εξηγήσουμε αμέσως παρακάτω.

Είναι αλήθεια ότι ο Λένιν έλεγε πως υπάρχουν πόλεμοι όπου οι σοσιαλιστές δεν πρέπει να έχουν κανένα πρόβλημα με την «υπεράσπιση της πατρίδας». Ο Λένιν, παρ’ όλα αυτά έβαζε πάντα σε παρένθεση την «υπεράσπιση της πατρίδας», ανεξαρτήτως του χαρακτήρα του πολέμου, δηλαδή ανεξαρτήτως αν επρόκειτο για ιμπεριαλιστικό - άδικο πόλεμο ή για εθνικό - δίκαιο πόλεμο, ακριβώς γιατί τίποτε δεν ήταν πιο ξένο στη σκέψη του από την ανάδειξη κοινών τόπων με τη «δική μας» αστική τάξη, ακόμη και στην περίπτωση των δίκαιων εθνικών πολέμων. Γι’ αυτό και έβαζε πάντα τον πατριωτισμό σε εισαγωγικά, επισήμαινε ότι ακόμη και στην περίπτωση δίκαιου εθνικού πολέμου, η πάλη ενάντια στα προνόμια και τη βία του έθνους που καταπιέζει έπρεπε να συνδυάζεται με το «καμιά ανοχή της επιδίωξης προνομίων από μέρους του καταπιεζόμενου έθνους» και έθετε απόλυτο κριτήριο για τη στάση των σοσιαλιστών σε οποιοδήποτε φαινόμενο στις διεθνείς σχέσεις «τα συμφέροντα του διεθνούς κινήματος του προλεταριάτου».

Κάποιοι που, με πολύ πρόχειρο τρόπο, συνδυάζουν προπαγανδιστικά το «το ’πε και ο Λένιν» με το «το ‘κανε και το ΕΑΜ», ακόμη δεν έχουν αντιληφθεί τη σημασία αυτής της «λεπτομέρειας», παρ’ όλο που κουβαλάμε ακόμη τις συντριπτικές συνέπειες επιλογών όπως η Βάρκιζα, η συμμετοχή του ΕΑΜ σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου, η ανάδειξη του Σκόμπι σε αρχιστράτηγο των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων περιλαμβανομένου και του ΕΛΑΣ κ.λπ. Ακόμη δεν έχουν καταλάβει ότι όλα αυτά δεν ήταν μια κατάρα που ανεξήγητα επέπεσε επί των κεφαλών μας αλλά η αναπόφευκτη συνέπεια της παράβλεψης αυτής της «λεπτομέρειας». Διότι το ΕΑΜ δημιούργησε μεν μια εποποιία αλλά οδήγησε και σε μια συντριπτική ήττα: πρέπει αυτά τα δύο να τα δούμε σαν αξεχώριστες πλευρές μιας ενιαίας πολιτικής γραμμής, κι όχι να δικαιώνουμε βολικά τη γραμμή αναδεικνύοντας την πρώτη πλευρά και ξεχνώντας τη δεύτερη.        

Ας προχωρήσουμε όμως στον πυρήνα της άποψης του Λένιν. Για ποιους δίκαιους εθνικούς πολέμους μιλούσε; Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε, το δείχνουν καθαρά: Για την περίπτωση που οι ιμπεριαλιστές (και επεξηγούσε ότι εννοεί τις ιμπεριαλιστικές μεγάλες δυνάμεις, «δηλαδή δυνάμεις που καταπιέζουν μια ολόκληρη σειρά ξένους λαούς, που τους τυλίγουν με τα δίχτυα της εξάρτησης από το χρηματιστικό κεφάλαιο κ.τ.λ.) ασκούν ιμπεριαλιστική βία απέναντι στην οποία «Ο πόλεμος από μέρους των καταπιεζόμενων (λ.χ. των αποικιακών λαών) ενάντια στις ιμπεριαλιστικές, δηλαδή στις καταπιεστικές δυνάμεις, είναι πραγματικά εθνικός πόλεμος».

Στην περίπτωση που εξετάζουμε, προφανώς δεν πρόκειται γι’ αυτό. Πολλά μπορεί να ισχυριστεί κανείς, αλλά όχι ότι στην περίπτωση της ΑΟΖ η Ελλάδα και η Κύπρος είναι θύματα ιμπεριαλιστικής επίθεσης και βίαιης επιβολής!

Μήπως όμως όσοι μας κάνουν κριτική μπορούν να βρουν στήριγμα στο παρακάτω απόσπασμα «Η αυτοδιάθεση των εθνών είναι το ίδιο με τον αγώνα για πλήρη εθνική απελευθέρωση, για πλήρη ανεξαρτησία, ενάντια στην προσάρτηση και οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να παραιτηθούν από ένα τέτοιο αγώνα -όποια μορφή κι αν πάρει μέχρι την εξέγερση ή τον πόλεμο- χωρίς να πάψουν να είναι σοσιαλιστές»;  

Για ποιο πράγμα μιλάει εδώ ο Λένιν; Για την εξέγερση ή τον (δίκαιο) πόλεμο ενάντια στον αποικιακό ζυγό. Μιλάει για τον αγώνα για «αυτοδιάθεση», για «πλήρη εθνική απελευθέρωση», για «πλήρη ανεξαρτησία, ενάντια στην προσάρτηση» κ.λπ. Μιλάει δηλαδή για μια ιστορική διαδικασία συγκρότησης ανεξάρτητων εθνικών κρατών (σε αυτό αναφέρονται όλα τα παραπάνω) σε σύγκρουση με τις αποικιακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτό ήταν το εθνικό ζήτημα στην εποχή του Λένιν και σε αυτή του την ιστορική μορφή λύθηκε οριστικά για τη συντριπτική πλειονότητα των χωρών-θυμάτων της αποικιοκρατίας. Ζήτημα εθνικής αυτοδιάθεσης με τη μορφή που το πραγματεύτηκε ο Λένιν δεν υπάρχει παρά για λίγες γνωστές περιπτώσεις (η Παλαιστίνη είναι η πιο χαρακτηριστική από αυτές – και αφορά το θέμα μας άμεσα!).

Η ύστερη εθνογένεση που προέκυψε από τη διάλυση της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας, παρότι είχε αναμφίβολα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά, δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί παρά με τα κριτήρια του Λένιν: δικαίωμα αυτοδιάθεσης μέχρι και τον εθνικό αποχωρισμό. Όσοι πάντως σε αυτή τη διαδικασία δεν υποστήριξαν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των Κροατών, των Σλοβένων, των Μακεδόνων, των Κοσοβάρων, των Βόσνιων (με το επιχείρημα ότι αυτή κανοναρχείται από τον ιμπεριαλισμό), θα έπρεπε να έχουν διαγράψει από τα θεωρητικά τους εφόδια τον «πατριωτικό» αγώνα ενάντια σε ισχυρούς περιφερειακούς εθνικισμούς (όπως ο μεγαλορωσικός ή ο σερβικός) που καταπιέζουν και αρνούνται την ανεξαρτησία σε αδύναμα έθνη.       

Αποκλείοντας όμως όλα αυτά τα θεωρητικά βάθρα, ποιο θεωρητικό σχήμα μπορεί να εμπνεύσει την «υπεράσπιση της πατρίδας», δηλαδή των «εθνικών συμφερόντων», στην περίπτωση της Ελλάδας και της ΑΟΖ; Μπορούν να μας εξηγήσουν οι αρθρογράφοι του «Δρόμου» πώς μεταφράζεται στην περίπτωση του ανταγωνισμού Ελλάδας - Τουρκίας το «το ’πε και ο Λένιν»; Μπορούν επίσης να μας εξηγήσουν πού «κολλάει» εδώ το ΕΑΜ, έστω και με τα λάθη που οδήγησαν στην ιστορική του ήττα;

Να κινητοποιούμε τις μάζες για τα «εθνικά θέματα»;

Αποφεύγοντας αυτά τα ερωτήματα, ο αρθρογράφος του «Δρόμου», είναι φυσικό να καταλήγει σε μια απολίτικη φόρμουλα: «Αυτή η θεωρία, πάντως, ότι τα εθνικά θέματα είναι το γήπεδο του αντιπάλου και η Αριστερά πρέπει να μιλάει μόνο για τους μισθούς, τη φορολογία και τη λιτότητα, εκτός από παράλογη είναι και εντελώς αντι-ιστορική. Στις καλύτερές της στιγμές ήταν η Αριστερά που είχε λόγο και κινητοποιούσε μάζες γι’ αυτά», λέει ο ίδιος αρθρογράφος στην ίδια στήλη στο φύλλο αρ. 236 του «Δρόμου».

Πώς όμως φτάνουμε από τους δίκαιους εθνικούς πολέμους ενάντια στον ιμπεριαλιστικό ζυγό, την προσάρτηση κ.λπ., στο χρέος της Αριστεράς να «κινητοποιεί τις μάζες» για τα «εθνικά θέματα» γενικώς; Το ζήτημα προφανώς δεν είναι η διαφορά ανάμεσα στον πόλεμο και στην κινητοποίηση για τα «εθνικά θέματα», διότι μπορούμε εύκολα να συμφωνήσουμε ότι όπως για την αστική τάξη ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα-βίαια μέσα, έτσι και για την Αριστερά η «κινητοποίηση των μαζών» μπορεί να είναι η προδρομική φάση για τη συμμετοχή της σε έναν δίκαιο εθνικό πόλεμο ή για την καταγγελία ενός άδικου πολέμου. Το ζήτημα είναι ότι με αυτή τη γενίκευση (ανάγκη ενασχόλησης της Αριστεράς με τα «εθνικά θέματα» και «κινητοποίησης των μαζών» γι’ αυτά) εξαφανίζεται κάθε κριτήριο για το πώς, με ποια κριτήρια, με τι προτάγματα, με ποιους στόχους, με ποιους ενάντια σε ποιους! Δεν διαφωνούμε καθόλου ότι η Αριστερά πρέπει να ασχολείται με τα «εθνικά θέματα» και, όταν χρειάζεται, να κινητοποιεί τις μάζες γι’ αυτά, αλλά σε αντίθεση με το «Δρόμο» πιστεύουμε ότι στην περίπτωση της ΑΟΖ, για παράδειγμα, πρέπει αυτή η ενασχόληση και αυτή η κινητοποίηση να στρέφονται ενάντια στον πόλεμο, στο δικό μας εθνικισμό, τους τυχοδιωκτισμούς της άρχουσας τάξης, τις μονομερείς ενέργειες στον καθορισμό της ΑΟΖ, τη συμμαχία με το σιωνισμό και τον ιμπεριαλισμό. Γιατί να μην ασχοληθούμε με τα «εθνικά θέματα» με αυτό τον τρόπο και να μην κινητοποιήσουμε τις μάζες σε αυτή την κατεύθυνση;     

Με λίγα λόγια, γιατί «ενασχόληση» με τα «εθνικά θέματα» σημαίνει αυτόματα και «υπεράσπιση της πατρίδας», στη μορφή της υπεράσπισης των «εθνικών δικαιωμάτων»; Σε ποια βάση θεμελιώνονται τα «εθνικά δίκαια» στην προκειμένη περίπτωση; Σε ποια κατηγορία, με βάση τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία ταξινομείται η περίπτωση του ανταγωνισμού Ελλάδας - Τουρκίας; Αν πάλι τα «εθνικά δίκαια» δεν μπορούν να βρουν πολιτική νομιμοποιητική βάση από τη σκοπιά των κριτηρίων του μαρξισμού, μήπως έστω εδράζονται στο (διεθνές) δίκαιο, της θάλασσας ή γενικότερα; Θα αντιπαρέλθουμε προς το παρόν το γεγονός ότι το (όποιο) δίκαιο της θάλασσας δεν παραδόθηκε στον ΟΗΕ από το θεό της δικαιοσύνης όπως οι πλάκες με τις 10 εντολές στον Μωυσή αλλά είναι έργο των ιμπεριαλιστών, για να ρωτήσουμε απλά: αν το δίκαιο της θάλασσας δικαιώνει την Κύπρο και την Ελλάδα, τότε γιατί η πατριωτική Αριστερά δεν προτείνει την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης; Και γιατί καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έκανε μια τέτοια προσφυγή έως σήμερα;     

Η απάντηση είναι γνωστή: το διεθνές δίκαιο (της θάλασσας αλλά και των άλλων διεθνών συνθηκών, περιλαμβανομένης της Συνθήκης της Λωζάννης) δεν δικαιώνει την Ελλάδα και την Κύπρο σε πολλά και σοβαρά ζητήματα.

Ξαναγυρνάμε λοιπόν, ούτως ή άλλως, στην πολιτική νομιμοποιητική βάση: ποια είναι αυτή; Ότι αφού είμαστε ελληνική Αριστερά, αυτονόητα υπερασπιζόμαστε τα ελληνικά «εθνικά δίκαια»; Οπότε, αντίστοιχα, η τουρκική Αριστερά θα πρέπει να κάνει το ίδιο με τα τουρκικά «εθνικά δίκαια» κ.λπ. κ.λπ.; Πόσο απέχει αυτό από το εθνικιστικό δόγμα «έχουμε δίκιο γιατί είμαστε Έλληνες» ή, ακόμη χειρότερα, «ό,τι διεκδικούμε είναι δίκαιο μόνο και μόνο επειδή το διεκδικεί το έθνος μας»;

Ένα πάντως είναι σίγουρο: ότι όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τον Λένιν!      

«Υποστηρίζετε τον εθνικισμό του αντιπάλου»

Μας κατακεραυνώνει ο αρθρογράφος του «Δρόμου», κωδικοποιώντας τι κατά τι γνώμη του έχουμε γράψει:

«Η Κύπρος δεν είχε δικαίωμα να ορίσει ΑΟΖ και ήταν μονομερής η ενέργειά της. Μάλλον λογικές οι αντιδράσεις της Τουρκίας που οφείλονται στους ‘‘τσαμπουκάδες’’ της Κύπρου, οι οποίοι επίσης θα ευθύνονται αν φτάσει η ‘‘φλόγα’’ μέχρι το Αιγαίο. Η Κύπρος έχει την αμέριστη στήριξη όλου του δυτικού κόσμου (ΗΠΑ, Ε.Ε. κ.λπ.)! Αιτιολογείται η τουρκική εισβολή, είχαν δοθεί ‘‘χειροπιαστές’’ αφορμές».

Εδώ επιστρατεύεται η «βαριά» κατηγορία: Με όσα γράφουμε, κατά κάποιο τρόπο νομιμοποιούμε ή βγάζουμε λάδι την τουρκική επιθετικότητα. Δίνουμε άλλοθι αν δεν υποστηρίζουμε έμμεσα τον «εθνικισμό του αντιπάλου». (Ο όρος «εθνικισμός του αντιπάλου» δεν ανήκει στον αρθρογράφο του «Δρόμου», αλλά σε άλλες τάσεις της πατριωτικής Αριστεράς. Δεν το αποκλείουμε καθόλου ο αρθρογράφος του «Δρόμου» να τον θεωρεί επίσης προβληματικό, αφού υπαινίσσεται ότι υπάρχει και «δικός μας» εθνικισμός…)

Εδώ αγγίζουμε ένα σοβαρό ζήτημα, αν πράγματι θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά, που είναι η καρδιά όλου του ζητήματος: Ποια είναι η φύση του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού; Πριν πραγματευτούμε αυτό το καίριο ερώτημα, που ο αρθρογράφος του «Δρόμου» δεν θέτει καν, ας ασχοληθούμε για λίγο με τα επιχειρήματά του: Τι είδους συνειρμός είναι αυτός που λέει ότι αν η Κύπρος κακώς καθόρισε μονομερώς την ΑΟΖ, τότε είναι «λογικές» οι αντιδράσεις της Τουρκίας; Πρόκειται για φτηνό επιχείρημα, διότι απλούστατα εμείς δεν είπαμε ποτέ τέτοια πράγματα. Ούτε ο κυπριακός καπιταλισμός ούτε ο ελληνικός ούτε ο τουρκικός κινούνται με βάση κάποιου είδους «δίκαιο» ή «δίκιο», αλλά με βάση τα συμφέροντά τους. Είναι καπιταλιστικός ανταγωνισμός, όπου η κάθε πλευρά εξασφαλίζει κάθε φορά, λιγότερο ή περισσότερο, τη στήριξη ή την ανοχή των ιμπεριαλιστών, προσπαθώντας να συνταιριάξει τα συμφέροντα των αστικών τάξεων με τους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς ή να αξιοποιήσει τους τελευταίους γι’ αυτά τα συμφέροντα. Σε αυτό τον ανταγωνισμό, οι προκλήσεις ή τα «πατήματα» που δίνει κάθε αστική τάξη ποτέ δεν είναι οι αιτίες αλλά μόνο οι αφορμές για τον αντίπαλο εθνικισμό. Για τον ελληνικό καπιταλισμό, η δική του επιθετική ενέργεια στην Κύπρο με το πραξικόπημα του Ιωαννίδη και του Σαμψών το 1974 ήταν μια καλή αφορμή για την τουρκική εισβολή.

Η συνήθεια όμως της ελληνικής πατριωτικής Αριστεράς να θυμάται από την κυπριακή περιπέτεια μόνο την τουρκική εισβολή, όχι όμως και το ελληνικό πραξικόπημα ή τις ελληνικές σφαγές των Τουρκοκυπρίων τη δεκαετία του ’70, έχει τόση σχέση με το διεθνισμό και τα προτάγματα της Αριστεράς όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο! Διότι αυτό που ισχύει για τους ανταγωνιζόμενους καπιταλισμούς και εθνικισμούς, ότι δηλαδή παίρνουν τις προκλήσεις του αντίπαλου εθνικισμού και καπιταλισμού σαν αφορμές για να ξεδιπλώσουν τα δικά τους επιθετικά σχέδια, δεν μπορεί να ισχύει για την Αριστερά! Δεν μπορεί δηλαδή η ελληνική Αριστερά να θεωρεί το πραξικόπημα του Ιωαννίδη και του Σαμψών ή τις σφαγές των Τουρκοκυπρίων τη δεκαετία του ’70, απλές «αφορμές» για τον αντίπαλο εθνικισμό, αλλά εγκλήματα του «δικού μας» εθνικισμού που πρέπει να τα καταγγέλλουμε πάνω απ’ όλα! Αν αντί γι’ αυτό, τα βλέπουμε και τα αντιμετωπίζουμε σαν «απλές αφορμές» που οδήγησαν στο να εκδηλωθεί η επιθετικότητα του αντίπαλου εθνικισμού, τότε απλούστατα υιοθετούμε τα κριτήρια του καπιταλιστικού και εθνικιστικού ανταγωνισμού και υπερασπιζόμαστε το «δικό μας» εθνικισμό!       

Κυπριακό: λύση με βάση τα «εθνικά δίκαια»

ή με βάση την «ενότητα των δύο κοινοτήτων»;

Όσο για το χλευασμό του αρθρογράφου στην «ενότητα των δύο κοινοτήτων» στην Κύπρο και τα όσα γράφει για το «Όχι» στο σχέδιο Ανάν και τη φανατική ιμπεριαλιστική συστράτευση σε αυτό, θα μας επιτρέψει να του πούμε ότι είναι και εδώ εκτεθειμένος, παρόλο που νομίζει ότι «έπιασε λαυράκι».

Ο αρθρογράφος μάς προσάπτει ότι λέμε: «Κακώς κάποιοι υποστήριξαν το ‘‘όχι’’ στο Σχέδιο Ανάν, το ‘‘ναι’’ θα βοηθούσε να οικοδομηθεί η ενότητα των δύο κοινοτήτων!».

Και παρακάτω μας κατακεραυνώνει για λογική δύο μέτρων και δύο σταθμών:

«Βέβαια, αυτό το ερμηνευτικό σχήμα (σ.σ. η συστράτευση του ιμπεριαλιστικού κόσμου) χρησιμοποιείται ανάλογα με το αν βολεύει. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του Σχεδίου Ανάν, η φανατική συστράτευση όλου του ιμπεριαλιστικού κόσμου (Μπους, Βρετανών κ.λπ.) υπέρ του ‘‘ναι’’ δεν το καθιστά καθόλου ιμπεριαλιστικό…»

Ο αρθρογράφος νομίζει ότι παίζει με τις «αντιφάσεις» μας, αλλά δεν αντιλαμβάνεται ότι το πρόβλημα είναι όλο δικό του! Σε ποια βάση λοιπόν θα λυθεί το Κυπριακό; Στη βάση των «ελληνικών εθνικών δικαίων», που σημαίνει υπαγωγή της τουρκοκυπριακής συνιστώσας εθνότητας σε καθεστώς καταπιεσμένης μειονότητας σε μια (ελληνική) «Κύπρο ενιαία και ανεξάρτητη»; Ή στη βάση της διζωνικής ομοσπονδίας με ενισχυμένη αυτοδιοίκηση των συνιστωσών εθνοτήτων; Όποιος θέλει την πρώτη λύση, θα πρέπει να ξέρει ότι δεν θα την πετύχει παρά μόνο με πόλεμο: «ό,τι κερδήθηκε με πόλεμο αφαιρείται μόνο με πόλεμο»!

Αν δεν πρόκειται λοιπόν για την πρώτη αλλά για τη δεύτερη λύση, ποιοι θα είναι οι πρωταγωνιστές σε μια τέτοια λύση του Κυπριακού; Οι αστικές τάξεις του κυπριακού Νότου και του κυπριακού Βορρά (που δεν έχουν καμία διάθεση να «ενοποιηθούν»), οι ιμπεριαλιστές ή οι λαοί των δύο κοινοτήτων; Τι είπαμε εμείς; Ότι η εξέγερση των τουρκοκυπρίων το 2004 ενάντια στο καθεστώς του Ντενκτάς και την Τουρκία και με πρόταγμα την επανένωση, ένα μαζικό δημοκρατικό κίνημα, παρείχε μια ιδεώδη βάση για να ισχυροποιηθεί η τάση της επανένωσης απ’ τα κάτω. Και ότι αντί να αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία, το ΑΚΕΛ συντάχτηκε με τον σφαγέα των Τουρκοκυπρίων τη δεκαετία του ’60 Τάσσο Παπαδόπουλο και το «περήφανο Όχι» του. Και για τις δυνάμεις της Αριστεράς, όμως, που υιοθέτησαν όχι το «ταξικό και διεθνιστικό Ναι», αλλά το «αντιμπεριαλιστικό - διεθνιστικό Όχι», ήταν υποχρέωσή τους να φροντίσουν να διαχωριστούν δημόσια και αποφασιστικά από το «Όχι» του Τάσσου Παπαδόπουλου, της κυπριακής Εκκλησίας και της κυπριακής ακροδεξιάς και να βρουν τρόπο όχι μόνο να συνομιλήσουν αλλά και να κάνουν σοβαρή παράμετρο της λύσης του Κυπριακού την «ενότητα των δύο κοινοτήτων» απ’ τα κάτω. Αν δεν κάνει αυτό η Αριστερά, τότε ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος της; Να δηλώνει «παρούσα» στα εθνικιστικά προσκλητήρια του κάθε Τάσσου Παπαδόπουλου;

Είναι γελοίο και να το συζητάμε ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος ηγήθηκε κάποιου αντιμπεριαλιστικού «πολιτικού κινήματος». Αν όμως ο αρθρογράφος του «Δρόμου» έτσι αποτίμησε το «περήφανο Όχι» του 2004, τότε η θέση του για τη λύση του Κυπριακού ποια είναι; Μια λύση χωρίς ανάμιξη των ιμπεριαλιστικών «εγγυητριών» δυνάμεων; Σε αυτή την περίπτωση, για να πεταχτούν τελείως εκτός διαδικασιών λύσης του Κυπριακού οι «εγγυήτριες» ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, μόνο ένας τρόπος υπάρχει: η ανατροπή των καθεστώτων στην Κύπρο και η σοσιαλιστική αλλαγή, σε Βορρά και Νότο! Αλλά κάτι τέτοιο απλώς παραπέμπει τη λύση του Κυπριακού στο σοσιαλισμό. Αν όμως δεν μιλάμε για λύση του Κυπριακού στο σοσιαλιστικό μέλλον αλλά για λύση εντός του καπιταλισμού και αν οι πρωταγωνιστές της λύσης του Κυπριακού δεν είναι οι δύο κοινότητες, και ευρύτερα η Αριστερά και οι λαοί Κύπρου, Ελλάδας και Τουρκίας, τότε πώς θα αντισταθμιστεί ή έστω θα μετριαστεί το βάρος των ιμπεριαλιστικών «εγγυητριών δυνάμεων»; Απλώς, τότε, η λύση του Κυπριακού είναι ανέφικτη, και θα πρέπει εντίμως να μιλήσουμε είτε για πόλεμο (ώστε να ανατραπούν οι συσχετισμοί του 1974 και να επιβληθεί η «ελληνική Κύπρος» διά των όπλων) είτε για διχοτόμηση!

Τι λέει επ’ αυτών ο αρθρογράφος μας; Ξεχνάει εντελώς την τουρκοκυπριακή εξέγερση του 2004 - προφανώς είναι πολύ άβολη για να την εντάξει στα δικά του πολιτικά προτάγματα ή την κατατάσσει στην κατηγορία των «λαϊκών ρομαντισμών» που δεν παράγουν ιστορικό αποτέλεσμα. Στη συνέχεια βλέπει στη «περήφανο Όχι» του Τάσου Παπαδόπουλου μια πράξη αντίστασης στον ιμπεριαλισμό! Και, τέλος, είτε δεν «βλέπει» είτε δεν θεωρεί πρόβλημα (αν το θεωρούσε, θα το έλεγε, θα όφειλε να το πει!) την τωρινή συμμαχία με τον ιμπεριαλισμό και το σιωνισμό! Βάσει της λογικής του, το 2004 το «Ναι» στο σχέδιο Ανάν θα ήταν πράξη υποταγής στον ιμπεριαλισμό, παρόλο που στηριζόταν στο πλαίσιο της διζωνικής ομοσπονδίας με ενισχυμένη αυτοδιοίκηση των δύο συνιστωσών εθνοτήτων όπως έχει σε γενικές γραμμές συμφωνηθεί σε όλους τους γύρους των ελληνο-τουρκοκυπριακών συνομιλιών και παρόλο που η εξέγερση των Τουρκοκυπρίων παρείχε μια μοναδική βάση να μπολιαστεί αυτή η διαδικασία με το λαϊκό και από τα κάτω στοιχείο. Ενώ το 2014, η μονομερής ανακήρυξη ΑΟΖ, που διαγράφει τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων στους υδρογονάνθρακες (ακριβώς σαν να ήταν μια καταπιεσμένη μειονότητα σε μια ελληνική Κύπρο, σαν να έχει ήδη λυθεί το Κυπριακό πάνω σε αυτή τη βάση!), που διαγράφει τα δικαιώματα των Παλαιστινίων (της Γάζας), που συμμαχεί άμεσα και εν θερμώ με το σιωνιστικό κράτος και το αιματοβαμμένο δικτατορικό καθεστώς της Αιγύπτου και στηρίζεται στην ιμπεριαλιστική «προστασία», όλα αυτά δεν είναι παρά ένα «ευνοϊκό διεθνές πλαίσιο» για τη διασφάλιση των κυπριακών «εθνικών δικαίων»!

Θα μας επιτρέψει ο αρθρογράφος του «Δρόμου» να πούμε, ύστερα από όλα αυτά, ότι οι αντιφάσεις και οι βολικές αποκρύψεις κρίσιμων «άβολων» παραγόντων είναι όλες με τη δική του πλευρά. Και ότι η όποια διαφορά της άποψής του από τον κυπριακό εθνικισμό (της «λαϊκής» Δεξιάς, της Εκκλησίας και των πιο επιθετικών τμημάτων της αστικής τάξης) είναι δυσδιάκριτη, αν όχι παντελώς απούσα. Αν πάντως υπάρχει και αισθάνεται ότι τον αδικούμε, παρακαλούμε να μας την υποδείξει!

Μιας όμως και μιλάμε για ΑΟΖ, ας μας επιτραπεί να υπενθυμίσουμε κάτι που κάνει γέφυρα ανάμεσα στο 2004 και το 2014: ο «αντιμπεριαλιστής» Τάσσος Παπαδόπουλος ανακήρυξε την κυπριακή ΑΟΖ το 2004 ύστερα από το «περήφανο Όχι». Μόνος του… το σκέφτηκε; Το έκανε χωρίς να έχει από τότε στο μυαλό του τη συμμαχία με το σιωνισμό; Τι είχε «μυριστεί» ο τουρκοφάγος και εθνικιστής Τάσσος Παπαδόπουλος για να προβεί σε αυτή την ενέργεια αμέσως μετά το «περήφανο Όχι»; Τα πρώτα σημάδια ρήξης Τουρκίας - Ισραήλ (η Τουρκία δεν είχε δώσει βάσεις για την επίθεση στο Ιράκ, σε αντίθεση με τον… αντιμπεριαλιστή Τάσσο Παπαδόπουλο) και την, εντελώς πρόσφατη τότε, κοιτασμάτων φυσικού αερίου στο ισραηλινό θαλάσσιο υπέδαφος… Αυτή η «λεπτομέρεια» ξεκαθαρίζει το περιεχόμενο του «περήφανου Όχι»: μια στρατηγική του πιο επιθετικού τμήματος της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης (ναι, ναι, υπάρξει στην Κύπρο αστική τάξη!) για αναβάθμιση του μικρού «κρίκου» της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που λέγεται Κυπριακή Δημοκρατία μέσα από τους υδρογονάνθρακες, σε συμμαχία με το σιωνισμό. Έπρεπε να κυλήσει αρκετό νερό στ’ αυλάκι όσον αφορά τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή για να συνταιριάξει αυτό το σχέδιο με τις ευρύτερες ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις ώστε να εξασφαλιστεί και η ιμπεριαλιστική «προστασία».             

Συμμαχία με το Ισραήλ και ιμπεριαλιστική «προστασία»:

ζήτημα δευτερεύον μπροστά στα «εθνικά δίκαια»;

Στο κρίσιμο αυτό ζήτημα ο αρθρογράφος τελεί σε δικαιολογημένη αμηχανία. Να τι λέει σχετικά:

«Πέρα από αυτά τα μαργαριτάρια, το μόνο που διαρκώς επαναλαμβάνει ως επιχείρημα το άρθρο είναι η συμμαχία Κύπρου-Ισραήλ. Άρα, σου λέει ο αρθρογράφος, αφού ‘‘τα έχουν βρει με τις Ισραηλινούς’’, εντάσσεται σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς κάθε κίνηση τις Κύπρου…».

Προσπερνάμε την ειρωνεία με τα «μαργαριτάρια» και ρωτούμε: Δηλαδή;;; Κατ’ αρχάς, εμείς δεν μιλήσαμε για «ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς» αλλά για ιμπεριαλιστική «προστασία» (και μάλιστα στον τίτλο του άρθρου μας!). Οι λέξεις έχουν τη σημασία τους: και το «προστασία» και το ότι η λέξη τίθεται εντός εισαγωγικών. Διότι η γενικότερη πολιτική τοποθέτηση του αρθρογράφου του «Δρόμου» σίγουρα δεν συνάδει με το γενικό ερμηνευτικό σχήμα περί καπιταλισμών που απλώς «εντάσσονται» στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, αλλά σε ένα άλλο ερμηνευτικό σχήμα που μιλάει για «εξαρτήσεις», «πιόνια» και «προτεκτοράτα». Από πότε και πώς η Κύπρος, του μνημονίου και του «ναι σε όλα» στους δανειστές, δηλαδή στον ιμπεριαλισμό, μετετάγη στην κατηγορία των χωρών που υλοποιούν δικά τους σχέδια για να υπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, ώστε η συμμαχία με το σιωνισμό και η ιμπεριαλιστική «προστασία» να έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα;  

Στην προκειμένη περίπτωση όμως όλα αυτά τα ενοχλητικά ερωτήματα προσπερνιούνται: ο αρθρογράφος του «Δρόμου» είναι αναγκασμένος «να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία» και να μιλήσει για «ένταξη» στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, την οποία μάλιστα εμμέσως πλην σαφώς αμφισβητεί θεωρώντας ότι εμείς τη συμπεραίνουμε (καταχρηστικά;) από το (ανεπαρκές γι’ αυτόν) της συμμαχίας με το Ισραήλ!

Επειδή όμως ούτε η συμμαχία με το σιωνισμό ούτε η ιμπεριαλιστική «προστασία» καταπίνονται εύκολα, ο αρθρογράφος προσπαθεί να διασκεδάσει τις αλγεινές εντυπώσεις και να μπερδέψει τα «ίχνη». Σε ό,τι μας αφορά, επειδή δεν είμαστε ρομαντικοί των «εθνικών δικαίων» αλλά μαρξιστές (όχι μόνο για τους μισθούς, τις συντάξεις και τα μνημόνια αλλά και για τα «εθνικά θέματα»), νομίζουμε ότι το «κουβάρι» μπορεί να ξεμπερδευτεί με τον εξής τρόπο:     

1. Η μονομερής ανακήρυξη ΑΟΖ2

Ο χάρτης που παραθέτουμε είναι διαφωτιστικός: Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει συνορεύουσα ΑΟΖ με 6 χώρες: Ελλάδα, Τουρκία, Συρία, Λίβανο, Ισραήλ και Αίγυπτο. Εμπλέκεται εμμέσως στον καθορισμό ΑΟΖ με δύο ακόμη χώρες (Τυνησία, Λιβύη): η λυβική ΑΟΖ σχετίζεται με την αιγυπτιακή που συνορεύει με την κυπριακή, η δε τυνησιακή με τη λιβυκή.

Η Κυπριακή Δημοκρατία καθόρισε μονομερώς ΑΟΖ με το Ισραήλ και στη συνέχεια με την Αίγυπτο. Με τον Λίβανο υπήρξε καταρχήν συμφωνία, η οποία όμως μπλοκαρίστηκε στο λιβανικό Κοινοβούλιο, ακριβώς λόγω της συμμαχίας με το Ισραήλ! Όσο για τον καθορισμό ΑΟΖ με τη Συρία, αυτή προσκρούει στο γεγονός ότι η Συρία είναι υπό ιμπεριαλιστική δυσμένεια.

Όλα αυτά κάνουν μια τεράστια (γεω)πολιτική καραμπόλα, που συνδέει άμεσα την Κύπρο με την ευρύτερη αστάθεια και τις πολεμικές αναμετρήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Συγκεκριμένα:

α. Το πρώτιστο ζήτημα είναι ότι ο μονομερής καθορισμός κυπριακής ΑΟΖ ενώ εκκρεμεί η λύση του Κυπριακού, μηδενίζει τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων στους υδρογονάνθρακες. Οι Τουρκοκύπριοι βγαίνουν από το παιχνίδι στο όνομα του ότι το τουρκοκυπριακό κράτος του Βορρά δεν είναι διεθνώς αναγνωρισμένο. Η μονομερής ανακήρυξη ΑΟΖ παραπέμπει σε μια λύση του Κυπριακού όπου η Κύπρος είναι «ελληνικό νησί». Ως τέτοια, είναι όχι απλώς μονομερής ενέργεια του ελληνικού εθνικισμού, αλλά και επιθετική ενέργεια, αφού για πρώτη φορά παραβιάζεται το «δόγμα» της περιόδου μετά το 1974 της συναινετικής (πώς αλλιώς;) λύσης με εναντίωση στα τετελεσμένα, τα οποία από την τουρκική εισβολή του 1974 χρεώνονταν αποκλειστικά στην Τουρκία. Τώρα, η κυβέρνηση του Αναστασιάδη διέκοψε τις συνομιλίες για το Κυπριακό με αιτιολογία τις έρευνες του Μπαρμπαρός στην κυπριακή ΑΟΖ. Δηλαδή η μονομερής ενέργεια καθορισμού της ΑΟΖ γίνεται όπλο εκβιασμού για τη λύση του Κυπριακού!3      

β. Ο καθορισμός ΑΟΖ με το Ισραήλ «σβήνει» τα δικαιώματα των Παλαιστινίων στους υδρογονάνθρακες, αφού «σβήνει» το δικαίωμα της Γάζας στην ΑΟΖ. Όσο και να πεις, δεν θα έπρεπε να είναι δευτερεύον ζήτημα από τη σκοπιά της Αριστεράς, ιδιαίτερα μάλιστα από τη σκοπιά της ελληνικής Αριστεράς που έχει συνδεθεί στο σύνολό της τόσο έντονα και επί πολλές δεκαετίες με δεσμούς αλληλεγγύης στον αγώνα του παλαιστινιακού λαού. Τι λέει γι’ αυτό ο αρθρογράφος του «Δρόμου»; Είναι κι αυτό μια «λεπτομέρεια» που πρέπει να παραβλεφθεί στο όνομα της υπεράσπισης των «εθνικών δικαίων»; Και αν ναι, ποια διαφορά απομένει που ξεχωρίζει την Αριστερά από τον Αναστασιάδη και τον Σαμαρά;

γ. Ο μη καθορισμός ΑΟΖ με τη Συρία μια ερμηνεία και ένα αποτέλεσμα έχει: η Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίζει και σέβεται το ιμπεριαλιστικό καθεστώς δυσμένειας σε βάρος της Συρίας και βάζει υποθήκες εμπλοκής της στους περιφερειακούς ανταγωνισμούς στην ευρύτερη περιοχή. Και μη μας αντιτείνουν ότι ο Άσαντ είναι δικτάτορας που αιματοκυλάει το λαό του, διότι τα ίδια κάνει και ο Αιγύπτιος Σίσι αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Αναστασιάδη να καθορίσει ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Ο μη καθορισμός ΑΟΖ με τη Συρία, λοιπόν, πολύ απλά είναι πράξη υποταγής στον ιμπεριαλισμό για την εξασφάλιση της «προστασίας» του. Και οι υποθήκες που εγγράφει, μπορεί να αποδειχτούν -και μάλιστα στο όχι πολύ μακρινό μέλλον- πολύ σοβαρές.       

Ο καθορισμός ΑΟΖ με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, η παραγραφή των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων στην κυπριακή ΑΟΖ, η παραγραφή των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων στην ΑΟΖ και ο σεβασμός της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας απέναντι στη Συρία, συνιστούν όχι μόνο μονομερείς ενέργειες, αλλά και επιθετικές ενέργειες και τυχοδιωκτική υπαγωγή στους σχεδιασμούς και τις συμμαχίες του σιωνισμού και του ιμπεριαλισμού στην ευρύτερη περιοχή. Τόσο «δευτερεύοντα» είναι αυτά τα ζητήματα…

2. Ο ρόλος του Ισραήλ

Το επιχείρημα του αρθρογράφου του «Δρόμου» «Άρα, σου λέει ο αρθρογράφος, αφού ‘‘τα έχουν βρει με τις Ισραηλινούς’’, εντάσσεται σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς κάθε κίνηση τις Κύπρου…» διέπεται από… συνειρμικό κενό. Όχι, δεν συμπεραίνουμε την «ένταξη» (υπαγωγή είναι πιο ακριβής όρος) στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς από το γεγονός ότι τα έχουν βρει με τους Ισραηλινούς αλλά από τα συνολικά δεδομένα της υπόθεσης: τη στάση των ΗΠΑ και της Ε.Ε. κ.λπ. Από την άλλη πλευρά όμως, ναι, δεν ήρθε ακόμη η ώρα (αν πρόκειται να έρθει ποτέ) που οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί θα είναι ξένοι ή ανταγωνιστικοί με τους σχεδιασμούς του σιωνιστικού κράτους στη Μ. Ανατολή και τον νοτιοανατολική Μεσόγειο - εκτός αν ο αρθρογράφος του «Δρόμου» θέλει να μας υποδείξει κάποια διαδικασία «αντιμπεριαλιστικής χειραφέτησης» του Ισραήλ. Θα μας εξέπληττε, αλλά ύστερα από την ανακήρυξη του Τάσσου Παπαδόπουλου σε «εθνικό ηγέτη» και του «περήφανου Όχι» του 2004 σε αντιμπεριαλιστική πολιτική νίκη, όλα είναι πιθανά… Οπότε ναι, και σε αυτή την περίπτωση οι σιωνιστικοί και ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί είναι κοινοί: αποβλέπουν στην απομόνωση των Παλαιστινίων και της Συρίας, αλλά και της Τουρκίας. Και η Κυπριακή Δημοκρατία «απλώς» εντάσσεται σε όλο αυτό το παιχνίδι. Είναι άραγε «λίγο» αυτό μπροστά στα υποτιθέμενα υπέρτερα «εθνικά δίκαια»;

Πέρα και απ’ όλα τα προηγούμενα όμως, ο ρόλος του Ισραήλ είναι και συγκεκριμένα καθοριστικός: το Ισραήλ ανέλαβε το ρόλο της στρατιωτικής κάλυψης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της «στρατιωτικής αποτροπής» απέναντι στην Τουρκία. Σε αυτό το πλαίσιο, η κινητοποίηση της ισραηλινής αεροπορίας -και όχι μόνο- ήταν εντυπωσιακή. Οι δημοσιογραφικού χαρακτήρα διατυπώσεις περί «κοινών στρατιωτικών ασκήσεων» Κύπρου - Ελλάδας και Ισραήλ είναι πολύ φτωχές για να περιγράψουν την πραγματικότητα: το Ισραήλ είναι, με ελληνική και κυπριακή συναίνεση, ο απόλυτος κουμανταδόρος στο σχεδιασμό της στρατιωτικής αποτροπής απέναντι στην Τουρκία. Έτσι όμως η Κυπριακή Δημοκρατία εντάσσεται όχι μόνο στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς γενικά, αλλά και στον ανταγωνισμό Ισραήλ - Τουρκίας ειδικά! Είναι και αυτό μια «λεπτομέρεια» που, απ’ ό,τι φαίνεται, η πατριωτική αριστερά που εκπροσωπεί ο αρθρογράφος του «Δρόμου» έχει όλη την καλή διάθεση να παραβλέψει…

Ακολουθώντας το κριτήριο του Λένιν, ότι δηλαδή γνώμονας για τους σοσιαλιστές πρέπει να είναι «τα συμφέροντα του διεθνούς κινήματος του προλεταριάτου», ας μας εξηγήσει ο αρθρογράφος του «Δρόμου»: πώς εξυπηρετούνται αυτά το συμφέροντα με αυτού του τύπου τις συμμαχίες και τις μονομερείς ενέργειες;      

Ο ελληνο-τουρκικός ανταγωνισμός

και ο κίνδυνος του πολέμου

Το μεγάλο ζήτημα πίσω από αυτή τη συζήτηση είναι η ανάλυση και εκτίμηση του χαρακτήρα του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού, που ασφαλώς δεν μπορεί να εξεταστεί διεξοδικά στο πλαίσιο αυτού του άρθρου. Μπορούμε όμως και πρέπει, στο πλαίσιο του ζητήματος που εξετάζουμε, να θέσουμε το ερώτημα: ο ανταγωνισμός του ελληνικού και ελληνοκυπριακού καπιταλισμού με τον τουρκικό καπιταλισμό στο ζήτημα της ΑΟΖ έχει ένα δημοκρατικό περιεχόμενο αντίστασης σε κάποιου είδους ιμπεριαλιστική επιβολή σε βάρος της Ελλάδας ή της Κυπριακής Δημοκρατίας; Είναι η Ελλάδα ή η Κυπριακή Δημοκρατία θύματα μιας τέτοιας επιβολής, οπότε η Αριστερά πρέπει να ετοιμάζεται να ηγηθεί σε ένα πλατύ «δημοκρατικό κίνημα» (κατά την έκφραση και με τα κριτήρια του Λένιν) ενάντια σ’ αυτήν;

Με όσα παραθέσαμε ήδη, γίνεται φανερό ότι στην προκείμενη περίπτωση είναι ο ελληνικός και κυπριακός καπιταλισμός που μετέχουν των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και όχι ο τουρκικός καπιταλισμός - ο οποίος, σαν συνέπεια των επιλογών του, αλλά και λόγω δυσμενών γι’ αυτόν ανακατατάξεων στην περιοχή, έχει ξεμείνει από ιμπεριαλιστικά στηρίγματα και αντιμετωπίζεται από τον ιμπεριαλισμό περίπου σαν «κράτος ταραξίας».5 Σε ποια βάση λοιπόν η Αριστερά θα καλέσει εδώ για την «υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων»; Αν, ως συνέπεια αυτού του ανταγωνισμού, ξεσπάσουν θερμά επεισόδια ή και πόλεμος, σε ποια βάση η Αριστερά θα καλέσει στην «υπεράσπιση της πατρίδας»;   

Είναι χυδαία παρερμηνεία του λενινισμού ότι ο Λένιν νομιμοποίησε γενικώς τον πατριωτισμό. Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε στην αρχή του κειμένου είναι αρκετά για να ξεκαθαρίσουν αυτό το ζήτημα. Και αν υπάρχει κάτι που ταιριάζει με το θέμα μας, είναι η εξής αναφορά:

«Κοντολογίς: ο πόλεμος ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές μεγάλες δυνάμεις (δηλαδή σε δυνάμεις που καταπιέζουν μια ολόκληρη σειρά ξένους λαούς, που τους τυλίγουν με τα δίχτυα της εξάρτησης από το χρηματιστικό κεφάλαιο κ.τ.λ.) ή σε συμμαχία μ’ αυτές, είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος.

Τέτοιος είναι ο πόλεμος του 1914-1916. Η “υπεράσπιση της πατρίδας” σ’ αυτό τον πόλεμο είναι απάτη, είναι δικαίωσή του. Ο πόλεμος από μέρους των καταπιεζόμενων (λ.χ. των αποικιακών λαών) ενάντια στις ιμπεριαλιστικές, δηλαδή στις καταπιεστικές δυνάμεις, είναι πραγματικά εθνικός πόλεμος». (υπογράμμιση δική μας)

Με την ουσιαστική προσθήκη, ότι πρόκειται για ανταγωνισμό δύο ισχυρών καπιταλισμών, του τουρκικού και του ελληνικού, που προσπαθούν να συνταιριάξουν τα συμφέροντά τους με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και να εξασφαλίσουν ιμπεριαλιστικά στηρίγματα στο μεταξύ τους ανταγωνισμό, αξιοποιώντας κατάλληλα τις συγκυρίες, τους ανταγωνισμούς, την αναδιάταξη των συμμαχιών κ.λπ. Από αυτή την άποψη, καμία σχέση και αναλογία με την Κατοχή, την Αντίσταση και το ΕΑΜ (κατοχή της Ελλάδας από μια μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη), αλλά πολλές και ισχυρές αναλογίες με τους Βαλκανικούς πολέμους και τη μικρασιατική εκστρατεία. Υπενθυμίζουμε τι είχαμε γράψει σχετικά στο άρθρο μας, που ο αρθρογράφος του «Δρόμου» επίσης παρέβλεψε βολικά:    

«Η Ιστορία έχει δείξει ότι η αστική τάξη συχνά παρασέρνεται από την αυτοπεποίθηση που της δίνουν οι «γερές πλάτες» ιμπεριαλιστών συμμάχων και προστατών, εμπλέκεται σε τυχοδιωκτισμούς και όταν αυτοί οδηγούν σε ήττες και οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοι την «αδειάζουν», κλαψουρίζει υποκριτικά πάνω στα κοινωνικά ερείπια εκτοξεύοντας κατάρες κατά των χθεσινών προστατών που έπαψαν πλέον να προστατεύουν τα συμφέροντά της… Αυτό ακριβώς δεν έγινε με τη Μικρασιατική εκστρατεία και στη συνέχεια «καταστροφή»; Από υπερβολική αυτοπεποίθηση λόγω της έως τότε ιμπεριαλιστικής στήριξης και των επιτυχιών του, ο ελληνικός καπιταλισμός διανοήθηκε να εκστρατεύσει μέχρι την Άγκυρα, αμφισβητώντας την ίδια την ύπαρξη του τουρκικού έθνους. Όταν ηττήθηκε, άρχισε η τουρκική αντεπίθεση και διαλύθηκε ο ελληνικός στρατός στη Μ. Ασία, οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοι επανατοποθετήθηκαν με βάση το νέο συσχετισμό δύναμης, τιμώρησαν τον υπερφίαλο έως χθες σύμμαχο, και η έως χθες φιλοϊμπεριαλιστική Ελλάδα άρχισε τα κλαψουρίσματα για την «προδοσία» από τους Ιταλούς και Αγγλο-Γάλλους… (Από αυτή την άποψη, όσοι σήμερα ψάχνουν «ένδοξες εθνικές σελίδες» για να εμπνευστούν για τη σύγχρονη «εθνική εξόρμηση» των υδρογονανθράκων, το κατάλληλο ιστορικό παράδειγμα δεν είναι η αντίσταση στην ιταλική εισβολή ούτε -πολύ περισσότερο- στη γερμανική κατοχή, αλλά η μικρασιατική εκστρατεία.)   

Ακριβώς με αυτό τον τρόπο, η κυπριακή αστική τάξη με τον τυχοδιωκτισμό που της εμπνέουν οι ιμπεριαλιστικές «πλάτες», προετοιμάζει νέες τραγωδίες για το λαό της Κύπρου. Στο ερώτημα τι θα γίνει αν, παρ’ όλα αυτά, τα καταφέρει και αυτό φέρει μια αναβάθμισή της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, η απάντηση είναι σαφής: η «εθνική» αυτή επιτυχία θα είναι ταυτόχρονα και επιτυχία της κυπριακής αστικής τάξης ενάντια στην κυπριακή εργατική τάξη».

Σε σχέση με όλα αυτά, η αναφορά του αρθρογράφου του «Δρόμου» είναι πραγματικά εντυπωσιακή:

«Το μεγάλο πρόβλημα του άρθρου, φυσικά, ξεκινάει από τον υπότιτλο κιόλας, που προειδοποιεί να μην ‘‘ανοίξουμε την πόρτα του πολεμικού “τρελοκομείου” στο όνομα των “κυριαρχικών δικαιωμάτων” στην ΑΟΖ’’. Η πόρτα αυτή δεν περιμένει κανέναν για να ανοίξει, είναι ορθάνοιχτη και δεν κλείνει με το να κάνουμε ότι δεν βλέπουμε τον τουρκικό επεκτατισμό».

Ύστερα από όσα ειπώθηκαν, πρέπει να είναι κανείς ορκισμένος… οπαδός των  «εθνικών συμφερόντων», ορκισμένος οπαδός της εθνικιστικής θεωρίας για την άχρονη, αντι-ιστορική και αυταπόδεικτη συνέχεια του «ελληνικού δίκιου» για να θεωρεί ότι ο πόλεμος είναι σχεδόν αναπόφευκτος και η ευθύνη (θα) βαρύνει αποκλειστικά τον τουρκικό επεκτατισμό.

Επειδή όμως ο πόλεμος δεν είναι «μικρό πράγμα» και η Αριστερά δεν μπορεί να παίζει μ’ αυτόν, το μέτωπο ενάντια στον πόλεμο είναι μείζον καθήκον! Και μία από τις προϋποθέσεις του είναι η ρήξη με τον αριστερό πατριωτισμό αυτού του είδους, η οποία πρέπει να είναι καθαρή και απόλυτη.    

Σημειώσεις:

1. http://rproject.gr/article/aoz-o-sionismos-i-imperialistiki-prostasia-o-...

2. Ο σχετικός χάρτης είναι διαφωτιστικότατος (από το άρθρο του Πέτρου Τσάγκαρη στο www.rproject.gr με τίτλο «Καμιά συνδιαλλαγή με τον ιμπεριαλισμό και τους συμμάχους του»  http://rproject.gr/article/kamia-syndiallagi-me-ton-imperialismo-kai-toy...):

3. Ο Σταύρος Λυγερός έσπευσε ήδη να προτείνει ριζική αλλαγή πλαισίου στο ζήτημα της λύσης του Κυπριακού, με βάση της στρατηγική του «βελούδινου ημι-διαζυγίου»: δύο κράτη, ένταξη στην Ε.Ε. με κοινό «καπέλο» (χαλαρή συνομοσπονδία), έδαφος αντί αναγνώρισης. Από το βιβλίο του Σταύρου Λυγερού που κυκλοφόρησε πρόσφατα «Κυπριακό: η αιρετική λύση». Θα μπορούσε να το πει κανείς ακριβέστερα «βελούδινη διχοτόμηση»… Οι εθνικιστές είναι ευλύγιστοι: από το «Όχι διχοτόμηση - όχι ομοσπονδία», φτάσαμε τώρα στο «Ναι στη διχοτόμηση» (τη «βελούδινη» βεβαίως βεβαίως…)

4. Για τα συγκεκριμένα στοιχεία που τεκμηριώνουν την ιμπεριαλιστική «προστασία» παραπέμπουμε στο άρθρο το οποίο κριτικάρει ο αρθρογράφος του «Δρόμου», στοιχεία που προσποιείται ότι δεν τα διάβασε ποτέ!

5. Αν έπρεπε να παραβλέψουμε το κυρίαρχο στοιχείο του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού, που για μας είναι καθοριστικό, τότε θα έπρεπε να θεωρήσουμε θύμα της ιμπεριαλιστικής επιβολής τον τουρκικό καπιταλισμό! Και τότε, η τουρκική Αριστερά θα έπρεπε να ηγηθεί ενός πλατιού δημοκρατικού κινήματος «υπεράσπισης της πατρίδας» απέναντι στην ιμπεριαλιστική επιβολή (στην οποία συμμετέχουν και Ελλάδα - Κυπριακή Δημοκρατία), η δε ελληνική Αριστερά θα έπρεπε όχι μόνο να καταγγείλει τη σύμπραξη του ελληνικού και κυπριακού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική επιβολή κατά της Τουρκίας αλλά και να υποστηρίξει το τουρκικό κίνημα αντίστασης. Μόνο η κεντρική σημασία του ελληνο-τουρκικού καπιταλιστικού ανταγωνισμού κάνει μια τέτοια πολιτική στάση λαθεμένη. Με τα κριτήρια, όμως, της πατριωτικής Αριστεράς, όλο το «δίκιο» είναι με το μέρος της τουρκικής πατριωτικής Αριστεράς. Όσο για μας, θεωρούμε ότι για την ελληνική Αριστερά το κύριο καθήκον της είναι να καταγγείλει τους τυχοδιωκτισμούς της «δικής της» αστικής τάξης και τη συμμαχία με το σιωνισμό και τον ιμπεριαλισμό. Και για την τουρκική Αριστερά, η καταδίκη της επιθετικότητας της δικής της αστικής τάξης και του «δικού της» εθνικισμού. Μόνο τέτοια μπορεί να είναι η βάση και για την ανάπτυξη διεθνιστικών δεσμών ανάμεσα στους λαούς και την Αριστερά Ελλάδας - Τουρκίας, κι όχι βέβαια να υπερασπίζεται καθεμιά τα «εθνικά συμφέροντα» του δικού της καπιταλισμού. 

Ετικέτες