Από τη χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο του Κορδάτου «Η κοινωνική σημασία της επανάστασης του 1821» (1927) και έσπασε τη μονοκρατορία της εθνικής μυθολογίας, το 1821 συνδέθηκε με τον αντικατοχικό αγώνα του ΕΑΜ και στη συνέχεια με έναν αριστερό λαϊκισμό που πάντα είχε σαν κύριους εχθρούς τους ξένους, την εξάρτηση και τον ιμπεριαλισμό.

Όμως τι  νόημα έχει σήμερα αυτή η σχέση; Κατά τη γνώμη μας, η Αριστερά έχει δύο θεμιτούς στόχους μπροστά της. Ο πρώτος είναι θετικός. Η Αριστερά έχει υποχρέωση να μάθει, να κατανοήσει και να αποτιμήσει το πρώτο ρεύμα ριζοσπαστισμού στον βαλκανικό χώρο, που ήταν ο ελληνικός διαφωτισμός με τα κηρύγματά του αλλά και τις δημοκρατικές συνταγματικές κατακτήσεις  της επανάστασης. Μπορούμε να το πούμε και διαφορετικά: ο Ρήγας Φεραίος (1757-1798), ο ριζοσπάστης δημοκράτης και φίλος της Γαλλικής Επανάστασης, ανήκει στην  ελληνική και βαλκανική Αριστερά και όχι στην ελληνική άρχουσα τάξη.

Ο δεύτερος είναι αρνητικός αλλά κρίσιμης σημασίας. Η Αριστερά πρέπει να ξεσκεπάσει και να αποκαλύψει τα ψεύδη και τις ατιμίες που εξιστορούνται  για την επανάσταση του 1821, γιατί πάνω τους θεμελιώνεται ένα μεγάλο μέρος της νομιμοποίησης της σημερινής εξουσίας στη χώρα μας: για τη διαχρονική συνέχεια του ελληνισμού, για την  ανωτερότητα της ελληνικής φυλής και του ρόλου να μεταδίδει τον πολιτισμό στους βαρβάρους, για την εθνική  προσφορά του ορθόδοξου ιερατείου κλπ.

Ζητήματα μεθόδου

Ακριβώς σ’ αυτό το πλαίσιο εκδίδεται το βιβλίο του Γιάννη Μηλιού «1821: Ιχνηλατώντας το Εθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα». Ο Γιάννης Μηλιός είναι κοινωνικός επιστήμονας και ακαδημαϊκός με βασικό ενδιαφέρον τη μαρξιστική πολιτική οικονομία. Έχει εκδώσει πολλά βιβλία. Το τελευταίο του ήταν «Βενετία: Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα. Πραγματεία για τον καπιταλισμό και τη διαδικασία γένεσής του». Επίσης είναι ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού «Θέσεις» από το 1983.

Από την εισαγωγή ακόμα, ο Γ.Μ. παίρνει θέση σε δύο, προκαταρκτικά μεν, αλλα πολύ βασικά  ζητήματα. Το πρώτο είναι για την «ιδεολογική χρήση της ιστορίας», δηλαδή την ατεκμηρίωτη ιστοριογραφία για σκοπούς έξω από το χώρο της επιστήμης. Στους παλιούς καλούς καιρούς των βασιλιάδων, λεγόταν «αυλική ιστορία» ή «ιστορία κατά παραγγελία». Τέτοια είναι η κυρίαρχη ιστορική γραμμή για το 1821 που έχει άξονα τους μύθους για την «ύψωση της σημαίας στην Αγία Λαύρα», το «Κρυφό σχολειό» κλπ.

Το δεύτερο ζήτημα είναι το κριτήριο των πηγών. Αν και το βιβλίο του Γ.Μ. είναι εξαιρετικά πλούσιο σε πρωτογενείς πηγές και μάλιστα από αντίθετους προσανατολισμούς, το κεντρικό ερώτημα για την κατανόηση και την ανάλυση της επανάστασης του 1821, έχει να κάνει με τα λεγόμενα «απομνημονεύματα των αγωνιστών» και την αξία τους. Για τον Γ.Μ. έχουν δευτερεύουσα σημασία. Ήδη ο καθηγητής ιστορίας Θ. Βερέμης έχει αποκαθηλώσει τα γραπτά του Μακρυγιάννη (τα πιο γνωστά και δημοφιλή από τα απομνημονεύματα) που βρίθουν από υβρεολόγιο για τους άλλους αγωνιστές και ανακρίβειες («Καθημερινή» 30/1/21). Η κυρίαρχη όμως τάση της ιστοριογραφίας επικεντρώνεται ακόμη στην άγνωστη και γνωστή προσωπική ζωή των αγωνιστών.

Για τον Γ.Μ. η επανάσταση του 1821 μπορεί να γίνει κατανοητή (το περιεχόμενο της και οι κοινωνικές δυνάμεις που την πραγματοποίησαν) κυρίως από τους θεσμούς  της  και τα δημόσια κείμενά της, δηλαδή τα συντάγματα, οι αποφάσεις κλπ. των διάφορων οργάνων της.

Το βιβλίο του Γ.Μ. είναι χωρισμένο σε τρία νοηματικά κέντρα: έθνος, κράτος και Μεγάλη Ιδέα. Θα μπορούσαμε να πούμε,  ότι οι θέσεις που θέλει να υποστηρίξει ο Γ.Μ. πολύ σχηματικά είναι: Πρώτο, ότι  η επανάσταση του 1821 είναι κοινωνική (αστική) και αποτελεί τεράστια  τομή στην ιστορία των Βαλκανίων. Δεύτερο, για το συνταγματικό δημοκρατικό χαρακτήρα της επανάστασης, ο κύριος  παράγοντας  ήταν οι εσωτερικοί πόλεμοι και ανταγωνισμοί. Τρίτο, ο εθνικισμός της επανάστασης δεν είχε μόνο απελευθερωτικά χαρακτηριστικά αλλά και μια «σκοτεινή» πλευρά, αυτή της κατάκτησης και της επέκτασης, τη «Μεγάλη Ιδέα».

Η συγκρότηση του ελληνικού έθνους

Για τον Γ.Μ. είναι  κομβικής σημασίας η «εθνική πολιτικοποίηση» των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Υπέδαφος για τη διαμόρφωση της ελληνικής  εθνικής συνείδησης στις πλατιές μάζες (και όχι μόνο στη διανόηση) αποτέλεσαν οι διεργασίες και διαδικασίες ενοποίησης οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής, πληθυσμών και περιοχών. Αυτή η ενοποιητική διαδικασία συνδέθηκε με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, τα εμπορικά  και γλωσσικά δίκτυα (ή κάθε είδους δίκτυα μεσολάβησης).

Αυτό το σχήμα της ανάλυσης έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με τις φυλετικές και ψυχολογικές θεωρίες για το έθνος. Υπερβαίνει όμως και τον στατικό και άκαμπτο  χαρακτήρα του ορισμού του Στάλιν (1913) για το έθνος (…είναι η σταθερή κοινότητα ανθρώπων που εμφανίσθηκε πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού…). Μπορεί επίσης να εξηγήσει πειστικά τη ρευστότητα και την ασάφεια, για αρκετά χρόνια μετά την επανάσταση, της ταυτότητας του Έλληνα πολίτη.

Ποιος είναι όμως ο οικονομικός μηχανισμός της εθνικής κινητοποίησης; Ο Γ.Μ. αξιοποιεί ένα πολύ χαρακτηριστικό κείμενο του Ένγκελς για να δείξει την εκκίνηση της διαδικασίας: «…αντίθετα το εμπόριο των Ελλήνων άνθιζε τόσο γρήγορα και είχε γίνει τόσο σημαντικό... ώστε να μην μπορεί πλέον να ανεχθεί την τουρκική κυριαρχία. Πραγματικά η τουρκική και όπως κάθε ανατολική κυριαρχία  είναι ασυμβίβαστη με την καπιταλιστική κοινωνία. Η αποκτώμενη υπεραξία δεν μπορεί να διαφυλαχθεί από τους ληστρικούς σατράπες και πασάδες. Απουσιάζει η πρώτη θεμελιακή συνθήκη του αστικού κέρδους: η ασφάλεια του εμπορευόμενου προσώπου και της ιδιοκτησίας του…». Αυτή ήταν η άμεση αντικειμενική προϋπόθεση της επανάστασης. Η ίδια η επανάσταση όμως, σαν συνειδητή υποκειμενική δράση, ήταν κάτι διαφορετικό.

Κράτος και επανάσταση

Η επανάσταση από το ξεκίνημά της συνάντησε τους θανάσιμους εχθρούς της: την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το ιερατείο και την Ιερά Συμμαχία. Η  εχθρότητα και το μίσος του ορθόδοξου ιερατείου, που ταυτόχρονα δήλωνε την πλήρη υποταγή του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ξεπερνούσε κάθε όριο. Το Μάρτιο του 1821, δύο πατριάρχες, ο Οικουμενικός και των Ιεροσολύμων, καταδίκασαν με εγκύκλιό τους την επανάσταση του Υψηλάντη στις Ηγεμονίες και σύστηναν: «...οι ορθόδοξοι χριστιανοί πρέπει… κάθεν υποταγήν και ευπείθειαν εις αυτήν την θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένην κραταιάν και αήττητον  Βασιλεία…». Αλλά ακόμη και από το 1798 κυκλοφορούσε η «Διδασκαλία Πατρική…» σε μια πολεμική ενάντια στον Ρήγα και το διαφωτισμό που  καλούσε σε «…απαρασάλευτον την υποταγήν εις την πολιτική διοίκησιν, όπου σας χαρίζει όσα αναγκαία μόνον εις την παρούσαν ζωήν και το τιμιώτερον απ’ όλα, όπου δεν προξενεί κανένα εμπόδιον ή βλάβη εις την ψυχικήν σας σωτηρία…».

Βεβαίως ούτε οι ευρωπαϊκές μοναρχίες επέδειξαν την παραμικρή ανοχή. Το 1822, στη σύνοδο της Βερόνα, απόφασίζουν ότι:  «Οι άνακτες έχοντες σταθεράν απόφασιν να απωθήσωσι την αρχήν της επαναστάσεως καθ’ οποίον μέρος και εν οποία μορφή και αν εφαίνετο, έσπευσαν να την καταδικάσωσιν εκ συμφώνου, ασχολούμενοι δε αμεταθέτως εις το έργον της κοινής φροντίδος των, αντέκρουσαν παν ότι εδύνατο να τους παρεκτρέψη της οδού των».

Η ανάλυση όμως του Γ.Μ. αναδεικνύει μια άλλη πλευρά εξίσου ενδιαφέρουσα. Από το 1821 μέχρι το 1824, που η επανάσταση νικούσε, οι θεσμοί που συγκρότησε και τα συντάγματα που καθιέρωσε, αντανακλούσαν μια ευρεία δημοκρατική συμμαχία. Κάτω από την ηγεσία των εμπόρων και των εφοπλιστών της εποχής και  της φιλελεύθερης διανόησης, η συμμαχία περιλάμβανε  τους φτωχούς αγρότες (που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού) και τη μικρή εργατική τάξη (κυρίως ναυτικοί). Αυτά τα συντάγματα ήταν τα πιο ρεπουμπλικανικά της εποχής τους και ήταν μια ανοικτή πρόκληση για το περιβάλλον μιας αντιδραστικής Ευρώπης, που κυριαρχούσε η Ιερά Συμμαχία. Ήταν όμως  επίσης αποτέλεσμα σκληρών εσωτερικών αντιπαραθέσεων και εμφυλίων πολέμων. Στους δύο εμφυλίους πολέμους (1823-24) σκοτώθηκαν περισσότεροι Ελληνες παρά στις συγκρούσεις με τους Οθωμανούς (Τ.Α. Σταματόπουλος: «0 εσωτερικός αγώνας», 1979). Ακόμη και ο πρύτανης της εθνικής ιστοριογραφίας, Κ. Παπαρηγόπουλος, έγραφε για στίφη ρουμελιωτών που εισέβαλλαν στην Πελοπόνησσο σαν σε ξένη χώρα κλπ («Ιστορία του ελληνικού έθνους», 1853). Για την εθνικιστική μυθολογία και τους εκπροσώπους της όμως, όπου «σύσσωμο το έθνος ξεσηκώθηκε ενάντια στους βαρβάρους για την ιδέα της ελευθερίας», οι εσωτερικοί αγώνες μέσα στην επανάσταση ή με άλλα λόγια η ταξική πάλη, αποτελούν σενάριο αντεθνικής συνωμοσίας.

Αλλά από το 1825, που αποβιβάζονται ο Ιμπραήμ και τα αιγυπτιακά στρατεύματα στην Πελοπόννησο, οι συνεχείς στρατιωτικές ήττες οδηγούν την επανάσταση στην υποχώρηση και την υπόκλισή της στις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Η μοίρα της καθορίζεται το 1827, με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου και την καταστροφή του αιγυπτιακού στόλου. Η νίκη όμως δεν ήταν δική της και αυτό σήμαινε την επιβολή του δικτάτορα Καποδίστρια (1828-31) και την προσωρινή έστω υποχώρηση του συνταγματικού ρεπουμπλικανισμού.

Από την επανάσταση στη Μεγάλη Ιδέα

Η ανάλυση  για τη Μεγάλη Ιδέα έχει  στον πυρήνα της την άποψη  ότι κατάγεται απευθείας από την ίδια την επανάσταση και ότι ο εθνικισμός (ο αστικοδημοκρατικός, όταν ακόμη η αστική τάξη ήταν προοδευτική και όχι αντιδραστική που είναι σήμερα) είχε δύο όψεις: την απελευθερωτική (η επανάσταση ενάντια σε μια αυτοκρατορία) αλλά και την καταπιεστική. Τώρα πια δεν αμφισβητείται από καμιά πλευρά (ακόμη και από τους φασίστες) ότι την περίοδο της επανάστασης εφαρμόστηκε μια πολιτική εθνοκάθαρσης σε πολλές περιοχές που υπήρχαν μουσουλμανικοί πληθυσμοί αλλά και εβραϊκές μειονότητες. Το παράδειγμα της Τρίπολης και της απελευθέρωσής της, τον Σεπτέμβριο του 1821, ήταν το πιο χαρακτηριστικό. Να πώς περιέγραφε ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του το γεγονός: «…το ασκέρι οπού ήτον μέσα, το Ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκαις, παιδιά και άντραις 32.000 μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτζάς. Ένας Υδραίος έσφαξε 90. Έλληνες εσκοτώθηκαν 100. Έτζι επήρε τέλος. Τελάλη να παύση ο σφαγμός…Το άλογο μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη…».

Για το Νίκο Πουλαντζά «οι γενοκτονίες είναι απεκβολές αυτών που γίνονται ξένα σώματα μέσα στο εθνικό έδαφος και στην εθνική ιστορία, αποκλειστικά έξω από τον χώρο και έξω από τον χρόνο». Αλλά αυτή είναι η εσωτερική λογική της συγκρότησης των εθνών-κρατών…

Στην προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης

Η «Πρωτοβουλία 1821-2021» έχει ένα δύσκολο έργο μπροστά της, όχι μόνο κάνοντας την ιστορική αποτίμηση μιας επανάστασης ή μιας εθνικής πορείας  διακοσίων χρόνων κάτω από την αστική ηγεσία, αλλά χαράσσοντας κάποιες αδρές γραμμές για το μέλλον. Το πιο πιθανό είναι να  ξαναδιατυπώσει τη θέση ότι «ο ελληνισμός είναι ο φάρος  του πολιτισμού  στην  ανθρωπότητα» κλπ. Μια χυδαιότητα που δεν της αξίζει ούτε η πιο φτηνή διαφήμιση.

Παρ’ όλα αυτά  οφείλουμε να  κάνουμε το έργο της Πρωτοβουλίας όσο γίνεται πιο δύσκολο. Γι’ αυτό υιοθετούμε τα συμπεράσματα του Γ. Σκληρού, το 1919, για την επανάσταση του 1821 και το ιστορικό μέλλον της ελληνικής κοινωνίας: «…αναφορικώς με την Ελλάδα είπαμε: 1) Η σημερινή Ελλάδα είναι ολωσδιόλου αστικό κράτος. 2) Η Ελληνική επανάσταση τότε μόνο μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, όταν τα αστικά στοιχεία του έθνους έφθασαν σε μεγάλη οικονομική ακμή και είχαν ξυπνημένο πια το εθνικό αίσθημα και την ιδέα της πατρίδας, που την είχαν ρίξει στη μέση οι αστικές επαναστάσεις της δυτικής Ευρώπης.   3) Η αστική μας τάξη έδειξε όλη της τη ζωτικότητα και το σφρίγος ενόσω πάλευε με ανώτερες τάξεις: Πρώτα με τους φεουδάλους Τούρκους και κατόπι με τους αριστοκράτες Βαυαρούς. Μόλις έμεινε όμως μόνη κυρίαρχη, χωρίς αντιπάλους, έπεσε σε στασιμότητα και σαπίλα. 4) Όλα τα φάρμακα που μας πρότειναν ως τα τώρα διάφοροι «ουτοπισταί» προς θεραπείαν της αστικής σαπίλας, έμειναν χωρίς κανένα αποτέλεσμα, γιατί ήταν αστικά φάρμακα κατά αστικής αρρώστειας. Μόνον «εργατικά, προλεταριακά» φάρμακα θα μπορέσουν να γιατρέψουν την αστική μας αρρώστεια…».

Γι’αυτό και μείς προτείνουμε τη μελέτη του βιβλίου του Γιάννη Μηλιού.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες