«Όλα όσα έκαναν οι Αμερικανοί στρατιώτες στο Ιράκ –όλες οι μάχες και όλοι οι θάνατοι, η αιματοχυσία και η ανοικοδόμηση, και η εκπαίδευση και η συνεργασία– όλα αυτά οδήγησαν σε αυτήν τη στιγμή επιτυχίας. Αφήνουμε πίσω μας ένα κυρίαρχο, σταθερό, ικανό να σταθεί στα πόδια του Ιράκ, με μια αντιπροσωπευτική κυβέρνηση που εκλέχθηκε από το λαό της». Μπαράκ Ομπάμα, στην πρώτη επέτειο αποχώρησης από το Ιράκ

Η κατάληψη της Μοσούλης, μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις του Ιράκ, πλούσιας σε πετρελαϊκά κοιτάσματα, από ένοπλους αντάρτες επανέφερε το Ιράκ στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής ύστερα από χρόνια. Η κυβέρνηση Μαλίκι ετοιμάζεται να οργανώσει την αντεπίθεσή της, το Ιράν και οι ΗΠΑ εξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους θα παρέμβουν για να βοηθήσουν την ιρακινή κυβέρνηση, ενώ οι ένοπλοι καταλαμβάνουν πόλεις και χωριά και απειλούν με προέλαση προς την πρωτεύουσα Βαγδάτη. 

Είναι εύκολο για τα μεγάλα ΜΜΕ να μένουν στην επιφάνεια: Οι τζιχαντιστές της ISIS ή ISIL (Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Μεγάλης Συρίας ή Λεβάντε, δηλαδή της περιοχής που καλύπτει τη σύγχρονη Συρία, Ιορδανία και Λίβανο) πολεμούν γιατί θέλουν να εγκαθιδρύσουν το σύγχρονο χαλιφάτο. Κάποιοι αναλυτές πάνε λίγο παραπέρα και μιλάνε για εμφύλιο μεταξύ σιιτών και σουνιτών στο Ιράκ. Και τα δύο έχουν δόσεις αλήθειας, αλλά απέχουν πολύ από μια σοβαρή ανάλυση των αιτιών της κρίσης στο Ιράκ. Και οι αιτίες έχουν μεγάλη σημασία για τη σημερινή στάση απέναντι στις εξελίξεις. 

Ποιος εξέθρεψε το τέρας του σεχταριστικού μίσους;

Η διαμάχη σουνιτών-σιιτών εμφανίζεται συχνά ως «προαιώνια διαμάχη στους κόλπους του Ισλάμ». Παρά την ύπαρξη θρησκευτικών διαφορών και περιόδων έντασης ανάμεσα στα δύο δόγματα, η ιστορία του ισλαμικού κόσμου είναι μια ιστορία αιώνων ειρηνικής συνύπαρξης. Το Ιράκ μέχρι τη δεκαετία του ’70 ήταν υπόδειγμα αυτής της συνύπαρξης. 

Το καθεστώς του Σαντάμ στηρίχθηκε στους σουνίτες, καταπιέζοντας τον σιιτικό και τον κουρδικό πληθυσμό. Διαπράχθηκαν αγριότητες εναντίον τους, δημιουργώντας το υπόβαθρο για τις σεχταριστικές και εθνικές διαφορές, αλλά ήταν καθεστωτικά εγκλήματα και όχι δείγματα μίσους ανάμεσα στις ίδιες τις λαϊκές τάξεις. 

Η έκρηξη σεχταριστικού μίσους ήταν αποτέλεσμα των πράξεων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, μετά την εισβολή του 2003. Το 2004 οι δυνάμεις κατοχής αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο μιας «εθνικής αντίστασης» καθώς, μετά το αρχικό σουνιτικό αντάρτικο, και σιιτικές δυνάμεις, όπως οι πολιτοφυλακές του Μοκτάντα Αλ Σαντρ, στρέφονταν εναντίον τους. Οι ΗΠΑ εφάρμοσαν το «διαίρει και βασίλευε» προωθώντας τη σιιτική πλειοψηφία στο νέο κράτος, με αντάλλαγμα αυτή να στραφεί ενάντια στη σουνιτική αντίσταση. 

Το 2006 ξέσπασε ένας απίστευτα αιματηρός εμφύλιος με επίκεντρο τη Βαγδάτη, ο οποίος έληξε το 2008 με νίκη των σιιτών και την εθνοκάθαρση ολόκληρων περιοχών και πόλεων. Εν τω μεταξύ τα σουνιτικά «Συμβούλια Αφύπνισης», ένα δίκτυο 100.000 μαχητών, τα προσεταιρίστηκαν οι ΗΠΑ που τους υποσχέθηκαν να ενταχθούν στον νέο κρατικό μηχανισμό με αντάλλαγμα αυτά να στραφούν ενάντια στην ιρακινή Αλ Κάιντα.

Αυτό το παιχνίδι της Ουάσινγκτον με τις διάφορες θρησκευτικές πολιτοφυλακές δημιούργησε τη σημερινή «κληρονομιά». 

Το 2010, ο σημερινός πρόεδρος Μαλίκι ένωσε όλα τα σιιτικά κόμματα για να κερδίσει την πλειοψηφία, και για να καταφέρει να αποκτήσει τη στήριξη του Αλ Σαντρ αρνήθηκε την παραμονή αμερικανικών στρατευμάτων, που αποχώρησαν στα τέλη του 2011. Κάπως έτσι η πολεμική εκστρατεία της Ουάσινγκτον έληξε με νικητή το... Ιράν, που έκτοτε ασκεί τεράστια επιρροή στην ιρακινή σιιτική (όπως και το επίσημο δόγμα του Ιράν) κυβέρνηση.

Ο «ρεβανσισμός» των καταπιεσμένων επί Μπάαθ σιιτών, αφού τράφηκε από τις ΗΠΑ, μετά την αποχώρησή τους υποκινήθηκε από την Τεχεράνη, με αποτέλεσμα η συμφωνία της Ουάσινγκτον με τα σουνιτικά «Συμβούλια» για ένταξη στο κράτος να μην υλοποιηθεί ποτέ. Αντίθετα, ο Μαλίκι άρχισε να οικοδομεί ένα σιιτικό καθεστώς. 

Οι αιτίες του σημερινού εμφυλίου

Το καθεστώς Μαλίκι λειτούργησε σχεδόν ως «ξένη κατοχή» ενάντια στον σουνιτικό πληθυσμό. 

Στη διάρκεια του 2013, οι επαρχίες με κυρίως σουνιτικό πληθυσμό βρέθηκαν σε κατάσταση διαρκούς εξέγερσης ενάντια στις Αρχές. Το κίνημα, που ονομάστηκε «Ιρακινή Άνοιξη», στρεφόταν ενάντια στη σεχταριστική καταπίεση, αλλά ήταν κοινωνικό και όχι «σεχταριστικό» το ίδιο. Συναντιόταν άλλωστε με το κοινωνικό κίνημα του Ιράκ, εργατικό, γυναικείο κ.λπ. 

Ο Μοκτάντα Αλ Σαντρ για μια περίοδο απείλησε με αντικυβερνητικές διαδηλώσεις των οπαδών του στις σιιτικές πόλεις, και στελέχη του σαντρικού κινήματος δήλωναν την αλληλεγγύη τους στους σουνίτες εξεγερμένους, «για να δείξουμε πως δεν είναι όλοι οι σιίτες όπως ο Μαλίκι, για ένα ενωμένο Ιράκ ενάντια στη διεφθαρμένη κυβέρνηση». 

Εκείνες τις μέρες, ο Faleh Alwan της Ομοσπονδίας Εργατικών Συμβουλίων και Συνδικάτων του Ιράκ δήλωνε:

«Αυτή η στιγμή μπορεί να είναι σταυροδρόμι για παραπάνω από μία πιθανότητες –όλα είναι ανοιχτά τώρα. Πρώτον, είναι πιθανό αυτές οι διαδηλώσεις να μεταμορφωθούν σε μια πλατιά κοινωνική επανάσταση που θα αλλάξει το πολιτικό σύστημα και θα χτίσει ένα άλλο... ειδικά αν απλωθεί στις προοδευτικές δυνάμεις στις νότιες και κουρδικές περιοχές». 

Την ίδια ώρα συμπλήρωνε προφητικά: «Μια άλλη πιθανότητα είναι να συνεχιστεί το πείσμα της κυβέρνησης, η επιτυχία της στην ενίσχυση του σεχταρισμού και η επακόλουθη κατρακύλα στην ένοπλη πάλη... Οι αντιδραστικές δυνάμεις που ρισκάρουν να χάσουν τις θέσεις τους –αν αυτό το κίνημα αναπτυχθεί– μπορεί να σπρώξουν την κοινωνία σε μια τέτοια κατεύθυνση. Μπορεί και να επιχειρήσουν να διαιρέσουν επίσημα όλο το Ιράκ». 

Δυστυχώς, επικράτησε το δεύτερο σενάριο. Ένας ξένος εργάτης ανέφερε σε ρεπορτάζ του «Economist» εκείνες τις μέρες «συλλήψεις εκατοντάδων νεολαίων, βασανιστήρια και απελευθερώσεις μόνο ύστερα από την καταβολή λύτρων» και κατέληγε προφητικά: «Μπορεί να δει κανείς ότι θα ωφεληθεί η Αλ Κάιντα». 

Πράγματι, απέναντι στην καταστολή, σύντομα οι διαδηλώσεις έδωσαν τη θέση τους σε έναν γενικευμένο και ασυντόνιστο εν πολλοίς ανταρτοπόλεμο. Στις επαρχίες Άνμπαρ και Νινευή πύκνωσε η δράση αντάρτικων ομάδων από τον περασμένο Δεκέμβρη. Στις αρχές Γενάρη έπεσε η Φαλούτζα στα χέρια τους και οι εκκλήσεις του Μαλίκι στους ντόπιους να συνδράμουν την κεντρική κυβέρνηση βρήκαν τοίχο. Αν και η πόλη βομβαρδίστηκε ανηλεώς (με νέα όπλα από τις ΗΠΑ), παρέμεινε στα χέρια των ανταρτών. Έτσι φτάσαμε στη σημερινή κατάληψη της Μοσούλης και την εκστρατεία των ανταρτών προς την πρωτεύουσα. Η εμφάνιση των ανταρτών έσπρωξε τους σαντριστές πίσω στην πλευρά της κυβέρνησης Μαλίκι. 

Με αυτό το υπόβαθρο, γίνεται σαφές πως πρόκειται για μια σουνιτική ένοπλη εξέγερση και όχι για μια σκέτη τζιχαντιστική επιχείρηση. Μόνο έτσι εξηγείται πώς 1.200 μαχητές της ISIS έτρεψαν σε φυγή 30.000 στρατιώτες του τακτικού στρατού στη Μοσούλη. 

Αφενός, στους αντάρτες συμμετέχουν ενεργά κι άλλες δυνάμεις, όπως οι πρώην μπααθικοί (οι «Άνδρες του Στρατού της Τάξης Naqshbandia», που συσπειρώνουν όλα τα πανίσχυρα σε τοπικό επίπεδο δίκτυα του παλιού «βαθέος κράτους»), ο Ισλαμικός Στρατός του Ιράκ (σουνιτική αντιστασιακή οργάνωση που ιδρύθηκε το 2003 για να πολεμήσει την κατοχή) και οι τοπικές φυλές. 

Αφετέρου, η εντυπωσιακή κατάρρευση του κυβερνητικού στρατού είχε πολιτικούς λόγους. Οι σιίτες φαντάροι κουβαλούσαν όλες τις ηθικές αδυναμίες ενός στρατού κατοχής που τον εχθρεύεται όλος ο πληθυσμός, χωρίς να διαθέτουν τη βαρβαρότητα με την οποία οι στρατοί κατοχής ξεπερνούν αυτό το πρόβλημα (καθώς οι περισσότεροι είχαν καταταχθεί για οικονομικούς λόγους και δεν είχαν διάθεση να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν για να υπερασπιστούν την εξουσία του Μαλίκι). Σύμφωνα με τους «Times», πριν καν την «επίθεση» στη Μοσούλη, ο εθνικός στρατός έχανε 300 φαντάρους την ημέρα σε αποστασίες. 
Χωρίς αυτόν τον συνδυασμό δεν θα ήταν εφικτή η λεγόμενη «επέλαση της ISIS». Δεν έπεσε σχεδόν τουφεκιά, με χιλιάδες και χιλιάδες φαντάρους να σκίζουν τις στρατιωτικές στολές τους και να εγκαταλείπουν πρόθυμα τις πόλεις, ενώ η κεντρική διοίκηση κατέρρευσε και έδωσε «ομαλά» τη θέση της στους αντάρτες που απλώς κατέλαβαν τα άδεια πόστα σε αστυνομικά τμήματα, τράπεζες, κυβερνητικά κτίρια κ.λπ. Παράλληλα, οι ντόπιοι πληθυσμοί ίσως δεν βλέπουν την ISIS ως «απελευθερωτές», αλλά σίγουρα καλωσόρισαν την αποχώρηση του ιρακινού στρατού ως «απελευθέρωση». 

Ο σεΐχης Αχμέντ Αλ Νταμπάς, ιδρυτής του Ισλαμικού Στρατού του Ιράκ, που δεν συμμερίζεται τα οράματα της ακραίας ISIS, δήλωσε χαρακτηριστικά πως η μάχη ενάντια στην αμερικανική κατοχή έδωσε τη θέση της στη μάχη ενάντια στην ιρανική κατοχή. Και περιέγραψε εύστοχα ποιοι είναι οι σημερινοί αντάρτες, μακριά από οριενταλισμούς περί «φανατικών τζιχαντιστών»: «Όσοι είναι σήμερα 18, ήταν παιδιά πριν από 10 χρόνια. Μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον γεμάτο μίσος. Είδαν πολλή καταπίεση και βία. Πρώτα από τους Αμερικανούς, τώρα από την ιρακινή κυβέρνηση που ήρθε στην εξουσία καβάλα σε αμερικανικό τανκ. Σήμερα είναι έτοιμοι να δαγκώσουν το κεφάλι του φιδιού». 

Εν όψει της τζιχαντιστικής επέλασης, χιλιάδες σιίτες κατατάσσονται στις πολιτοφυλακές υπεράσπισης της Βαγδάτης και των ιερών τόπων στη Σαμάρα και τη Νατζάφ. Αυτό φαινομενικά έρχεται σε αντιπαράθεση με το κλίμα που επικράτησε στον σιιτικό στρατό στη Μοσούλη. Ωστόσο, πρόκειται για «αμυντικές» πολιτοφυλακές. Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο, όπου η θρησκευτική πίστη κινητοποιεί τις μάζες, αλλά σε μια «αμυντική» κατεύθυνση και όχι στην πρόθεση να χρησιμοποιηθούν οι μεν ως επιθετικός κριός εις βάρος των δε, τόσο στις σουνιτικές όσο και στις σιιτικές περιοχές. Η εύθραυστη ισορροπία βέβαια μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί και να οδηγήσει σε άγριο εμφύλιο, όπως έδειξε η εντυπωσιακή παρέλαση των σαντριστών στη Βαγδάτη: οι μέχρι πρότινος εν δυνάμει σύμμαχοι του σουνιτικού κινήματος σήμερα διαδηλώνουν την ετοιμότητά τους να σκοτώσουν σουνίτες. Από την άλλη, η ISIS προκαλεί τον τρόμο στον σιιτικό πληθυσμό και απειλεί να σκοτώσει όποιον βρεθεί απέναντί της κατά την προέλαση προς τις σιιτικές περιοχές. 

Νέμεσ(IS)IS

Η ISIS, μια οργάνωση που εκδιώχθηκε από την κεντρική Αλ Κάιντα, ως «πολύ εξτρεμιστική», δεν είναι η μόνη δύναμη στη σουνιτική εξέγερση, αλλά έχει πρωταγωνιστικό (και σε κάποιες περιοχές ηγετικό) ρόλο. Σε κάποιες πόλεις επιτέθηκε μόνο σε κρατικούς στόχους, δηλώνοντας στους κατοίκους πως «ήρθαμε για τον Μαλίκι, εσείς είστε ασφαλείς». Σε κάποιες άλλες επιχειρεί ήδη να επιβάλει τη δική της σκληρή εκδοχή της Σαρία. Η εικόνα της στα μίντια είναι αναντίστοιχη των πραγματικών της δυνατοτήτων. Είναι το αγαπημένο θέαμα «κακών ισλαμιστών» για τα δυτικά ΜΜΕ, ενώ και η ίδια φροντίζει να υπερπροβάλλει μιντιακά τις δράσεις της (για να προσελκύσει χορηγίες από τα δίκτυα ιδιωτών σαλαφιστών επιχειρηματιών στο Κουβέιτ και στον Κόλπο που χρηματοδοτούν τις διάφορες τζιχαντικές οργανώσεις). Ο στόχος του χαλιφάτου παραμένει σε μεγάλο βαθμό φαντασίωση, καθώς η οργάνωση μετρά γύρω στους 10.000 μαχητές σε Ιράκ και Συρία, ενώ είναι ζήτημα η ικανότητά της να διατηρεί τον έλεγχο των πόλεων που κατακτά. Στη γειτονική Συρία, με την εξαίρεση της Ράκα, έχει χάσει τις περισσότερες πόλεις, μέσα από τοπικές εξεγέρσεις των πληθυσμών που την είχαν αρχικά καλωσορίσει ενάντια στον Άσαντ και μέσα από έναν πολύμηνο πόλεμο με τις άλλες δυνάμεις των αντικαθεστωτικών ανταρτών. Η τύχη της εκστρατείας της στο Ιράκ μπορεί να αντιμετωπίσει αντίστοιχα προβλήματα. 

Όμως παραμένει γεγονός ότι η πάλαι ποτέ χούφτα μαχητών της «πολιτοφυλακής της Αλ Κάιντα στη Μεσοποταμία» σήμερα έχει χιλιάδες μαχητές, δραστηριοποιείται σε δύο χώρες, έχει έστω και πρόσκαιρα αποκτήσει ένα μικρό «χαλιφάτο» και –κυρίως– στη διάρκεια της επέλασής της απελευθέρωσε μαζικά κρατούμενους μαχητές, απέκτησε πάρα πολλά βαριά όπλα και εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Με τη δυνατότητά της να μεταφέρει τις επιχειρήσεις της από τη μία πλευρά των συνόρων στην άλλη (δεν αποκλείεται τα «λάφυρα» της ιρακινής εκστρατείας να χρησιμοποιηθούν για να ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος στη Συρία), η ISIS θα αποτελεί αγκάθι στην περιοχή για πολύ καιρό. Το 2001 η Αλ Κάιντα ήταν ένα μικρό δίκτυο τρομοκρατών διάσπαρτο σε χώρες και ανύπαρκτη στο Ιράκ. Μετά τη δυτική «σταυροφορία ενάντια στην Αλ Κάιντα», ένα παρακλάδι της κατάφερε να γίνει οργανωμένη δύναμη και βασικός παίχτης σε Ιράκ-Συρία. Πρόκειται για την άλλη όψη των «αμερικανικών επιτυχιών», με την πρώτη να είναι η πρόσδεση της Βαγδάτης στο ιρανικό άρμα. 

Η Κοντολίζα Ράις, εν μέσω της καταστροφής του πολέμου του 2003, μιλούσε για «δημιουργικό χάος» στην περιοχή. Πράγματι, η ιμπεριαλιστική επέμβαση προκάλεσε απίστευτο χάος, το οποίο μέχρι σήμερα βασανίζει το Ιράκ. Αλλά η «δημιουργικότητα» δεν πήγε όπως την υπολόγιζαν τα γεράκια του Πενταγώνου.

Ποια διέξοδος;

Αυτή η προϊστορία από μόνη της αρκεί ως επιχείρημα ενάντια σε κάθε σκέψη για μια νέα ιμπεριαλιστική επέμβαση. Η σχετική σπέκουλα έχει εμφανιστεί στα δεξιά αμερικανικά ΜΜΕ, που εντοπίζουν την παταγώδη αποτυχία της προηγούμενης επέμβασης αλλά και την ανάγκη «να γυρίσουμε για να κάνουμε τη δουλειά, σωστά αυτήν τη φορά». Ένας θρήνος για τους «νεκρούς μας φαντάρους που πέθαναν για το τίποτα» αξιοποιείται για να απαιτήσει... κι άλλους νεκρούς φαντάρους. Το βασικό επιχείρημα είναι πως οι Ιρακινοί αποδείχθηκαν ανίκανοι να αυτοκυβερνηθούν, πως για όλα φταίει η αμερικανική αποχώρηση από το Ιράκ. Πρωταγωνιστής ο Τόνι Μπλερ, που βγήκε μπροστά για να πείσει πως «πρέπει να απελευθερωθούμε από την εντύπωση πως “εμείς το προκαλέσαμε”. Δεν φταίμε εμείς», και για να ζητήσει να επιστρέψει ο δολοφόνος στον τόπο του εγκλήματος. 

Μια άλλη ξένη επέμβαση έχει ήδη ξεκινήσει σε μικρή κλίμακα από το Ιράν, που έχει αποστείλει Φρουρούς της Επανάστασης, συμβούλους και μικρές στρατιωτικές ομάδες να οργανώσουν την άμυνα του Μαλίκι, δίνοντας συνέχεια στην παρεμβατική πολιτική που εγκαινίασε στη Συρία για να σώσει το καθεστώς του Άσαντ. Ούτε η Τεχεράνη ωστόσο, που συμμετέχει πρόθυμα στο παιχνίδι διχασμού σε σιίτες και σουνίτες, μπορεί να είναι εγγυητής ενός καλύτερου μέλλοντος για τον ιρακινό λαό. 

Αυτή η ταύτιση συμφερόντων ΗΠΑ-Ιράν είναι ένα ακόμα «σύμπτωμα» σε μια συνολική αναδιάταξη της σκακιέρας που αξίζει να παρακολουθηθεί στενά. 

Ο Sami Ramadani έγραψε εύστοχα στον «Guardian» πως οι Ιρακινοί δεν χρειάζονται ούτε δυτικές επεμβάσεις αλλά ούτε έναν Σαντάμ Χουσεΐν για να συνυπάρξουν αρμονικά. Το κάλεσμα του Faleh Alwan, της Ομοσπονδίας Εργατικών Συμβουλίων και Συνδικάτων του Ιράκ για ταξική ενότητα, μακριά από δόγματα, ΗΠΑ, Ιράν, μοναρχίες του Κόλπου κ.λπ., δείχνει το δρόμο. Αυτή η προοπτική απομακρύνεται από τα σεχταριστικά μίση (όπως συνέβη και στη Συρία και στο Μπαχρέιν νωρίτερα), αλλά υπάρχει. Οι στιγμές που μια αγωνιστική ενότητα παραλίγο να επιτευχθεί, πρώτα ενάντια στις ΗΠΑ και αργότερα ενάντια στον Μαλίκι, δείχνουν πως δεν είναι ακατόρθωτο. Το εργατικό κίνημα, που οι δικοί του κοινωνικοί αγώνες δεν φτάνουν ποτέ στα ΜΜΕ, είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να παίξει έναν τέτοιο ρόλο. Εν μέσω κατοχής και εμφυλίου, ήταν η απεργία των εργατών στο πετρέλαιο που απέτρεψε την υπογραφή παράδοσης κάθε ιρακινού ελέγχου στον φυσικό πλούτο της χώρας, χτυπώντας τα αμερικανικά σχέδια. Εν μέσω χάους το 2009, διεξήχθη η μεγαλύτερη απεργία στη χώρα από το 1931, που κράτησε 53 μέρες.