Ένα κύµα µαζικών διαδηλώσεων εξαπλώθηκε από τις αρχές Γενάρη στην Τυνησία. Στο κέντρο της Τύνιδας (λεωφόρος Μπουργκίµπα), στις φτωχογειτονιές που είναι απλωµένες στα προάστιά της, σε πάρα πολλές πόλεις -ιδιαίτερα στις «ξεχασµένες» περιοχές που βρίσκονται στην ενδοχώρα κι όχι στα σχετικά πιο εύπορα παράλια- κατέβηκαν στους δρόµους κυρίως νεολαίοι διαδηλωτές, φοιτητές και άνεργοι.

Αλλού οι κινητοποιήσεις εξελίχθηκαν οµαλά, αλλά δέχθηκαν επιθέσεις από την αστυνοµία και κατέληξαν σε οδοφράγµατα και συγκρούσεις (ιδιαίτερα στις φτωχογειτονιές της πρωτεύουσας, όπου η καταστολή είναι ο κανόνας ακόµα κι αν δεν υπάρχουν κινητοποιήσεις), ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έγιναν επιθέσεις εκ µέρους των διαδηλωτών (σε σουπερµάρκετ στην Τύνιδα, σε αστυνοµικό τµήµα σε επαρχιακή πόλη κ.ο.κ.).

Η απάντηση του κράτους ήταν σκληρή, µε την αστυνοµία (αλλά και δυνάµεις του στρατού) να αναπτύσσεται µαζικά στους δρόµους, να καταστέλλει συγκεντρώσεις και να έχει συλλάβει ως τώρα πάνω από 800 ανθρώπους, ενώ έχει υπάρξει και ένας νεκρός.

Οικονοµία

Η αφορµή για το ξέσπασµα ήταν κάποια σκληρά οικονοµικά µέτρα του νέου προϋπολογισµού, τα οποία τέθηκαν σε εφαρµογή από την 1η Γενάρη (αύξηση στον ΦΠΑ, αύξηση στις ασφαλιστικές εισφορές, αυξήσεις σε τιµές βασικών αγαθών), στο πλαίσιο της συµφωνίας της τυνησιακής κυβέρνησης µε το ΔΝΤ. Μια δεύτερη αφορµή αφορά την ιστορική µνήµη: στις 3 Γενάρη είναι η επέτειος της «εξέγερσης του ψωµιού» (το 1984, και πάλι ενάντια σε αντικοινωνικά µέτρα, και πάλι κατόπιν εντολής ΔΝΤ). Εκείνη τη µέρα καλέστηκαν οι πρώτες διαδηλώσεις, που στη συνέχεια εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Στις 14 Γενάρη είναι η επέτειος της ανατροπής του Μπεν Άλι (το 2011). Εκείνη τη µέρα το κέντρο της Τύνιδας έζησε τη µεγαλύτερη συγκέντρωση, µε τη «γιορτή» να γίνεται διαδήλωση που απαιτούσε «δουλειά, ελευθερία, εθνική αξιοπρέπεια», φώναζε «ο λαός απαιτεί την ανατροπή του προϋπολογισµού», και απαντούσε «όχι φόβο, όχι τρόµο, οι δρόµοι ανήκουν στο λαό» όταν επιτέθηκε η αστυνοµία.

Αν αυτές οι αφορµές είναι αρκετές, πρέπει να συνυπολογίσουµε και τις αιτίες που υπάρχουν εδώ και χρόνια. Στην Τυνησία, η επανάσταση αποδείχθηκε η πιο πετυχηµένη ως προς τα δηµοκρατικά αιτήµατα (τουλάχιστον σε σύγκριση µε τη µοίρα των άλλων επαναστάσεων), αλλά δεν άλλαξε στο παραµικρό τα οικονοµικά ζητήµατα που αποτελούσαν το βασικό λόγο της εξέγερσης. Η φτώχεια, ο πληθωρισµός, η ανεργία, οι ανισότητες παραµένουν, παρότι από το 2011 µέχρι σήµερα, στην Τυνησία έχουν αλλάξει 9 κυβερνήσεις. Αυτά βρίσκονται πίσω από δύο τάσεις: Η µία είναι η αύξηση της µετανάστευσης προς την Ιταλία τα τελευταία χρόνια και η δεύτερη είναι ότι η Τυνησία αποτελεί µια από τις σηµαντικότερες «τροφοδότριες» νεαρών µαχητών της τζιχάντ στο εξωτερικό (και ιδιαίτερα στις γραµµές του Ισλαµικού Κράτους). Αυτά ερµηνεύουν και εκείνες τις έρευνες που βρίσκουν ότι ένα 80% του πληθυσµού δεν πιστεύει ότι η Τυνησία είναι πια δικτατορία αλλά δεν πιστεύει και ότι είναι δηµοκρατία: γιατί η «δηµοκρατία» που αντιλαµβάνονταν οι εξεγερµένοι του 2011 δεν αφορούσε απλά τις ελεύθερες εκλογές, αλλά τη βαθύτερη έννοια του όρου, την υλοποίηση της θέλησης του λαού.  

Τα οικονοµικά προβλήµατα δεν επιµένουν απλά, αλλά η οικονοµική κατάσταση γενικότερα έχει επιδεινωθεί - σε αυτό το τελευταίο υπάρχουν συγκεκριµένες ευθύνες του ιµπεριαλισµού.

Μια όψη της αντίδρασης των ιµπεριαλιστικών κρατών στις αραβικές εξεγέρσεις, µετά τον αρχικό αιφνιδιασµό τους, είχε περάσει σε µεγάλο βαθµό απαρατήρητη. Το ζητούµενο ήταν να αποτραπεί η αµφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου µοντέλου, τους µήνες µετά τις εξεγέρσεις, και η λύση δόθηκε στην Σύνοδο του G8 στο Ντοβίλ της Γαλλίας το Μάη του 2011. Εκεί οριστικοποιήθηκε η «Συνεργασία του Ντοβίλ µε τις Αραβικές Χώρες Σε Μετάβαση». Τα κράτη-µέλη του G8, η Τουρκία, οι µοναρχίες του Κόλπου, το ΔΝΤ και η Παγκόσµια Τράπεζα συµφώνησαν σε µια πολιτική που θα έδινε τεράστια δάνεια στην Τυνησία, το Μαρόκο, την Ιορδανία, την Υεµένη, την Αίγυπτο (οι «αραβικές χώρες σε µετάβαση»), µε αντάλλαγµα την προώθηση σκληρών νεοφιλελεύθερων µεταρρυθµίσεων, µε το ΔΝΤ να παίζει κεντρικό ρόλο.

Αποτέλεσµα της παρέµβασης του ΔΝΤ; Στην Τυνησία, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ από 41% το 2010, έφτασε το 71% το 2018. Καθώς οι δανειστές αισθάνθηκαν πολιτικά ασφαλείς τα τελευταία δύο χρόνια κι άρχισαν να απαιτούν αποπληρωµές που είχαν «παγώσει» όσο επικρατούσε επαναστατικός αναβρασµός, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Το 2018, το 22% του προϋπολογισµού πηγαίνει στην αποπληρωµή χρεών. Ενδιάµεσα, η Τυνησία υποχρεώθηκε να δανειστεί από το ΔΝΤ άλλες δύο φορές (η τελευταία το 2016) και κάθε δάνειο ερχόταν µε νέες απαιτήσεις για σκληρά µέτρα.

Στην οργή γι’ αυτή την κατάσταση προστέθηκε ένας νόµος «αµνηστίας» σε όσους είχαν κριθεί ένοχοι διαφθοράς κατά τη µετάβαση από το καθεστώς Μπεν Άλι. Τότε, η λαϊκή πίεση ήταν ισχυρή και οι ποινές είχαν αγγίξει αρκετούς πλούσιους επιχειρηµατίες, πολλοί από τους οποίους «δραπέτευσαν» από την Τυνησία τους µήνες της επανάστασης. Σήµερα, έγνοια της κυβέρνησης είναι αυτοί οι επιχειρηµατίες να επαναπατριστούν µαζί µε τα κεφάλαιά τους, αδιαφορώντας για την προσβολή του λαϊκού αισθήµατος.

Η ταξική ανισότητα ως αιτία των κινητοποιήσεων αντανακλάται στις περισσότερες δηλώσεις διαδηλωτών: «Ο προϋπολογισµός κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους», «η κυβέρνηση θυσιάζει τους φτωχούς και τη µεσαία τάξη αυξάνοντας τις τιµές και αφήνει ήσυχους τους φοροφυγάδες και τους επιχειρηµατίες», «Το ΔΝΤ και τα συµφέροντα του λαού δε συµβιβάζονται» κ.ο.κ.

Όπως σηµείωνε Βρετανός δηµοσιογράφος που ζει στην Τύνιδα και ταξίδεψε στην επαρχία τις µέρες των διαδηλώσεων: «Η αίσθησή µου είναι ότι αυτή η οργή συσσωρευόταν για χρόνια. Στην Τύνιδα είναι όλα αρκετά ελεγχόµενα… όσο αποµακρύνεσαι από την Τύνιδα τόσο αγριεύει η κατάσταση».

Αντιδράσεις

Το κύµα διαδηλώσεων πιθανότατα θα υποχωρήσει κάποια στιγµή. Όµως προκάλεσε φόβο. Οργανώθηκε συνάντηση του προέδρου της χώρας, των κοµµάτων του κυβερνητικού συνασπισµού, της εργοδοτικής ένωσης και της εργατικής συνοµοσπονδίας UGTT για να αντιµετωπιστεί η κρίση. Η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να υποσχεθεί αύξηση των κοινωνικών επιδοµάτων στους φτωχότερους και ενίσχυση της πρόσβασης στη δηµόσια υγεία. Επίσης υποσχέθηκε να αυξηθούν οι µισθοί στο δηµόσιο και να µη γίνουν απολύσεις. Σε αυτά τα µέτρα και αυτόν τον «κοινωνικό διάλογο» υπάρχουν δύο όψεις: Η µία είναι η πίεση του κινήµατος και το φόβητρο της ισχυρής UGTT (που έπαιξε κοµβικό ρόλο στην ανατροπή του Μπεν Άλι). Η άλλη όµως είναι ο ρόλος που έχει επιλέξει «µεταπολιτευτικά» η UGTT, που λειτουργεί µεν ως «εγγυήτρια» των όποιων κατακτήσεων (χωρίς την UGTT είναι δύσκολο να ερµηνευτεί η «τυνησιακή εξαίρεση» στο φόντο των καταστροφικών ηττών σε άλλες αραβικές χώρες), αλλά λειτουργεί και σαν «εγγυήτρια» της κοινωνικής ειρήνης και άρα σαν «φρένο» σε κάθε ριζοσπαστικοποίηση. Εν προκειµένω, αντί να ριχτεί στη µάχη στο πλευρό των νεολαίων και των ανέργων, πήγε κατευθείαν στο «τραπέζι του διαλόγου», και µάλιστα όχι ως εκφραστής του κινήµατος (έστω µε όρους διαπραγµάτευσης) αλλά ως µέρος της «προσπάθειας να αντιµετωπιστεί η κρίση». 

Μετά την ανακοίνωση αυτών των µέτρων, ο πρωθυπουργός Γιουσέφ Τσαχέντ δήλωσε στους Τυνήσιους ότι «αυτή θα είναι η τελευταία δύσκολη χρονιά». Ελάχιστοι τον πιστεύουν, αλλά λίγοι δείχνουν έτοιµοι να κλιµακώσουν τη σύγκρουση σήµερα. Στο πολιτικό πεδίο, την «κατάσταση πνευµάτων» των διαδηλωτών µάλλον αντανακλά εύστοχα µια συµβολική ενέργεια πολλών από αυτούς, οι οποίοι στις κινητοποιήσεις κουνούσαν επιδεικτικά µια κίτρινη κάρτα.

Οργανωµένη πάλη

Το πιο ελπιδοφόρο νέο από αυτό το κύµα διαδηλώσεων είναι η δράση οργανωµένων δικτύων. Σε µεγάλο βαθµό οι κινητοποιήσεις ξέφυγαν από τα χέρια τους, αλλά έπαιξαν επιτυχηµένα το ρόλο του πυροκροτητή, έριξαν συνθήµατα, επιχείρησαν να οργανώσουν κ.ο.κ. Ανάµεσα σε διάφορες οµάδες όπως η «Δεν θα συγχωρήσω» (που συγκροτήθηκε ενάντια στην «αµνηστία» των επιχειρηµατιών), η «Να λογοδοτήσουν» (ενάντια στην αστυνοµική βία), η «Δεν ξεχάσαµε» (που απαιτεί δικαιοσύνη για όλα τα καθεστωτικά εγκλήµατα, οικονοµικά και κατασταλτικά), ξεχωρίζει η σχετικά καινούργια πρωτοβουλία «Τι περιµένουµε;», που στήθηκε για να οργανώσει τη µάχη ενάντια στον προϋπολογισµό, αλλά όπως υποδηλώνει και το όνοµά της, φιλοδοξεί να οργανώσει γενικότερα τη συσσωρευµένη δυσφορία των τελευταίων χρόνων. Οι ακτιβιστές αυτών των οργανώσεων, εµπνέονται όλοι από τον κοινό στόχο «Να επιστρέψουµε στο µονοπάτι του 2011», και συνήθως έχουν σχέσεις µε τις διάφορες οργανώσεις της τυνησιακής Αριστεράς (ένας άλλος παράγοντας που αποτελεί επίσης τµήµα της ερµηνείας της «τυνησιακής εξαίρεσης»), που συγκεντρώνονται στο συµµαχικό σχήµα Λαϊκό Μέτωπο.

Οι δυνάµεις που απαρτίζουν το Λαϊκό Μέτωπο ήταν εξαρχής µαζικότερες και πιο καλά ριζωµένες σε χώρους και κινήµατα από ό,τι οι σύντροφοί τους στις άλλες αραβικές χώρες. Φλέρταραν έντονα µε τα λάθη που έγιναν και αλλού («επιλογή στρατοπέδου» ανάµεσα σε κοσµικούς καθεστωτικούς και ισλαµιστές φονταµενταλιστές), αλλά σήµερα βρίσκονται στη σωστή θέση. Όπως εύστοχα είχε σχολιάσει ο Ζιλµπέρ Ασκάρ, «υποχρεώθηκαν παρά τη θέλησή τους» να κρατήσουν σωστή γραµµή. Αναφερόταν στη συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισµού από το Νίντα Τουνές (κοσµικοί, παλιοί καθεστωτικοί) και το Ενάντια (το µαζικότερο ισλαµιστικό πολιτικό κόµµα), που έχει φέρει την Αριστερά σε θέση µοναδικής αντιπολιτευτικής δύναµης. Οι κυβερνητικές κατηγορίες προς τους διαδηλωτές ότι είναι «όργανα» ή «παίζουν το παιχνίδι» του Λαϊκού Μετώπου, είναι ενδεικτικές.

Η παρουσία πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων που δρουν, είναι αυτό που µπορεί να συµβάλει σε κάποια θετική συνέχεια. Γιατί στην κατάσταση που επικρατεί, η γενική πολιτική διάθεση του πληθυσµού είναι ρευστή. Σε όλες τις χώρες, η ελπίδα κάποια στιγµή έγινε απογοήτευση. Το ζητούµενο παντού ήταν αν η απογοήτευση θα εξελισσόταν σε κυνισµό, τυφλή οργή, ή νέο γύρο αγώνων και διεκδίκησης. Το γενικό αίσθηµα «µετά την επανάσταση τίποτα δεν άλλαξε» ή «τα πράγµατα έγιναν χειρότερα» µπορεί να γεννήσει αντιδιαµετρικά αντίθετες πολιτικά τάσεις (από την προσδοκία µιας «δεύτερης επανάστασης» ως τη νοσταλγία και την επιθυµία παλινόρθωσης). Στην Τυνησία, αυτό το στοίχηµα είναι ανοιχτό, όσο υπάρχει αυτό το «στρώµα» αγωνιστών που επιµένει σε συνελεύσεις και συγκεντρώσεις ότι «οι επαναστάσεις παίρνουν χρόνια. Και καµιά φορά ξεχνάµε ότι η δική µας συνεχίζεται», που επιµένουν να ερµηνεύουν το 2011 ως «ανεκπλήρωτο» και όχι ως «καταστροφή» κ.ο.κ.  

Στο φόντο της ήττας, η αίγλη του 2011 ξεθωριάζει, αλλά η σηµασία του παραµένει. Ένας πατέρας δύο παιδιών, που τα πήρε µαζί του στην επετειακή διαδήλωση της ανατροπής του Μπεν Άλι, συµπύκνωσε την κατάσταση: Σύµφωνα µε αυτόν, η επανάσταση «δεν πέτυχε» στο κοινωνικό-οικονοµικό πεδίο. Όπως είπε, «απλός πολίτης είναι αυτός ο οποίος συνεχίζει να υποφέρει το ίδιο και µετά το 2011». Και στο τέλος εξήγησε γιατί παρ’ όλα αυτά κατέβασε τα παιδιά του στη διαδήλωση. Για να τους µάθει ότι «αν θέλουν, µπορούν να αλλάξουν τα πράγµατα».  

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες