Συνέντευξη με τον Βαγγέλη Κουμαριανό, διδάσκoντα κοινωνικής ασφάλισης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τη συνέντευξη πήρε η ο Θάνος Λυκουργιάς.
Η Κυβέρνηση κατεβάζει νομοσχέδιο με τίτλο «ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά». Πώς σχεδιάζει να το κάνει αυτό;
Η κυβέρνηση σχεδιάζει την πλήρη ανατροπή της επικουρικής σύνταξης, όπως τη γνωρίζουμε στην Ελλάδα από το 1930. Το νομοσχέδιο σε διαβούλευση προβλέπει τη δημιουργία ενός Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Σύνταξης (ΤΕΚΑ) υποχρεωτικά για τους νέους και τις νέες που ασφαλίζονται για πρώτη φορά από το 2022 και προαιρετικά για όσους-ες είναι μέχρι 35 ετών.
Το νέο Ταμείο σχεδιάζεται να λειτουργεί κεφαλαιοποιητικά, δηλαδή οι εισφορές των νέων εργαζόμενων να διαμορφώνουν ένα ατομικό λογαριασμό με ατομικό συνταξιοδοτικό κεφάλαιο, να επενδύονται στην εγχώρια αγορά χρήματος και άλλες αγορές στο εξωτερικό, και να ρευστοποιούνται κατά την περίοδο συνταξιοδότησης. Διαμορφώνεται έτσι μια σύνταξη à la carte, μία σύνταξη-κουμπαράς σε αντικατάσταση του κοινωνικού δικαιώματος σε αξιοπρεπή διαβίωση κατά την περίοδο συνταξιοδότησης.
Το ΤΕΚΑ θα διαχειρίζεται τις επενδύσεις του και θα αναθέτει την εξωτερική διαχείριση τμήματος ή/και περισσότερων κατηγοριών επενδύσεων (ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ.), σε έναν ή περισσότερους εξωτερικούς διαχειριστές. Εκτός από ιδιωτικοποίηση του κινδύνου επάρκειας σύνταξης έχουμε και ιδιωτικοποίηση της λειτουργίας με μια μορφή ΣΔΙΤ. Φαινομενικά, οι σημερινοί εργαζόμενοι δεν αλλάζουν τρόπο ασφάλισης, παρόλα αυτά οι αλλαγή μοντέλου επηρεάζει καθοριστικά το μέλλον των ασφαλισμένων του ΕΤΕΑΕΠ.
Η εγγύηση της πραγματικής αξίας των εισφορών που έχουν καταβληθεί δεν αποτελεί κάποιου είδους εξασφάλιση για τους μελλοντικούς συνταξιούχους του ΤΕΚΑ;
Το νομοσχέδιο παρουσιάζεται να συνοδεύεται από εγγυήσεις αλλά αυτές δεν διασφαλίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας. Συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά σε ελάχιστη επικουρική σύνταξη, αλλά υπάρχει μόνο εγγύηση του ονομαστικού ποσού των εισφορών που έχουν καταβληθεί. Η επικουρική θα υπολογίζεται με αναφορά σε αυτό το ελάχιστο ποσό των καταβληθεισών εισφορών, αποκλείοντας τις αρνητικές αποδόσεις, περιορίζοντας έναν πιστωτικό κίνδυνο που έχει αποκλειστεί από τις υπεραισιόδοξες υποθέσεις εργασίας μέχρι το 2070.
Ο κίνδυνος να έχει κάποια-ος χαμηλούς μισθούς, μεγάλα διαστήματα ανεργίας, δηλαδή ο κίνδυνος να έχει κάποιος ανεπαρκές κεφάλαιο θα βαρύνει τους νέους και τις νέες του νέου Ταμείου. Ο δημογραφικός κίνδυνος αύξησης του προσδόκιμου ζωής θα βαρύνει τους νέους ασφαλισμένους των οποίων το «εγγυημένο» συνταξιοδοτικό κεφάλαιο θα οδηγεί σε ελάχιστες επικουρικές συντάξεις. Μόνη λύση σε αυτό το μοντέλο θα είναι ατομική, δηλαδή η ελεύθερη επιλογή να συνεχίσεις να δουλεύεις μέχρι τα 70 για να έχεις ένα βιώσιμο εισόδημα στη σύνταξη. Αυτή η ελεύθερη επιλογή δεν παρέχεται όμως σε όλες και όλους, αυτό το καταλαβαίνουν πολύ καλά οι υποψήφιοι ασφαλισμένοι του ΤΕΚΑ.
Επομένως το προτεινόμενο μοντέλο είναι ένα μοντέλο άρσης των εγγυήσεων δεν υπάρχει ούτε ελάχιστη επικουρική σύνταξη, ούτε ελάχιστο ποσοστό αναπλήρωσης μισθών. Η κρατική εγγύηση περιορίζεται στη διαδικασία και όχι σε ένα ελάχιστο αποτέλεσμα. Το Κράτος εγγυάται μη αρνητικές αποδόσεις αλλά δεν εγγυάται μία στοιχειώδη σύνταξη.
Η οικονομική μελέτη του ΙΟΒΕ ισχυρίζεται ότι έτσι θα ενισχυθεί το κίνητρο για ασφάλιση και η διαγενεακή αλληλεγγύη. Πώς θα γίνει αυτό;
Ως διαγενεακή αλληλεγγύη ορίζεται η εξατομίκευση της ασφάλισης με όρους υποχρεωτικής ιδιωτικής επένδυσης, η δημιουργία ενός στεγανού νέου Ταμείου από τα βάρη στήριξης των παλιότερων γενεών, η εφαρμογή της αρχής ό,τι δώσεις θα πάρεις. Η διαγενεακή ίση ανταπόδοση βασίζεται στην αρχή ότι κάθε γενιά θα πρέπει να λαμβάνει αναλογικά με την εισφοροδοτική της προσπάθεια. Κάθε γενιά πρέπει να πληρώνει για τον εαυτό της, όπως αρχίζουν να λένε τα σχετικά think tanks tων ΗΠΑ , στις αρχές του 1980, ιδίως για τις δημόσιες δαπάνες συντάξεων και υγείας.
Αυτού του είδους η διαγενεακή αλληλεγγύη είναι η κατάργηση της συμβιωτικής αλληλεξάρτησης των εργαζομένων όλων των ηλικιών και η αυτο-προστασία δια της ατομικής περιουσίας. Πρόκειται για την τεχνητή αντιπαράθεση ηλικιακών κατηγοριών για αποφύγουν την πραγματική αντιπαράθεση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, για να κρύψουν τις κοινωνικές ανισότητες που δεν ενδιαφέρονται για την ηλικία.
Όσον αφορά το κίνητρο για την ασφάλιση, η άποψη αυτή βασίζεται στο ότι η ανασφάλιστη εργασία δεν βασίζεται στη μείωση του κόστους από τους εργοδότες, στη διαπραγματευτική αδυναμία των εργαζόμενων και την έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών. Αντίθετα, η κυβέρνηση πιστεύει ότι οφείλεται στην απουσία (αντι) κινήτρων για τους εργαζόμενους. Οπότε η στενή σύνδεση εισφοράς-παροχής αποτελεί για αυτούς τη μόνη λύση που επίσημα καθιστά υπεύθυνους τους εργαζόμενους, στην πράξη καθιστά ανεύθυνη την πολιτική ελέγχων. Με έναν εξόχως υποκριτικό τρόπο, αυτοί που προωθούν την ευελιξία της εργασίας καταδικάζουν την απόλυτη μορφή «ευελιξίας».
Πώς αξιολογείς το γεγονός ότι οι νέοι ασφαλισμένοι θα πρέπει να επιλέγουν τον τρόπο επένδυσης των εισφορών τους;
Οι ασφαλισμένοι-ες οφείλουν να επιλέγουν επενδυτικό πακέτο ανάλογα με το βαθμό επενδυτικού ρίσκου που ταιριάζει «στις προσωποποιημένες ανάγκες τους» διαμορφώνοντας κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου μια επενδυτική πολιτική για τις εισφορές επικουρικής ασφάλισης. Είναι μια επιλογή ακραίας εξατομίκευσης και διακινδύνευσης. Διαμορφώνεται ένα θεσμικό πλαίσιο ατομικής ελευθερίας και ατομικής επιλογής, σύμφωνα με το οποίο οι νέοι εργαζόμενοι δεν θα είναι αντιμέτωποι μόνο με την επισφάλεια της εργασίας αλλά και με την επισφάλεια της προστασίας. Η κυβέρνηση τους αντιμετωπίζει σαν επενδυτές του κεφαλαίου τους που οφείλουν να αναπτύξουν συντηρητική, ισορροπημένη ή επιθετική επενδυτική τακτική. Ατομική ελευθερία στην κοινωνική προστασία σημαίνει αφ› ενός αποδυνάμωση του καθήκοντος αλληλεγγύης, αφετέρου σημαίνει ατομική ευθύνη. Η λάθος επένδυση, ιδίως στα τελευταία έτη του ασφαλιστικού βίου, μπορεί να μας οδηγήσει στη φτώχεια με δική μας ευθύνη.
Πρέπει να γίνουμε προνοητικοί, ενημερωμένοι, συνετοί και τολμηροί. Η εικόνα του επενδυτή-μεροκαματιάρη, του σερβιτόρου υποψήφιου διδάκτορα που ελπίζει να έχουν καλές αποδόσεις τα αμοιβαία κεφάλαια στο Σίτυ του Λονδίνου μέχρι να βγει στη σύνταξη στοχεύει σε μία μορφή πειθάρχησης όχι μόνο στον εργοδότη αλλά συνολικά στις αγορές. Η ανάπτυξη και η προαγωγή του επιπέδου των χρηματοοικονομικών γνώσεων (financial literacy) μας καλεί να σκεφτούμε σαν κεφαλαιούχοι, παρότι δεν ρισκάρουμε τα κεφάλαιά μας αλλά διακινδυνεύουμε το κεφάλι μας.
Τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων κεφαλαιοποίησης των συντάξεων δεν ήταν συνολικά αρνητικά;
Υπάρχει η ακλόνητη πίστη ότι οι μεταρρυθμίσεις θα φέρουν την ανάπτυξη, την απασχόληση και την ευημερία, όπως εμφανίζονται στις μελέτες του ΙΟΒΕ και στην Έκθεση Πισσαρίδη. Στην πράξη, συνολικά ο λογαριασμός είναι ιδιαίτερα αρνητικός, η εμπειρία διαψεύδει τις νεοφιλελεύθερες προβλέψεις. Χαρακτηριστικά, το 2019 συλλογική μελέτη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, κατά την περίοδο 1981-2018, έδειξε ότι 18 από τις 30 χώρες που είχαν ιδιωτικοποιήσει και κεφαλαιοποιήσει τα συνταξιοδοτικά τους συστήματα υπαναχώρησαν ή πάγωσαν τη διαδικασία.
Αντί να ενισχυθεί το κίνητρο ασφάλισης μειώθηκε το ποσοστό κάλυψης του εργαζόμενου πληθυσμού. Μαζί με αυτό, μειώθηκαν συνολικά οι συνταξιοδοτικές παροχές και αυξήθηκαν οι εισοδηματικές ανισότητες και η ανισότητα προστασίας μεταξύ των φύλων λόγω της ενισχυμένης ατομικής ανταπόδοσης. Ταυτόχρονα, οι φορολογούμενοι κλήθηκαν να πληρώσουν ακριβά το λογαριασμό της μετάβασης και εκτινάχθηκαν τα κόστη διαχείρισης των κεφαλαιοποιητικών ταμείων. Συνολικά, παρατηρούμε τη διάψευση των κοινωνικών και διαχειριστικών στόχων. Μόνος κερδισμένος, σύμφωνα με τη μελέτη της ΔΟΕ, ο ασφαλιστικός κλάδος που διαχειρίζεται τα κεφάλαια αυτά.
Αναφέρθηκες σε κόστος μετάβασης. Ποιο είναι το κόστος μετάβασης και πώς προβλέπεται να χρηματοδοτηθεί;
Κόστος μετάβασης αποτελείται η ανάγκη επιπλέον χρηματοδότησης λόγω της μακροπρόθεσμης μετάβασης σε ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Οι νέοι ασφαλισμένοι του νέου κεφαλαιοποιητικού Ταμείου δεν θα καταβάλλουν πλέον εισφορές για τις σημερινές συντάξεις αλλά θα κεφαλαιοποιούν για το μέλλον τους. Όπως προειδοποιούν οι Drahokoupil και Domonkos από το 2012, στις χώρες που ιδιωτικοποιήθηκαν οι συντάξεις το ζήτημα του κόστους μετάβασης έγινε μόνο εκ των υστέρων και σταδιακά αντιληπτό, ενώ οι εκτιμήσεις για το ύψος του αποδείχθηκαν υπερβολικά αισιόδοξες. Ο αρμόδιος υφυπουργός στην Ελλάδα αναφέρεται σε ένα κόστος 56 δισ. ευρώ αλλά ήδη υπάρχουν εκτιμήσεις, που συντηρητικά μιλούν για κόστος τουλάχιστον 75 δισ. ευρώ, όπως αυτές των Ρομπόλη και Μπέτση. Η προσωρινή εμπλοκή με την έγκριση του νομοσχεδίου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνδέεται με την υποεκτίμηση της άυξησης του κενού χρηματοδότησης και του δημόσιου χρέους.
Το κόστος χρηματοδότησης αυτής της μετάβασης θα αυξάνει χρόνο με το χρόνο, γιατί το υπάρχον σύστημα επικούρησης θα έχει όλο και λιγότερους εργαζόμενους-χρηματοδότες. Για το καλό της τροφοδότησης των χρηματαγορών από την εργασία των νέων, θα κληθεί να χρηματοδοτήσει αυτό το ετήσιο έλλειμμα ο φορολογούμενος πολίτης σήμερα, ο φορολογούμενος πολίτης αύριο (στην περίπτωση δημόσιου δανεισμού) ή ο συνταξιούχος, του οποίου αργά ή γρήγορα θα μειώνεται η σύνταξη λόγω ανεπάρκειας φορολόγησης. Κατά κανόνα, χρησιμοποιείται ένας συνδυασμός φορολογίας, δανεισμού και περικοπών.
Καθώς όλα δείχνουν οδηγούμαστε σε νέα κρίση. Δεν είναι αντιφατικό ότι η μετάβαση επιχειρείται να γίνει σε αυτή τη συγκυρία;
Ο Mario Draghi, ένας τεχνοκράτης πολιτικός που έχει ταυτίσει την δράση με τους κανόνες δημοσιονομικής διαχείρισης της ΕΕ, εν καιρώ πανδημίας παρενέβη για να σηματοδοτήσει την ανάγκη «αλλαγής πλεύσης» σχετικά με την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, ώστε το δημόσιο να απορροφήσει τις απώλειες του ιδιωτικού τομέα. Με γνώμονα την ενίσχυση των νέων γενεών ο Draghi προτείνει να διακρίνουμε μεταξύ «καλού-παραγωγικού» και «κακού-μη παραγωγικού» δημόσιου χρέους, διάκριση που παραπέμπει σε δομικές μεταρρυθμίσεις μείωσης του δημόσιου και αύξησης του ιδιωτικού τομέα στις συντάξεις στο όνομα της «διαγενεακής ισότητας».
Η Έκθεση Πισσαρίδη το 2020 έθεσε ως στόχο για την κοινωνική ασφάλιση να λειτουργεί ως μοχλός ανάπτυξης. Η αντιμεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα από το 2010 γίνεται στο όνομα του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων. Επειδή το δημόσιο χρέος για τα κοινωνικά δικαιώματα συνιστά εμπόδιο στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα, πρόκειται για ένα «κακό» δημόσιο χρέος. Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, το κόστος μετάβασης από το διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι ένα «καλό» δημόσιο χρέος, γιατί υποτίθεται ότι συμβάλλει στην ανάπτυξη των χρηματαγορών. Στην πράξη, είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη μεταρρύθμιση που μπορεί να εξηγηθεί μόνο ως ενίσχυση των ασφαλιστικών και επενδυτικών εταιρειών.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά