Σ’ ολόκληρη την ιστορική διαδρομή του τελευταίου αιώνα, κεντρική επιδίωξη του αριστερού και εργατικού κινήματος σε προγραμματικό επίπεδο υπήρξε η ανάδειξη και λειτουργία ενός κρατικού τομέα της οικονομίας, ως η αναγκαία μορφή προοδευτικής και εργατικής παραγωγικής οργάνωσης.
Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν πρωταρχικά οι κοινωφελείς επιχειρήσεις, με τον όρο βεβαίως της εθνικής τους απαλλοτρίωσης, εφόσον στην πλειονότητά τους έχουν παραχωρηθεί την τελευταία 25ετία στην ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα (μεταφορές, επικοινωνίες, ενέργεια, ύδρευση και αποχέτευση κλπ) . Στην σύγχρονη ελληνική περίπτωση δεν φτάνει μόνον να τερματιστεί η πολιτική των παραπέρα ιδιωτικοποιήσεων (ΟΛΘ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, Εγνατία κλπ.), αλλά και να επανέλθουν όλες οι κοινωφελείς επιχειρήσεις που είχαν αποκρατικοποιηθεί στην κυριότητα και στον έλεγχο του δημοσίου, πράγμα που ήδη συνιστά μια ισχυρή επαναστατική μεταρρύθμιση.
Από την άλλη πλευρά τίθεται ζήτημα εθνικοποίησης στρατηγικού χαρακτήρα παραγωγικών τομέων, που να λειτουργούν σε παραλληλία με τον κρατικό οικονομικό τομέα, συγκροτώντας ένα σύνολο μιας δημόσιας οικονομίας, της οποίας σε κάθε περίπτωση το μέγεθος είναι σχετικά περιορισμένο : Η κοινωνική παραγωγή εντάσσεται κυρίαρχα στον ιδιωτικό (καπιταλιστικό) επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας, και είναι αυτός που επικαθορίζει πρωταρχικά τις οικονομικές εξελίξεις. Προφανώς και τέτοιου είδους στρατηγικές εθνικοποιήσεις απαιτούν την απαλλοτρίωση της ιδιωτικής τους ιδιοκτησίας και την μεταβίβασή της στο δημόσιο, πράγμα που εξίσου αντιπροσωπεύει μια επαναστατική τομή.
Η λειτουργία ενός εθνικοποιημένου κρατικού τομέα της οικονομίας
Αυτές τις δύο βασικές οικονομικές αλλαγές προβάλλονται σήμερα από τις αντιμνημονιακές δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στο προγραμματικό επίπεδο : Ο προσδιορισμός ενός δημόσιου κοινωφελούς τομέα και ενός τομέα κρατικοποιημένων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Αυτό αφετηριακά σηματοδοτεί δύο χαρακτηριστικά, δηλαδή από τη μια πλευρά την επαναστατική αλλαγή στο καθεστώς ιδιοκτησίας αυτών των επιχειρήσεων, και από την άλλη πλευρά ότι αυτός ο δημόσιος τομέας θα λειτουργεί μέσα στα πλαίσια ενός κατά πολύ μεγαλύτερου και πλειοψηφικού τομέα της ιδιωτικής καπιταλιστικής οικονομίας. Τίθεται έτσι το ερώτημα κατά πόσον αυτός ο κρατικός οικονομικός τομέας (εφόσον βέβαια πραγματοποιηθούν οι απαλλοτριώσεις ιδιοκτησίας επαναστατικού χαρακτήρα), σηματοδοτεί μια μορφή μεταβατικής ριζοσπαστικής οικονομίας, που με τη λειτουργία του μπορεί να συμβάλλει στον συνολικό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Ευθύς εξ αρχής μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι ένας τέτοιος περιορισμένης έκτασης κρατικός τομέας της οικονομίας, λειτουργούσε ούτως ή άλλως και πριν την απαρχή της νεοφιλελεύθερης επέλασης και του κύματος ιδιωτικοποιήσεων, χωρίς να θεωρείται σε καμία περίπτωση ότι είχε σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά. Οι λόγοι που είχαν οδηγήσει το αστικό κράτος στην δημιουργία αυτών των δημόσιων επιχειρήσεων, δεν ανάγονται στην όποια «σοσιαλμανία» των αστικών κυβερνήσεων, αλλά απεναντίας στον ίδιο τον οικονομικό ρόλο που είχε να διαδραματίσει το αστικό κράτος. Μ’ άλλες λέξεις στην αφετηρία λειτουργίας των κρατικών επιχειρήσεων ήταν : Το τεράστιο μέγεθος των επενδύσεων που απαιτούσαν (π.χ. η παραγωγή ρεύματος, λιγνιτική ή υδροηλεκτρική, η λειτουργία ενός σιδηροδρομικού ή οδικού δικτύου κλπ.) πράγμα που δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να επωμιστούν οι επιμέρους καπιταλιστές. – Το γεγονός ότι τέτοια δίκτυα (επικοινωνίας, ενέργειας, μεταφορών κ.ά.) δεν μπορούσαν να εκχωρηθούν σε επιμέρους ιδιώτες επιχειρηματίες γιατί αυτό θα δημιουργούσε μονοπωλιακή κατάσταση και μεταφορά υπεραξίας από τις επιμέρους ιδιωτικές επιχειρήσεις στην επιχείρηση που μονοπωλιακά έλεγχε ένα τέτοιο κύκλωμα. Άρα ήταν προς το συμφέρον της συνολικής ιδιωτικής οικονομίας να λειτουργεί ένας τέτοιος κρατικός οικονομικός τομέας, που επενεργούσε προωθητικά στην εθνική καπιταλιστική ανάπτυξη. Κατά συνέπεια επρόκειτο για έναν τομέα της οικονομίας, που παρόλο τον δημόσιο χαρακτήρα του, είχε ακραιφνώς καπιταλιστικά χαρακτηριστικά.
Η μεταβίβαση αυτών των δημόσιων επιχειρήσεων στο ιδιωτικό επιχειρηματικό κεφάλαιο, ελληνικό και διεθνές, έχει να κάνει : Από τη μια πλευρά με το γεγονός ότι μ’ αυτές τις αποκρατικοποιήσεις δίνεται η δυνατότητα ιδιωτικής αξιοποίησης εξαιρετικά μεγάλων επενδύσεων που είχαν γίνει στις προηγούμενες δεκαετίες από το ίδιο το ελληνικό δημόσιο. – Από την άλλη πλευρά, και μέσα σε ένα περιβάλλον σαφούς υποχώρησης των ευκαιριών κερδοφορίας για το κεφάλαιο, η εκχώρηση τμημάτων του δημόσιου επιχειρηματικού τομέα δίνει τη δυνατότητα μιας εκ του ασφαλούς κερδοφορίας, εφόσον υπάρχει διασφαλισμένος τζίρος.
Το ζήτημα που τίθεται είναι αν με την επαναφορά όλων των κοινωφελών επιχειρήσεων στο δημόσιο και την εθνικοποίηση στρατηγικών τομέων της οικονομίας, σηματοδοτείται η επανάκαμψη ενός είδους κρατικού καπιταλισμού, ή αν με τις κατάλληλες τομές, αλλαγές και παρεμβάσεις, αυτός ο οικονομικός χώρος μπορεί να λειτουργήσει ως μεταβατικού χαρακτήρα στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ο κρατικός καπιταλισμός σε ορισμένους παραγωγικούς τομείς λειτούργησε τόσο στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες, όσο και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, χωρίς ωστόσο να σηματοδοτεί μια τέτοια κατεύθυνση ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Κι’ αυτό γιατί η κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και του ιδιώτη εργοδότη, και η τοποθέτηση στη θέση τους του κράτους, δεν είναι επαρκής όρος για την απαρχή στοιχειοθέτησης σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Περισσότερο πρόκειται για συμπληρωματική λειτουργία σε σχέση με την πλειοψηφική επιχειρηματική οικονομία.
Από αυτή την άποψη είναι εξαιρετικά διαφωτιστική η ίδια η ιστορική εμπειρία της σοβιετικής επανάστασης και του μετέπειτα εκφυλισμού της, μέχρι την κατάρρευσή της. Η κατάργηση της τάξης των καπιταλιστών, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων, δεν σήμαινε και την ανάδειξη σοσιαλιστικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης της παραγωγής. Την θέση των καταργημένων κεφαλαιοκρατών ανέλαβε ένα καινούριο κοινωνικό στρώμα που απαρτίζονταν από την κρατική πολιτική γραφειοκρατία, καθώς και από την επιχειρηματική επιστημονική τεχνοκρατία [ Αναλυτικά για το ζήτημα του χαρακτήρα του σοβιετικού καθεστώτος από αυτή την άποψη : S.A. Resnick – R.D. Wolf «Ταξική θεωρία και ιστορία : Καπιταλισμός και σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ», Ελληνικά Γράμματα 2005 ]. Και αυτό το μοντέλο εύκολα έδωσε τη θέση του στο μεταίχμιο του 1990 από τον κρατικό καπιταλισμό στην ιδιωτική νεοφιλελεύθερη διαχείριση. Η επιχειρηματική επιστημονική γραφειοκρατία πήρε στα χέρια της ανοιχτά τις κρατικές επιχειρήσεις και τις οδήγησε στον δρόμο του ιδιωτικού νεοφιλελευθερισμού, θέτοντας ταυτόχρονα στο περιθώριο την πολιτική κρατική γραφειοκρατία.
Κρατικός και ιδιωτικός καπιταλισμός από την οπτική του σοσιαλισμού
Το ζήτημα είναι πώς αυτό έγινε δυνατό, δηλαδή η κατάργηση των κεφαλαιοκρατών ιδιοκτητών να μην οδηγήσει στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό αλλά σε έναν υπερτροφικό και μονοσήμαντο κρατικό καπιταλισμό ; Αυτό έγινε με πολλαπλούς τρόπους, πράγμα που είναι επίκαιρο και σήμερα καθώς μιλάμε για έναν δημόσιο τομέα της οικονομίας, και μάλιστα προωθητικό μηχανισμό της οικονομικής ανάπτυξης :
α) Πρώτα από όλα με την απόσπαση ενός μέρους του παραγόμενου υπερπροϊόντος από την κρατική γραφειοκρατία και από την επιχειρηματική τεχνοκρατία, πράγμα που ανέδειξε αυτό το κοινωνικό στρώμα σε εξουσιαστική και ταξικά κυρίαρχη δύναμη της ρωσικής κοινωνίας. Λειτουργούσε δηλαδή μια συλλογική ιδιοποίηση ενός σημαντικού τμήματος της παραγόμενης υπεραξίας, τα όρια της οποίας εντοπίζονταν ακριβώς στην κρατική γραφειοκρατία και στην επιστημονική τεχνοκρατία.
β) Κατά δεύτερο, με την διατήρηση ανέπαφου του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας στο εργοστάσιο και γενικότερα στην παραγωγική διαδικασία, μεταφυτεύοντας στο σοβιετικό μοντέλο ολόκληρο το πλαίσιο του αστικού καταμερισμού της εργασίας. Την θέση των καπιταλιστών πήραν οι επιστήμονες – μηχανικοί – οικονομολόγοι – νομικοί κλπ., που αναδείχθηκαν στην κορυφή της επιχειρηματικής εξουσίας, και πλαισιώθηκαν από τους τεχνολόγους – εργοδηγούς – επόπτες, που ασκούσαν την εποπτεία στην παραγωγική διαδικασία. Η εργατική τάξη συνέχισε να παραμένει κοινωνικά κυριαρχούμενη τάξη, απογυμνωμένη από την επιστημονική γνώση και από την άσκηση εξουσιών, στάσιμη στο τέλμα της εκτελεστικής εργασίας.
γ) Τέλος κάθε μορφή εργατικής δημοκρατίας εξέλειπε, τόσο με την σταδιακή απονεύρωση των σοβιέτ – εργατικών συμβουλίων που θα μπορούσαν να ασκήσουν μια μορφή επιχειρηματικού ελέγχου, όσο και με τη διατήρηση της μεγάλης πλειονότητας των εργαζομένων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και έτσι στην εκτελεστική εργασία της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, ενώ το numerus clausus με το οποίο ήταν οχυρωμένα τα πανεπιστήμια, εξασφάλιζε το εισιτήριο στις διανοητικές – διευθυντικές λειτουργίες μόνον μιας μικρής τεχνοκρατικής μειοψηφίας.
Συνεπώς, για να επανέλθουμε στον σημερινό προγραμματικό σχεδιασμό της αντιμνημονιακής Ριζοσπαστικής Αριστεράς, χρειάζεται να διαπιστώσουμε ότι η σοσιαλιστική οργάνωση του κρατικού τομέα της οικονομίας ( αφού ανακτηθεί από τους ιδιώτες καπιταλιστές, πράγμα που απαιτεί επαναστατικές αλλαγές ), δεν μπορεί να επιτευχθεί με την μόνη κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα παραγωγικά μέσα, αλλά απαιτεί, πέραν αυτής της πρωταρχικής συνθήκης, τον μετασχηματισμό όλων των δομικών παραμέτρων που συγκροτούν τις αστικές παραγωγικές σχέσεις. Μόνον κατ’ αυτή την έννοια η λειτουργία ενός διευρυμένου εθνικοποιημένου δημόσιου τομέα της οικονομίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πορεία σοσιαλιστικής μετάβασης και όχι αναπαραγωγής του κρατικού καπιταλισμού. Οι όροι που απαιτούνται να προσδιορισθούν προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η επιδίωξη, είναι :
1)Η λειτουργία του διευρυμένου δημόσιου επιχειρηματικού τομέα εκτός των πλαισίων του ανταγωνισμού της ελεύθερης αγοράς, γιατί διαφορετικά οι κρατικές επιχειρήσεις, μπαίνοντας σε ανταγωνιστική τροχιά με αντίστοιχες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, εκ των πραγμάτων και ανοιχτά θα οδηγηθούν στην υιοθέτηση και εφαρμογή όλων των όρων αυτού του ανταγωνισμού (χαμηλή αμοιβή της εργατικής δύναμης, εντατικοποίηση της εργασίας κ.ά.), με αποτέλεσμα να προκύψει μια κατάσταση καπιταλιστικής παραγωγής με διαφορετικούς φορείς, κρατικό και ιδιωτικό.
2)Η ιδιοκτησία αυτών των επιχειρήσεων δεν μπορεί να είναι μονομερώς και ολοκληρωτικά κρατική, να ανήκει δηλαδή στην κρατική εξουσία, που ούτως ή άλλως θα παραμένει αστικής φύσης. Απεναντίας εκείνο που απαιτείται είναι η κοινωνικοποίηση αυτών των επιχειρήσεων, δηλαδή ο καθορισμός ενός τριπλού ιδιοκτησιακού καθεστώτος, στο οποίο θα συμμετέχουν το δημόσιο, οι εργαζόμενοι των αντίστοιχων παραγωγικών μονάδων, και εκπρόσωποι των χρηστών αυτών των προϊόντων και υπηρεσιών. Πρόκειται εξίσου για μια ασφαλιστική δικλείδα που εμποδίζει την λειτουργία των δημόσιων εταιριών ως κρατικών καπιταλιστικών.
3)Η καθιέρωση δραστικών μορφών ελέγχου των εργαζομένων των δημόσιων επιχειρήσεων σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν : Στον πραγματοποιούμενο τζίρο, σε επενδυτικά προγράμματα, στην παραγωγή νέων προϊόντων ή υπηρεσιών, στην αποδοτικότητα, στις προσλήψεις και απολύσεις, στο επίπεδο και στην χρήση του παραγόμενου υπερπροϊόντος κλπ. Αιρετά άρα Συμβούλια Εργατικού Ελέγχου, με αρμοδιότητα και στην ανάδειξη των διευθυντικών οργάνων, από κοινού με το δημόσιο και τους εκπροσώπους των χρηστών.
4)Κατάλληλη κατανομή του παραγόμενου υπερπροϊόντος, διασφαλίζοντας την διάθεση ενός μέρους του για επενδύσεις και συντηρήσεις, ένα άλλο μέρος για τον κρατικό κοινωνικό προϋπολογισμό, και ένα μέρος τέλος για την ενδεχόμενη βελτίωση της αμοιβής των εργαζομένων. Καθιέρωση της αρχής ότι το σύνολο των παρεχομένων μισθών και αμοιβών θα βρίσκεται σε σχέση 1,0 προς 1,5 δηλαδή ότι ο ανώτερος χορηγούμενος μισθός δεν θα μπορεί να είναι υψηλότερος από τον κατώτερο ισχύοντα μισθό, προσαυξημένο κατά 50%. Μ’ αυτή την έννοια δεν θα μπορεί να υπάρχει εξαγωγή και ιδιοποίηση της παραγόμενης υπεραξίας προς όφελος οποιουδήποτε διευθυντικού τεχνικού ή κρατικού στρώματος.
5)Η έναρξη ριζοσπαστικών διαδικασιών για την ελεύθερη πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση του συνόλου των εργαζομένων που ασκούν εκτελεστική εργασία, γιατί διαφορετικά η επιστημονική τεχνοκρατία και η κρατική γραφειοκρατία θα νέμονται μόνιμα και αδιατάρακτα τις διευθυντικές λειτουργίες αυτών των επιχειρήσεων. Εργατικά άρα λαϊκά πανεπιστήμια, με παροχή τόσο κοινωνικών γνώσεων (οικονομικών, λογιστικών, κοινωνιολογικών κλπ.), όσο και θετικών επιστημονικών γνώσεων (μηχανολογίας, πληροφορικής κ.ά.). Μόνον κατ’ αυτό τον τρόπο είναι δυνατόν να διαφύγει η εργατική τάξη από την αλλοτρίωση και να είναι σε θέση να ασκήσει την κοινωνική και πολιτική εξουσία, και να μην εκχωρείται αυτή αυτονόητα στην τεχνοκρατική και κρατική γραφειοκρατία [ Τεκμηριωμένες αναπτύξεις σχετικά με το ζήτημα της μορφωτικής επανάστασης και της κατάργησης της διάκρισης διανοητικής - διευθυντικής και εκτελεστικής -χειρωνακτικής εργασίας : R. Bahro «Η εναλλακτική λύση : Για μια κριτική του υπαρκτού σοσιαλισμού», Lutter / Stock , 1979 ].
Τελικά μόνον εφόσον αποτυπωθούν στον δημόσιο τομέα της οικονομίας τέτοιου είδους χαρακτηριστικά, και αφού προφανώς επανέλθει το σύνολο των αποκρατικοποιημένων επιχειρήσεων στη δημόσια κυριότητα, μπορεί να γίνεται λόγος για κοινωνικό τομέα της οικονομίας που βρίσκεται σε μια μεταβατική κατάσταση ριζοσπαστικού μετασχηματισμού. Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος της αναπαραγωγής μορφών του κρατικού καπιταλισμού, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο λειτουργεί συμπληρωματικά προς τον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας, και αργά ή γρήγορα θα δώσει τη θέση του στον ανοιχτό ιδιωτικό καπιταλισμό.