Η επίκληση της οικονομικής ανάπτυξης αποτελεί κοινό τόπο όλου του κοινοβουλευτικού και μη πολιτικού φάσματος, τόσο στις προηγούμενες περιόδους όσο και πολύ περισσότερο στην σημερινή.

Κι’ αυτό γιατί στην τελευταία οκταετία, μετά την έκρηξη της καπιταλιστικής κρίσης, σε διεθνές και ελληνικό επίπεδο, επήλθε μία εκτενής καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων (παγίων κεφαλαίων και εργασίας), υφεσιακοί ρυθμοί εξέλιξης της οικονομικής δραστηριότητας και συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά το ένα τέταρτο. Επόμενο είναι λοιπόν ως κεντρικός κοινωνικός στόχος όλων των πολιτικών σχηματισμών να τίθεται η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων : Οι όποιες διαφοροποιήσεις μπορούν να καταγραφούν αφορούν από τη μια πλευρά τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί αυτή η ανάπτυξη, και από την άλλη πλευρά του ποιος επωφελείται από την οποιαδήποτε αυξητική πορεία της εθνικής οικονομίας.

Περιμένοντας τον Γκοντό(του Μπέκετ) που  δεν έρχεται.

          Βέβαια μέχρι σήμερα, κάθε χρόνο στην τελευταία μνημονιακή εξαετία, όπου καταγράφονταν υφεσιακοί ρυθμοί και αρνητική εξέλιξη (μείωση) του ΑΕΠ, η κάθε φορά αστική κυβέρνηση (αρχικά του ΠΑΣΟΚ, στη συνέχεια της ΝΔ και τελευταία του ΣΥΡΙΖΑ), υπόσχονταν ότι από την επόμενη χρονιά η ελληνική οικονομία θα έμπαινε σε αναπτυξιακή χρονιά, αφήνοντας πίσω την βαθειά υφεσιακή περίοδο. Ωστόσο  αυτή η ετήσια πρόβλεψη κάθε φορά διαψεύδονταν, και κάθε φορά δίνονταν η υπόσχεση ότι η επόμενη οικονομική χρήση θα ήταν ανοδική. Και σήμερα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι επέτυχε να φτάσει στο επίπεδο μηδενικής ανάπτυξης, και υπόσχεται να οδηγήσει την οικονομία από το 2017 σε πορεία ανάταξης. Και προφανέστατα όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί που επικαλούνται την ανάπτυξη εξυπονοούν ότι μ’ αυτό θα προκύψουν θετικά αποτελέσματα για ολόκληρη την κοινωνία.

          Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις εκδοχών της οικονομικής ανάπτυξης τα πράγματα τοποθετούνται εντός των πλαισίων των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και της αστικής ταξικής κυριαρχίας. Προτείνεται έτσι ένα σύνολο μέτρων που με την εφαρμογή τους προσδοκάται αυτή η ανάταξη, η οποία εφόσον επιτευχθεί, θα δώσει τη δυνατότητα στην αύξηση της απασχόλησης και στην βελτίωση των κοινωνικών δεδομένων. Άλλωστε ο αστικός μνημονιακός πολιτικός κόσμος δεν θα μπορούσε να προτείνει τίποτα διαφορετικό από την παραπέρα ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, της ελεύθερης επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, της απελευθέρωσης των αγορών κλπ. Ωστόσο μια παραλλαγή αυτού του πολιτικού προσανατολισμού καταγράφεται στους προσανατολισμούς της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ότι δηλαδή ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι αρκούντως αναπτυγμένος, βασίζεται σε «πήλινα πόδια», και έτσι χρειάζεται μια ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση με εργαλείο την παραγωγική ανασυγκρότηση και τις δημόσιες επενδύσεις.

          Σε μια πρώτη περίπτωση, που είναι σχεδόν καθολικά αποδεκτή, επιδιώκεται η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων στην ελληνική οικονομία, πράγμα ωστόσο που δεν φαίνεται στον ορίζοντα, και με τις τρεις τελευταίες μνημονιακές κυβερνήσεις. Ωστόσο για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια επιδίωξη χρειάζεται η παραγωγή νέων προϊόντων και η προσφορά καινούριων υπηρεσιών, να μπορεί να απορροφηθεί από την εγχώρια αγορά. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί γιατί η αδιάλειπτη εισοδηματική λιτότητα της τελευταίας εξαετίας έχει εξαερώσει σε σημαντικό βαθμό τους μισθούς και τις συντάξεις, και άρα έχει συρρικνώσει την καταναλωτική ζήτηση. Από την άλλη πλευρά, τα όποια διεθνή κεφάλαια έχουν την απαίτηση της ολοσχερούς πλέον καταστροφής της εργατικής δύναμης (υψηλή ανεργία, μείωση των μισθών και συντάξεων), πράγμα που ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί και παραμένει αβέβαιο. Κατά συνέπεια η μοναδική κίνηση αυτών των επιχειρηματικών κεφαλαίων στρέφεται στην απόκτηση των δημόσιων επιχειρήσεων, που ούτε νέες θέσεις εργασίας δημιουργεί, εφόσον αυτές οι κοινωφελείς επιχειρήσεις βρίσκονται σε λειτουργία, ούτε συμβάλει στην προσαύξηση της προστιθέμενης υπεραξίας, και δεν αναλαμβάνεται και κανένα επιχειρηματικό ρίσκο, στο μέτρο που οι κρατικές επιχειρήσεις διαθέτουν ήδη μία εκτενή αγορά καταναλωτών.

Αυτοδύναμη ανάπτυξη με «παραγωγική ανασυγκρότηση»;

          Η δεύτερη μεθοδολογία που επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί είναι η επιστράτευση της αντίληψης της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» και των δημόσιων επενδύσεων. Στο μέτρο που θα δρομολογηθούν αυτά θα επέλθει μια αναπτυξιακή αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας, και θα απαντηθούν δευτερογενώς και ορισμένα κοινωνικά ζητήματα που αφορούν τις λαϊκές τάξεις. Εντούτοις, τόσο οι δημόσιες επενδύσεις όσο και η «παραγωγική ανασυγκρότηση», ως απαντήσεις στην «υπανάπτυξη» χαρακτηρίζονται από τον κλασικό αριστερό «οικονομισμό» με βάση τον οποίο εκείνο που χρειάζεται σε μια οικονομία όπως η ελληνική είναι πρωτίστως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και ταυτόχρονα η θέση στο απυρόβλητο των αστικών παραγωγικών σχέσεων. Από εδώ και η αντίληψη μιας εθνικά ανεξάρτητης και κυρίαρχης πολιτικής, απαλλαγμένης από τις δρακόντειες ρυθμίσεις της ευρωζώνης, που θα προσφέρει στο ελληνικό επιχειρηματικό κεφάλαιο (είτε μεγάλο είτε μικρομεσαίο) τη δυνατότητα να ανοίξει τα αναπτυξιακά του φτερά, τη στιγμή που αυτό αντιπροσωπεύει μια «φαντασίωση», γιατί η ανάπτυξη του επιχειρηματικού κεφαλαίου στις σημερινές συνθήκες απαιτεί : Αφενός την μέγιστη συμπίεση του κόστους εργασίας και την διατήρηση του εφεδρικού στρατού της ανεργίας, δηλαδή τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής και της σταθεροποίησης εξαγωγής μορφών της απόλυτης υπεραξίας. – Αφετέρου την συστηματική και ακλόνητη πρόθεση και προσανατολισμό του επιχειρηματικού κεφαλαίου στην ευρωπαϊκή νομισματική ολοκλήρωση, γιατί μόνον μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να αναπαράγεται στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.

          Από την άλλη πλευρά προωθείται τόσο από την σημερινή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και από δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, η αντίληψη της πρωταρχικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων δια μέσου της «παραγωγικής ανασυγκρότησης». Έτσι εξαγγέλλονται επενδυτικές δράσεις του κράτους προς διάφορες κατευθύνσεις με την προσδοκία της επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ και στοιχειακής αντιμετώπισης της υπερμεγέθους ανεργίας. Η χρηματοδότηση αυτών των δράσεων προέρχεται από το τρέχον ΕΣΠΑ 2014 – 20, από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και από το Πακέτο Γιουνγκέρ, πράγμα που αθροιστικά φτάνει στα 13,6 δισεκατ. ευρώ για το 2016. [ Γ. Αγουρίδης «10 παρεμβάσεις – εργαλεία για την τόνωση της πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης», Αυγή 14-Μαίου-2016 ]. Για ποιες δράσεις πρόκειται και με ποια αποτελέσματα :

          α) Πρόκειται κατ’ αρχήν για την ανοιχτή κρατική επενδυτική ενίσχυση του ιδιωτικού επιχειρηματικού κεφαλαίου, προκειμένου να μπορέσει να σταθεροποιήσει τη θέση του στον διεθνή ανταγωνισμό, και μ’ αυτή την έννοια επιχορηγούνται ευθέως : Η ΕΛΒΑΛ στον τομέα της παραγωγής προϊόντων έλασης αλουμινίου, η ΒΙΟΧΑΛΚΟ για την παραγωγή σιδηροκραμάτων, η NovaHellas στον τομέα παραγωγής χαρτοκιβωτίων και άλλων ιδιωτικών. Πέραν τώρα από τις άμεσες κρατικές χρηματοδοτήσεις προς το βιομηχανικό κεφάλαιο, χορηγούνται σε ολόκληρο τον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας φορολογικά κίνητρα με το νέο Αναπτυξιακό Νόμο που πρόκειται να ψηφιστεί στο αμέσως προσεχές διάστημα, ενώ διασφαλίζεται παράλληλα και η χρηματοδοτική στήριξη της μικρής και μεσαίας εργοδοσίας. Από το «να πληρώσουν οι πλούσιοι» φτάνουμε έτσι στο «να πληρώνουμε τους πλούσιους».

          β) Κατόπιν οι κρατικές αυτές επενδύσεις κατευθύνονται στην υποστήριξη των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ενεργειακό τομέα, όπως της μεγάλης τεχνικής εταιρίας ΓΕΚ – ΤΕΡΝΑ, αναφορικά με την θυγατρική της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, του Ομίλου Κοπελούζου για τον τερματικό σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου κ.α. Παράλληλα χρηματοδοτείται η κατασκευή έργων υποδομής για τις μεταφορές και τις επικοινωνίες, που αποτελούν δημόσιες επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό κα την εξυπηρέτηση της ευχερέστερης λειτουργίας της καπιταλιστικής παραγωγής.

          γ) Τέλος γίνεται λόγος για την χρηματοδοτική στήριξη της «κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας», που μάλιστα θεωρείται ως παράγοντας τροποποίησης του συσχετισμού των δυνάμεων προς όφελος των λαϊκών τάξεων και αναδιανομής του παραγόμενου εισοδήματος. Εντούτοις πρόκειται για περιθωριακού τύπου παρεμβάσεις, εφόσον αφορούν ελάχιστες και μικρού μεγέθους συνεταιριστικές δραστηριότητες. Άλλωστε περιπτώσεις όπως της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας (ΕΝ.ΚΛΩ.) στην Βόρεια Ελλάδα, που χρεοκόπησε με την ιδιωτική καπιταλιστική διαχείριση, και που θα μπορούσαν να επαναλειτουργήσουν με την ενεργό παρέμβαση των εκατοντάδων απασχολουμένων που έχουν απολυθεί, σκοντάφτουν κυριολεκτικά στις ευρωπαϊκές κοινοτικές απαιτήσεις και στην προφανή απροθυμία του τραπεζικού συστήματος, με την κυβέρνηση να αδυνατεί να παρέμβει και να γίνεται δέσμια των ευρωπαϊκών υπαγορεύσεων που απαιτούν την πλήρη εκκαθάριση και του τραπεζικού κεφαλαίου[ Κ. Παπαντωνίου «ΕΝ.ΚΛΩ. : Ευρωπαϊκή Ένωση και τράπεζες εμποδίζουν τους εργαζόμενους να πάρουν τον έλεγχο», Αυγή 13-Μαίου-2016 ].

          Προκύπτει αβίαστα ότι το σύνολο αυτών των μέτρων της μνημονιακής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, των δημόσιων επενδύσεων στα πλαίσια της διαδικασίας «παραγωγικής ανασυγκρότησης» της ελληνικής οικονομίας, εξυπηρετούν πρωτίστως την ανάπτυξη μιας σειράς καπιταλιστικών επιχειρήσεων, τόσο με τις άμεσες χορηγίες, όσο και με τις φοροαπαλλαγές. Αντίστοιχα οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές μεταφορών ή επικοινωνιών, αποσκοπούν στην διαμόρφωση των γενικότερων όρων αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Τέλος οι παρεμβάσεις στο πεδίο της «κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας» έχουν εξαιρετικά περιθωριακά χαρακτηριστικά, αποτελώντας το φύλο συκής που επιχειρεί να συγκαλύψει το κυρίαρχο : Η αναπτυξιακή δραστηριότητα που επιχειρείται, με χρηματοδοτήσεις και αναδιαρθρώσεις οδηγούν ευθέως στην βελτίωση των όρων επιχειρηματικής εξέλιξης των ιδιωτικών βιομηχανιών. Το αστικό κράτος και η σημερινή κυβέρνηση στην υπηρεσία υποστήριξης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, γιατί ακριβώς εκεί καταλήγει κάθε μορφή αναπτυξιολογίας που χρησιμοποιεί τις δημόσιες επενδύσεις και την «παραγωγική ανασυγκρότηση» για την ανόρθωση της χώρας.

Μετασχηματισμός των παραγωγικών σχέσεων :

Προϋπόθεση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων

          Άλλωστε με τέτοιες επενδυτικές δράσεις δεν επέρχεται παρά μια απειροελάχιστη αύξηση της απασχόλησης για δύο λόγους : Στην περίπτωση των ιδιωτικών επιχειρήσεωνπου χρηματοδοτούνται, η απασχόληση παραμένει σταθερή, γιατί υπάρχει ήδη το εργαζόμενο δυναμικό, και η δημόσια χρηματοδότηση αφορά σε εκσυγχρονισμούς και αναδιαρθρώσεις βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας – παραγωγικότητας, πράγμα που δεν αυξάνει το μέγεθος του απασχολούμενου δυναμικού. -Στην περίπτωση των δημόσιων επενδύσεων σε έργα υποδομής προκύπτουν ορισμένες θέσεις εργασίας, ωστόσο αυτές έχουν πολύ περιορισμένο χρονικό ορίζοντα (το πολύ μιας διετίας), μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών έργων, και προφανώς μετά ακολουθεί εκ νέου η απώλεια αυτών των προσωρινών θέσεων εργασίας.

          Η λογική της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων όπως εκφράζεται και υλοποιείται από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (όπως και από τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις), μέσα στη συνεχιζόμενη κρίση υπερσυσσώρευσης, και σε ένα περιβάλλον ισχυρής μείωσης της ζήτησης, αποδεικνύεται ανέφικτη στη σημερινή περίοδο. Εκείνο που επιτυγχάνουν οι όποιες δημόσιες επενδυτικές παρεμβάσεις αφορούν σε διαδικασίες εκσυγχρονισμού και βελτίωσης των επιχειρηματικών μεγεθών, χωρίς αύξηση της προστιθέμενης αξίας και διεύρυνση της απασχόλησης. Και βέβαια το ζήτημα δεν είναι η απουσία ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, γιατί διαθέσιμα κεφάλαια υπάρχουν και στον ελληνικό καπιταλισμό, και δεν επενδύονται αλλά λιμνάζουν σε τραπεζικούς λογαριασμούς, γιατί η αποδοτικότητα του κεφαλαίου βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Το ζήτημα είναι η ολοσχερής συρρίκνωση της λαϊκής κατανάλωσης, που προέρχεται αφενός από την μαζική ανεργία των εκκαθαρίσεων ζημιογόνων επιχειρήσεων, και αφετέρου από την παρατεταμένη εισοδηματική λιτότητα των μνημονιακών πολιτικών.

          Οι πολιτικές των μνημονίων εφαρμόστηκαν πρωτίστως για την κατακόρυφη μείωση του κόστους εργασίας καθώς και του έμμεσου κοινωνικού μισθού, Σκοπός τους ήταν και παραμένει η συγκράτηση της ζημιογόνου πορείας επιχειρηματικών κλάδων και η δρομολόγηση της υπέρβασης της κρίσης προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της μισθωτής εργασίας. Και πραγματικά στην τελευταία εξαετία, όπου ο ελληνικός καπιταλισμός βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού, κατόρθωσαν να επιφέρουν στην τελευταία διετία 2014 – 15, σαφή μείωση των ζημιογόνων αποτελεσμάτων στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα και μετάβαση στην κερδοφορία  του 60% περίπου των ιδιωτικών εταιριών. Ανακόπηκε η πτωτική πορεία του κύκλου εργασιών (τζίρου) της προηγούμενης πενταετίας φτάνοντας στο ετήσιο μέγεθος των 148,9  δισεκατ. ευρώ, και το ενεργητικό τους εξίσου σημείωση μικρή άνοδο, φτάνοντας στα 236,9 δισεκατ. ευρώ. Και ενώ το συνολικό καθαρό αποτέλεσμα ήταν ζημιογόνο, εντούτοις οι ζημίες μειώθηκαν αισθητά και ταπεινώθηκαν στα 467,2 εκατομ. ευρώ [ ICAP «40 κορυφαίοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας», Μάιος 2016 ].

          Οι μνημονιακές πολιτικές λιτότητας (σε μισθούς, συντάξεις και κρατικές κοινωνικές δαπάνες), επέφεραν τη συρρίκνωση της ζήτησης και αυτή με την σειρά της ανατροφοδοτεί την στασιμότητα της παραγωγής. Έτσι διαμορφώνεται και αναπαράγεται ένας φαύλος κύκλος : Το επιχειρηματικό κεφάλαιο, προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση του, υποβοηθάται από τα εγχώρια και ευρωπαϊκά αστικά κέντρα, και εφαρμόζει σε σημαντικό βαθμό εξαγωγή μορφών απόλυτης υπεραξίας, αυτό όμως ταυτόχρονα φρενάρει την ίδια του την ανάπτυξη, εφόσον αντιμετωπίζει χαμηλή ζήτηση των προϊόντων και υπηρεσιών του. Έτσι, η μοναδική δυνατότητα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αντιμετώπισης της υπερμεγέθους ανεργίας, και εξασφάλισης μέτρων κοινωνικής δικαιοσύνης, διέρχεται από τον δρόμο ρηξικέλευθων τομών και παρεμβάσεων στις ίδιες τις σχέσεις παραγωγής : Εγκαινιάζοντας μια πολιτική ριζικής αναδιανομής του εισοδήματος, κοινωνικοποίησης δηλαδή ενός μέρους της παραγόμενης υπεραξίας, που θα ενισχύσει τη ζήτηση και θα κινήσει επενδυτικές διαδικασίες και αντιμετώπιση της ανεργίας. – Θεσμοθετώντας έναν δραστικό εργατικό έλεγχο στο σύνολο των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, που περιορίζουν την άσκηση του απολυταρχικού διευθυντικού δικαιώματος σε εργοστάσια και υπηρεσίες. -  Τροφοδοτώντας μια κρατική κοινωνική πολιτική με άντληση πόρων από την ισχυρή φορολόγηση της αστικής τάξης και των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων κλπ.- Θέτοντας σε παραγωγική κίνηση τις επιχειρήσεις που έχει εκκαθαρίσει η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, με δημόσιο χαρακτήρα και κοινωνικοποιημένες λειτουργίες κλπ.

Ετικέτες