Αν κάποιες οικονομίες πρέπει να ανησυχούν περισσότερο από την προχθεσινή αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων, αυτές είναι σίγουρα οι αναπτυσσόμενες.

Αρκετές εξ αυτών υποφέρουν ήδη από τη μεγάλη πτώση των τιμών των εμπορευμάτων -που αποτελούν τον βασικό όγκο των εξαγωγών τους και των εσόδων τους- και από τη μαζική έξοδο κεφαλαίων.

Συνολικά από τον Ιούλιο του 2014 έως τον φετινό Αύγουστο έχουν φύγει από τις αναδυόμενες αγορές περίπου 1 τρισ. δολάρια.

Η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω αποδυνάμωση των νομισμάτων τους, τα οποία σημειώνουν ήδη μεγάλη πτώση έναντι του δολαρίου, και εκτόξευση του κόστους εξυπηρέτησης των χρεών τους.

Στο απώτερο μέλλον κάποιες εξ αυτών ενδεχομένως βρεθούν στη δυσάρεστη θέση να μην μπορούν να εξυπηρετήσουν αυτά τα χρέη, όπως ακριβώς η χώρα μας το 2010.

Και τότε η λύση θα είναι είτε τα μνημόνια α λα ΔΝΤ είτε η στάση πληρωμών α λα Αργεντινή.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των οικονομικών οίκων, περισσότερο ευάλωτες στην τρέχουσα φάση είναι:

1. Βραζιλία: Βυθίζεται ήδη στη χειρότερη ύφεση των τελευταίων 25 ετών, ενώ το νόμισμά της (ρεάλ) έχει υποτιμηθεί φέτος περίπου 40% έναντι του δολαρίου.

Η μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής και μέλος της ομάδας των BRICS έχει σήμερα το δεύτερο μεγαλύτερο χρέος του κόσμου σε δολάρια μετά την Κίνα, ενώ και οι επιχειρήσεις έχουν δανειστεί δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια από το εξωτερικό τα τελευταία 10 χρόνια.

Τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα που έρχονται στην επιφάνεια τις τελευταίες εβδομάδες προοιωνίζονται δύσκολες στιγμές για τον επιχειρηματικό της κόσμο και τα «κανόνια» λόγω αδυναμίας πληρωμής στη συνέχεια είναι μάλλον αναπόφευκτα.

2. Τουρκία: Ηταν μία από τις χώρες που ωφελήθηκε περισσότερο τα προηγούμενα χρόνια από τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια σε ΗΠΑ και Ευρώπη.

Εμφανίζοντας ελκυστικότερες αποδόσεις γνώρισε τεράστια εισροή ξένων επενδύσεων μεταξύ 2010 και 2011 και η οικονομία της σημείωσε ρυθμό ανάπτυξης 9%.

Η εικόνα αυτή όμως έχει αλλάξει ραγδαία και η ανάπτυξη φέτος δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 3%.

Η ενίσχυση του δολαρίου δημιουργεί επιπλέον βάρος, αφού οι εισαγωγές θα γίνουν πιο ακριβές και η γειτονική χώρα εισάγει σήμερα πολύ περισσότερα από αυτά που εξάγει.

Σαν να μην έφτανε αυτό, η Standard & Poor’s προειδοποίησε νωρίτερα φέτος ότι ο τραπεζικός της τομέας είναι υπερβολικά εξαρτημένος στον βραχυπρόθεσμο δανεισμό από το εξωτερικό.

Το βραχυπόθεσμο χρέος της Τουρκίας αγγίζει σήμερα τα 125 δισ. δολάρια ή το 8% του ΑΕΠ και η άνοδος του δολαρίου θα αυξήσει σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησής του.

3. Η Νότια Αφρική: Είναι και αυτή μια χώρα που δανείστηκε τεράστια ποσά σε δολάρια όταν αυτά ήταν φτηνά. Σύμφωνα με την Capital Economics, έχει μία από τις υψηλότερες απαιτήσεις εξωτερικής χρηματοδότησης στον κόσμο.

Αυτό σημαίνει ότι τα συναλλαγματικά της αποθέματα είναι πολύ μικρότερα από το ποσό που χρειάζεται για να εξυπηρετήσει το χρέος της και να καλύψει τις εισαγωγές της. Το ισχυρότερο δολάριο θα επιδεινώσει αυτό το πρόβλημα ακόμη περισσότερο.

Ας σημειωθεί ότι η αφρικανική χώρα υποφέρει ήδη επειδή η οικονομία της βασίζεται στην εξόρυξη πρώτων υλών, η οποία έχει υποστεί καθίζηση λόγω της πτώσης των διεθνών τιμών τους.

Αλλά και οι Ρωσία, Βενεζουέλα και Νιγηρία, που στηρίζουν ένα μεγάλο μέρος των κρατικών τους εσόδων στις εξαγωγές πετρελαίου και άλλων εμπορευμάτων, δεν τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα.

Επειδή τα εμπορεύματά τους αποτιμώνται σε δολάριο, τα έσοδά τους προβλέπεται να υποχωρήσουν ακόμη περισσότερο καθώς το δολάριο θα ενισχύεται.

Αλλά και η Κίνα αναμένεται να βιώσει τις επιπτώσεις της αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων, από τη στιγμή που η κυβέρνησή της άφησε το νόμισμά της να συναλλάσσεται πιο ελεύθερα.

Ωστόσο σε σχέση με τις υπόλοιπες αναδυόμενες αγορές, η πολυάνθρωπη χώρα έχει τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα, τεράστιες εξαγωγές και βέβαια τεράστιο οικονομικό και γεωπολιτικό μέγεθος, τα οποία της προσφέρουν επαρκή προστασία σε πιθανά σοκ.

«Η τριλογία της κρίσης»

O επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας της Αγγλίας, Αντι Χαλντέιν, πιστεύει ότι η εκκολαπτόμενη κρίση στις αναδυόμενες αγορές αποτελεί τμήμα της «τριλογίας της κρίσης», το πρώτο μέρος της οποίας ήταν η αγγλοσαξονική κρίση του 2008-09, το δεύτερο η κρίση του ευρώ και τρίτη η κρίση στις αναδυόμενες αγορές που ξεκίνησε νωρίτερα φέτος.

Ο Χαλντέιν θεωρεί ότι η αναταραχή σε Ελλάδα και Κίνα, που ταρακούνησαν τις διεθνείς κεφαλαιαγορές φέτος το καλοκαίρι, δεν αποτελούν ανεξάρτητα γεγονότα, αλλά μέρος μιας σειράς συνδεόμενων χρηματοοικονομικών διαταραχών που έπληξαν το παγκόσμιο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα την τελευταία δεκαετία.

Τα μηδενικά επιτόκια

Πιστεύει ότι μια «μεγάλη μάζα της παγκόσμιας ρευστότητας» -επί της ουσίας μια πλημμύρα φτηνού χρήματος- «εκ περιτροπής φουσκώνει και στη συνέχεια ξεφουσκώνει τις διεθνείς ροές κεφαλαίου, πιστώσεων, τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και την ανάπτυξη σε διάφορες αγορές και περιοχές του πλανήτη». Με άλλα λόγια, καθώς οι κεντρικές τράπεζες πολεμούσαν για να περιορίσουν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη χώρα τους με τα μηδενικά επιτόκια, κάπου αλλού στον κόσμο δημιουργήθηκαν φούσκες.

Ο οικονομολόγος της Τράπεζας της Αγγλίας, Αντι Χαλντέιν, πιστεύει ότι είναι πάρα πολύ νωρίς για να πει πόσο ισχυρή θα είναι η μόλυνση από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες στην παγκόσμια οικονομία... Ομως ο κίνδυνος θα πρέπει να είναι τόσο τρομακτικός όσο ήταν κστην αγγλοσαξονική κρίση του 2008-09 και στην κρίση του ευρώ

Οι βασικές ανισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία διατηρήθηκαν, το μεγάλο χρέος που δημιουργήθηκε στα χρόνια αυτά παρέμεινε. Ο Βρετανός οικονομολόγος εκτιμά ότι μετά την κρίση subprime το 2008-09 έφυγαν από τις αναπτυγμένες οικονομίες κεφάλαια μεγαλύτερα των 600 δισ. δολαρίων με προορισμό τις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών.

Τους τελευταίους 20 μήνες όμως και καθώς η Fed προετοίμαζε τον δρόμο για αύξηση των επιτοκίων της η διαδρομή αυτή άλλαξε κατεύθυνση. «Μετά την άνοδο -κατά την οποία το χρήμα οδηγεί την ανάπτυξη- έρχεται η κάθοδος», τονίζει, συμπληρώνοντας ότι «σε μια γεωγραφική λωρίδα χωρών -από την Τουρκία ώς τη Βραζιλία και από τη Ρωσία ώς τη Μαλαισία- οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, που καθορίζουν το επιτόκιο με το οποίο οι κυβερνήσεις αποπληρώνουν τα χρέη τους, αυξάνονται, οι τιμές των βασικών προϊόντων υποχωρούν και η πολιτική αστάθεια είναι δεδομένη».

Οσον αφορά το μέλλον, ο Χαλντέιν δηλώνει ότι είναι δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια πώς θα ολοκληρωθεί αυτό το τρίτο μέρος της παγκόσμιας κρίσης: «Είναι πάρα πολύ νωρίς για να πω πόσο ισχυρή θα είναι η μόλυνση από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες στην παγκόσμια οικονομία... Ομως ο κίνδυνος θα πρέπει να είναι τόσο τρομακτικός όσο ήταν και στα μέρη 1 και 2 αυτής της παγκόσμιας κρίσης».

Ετικέτες