O αριθμός των νεκρών από την επιδημία Covid-19 στις ΗΠΑ έχει φτάσει –σήμερα Τρίτη 31/3– τις 3.500, αν και οι απώλειες αυξάνονται πλέον τόσο γρήγορα ώστε σε μια-δυο μέρες δυστυχώς αυτός ο αριθμός θα φαίνεται «εκτός πραγματικότητας».
Σχεδόν 520 από αυτούς τους θανάτους καταγράφηκαν τη Δευτέρα -ο μεγαλύτερος αριθμός σε μία μόνο ημέρα μέχρι στιγμής.Τα τρία τέταρτα των Αμερικανών είναι τώρα υπό παραμονή στο σπίτι, καθώς υπάρχουν εντολές για καραντίνα σε 31 πολιτείες.
Οι αιτήσεις για επιδόματα ανεργίας είχαν ξεπέρασει τα 3,5 εκατομμύρια μέχρι το πρωί της Δευτέρας 30/3, 5 φορές το προηγούμενο ρεκόρ που είχε καταγραφεί το 1982, στο αποκορύφομα της ύφεσης επί Ρήγκαν. Στον αριθμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται οι πολλές και πολλοί άλλοι που δεν κατάφεραν να καταγραφούν ακόμα, καθώς το σύστημα διαρκώς «έπεφτε» από την υπερφόρτωση, τα εκατομμύρια που απλά δεν γνωρίζουν ακόμα ότι δικαιούνται επιδόματος και τα εκατομμύρια που ακόμα απλώς ελπίζουν ότι τα πράγματα θα «επανέλθουν στο φυσιολογικό» σε λίγες εβδομάδες. Με οποιονδήποτε ρεαλιστικό υπολογισμό, περίπου το 20% των εργαζομένων έχασαν τη δουλειά τους την περασμένη εβδομάδα, ίσως 15 ή 20 εκατομμύρια άνθρωποι. Σ’αυτούς θα πρέπει να συμπεριλάβουμε κι ένα μεγάλο κομμάτι απο τα 12 εκατομμύρια μεταναστών χωρίς χαρτιά που δεν προκειται να δουν ούτε σέντσι απο επίδομα. Ανάλογο γεγονός τέτοιας έκτασης δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ!
Μέχρι στιγμής -και όπως φυσικά πολλές και πολλοί εκτιμούσαμε- ο Τραμπ τα έχει κάνει... μούσκεμα. Μόλις πριν απο μερικές μέρες ανακοίνωνε ότι «σε 2-3 εβδομάδες επιστρέφουμε στην κανονικότητα... φαντάζομαι το Πάσχα με γεμάτες εκκλησίες...». Την Κυριακή το βράδυ- κι αφού όπως φημολογείται έπεσαν αρκετές φωνές στη συνεδρίαση του Task Force αντιμετώπισης της πανδημίας- μας ανακοίνωσε την παράταση των μέτρων μέχρι το τέλος Απριλίου. Και σήμερα μας ζήτησε να προετοιμαστούμε «για δύο επώδυνες, πολύ πολύ επώδυνες εβδομάδες...». Ο Dr. Anthony Fauci (ο αντίστοιχος «Τσιόδρας» στις ΗΠΑ) ανέλαβε να μας εξηγήσει ότι θα χαθούν από 100.000 έως 240.000 άνθρωποι σε αυτήν τη φάση της επιδημίας, αν ακολουθηθούν με συνέπεια τα μέτρα προστασίας. Ο Τραμπ πρόσθεσε ότι είναι μια επιτυχία της κυβέρνησης το ότι θα πεθάνουν μόνο 100.000 και όχι 2,2 εκατομμύρια, όπως θα συνέβαινε αν δεν παίρνονταν καθόλου μέτρα... όπως δηλαδή μας πρότεινε μόλις πριν απο λίγες μέρες.
Οι εργαζόμενες/οι στα νοσοκομεία, στην πρώτη γραμμή του μετώπου, γνώριζαν βέβαια απο πρώτο χέρι κι απο αρκετά νωρίς οτι το σύστημα ακροβατεί. Από το 1981 μέχρι το 1999 το δυναμικό των νοσοκομείων σε κλίνες πανεθνικά έπεσε κατά 39%! Στη Νεα Υόρκη, στο επίκεντρο της επιδημίας, όπου υπολογίζεται οτι θα χρειαστούν 140.000 κρεβάτια, στα τελευταία 20 χρόνια τα κρεβάτια στα νοσοκομεία έχουν μειωθεί κατά 20.000 –άπο 73.000 σε 53.000. Κεντρικός πρωταγωνιστής σ’αυτό το «επίτευγμα» ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, Άντριου Κουόμο, που τώρα κονταροχτυπιέται με τον Τράμπ ως δήθεν υπέρμαχος της δημόσιας υγείας. Ενώ μόλις πριν 3 εβδομάδες προσπαθούσε να μειώσει τον προϋπολογισμό για την υγεία στη Νέα Υόρκη κατα 2,5 δισ.! Συνολικά σε όλες τις ΗΠΑ, τα τελευταία 15 χρόνια, η χρηματοδότηση της Υγείας σε Πολιτειακό και τοπικό επίπεδο έχει μειωθεί κατά 45%!
Ο δήμιος μπορεί να είναι ο COVID-19, αλλά είναι τα 40 χρόνια νεοφιλελευθερισμού αυτά που έχουν καταδικάσει τον κόσμο σε θάνατο!
Σύμφωνα με μελέτη της ιατρικής επιθεώρησης Lancet, 60.000 Αμερικανοί πεθαίνουν κάθε χρόνο χωρίς ιατρική φροντίδα λόγω του οικνομικού κόστους. Εν τω μεταξύ, οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες και οι ιδιωτικές εταιρείες ασφάλισης υγείας κατέγραψαν πέρυσι κέρδη 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κυριολεκτικά ξεζουμίζοντας τους Αμερικανούς εργαζόμενους.
Οι Ρεπουμπλικάνοι μονίμως ισχυρίζονται ότι το αμερικανικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης είναι «το καλύτερο στον κόσμο», ενώ οι Δημοκρατικοί -όπως ο προεδρικός υποψήφιος Τζο Μπάιντεν- λένε ότι το σύστημα χρειάζεται απλώς μερικές μικρές αναπροσαρμογές για να «βελτιωθεί’» το μοντέλο υγειονομικής περίθαλψης που δημιούργησε ο Ομπάμα. Ο κοροναϊός ήρθε κι ανέτρεψε αυτούς τους μύθους μια για πάντα.
Η ζωή στις ΗΠΑ έχει ξαφνικά και δραματικά ανατραπεί και -όταν τα πράγματα γυρίζουν ανάποδα- ο πάτος έρχεται στην επιφάνεια και όλα βγαίνουν στο φως. Το 2005, όταν ο τυφώνας Κατρίνα και τα επακόλουθά του κατέστρεψαν την Ακτή του Κόλπου (Gulf Coast), είδαμε και τότε τις απάνθρωπες διαστάσεις της αμερικανικής ανισότητας. Όπως είχε πει τότε ο ηθοποιός Ντάνι Γκλόβερ: «όταν ο τυφώνας χτύπησε τον Κόλπο και τα νερά της πλημμύρας ανέβηκαν και ξεχύθηκαν μέσα στη Νέα Ορλεάνη, βυθίζοντας τον εναπομείναντα πληθυσμό της σε ένα καρναβάλι δυστυχίας, δεν μετέτρεψαν την περιοχή σε μια χώρα του Τρίτου Κόσμου, όπως υποτιμητικά υποννοείται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, απλά αποκάλυψαν μία που υπήρχε ήδη. Αποκάλυψαν την καταστροφή μέσα στην καταστροφή, η εξαντλητική φτώχεια ανέβηκε στην επιφάνεια σαν μώλωπας στο δέρμα μας».
Για χρόνια, οι ΗΠΑ από τη μία επίμονα και συστηματικά υποβαθμίζουν το ήδη αδύναμο κράτος πρόνοιας, κι από την άλλη δαιμονοποιούν τον κόσμο που εξαρτάται περισσότερο από αυτό. Οι φτωχοί στιγματίζονται ως κοινωνικά απροσάρμοστοι, ανίκανοι να εκμεταλλευτούν τα πλούτη που προσφέρει η Αμερικανική κοινωνία. Υπάρχουν περισσότεροι από σαράντα εκατομμύρια φτωχοί άνθρωποι στις ΗΠΑ, αλλά σχεδόν ποτέ δεν αξίζουν μια αναφορά. Τέσσερις στους πέντε Αμερικανούς δηλώνουν ότι ζουν από μισθό σε μισθό. Το 40% των Αμερικανών λένε ότι δεν μπορούν να καλύψουν μιαν απροσδόκητη έκτακτη ανάγκη ύψους τετρακοσίων δολαρίων. Για όσους/ες απ’αυτό τον κόσμο ακόμα έχουν δουλειά, απλά δεν υπάρχει η επιλογή «μένουμε στο σπίτι». Το 2018, οι εργαζόμενες/οι στην υγειονομική κατ’ οίκον περίθαλψη, 87% των οποίων είναι γυναίκες και 60% από τις οποίες είναι μαύρες ή Λατίνες, έβγαζαν κατά μέσο όρο περίπου 11,5 δολάρια την ώρα. Αυτές/οί οι εργαζόμενες/οι πρέπει να εργαστούν για να επιβιώσουν, αλλά και για να εξασφαλίσουν ότι η κοινωνία θα συνεχίσει να λειτουργεί, ακόμη και αν η εργασία αυτή δημιουργεί πιθανές απειλές για τους πελάτες τους και το ευρύτερο κοινό. Η ανασφάλεια τους, σε συνδυασμό με την αποτυχία της κυβέρνησης να πάρει ουσιαστικά μέτρα για την προστασία τους, θα καταστήσει σχεδόν αδύνατη την καταστολή του ιού.
Στο οικονομικό μέτωπο Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί, μαζί με τον ίδιο τον Τραμπ, έβαλαν στην άκρη τον «Ψυχρό Πόλεμο» μεταξύ τους και ομονόησαν για να περάσουν το μεγαλύτερο πακέτο οικονομικής διάσωσης στην ιστορία των ΗΠΑ, μέσα σε λίγο περισσότερο από μία εβδομάδα. Είναι αλήθεια ότι είχαν κάποιες κόντρες για την τιμή των όπλων, αλλά όταν ο κοροναϊός άρχισε να απειλεί τη Wall Street και τις μεγάλες επιχειρήσεις, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι θα καταλήξουν σε κάποιου είδους συμφωνία, πάνω στο ίδιο μοντέλο όπως το πρόγραμμα Ομπάμα με το «πακέτο στήριξης» του 2009 για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Αν και είναι 4 φορές μεγαλύτερο, το σχέδιο του Τραμπ είναι δομημένο γύρω από τον ίδιο πυρήνα με εκείνο το σχέδιο διάσωσης του Ομπάμα: 500 δισεκατομμύρια δολάρια για επιχειρήσεις, με ελάχιστη ή καθόλου επίβλεψη. Εν τω μεταξύ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα έχει υποσχεθεί να παρέχει στη Wall Street και στις μεγάλες τράπεζες σχεδόν απεριόριστη δωρεάν πίστωση για την προστασία της ρευστότητας τους.
Μαζί με τον πακτωλό χρημάτων για τις μεγάλες επιχειρήσεις, η συμφωνία παρέχει 100 δισ. δολάρια για επείγουσα βοήθεια σε νοσοκομεία και 350 δισ. δολάρια σε μικρές επιχειρήσεις, επεκτείνει τα επιδόματα ανεργίας κατά 600$ επιπλέον του βασικού ανά εβδομάδα για 4 μήνες, παρατείνοντας ταυτόχρονα την κατάβολη του υπόλοιπου επιδόματος από 26 σε 39 εβδομάδες και θα στείλει επιταγές 1.200 δολάριων στους περισσότερους εργαζόμενους, με επιπλέον 500 δολάρια ανά παιδί. Αναμφισβήτητα, τα μέτρα έκτακτης ανάγκης θα είναι δημοφιλή βραχυπρόθεσμα (ο Τραμπ προφανώς υπολογίζει αρκετά στην γενναιοδωρία του κράτους για να διεκδικήσει την επανεκλογή του). Αλλά όπως σωστά αναφέρεται σ’ένα άρθρο:
«εάν η κυβέρνηση συνεχίσει με τις πολιτικές της για υψηλές δημόσιες δαπάνες χωρίς να λάβει έκτακτα μέτρα για να φορολογήσει τις μεγάλες εταιρείες για να συγκεντρώσει χρήματα, το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί και, όπως το 2008, θα επιστρέψουν στη λιτότητα για να καλύψουν αυτό το έλλειμμα.
Ας θυμηθούμε ότι αυτό που ακολούθησε το “πακέτο διάσωσης” του Ομπάμα δεν ήταν η επιστροφή στην ευημερία και η αύξηση του βιοτικού επιπέδου, αλλά μια ανελέητη περικοπή του βιοτικού επιπέδου και η εμφάνιση του Occupy Wall Street. “Οι τράπεζες διασώθηκαν. Είμαστε εξαντλημένοι!” ήταν τότε η δικαιολογία [για τη λιτότητα]. Το πλουσιότερο 1% ετοιμάζεται να επαναλάβει το τέχνασμα και αυτή τη φορά, αλλά το σημερινό 99% είναι πιο θυμωμένο, φτωχότερο και καλύτερα οργανωμένο από ό, τι το 2009-2011 και η μουσική του “δεν υπάρχει εναλλακτική λύση (ΤΙΝΑ)” ακούγεται βαρύτερη από ποτέ».
Ήδη παρόλο το πρώτο μούδιασμα του κόσμου που έχουν δημιουργήσει αφενός τα μέτρα απομόνωσης αλλά και ο λογικός φόβος ραγδαίας εξάπλωσης του ιού, εργαζόμενοι σε διάφορους κλάδους βγαίνουν σε κινητοποιήσεις για την εφαρμογή μέτρων προστασίας της υγείας τους. Ο Nick Perry, οδηγός της μεταφορικές UPS, γράφει ότι «ο εργοδότης μου δεν ανησυχεί για την έκθεσή μου στον ιό. Στην πραγματικότητα, είναι ενθουσιασμένοι για όλες τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που έχει φέρει... Αλληλεπιδρώ με 75-100 άτομα καθημερινά. 300-500 πακέτα περνούν μέσα από τα χέρια μου κάθε μέρα. Ανοίγω δεν ξέρω και γω πόσα πόμολα και ακουμπάω σε ακόμη περισσότερα κιγκλιδώματα. Δύο χιλιάδες άνθρωποι περνούν την πόρτα της δουλειάς καθημερινά, την οποία πρέπει να σπρώχνουμε με το σώμα μας και όλα αυτά γίνονται χωρίς τη παραμικρή φροντίδα του αφεντικού μου να απολυμαίνει οτιδήποτε».
Αυτή η στάση προκλητικής αδιαφορίας της εργοδοσίας έχει προκαλέσει ένα πρώτο κύμα προειδοποιητικών απεργιών σε εργοστάσια αυτοκινητοβιομηχανίας, σε γεωργικές μονάδες, fast food (MacDonalds και Starbucks), σε δημόσιες συγκοινωνίες και τελευταία στην Amazon. Οι περισσότερες από αυτές είναι οργανωμένες από τα κάτω, από τους ίδιους τους απεργούς, χρησιμοποιώντας τα συμπεράσματα που έχουν βγεί από τις απεργίες των δασκάλων, νοσοκόμων και εργαζομένων στα πανεπιστήμια τα τελευταία δύο χρόνια. Μικρές διαδηλώσεις (όσο είναι δυνατόν με βάση τα μέτρα) έχουν γίνει επίσης για τον απεγκλωβισμό των μεταναστών απο τα κέντρα κράτησης σε Καλιφόρνια και Νιου Τζέρσεϊ.
Ταυτόχρονα, εκατομμύρια απλών ανθρώπων δημιουργούν παντού ομάδες αλληλεγγύης για την στήριξη των γειτόνων τους, ηλικιωμένων και άλλων που χρειάζονται κάποια βοήθεια, παρά την καραντίνα και τις εντολές «απομόνωσης». Και με τα σχολεία κλειστά (όπως ανακοινώθηκε σήμερα, η χρονιά σχεδόν σίγουρα τελείωσε), εκπαιδευτικοί σε αρκετές περιφέρειες συγκροτούν «δίκτυα συνεργασίας και συλλογικής δράσης με γονείς και μαθητές» συνεχίζοντας με διαδικτυακά μαθήματα και άλλες online δραστηριότητες, διατηρώντας σχέσεις με τους μαθητές τους για την καταπολέμηση της απομόνωσης και του άγχους, και συνεργάζονται όπου είναι εφικτό με τη διεύθυνση των σχολείων για την προετοιμασία και παράδοση δωρεάν γευμάτων στους μαθητές και τις οικογένειές τους κάθε μέρα. Μέσα απ’ όλες αυτές τις δράσεις αλληλεγγύης του κόσμου απο τα κάτω, ζωντανεύουν οι ιδέες για οργάνωση, αναδεικνύεται η προτεραιότητα των αναγκών της κοινωνίας απέναντι στο ιδεολόγημα της «λογικής της αγοράς» και του κέρδους, καλλιεργείται το έδαφος για την ανάπτυξη σοσιαλιστικών ιδεών.
Η Naomi Klein, στο βιβλίο της «Το Δόγμα του Σοκ» έχει γράψει για το πώς οι κυρίαρχες τάξεις έχουν χρησιμοποιήσει κοινωνικές καταστροφές για να εφαρμόσουν πολιτικές που επιτρέπουν την ιδιωτική λεηλασία. Αλλά έχει επίσης γράψει ότι, σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, δημιουργούνται επίσης οι ευκαιρίες για τους απλούς ανθρώπους να μεταμορφώσουν τις συνθήκες ζωής τους με τρόπους που ωφελούν την ανθρωπότητα. Οι ταξικές προτεραιότητες της υπαρκτής κοινωνίας θα ενισχύσουν την εξάπλωση αυτού του ιού, εκτός εάν τεθούν αμέσα στο τραπέζι δραματικές και μέχρι πρότινος αδιανόητες λύσεις. Στις ΗΠΑ αυτές οι αναγκαίες άμεσες και δραματικές λύσεις έχουν βρεί στην παρούσα φάση πολιτική έκφραση για εκατομμύρια κόσμου μέσα από την καμπάνια του Μπέρνι Σάντερς. Η καμπάνια του Σάντερς είναι ένα «σημείο εισόδου» σε αυτήν τη συζήτηση για όλον αυτόν τον κόσμο. Έχει αναδείξει μια δημόσια διάθεση, ακόμη και επιθυμία, για τεράστιες δημόσιες δαπάνες και νέα προγράμματα. Αυτές οι επιθυμίες δεν μεταφράστηκαν σε ψήφους στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών επειδή η καμπάνια Σάντερς φάνηκε σαν μια παρακινδυνευμένη προσπάθεια που θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια άλλα τέσσερα χρόνια Τραμπ. Αλλά η ραγδαία αυξανόμενη κρίση του covid-19 αλλάζει όλον αυτό το συλλογισμό. Καθώς ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι ανακοινώνουν καθημερινά νέα πακέτα βοήθειας τρισεκατομμυρίων δολαρίων, δεν στέκει πλέον η απάντηση, απέναντι στην απαίτηση του κόσμου για δημόσια και δωρεάν υγεία, «Πώς θα μπορέσουμε να πληρώσουμε γι' αυτό;». Πώς γίνεται να ΜΗΝ μπορούμε να πληρώσουμε γι’ αυτό; Τώρα είναι η στιγμή να ξαναφτιάξουμε την κοινωνία μας εκ νέου.