Η δολοφονία της Ζίνα (Μάχσα) Αμινί, μετά τη σύλληψή της από την «αστυνομία ηθών» του καθεστώτος στην Τεχεράνη στις 15 Σεπτεμβρίου 2022, επειδή φέρεται να μην τήρησε τους αυστηρούς ιρανικούς κώδικες χιτζάμπ, προκάλεσε κύμα δημόσιας διαμαρτυρίας που συνεχίζει να εξαπλώνεται σε όλο το Ιράν.

Η Ζίνα οδηγήθηκε αρχικά στο κέντρο κράτησης Βοζάρα της Τεχεράνης για «μαθήματα αναμόρφωσης». Μέσα σε λίγες ώρες, ωστόσο, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο αφού παρουσίασε συμπτώματα διάσεισης. Σύντομα έπεσε σε κώμα και πέθανε δύο ημέρες αργότερα. Υπάρχουν πολλές υποψίες ότι ο θάνατός της προκλήθηκε από επανειλημμένα χτυπήματα στο κεφάλι. Οι ιρανικές αρχές επιμένουν ότι ο θάνατός της ήταν αποτέλεσμα «καρδιακής προσβολής», έναν ισχυρισμό που η οικογένειά της απορρίπτει ως παράλογο, δεδομένου ότι η Ζίνα ήταν μια 22χρονη υγιής γυναίκα χωρίς γνωστές ιατρικές παθήσεις. Στις 17 Σεπτεμβρίου, η σορός της μεταφέρθηκε στο Σακκέζ, τον τόπο κατοικίας της στη βορειοδυτική επαρχία Κουρδιστάν του Ιράν, ως μέσο κατευνασμού της λαϊκής αναταραχής στην Τεχεράνη. Παρ’ όλα τα μέτρα ασφαλείας που έλαβε το καθεστώς, η κηδεία της έγινε η αφορμή για μαζική εξέγερση που γρήγορα εξαπλώθηκε σε γειτονικές πόλεις –μεταξύ άλλων στις πόλεις Σαναντάτζ, Μαχαμπάντ, Μαριβάν, Ντιβάν Νταρέ, Μπουκάν και Παβέχ– την επόμενη ημέρα.

Το κίνημα των διαδηλώσεων εξαπλώθηκε γρήγορα πέρα από την επαρχία του Κουρδιστάν, καθιστώντας σαφές ότι ο κόσμος σε όλο το Ιράν βλέπει το θάνατο της Ζίνα και τους καταπιεστικούς νόμους περί ηθικής του καθεστώτος ως ενδεικτικά της αυξανόμενης έντασης της καταπίεσης, της διαφθοράς και της φτώχειας που επιβάλλει ένα «στρατιωτικοποιημένο και πατριαρχικό καπιταλιστικό»1 κράτος, το οποίο έχει προκαλέσει μια σειρά διαδηλώσεων τα τελευταία πέντε χρόνια. Άνθρωποι σε κάθε μέρος του Ιράν, όπως η Τεχεράνη, το Ραστ, το Σάρι, το Γκαζβίν (στο βόρειο Ιράν), το Αράκ και το Ισφαχάν (κεντρικά), το Μασχάντ (βορειοανατολικά), η Ταμπρίζ (βορειοδυτικά), το Χοράμ Αμπάντ (δυτικά), το Κερμάν (νοτιοανατολικά), το Σιράζ, το Μπαντάρ Αμπάς και το Κις (νότια) έχουν οργανώσει διαδηλώσεις κατά της δολοφονίας της Ζίνα, και ο αριθμός των πόλεων που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις αυξάνεται καθημερινά.

Ανακοινώσεις σχετικά με την ώρα και τον τόπο των διαδηλώσεων έχουν αναρτηθεί σε φόρουμ, συμπεριλαμβανομένων των αριστερών καναλιών στο Telegram, στο Instagram και στο Twitter, όπως το Sarkhat2 και το Sedaye Mahi Siah,3 για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να οργανωθούν και να τους δώσουν τη δυνατότητα να δημοσιεύσουν βίντεο και φωτογραφίες από τις καθημερινές διαδηλώσεις. Φοιτητές στα περισσότερα πανεπιστήμια της Τεχεράνης, συμπεριλαμβανομένων των Σαχίντ Μπεχεστί, Αλαμέ, Σαν’άτι Σαρίφ, Ταρμπιάτ Μονταρές, Αμιρκαμπίρ και Αλ Ζάχρα, καθώς και πανεπιστήμια σε μεγάλες πόλεις όπως στο Γιαζντ, το Ισφαχάν, το Καράτζ και την Ταμπρίζ, οργάνωσαν και συνεχίζουν διαμαρτυρίες στις πανεπιστημιουπόλεις. Επιπλέον, πολλές διάσημες προσωπικότητες έχουν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους για την υφιστάμενη καταστολή, εμφανιζόμενες ανοιχτά σε διεθνείς πλατφόρμες και διαδικτυακούς τόπους. Τα σόρα (συμβούλια) των καθηγητών και των εργαζομένων έχουν καταγγείλει τα καταπιεστικά μέτρα του καθεστώτος με δημόσιες δηλώσεις. Είναι ενδιαφέρον ότι ένας σημαντικός αριθμός θρησκευόμενων οικογενειών, καλυμμένων (με χιτζάμπ) γυναικών και ακόμη και κληρικών έχουν ζητήσει την ανάκληση των νόμων που επιβάλλουν το υποχρεωτικό χιτζάμπ.

Τα συνθήματα που επινόησαν οι διαδηλωτές δείχνουν αρκετά καθαρά τις συνδέσεις μεταξύ των σημερινών διαδηλώσεων και μιας σειράς εξεγέρσεων το 2017 και το 2019, οι οποίες πυροδοτήθηκαν από την κατάργηση των κρατικών επιδοτήσεων σε πετρελαιοειδή και βασικά τρόφιμα, καθώς και από παλαιότερες διαδηλώσεις κατά του υποχρεωτικού χιτζάμπ, αρχικά, αμέσως μετά την επανάσταση του 1979, και αργότερα το 2017 σε ένα κίνημα γνωστό ως «Τα κορίτσια της οδού Ενκελάμπ (Επανάσταση)».

Οι γυναίκες αντιστέκονται στην εργαλειοποίηση του σώματός τους για την εξυπηρέτηση του κυρίαρχου καθεστώτος και για την προώθηση των ιδεολογιών του. Στα πρώτα χρόνια της επανάστασης, οι ακάλυπτες γυναίκες θεωρήθηκαν απειλή για την εθνική ενότητα και την ασφάλεια, σε μια φάση που ο «αντιιμπεριαλισμός» ήταν το κεντρικό σημείο του πολιτικού λόγου. Διάφορες αντιπολιτευτικές ομάδες, παρά τις διαφορές τους, ένωσαν τις δυνάμεις τους ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που εκμεταλλεύονταν τότε τους φυσικούς πόρους του Ιράν. Εκείνη την περίοδο, η αφαίρεση του καλύμματος σήμαινε την επιβολή των δυτικών αξιών και του δυτικού πολιτισμού που πολλοί άνθρωποι θεωρούσαν ότι έπρεπε να απορριφθούν ανοιχτά για την υπεράσπιση του έθνους. Για το λόγο αυτό οι διαμαρτυρίες των γυναικών κατά του υποχρεωτικού χιτζάμπ αμέσως μετά την επανάσταση του 1979 συχνά δεν υποστηρίχθηκαν, ακόμη και από μεγάλο μέρος της Αριστεράς.

Ωστόσο, οι σημερινές διαδηλώσεις δεν επικεντρώνονται αποκλειστικά στο «γυναικείο ζήτημα» ή στην «ισλαμική καταστολή»∙ είναι επίσης απάντηση σε μια αυξανόμενη κοινωνικοοικονομική κρίση, η οποία έχει τις ρίζες της τόσο στις επιπτώσεις των αμερικανικών κυρώσεων όσο και στην ολοένα και πιο νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής που έχει δημιουργήσει μαζική ανεργία και επιτρέπει τη συστηματική διαφθορά της κυβέρνησης. Η νεοφιλελεύθερη στροφή του Ιράν έχει στερήσει από τους ανθρώπους τα καθημερινά τους προς το ζην και έχει παραχωρήσει αμύθητο πλούτο στη μειοψηφική «τάξη του καθεστώτος». Αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με τη μαζική καταστολή της ελευθερίας του λόγου και της σκέψης και ένα τυραννικό καθεστώς που έχει υποβαθμίσει το Ισλάμ σε ζήτημα υποχρεωτικού χιτζάμπ και περιφερειακών παρεμβάσεων, έχουν οδηγήσει σε ένα ευρύτατα διαδεδομένο αίσθημα αγανάκτησης.

Αυτή η αγανάκτηση αποτυπώνεται στα συνθήματα και τις φωνές του σημερινού κινήματος διαμαρτυρίας. Το «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» (زن، زندگی، آزادی [στα φαρσί]), ένα σύνθημα που γεννήθηκε για πρώτη φορά στη Ροζάβα, την αυτόνομη κουρδική περιοχή στη βορειοανατολική Συρία, καθώς (ژن، ژیان،ئازادی [στα σορανί κουρδικά]), έχει γίνει το κύριο σύνθημα του κινήματος, που φωνάζεται σήμερα από τους/τις περισσότερους/ες διαδηλωτές/τριες σε όλες τις πόλεις του Ιράν. Υπάρχει μια αυξανόμενη κατανόηση στο Ιράν σήμερα ότι οι γυναίκες βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν «πατριαρχικό καπιταλισμό», ο οποίος περιθωριοποιεί τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, επιβάλλοντας αυστηρούς νόμους και κανονισμούς που τις αποκλείουν από τη δημόσια σφαίρα και τις διαχωρίζουν, εξαναγκάζοντάς τες στη μητρότητα και το νοικοκυριό.

Οι φοιτητές/τριες του Πανεπιστημίου φωνάζουν επίσης: «φτώχεια, διαφθορά, αδικία / ντροπή για όλη αυτή την τυραννία» (فقر و فساد و بیداد/ مرگ بر این استبداد), «Η απελευθέρωση είναι δικαίωμά μας, η δύναμή μας είναι η συλλογική μας δράση» (رهایی حق ماست، قدرت ما جمع ماست) και «εκμετάλλευση, ανεργία, αναγκαστικό χιτζάμπ για τις γυναίκες» (بیگاری، بیکاری، پوشش زن اجباری).

Άλλα συνθήματα στους δρόμους του Ιράν, όπως «Κάτω ο δικτάτορας» (مرگ بر دیکتاتور) και «Κάτω ο τύραννος, είτε πρόκειται για τον Σάχη είτε για τον Ανώτατο Ηγέτη» (مرگ بر ستمگر، چه شاه باشه چه رهبر), «Ο Χαμενεΐ είναι δολοφόνος, η κυριαρχία του είναι παράνομη» (خامنه‌ای قاتله، ولایتش باطله) και «Κάτω ο Χαμενεΐ» (مرگ بر خامنه‌ای), αποκαλύπτουν την οργή του λαού απέναντι στο σημερινό δεσποτικό καθεστώς και την απόρριψη ενός μοναρχικού καθεστώτος, οι απόγονοι του οποίου αναζητούν πάντα ευκαιρίες να χρησιμοποιήσουν τα λαϊκά κινήματα για να ανακτήσουν την εξουσία.

Η ανατροπή της δυναστείας των Παχλαβί το 1979 δεν εμπόδισε την οικογένεια να διαβιεί βασιλικά με τον τεράστιο πλούτο που είχε κλαπεί από τον ιρανικό λαό. Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι η δυναστεία των Παχλαβί, η οποία κυβέρνησε το Ιράν από το 1925 έως το 1977, ήταν ένα «κοσμικό καθεστώς» στενά ευθυγραμμισμένο με τη Δύση. Τα υψηλά έσοδα από το πετρέλαιο επέτρεψαν στο καθεστώς να «εκσυγχρονίσει» το Ιράν και να παρουσιάσει μια «προοδευτική» στάση απέναντι στις δυτικές δυνάμεις. Αυτός ο ταχύς «εκσυγχρονισμός» και η «δυτικοποίηση» πραγματοποιήθηκαν εις βάρος του λαού, του οποίου η «καθυστερημένη» εμφάνιση έπρεπε να «κανονικοποιηθεί». Ο Ρεζά Σαχ ξεκίνησε μια εκστρατεία «αποκάλυψης» –απαγορεύοντας την παραδοσιακή ενδυμασία των ανδρών υπέρ της δυτικής ένδυσης– τόσο καταναγκαστική που προκάλεσε αιματηρές συγκρούσεις στη Μασχάντ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράν. Η αποκάλυψη επεκτάθηκε το 1936 με μέτρα που απαιτούσαν από τις γυναίκες δασκάλες και τις συζύγους των υπουργών, των υψηλόβαθμων στρατιωτικών και των κυβερνητικών αξιωματούχων να εμφανίζονται με ευρωπαϊκά ρούχα και καπέλα, αντί για το παραδοσιακό «τσαντόρ».4 Αυτή η «χειραφέτηση» ήταν περισσότερο επωφελής για την ευρωπαϊκή οικονομία παρά για τον ιρανικό λαό, καθώς η ευρωπαϊκή μόδα επιβλήθηκε με τη βία και άνοιξε μια μεγάλη αγορά προς όφελος των γερμανικών και γαλλικών εταιρειών, ενώ οι ντόπιοι παραγωγοί υπέφεραν.

Εν τω μεταξύ, η εκστρατεία αναγκαστικού εκσυγχρονισμού και δυτικοποίησης οδήγησε στην απόλυση κυβερνητικών υπαλλήλων, οι σύζυγοι των οποίων τους συνόδευαν καλυμμένες. Επιπλέον, οι καλυμμένες γυναίκες, αποκλείστηκαν από ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες και χώρους ψυχαγωγίας, όπως κινηματογράφους και δημόσια λουτρά. Η αστυνομία έβγαζε τις μαντίλες και τις κομμάτιαζε· «οι αξιωματούχοι μερικές φορές εισέβαλαν σε ιδιωτικές κατοικίες ή έψαχναν από πόρτα σε πόρτα και συνέλαβαν γυναίκες που φορούσαν τσαντόρ στην ιδιωτικότητα των σπιτιών τους». Οι καλυμμένες γυναίκες στερούνταν επίσης μια σειρά από εκπαιδευτικές ευκαιρίες. (Sedghi, Hamideh, Women and Politics in Iran Veiling)5.

Όπως και υπό το καθεστώς του Ρεζά Σαχ, το σημερινό καθεστώς τιμωρεί την παραβίαση των ενδυματολογικών κανόνων με φυλάκιση και σωματική τιμωρία. Αυτό φωτίζει το γεγονός ότι, είτε οι γυναίκες υποχρεώνονται να εκτίθενται είτε να καλύπτονται, ο έλεγχος των γυναικείων σωμάτων παραμένει αναπόσπαστο μέρος όλων των πολιτικών τάξεων, είτε κοσμικών είτε ισλαμικών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το σύνθημα «Ζήτω ο σοσιαλισμός και ζήτω ο κομμουνισμός» ( زنده باد سوسیالیسم، زنده باد کمونیسم) φωνάζεται στο Κουρδιστάν ως απόρριψη τόσο του σημερινού όσο και των προηγούμενων δεσποτικών καθεστώτων.

Υπάρχουν επίσης συνθήματα ενάντια στη δύναμη Μπασίτζ, μια παραστρατιωτική οργάνωση που λειτουργεί ως ο κύριος κατασταλτικός βραχίονας του καθεστώτος από τις πρώτες ημέρες της επανάστασης του 1979. Οι Μπασίτζι επιτίθενται στους φοιτητές του πανεπιστημίου για να τους καταστείλουν ή φωνάζουν συνθήματα υπέρ του καθεστώτος. Βρίσκονται επίσης στους δρόμους χτυπώντας τους διαδηλωτές με γκλομπ ή συσκευές ηλεκτροσόκ. Οι διαδηλωτές/τριες φωνάζουν ως απάντηση: «Άτιμοι Μπασίτζι, είστε ο δικός μας Ντάες [ΙΣΙΣ]» (زنده باد سوسیالیسم، زنده باد کمونیسم). Καταγγέλλεται επίσης δημοσίως και ο κλήρος που προσπάθησε να μονοπωλήσει την εξουσία μετά την επανάσταση του 1979 υπό τη σημαία του Ισλάμ: «Κληρικοί, άντε στο διάολο» (بسیجی بی‌غیرت، داعش ما شمایی).

Οι διαδηλώτριες/ές τροποποίησαν δημιουργικά τα ευφημιστικά ονόματα των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών για να αποκαλύψουν τη βία και την καταστολή που κρύβεται πίσω από αυτά τα ονόματα. Για παράδειγμα, η «Περιπολία Καθοδήγησης», επίσης γνωστή ως «αστυνομία ηθών», ιδρύθηκε το 2005 με την επίσημη ονομασία «Πρόγραμμα για την αύξηση της κοινωνικής ασφάλειας». Τώρα αναφέρεται ως «Περίπολος Σφαγής» σε συνθήματα όπως «Κάτω η Περίπολος Σφαγής» (مرگ بر ماشین گشت کشتار) ή «Δολοφονία πάνω στη δολοφονία, καταραμένη η Περίπολος Καθοδήγησης» (کشتار پشت کشتار، لعنت به گشت ارشاد). Οι διαδηλωτές/τριες σε διάφορες πόλεις έβαλαν φωτιά σε πολλά περιπολικά και οχήματα της αστυνομίας.

Όπως είναι προφανές, η συσσώρευση δυσαρέσκειας από διάφορα κοινωνικοπολιτικά επίπεδα και διαφορετικές γεωγραφικές και κοινωνικές περιοχές μετέτρεψε τον θάνατο της Ζίνα σε αφορμή για συλλογική αντίσταση. Η φράση που γράφτηκε στον τάφο της Ζίνα, «Αγαπητή Ζίνα, δεν θα πεθάνεις, το όνομά σου θα γίνει σύμβολο», έχει διαδοθεί ευρύτατα μέσω του διαδικτύου και μέσω των γκράφιτι που είναι πλέον ορατά σε όλη τη χώρα, δείχνοντας ότι ο θάνατός της έχει μετατραπεί σε αγώνα για τη ζωή, όπως υποδηλώνει το κουρδικό της όνομα – Ζίνα σημαίνει ζωή. Ο θάνατός της μάς υπενθυμίζει τις πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές απειλές για τη ζωή μας – κάποιες άμεσες και άλλες που αναδύονται σταδιακά, οι οποίες προέρχονται τόσο από την καταστολή που εξαπολύεται υπό τη σημαία του Ισλάμ όσο και από την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων οικονομικών προγραμμάτων που ξεκίνησαν μια δεκαετία μετά την επανάσταση του 1979. Μας υπενθυμίζει επίσης ότι η επιθυμία των ανθρώπων να ζήσουν θα τους οδηγήσει να αντισταθούν στην καταστολή, όσο άγρια κι αν είναι αυτή.

Στα πρώτα χρόνια της επανάστασης, οι περισσότερες από τις μεγάλες επιχειρήσεις εθνικοποιήθηκαν, οι τιμές της αγοράς ελέγχθηκαν και οι τιμές των περισσότερων βασικών αγαθών και καυσίμων διατηρήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα με κυβερνητικές επιδοτήσεις. Μετά το θάνατο του Αγιατολάχ Χομεϊνί τον Ιούνιο του 1989, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αναζωογονήθηκαν μέσω του προγράμματος «οικονομικής αναδιάρθρωσης» που αναπτύχθηκε με τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ως συνέπεια της απελευθέρωσης της οικονομίας, καταργήθηκαν οι έλεγχοι των τιμών, μειώθηκαν οι κρατικές επιδοτήσεις και ιδιωτικοποιήθηκαν οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις. Η μείωση των κρατικών επιδοτήσεων αύξησε την τιμή των αγαθών και υπηρεσιών που παρείχε η κυβέρνηση και η αξία του εθνικού νομίσματος μειώθηκε δραματικά. Μέχρι το 1996, οι τιμές καταναλωτή είχαν αυξηθεί, επισήμως, κατά 359% σε σύγκριση με το 1990.6 Η οικονομική φιλελευθεροποίηση στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ακολούθησε μια «στρατηγική ζιγκ ζαγκ», υποχωρώντας όταν η λαϊκή δυσαρέσκεια πυροδοτούσε δημόσιες εξεγέρσεις και επιταχύνοντας όταν οι διαμαρτυρίες υποχωρούσαν.

Αυτό το τραγικό γεγονός [της δολοφονίας της Ζίνα] παρουσιάζεται ευρέως στα διεθνή μέσα ενημέρωσης ως συνέπεια του «υποχρεωτικού χιτζάμπ» που εφαρμόζεται σε ένα «ισλαμικό κράτος». Το πρόβλημα δεν είναι τι λένε αυτές οι αναφορές, αλλά τι αποσκοπούν να αποκρύψουν. Αυτός ο κυρίαρχος λόγος αποκρύπτει το γεγονός ότι η υποταγή των γυναικών επιτυγχάνεται με διαφορετικούς τρόπους και ότι δεν περιορίζεται ούτε στις «μουσουλμανικές κοινωνίες» ούτε στο «υποχρεωτικό χιτζάμπ». Στην πραγματικότητα, το ζήτημα δεν είναι απλώς η υποχρέωση «κάλυψης» του γυναικείου σώματος, αλλά μάλλον η «κυριαρχία ή ο έλεγχος επί του γυναικείου σώματος» που μπορεί να λάβει πολύ διαφορετικές μορφές, από την αναγκαστική κάλυψη έως την αναγκαστική έκθεση, καθώς και την αναγκαστική εγκυμοσύνη και τον αναγκαστικό τοκετό. Οι κυρίαρχες αφηγήσεις ασχολούνται ενεργά με την αναζωογόνηση των οριενταλιστικών δυαδικών σχέσεων μεταξύ της «Δύσης» και της «Ανατολής», λες και η βάρβαρη πράξη του εξαναγκασμού των γυναικών να φορούν το χιτζάμπ αποδεικνύει τον πολιτισμένο χαρακτήρα της Δύσης, ή λες και η κοσμική Δύση είναι αυτομάτως αθώα για την αδυσώπητη καταπίεση των γυναικών που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει τον μουσουλμανικό κόσμο. Στην πραγματικότητα, μόλις αναγνωρίσουμε τις ποικίλες μορφές υποταγής των γυναικών, μπορούμε να δούμε όχι μόνο τις μορφές καταπίεσης των γυναικών που προσιδιάζουν στα κοσμικά κράτη, αλλά και ότι το ισλαμικό δόγμα από μόνο του δεν εξηγεί την καταπίεση των γυναικών. Πρέπει να απορρίψουμε τον συχνά επαναλαμβανόμενο μύθο της πολιτιστικής και πολιτικής ανωτερότητας της Δύσης έναντι ενός καταπιεσμένου και καταπιεστικού λεγόμενου «μουσουλμανικού κόσμου».

Για να πάρουμε ένα πρόσφατο παράδειγμα: Η Γαλλία, μία από τις πιο «πεφωτισμένες» ευρωπαϊκές χώρες, ψήφισε στις 30 Μαρτίου 2020 ένα νομοσχέδιο «κατά του σεπαρατισμού» που απαγορεύει στα κορίτσια κάτω των 18 ετών να φορούν το χιτζάμπ δημοσίως, απαγορεύει στους γονείς που φορούν χιτζάμπ να συνοδεύουν τα παιδιά τους σε σχολικές δραστηριότητες ή εκδρομές και απαγορεύει τη χρήση του «μπουρκίνι», ενός ολόσωμου μαγιό, αναγκάζοντας έτσι τις γυναίκες να εκθέτουν το σώμα τους στην παραλία ή στις δημόσιες πισίνες.7

Ακριβώς όπως το καθεστώς του Σάχη πάσχιζε να παρουσιάσει μια «πολιτισμένη» και «κοσμική» εικόνα της χώρας μέσω της αστυνόμευσης των γυναικείων σωμάτων, έτσι και η Γαλλία συγχέει λανθασμένα την «ισότητα» με την «απόλυτη ταυτότητα», η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί με την άρνηση κάθε μεμονωμένης διαφοράς για να παραχθεί ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο. Αυτή η κατασταλτική απαγόρευση, αν και δεν αναφέρεται ρητά στο νομοσχέδιο, απευθύνεται στις Μουσουλμάνες της Γαλλίας.

Η ανασφάλεια και η αλλοτρίωση που επιβάλλεται στις γυναίκες από την «υποχρεωτική αποκάλυψη» είναι ισοδύναμη με εκείνη της «υποχρεωτικής κάλυψης». Η τελευταία, ωστόσο, χρησιμεύει πάντα για να καταστήσει την πρώτη αόρατη, μια έμφαση που ανάγει την «αστυνόμευση των σωμάτων» στην υποχρεωτική απόκρυψή τους, λες και η υποχρεωτική αποκάλυψη δεν εξυπηρετεί πολιτικούς σκοπούς δημιουργώντας μια ιεραρχία μεταξύ «φωτισμένων» και «μη φωτισμένων» γυναικών.

Είναι ζωτικής σημασίας σήμερα για τη διεθνή αριστερά να εκφράσει την αλληλεγγύη της στις διαδηλώτριες και τους διαδηλωτές στο Ιράν που αγωνίζονται για το δικαίωμα να συνεχίσουν να ζουν ενάντια σε όλους τους μηχανισμούς καταπίεσης και εκμετάλλευσης, είτε υπό θεοκρατικά είτε υπό κοσμικά καθεστώτα. Ο συνεχιζόμενος αγώνας του λαού δεν χρειάζεται ξένη παρέμβαση αλλά ένα διεθνές κίνημα εναντίον της καταπίεσης σε όλες τις μορφές της. Είτε πρόκειται για το υποχρεωτικό χιτζάμπ στο Ιράν είτε για την απαγόρευση του χιτζάμπ και άλλων μορφών ντυσίματος που συνδέονται με τις Μουσουλμάνες, οι προσπάθειες ελέγχου των γυναικείων σωμάτων δεν πρέπει να γίνουν ανεκτές. Όπως είναι προφανές, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός του Ιράν δεν περιορίζονται ούτε στο Ισλάμ ούτε στις γυναίκες. Ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια νεοφιλελεύθερη τάξη που χαρακτηρίζεται από όλο και πιο αυταρχικές πολιτικές, ρατσισμό και μισογυνισμό και δεν προσφέρει τίποτα άλλο παρά δυστυχία και εξαθλίωση στους λαούς του κόσμου.

Μετάφραση: elaliberta.gr

Shirin Kamangar, “Life That Resists Death. The People of Iran Rise Up”, Spectre, 1 Οκτωβρίου 2022,  https://spectrejournal.com/life-that-resists-death/.

Η Σιρίν Καμανγκάρ είναι αριστερή ακτιβίστρια που ζει στην Τεχεράνη και γράφει με ψευδώνυμο.

Σημειώσεις

1. Ένα «καθεστώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας» κρύβεται κάτω από τη σημαία της Ισλαμικής Δημοκρατίας, καθώς όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις που εθνικοποιήθηκαν κατά την επανάσταση έχουν πωληθεί στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος αποτελείται από τα ιδρύματα που διαχειρίζεται η Φρουρά της Επανάστασης. Το Ιράν γίνεται καλύτερα κατανοητό ως «στρατιωτικοποιημένο καπιταλιστικό κράτος» παρά ως «ισλαμικό κράτος».

2. Instagram ID: @Sarkhatism

3. Instagram ID: @blackfishvoice__

4. Sedghi, Hamideh, Women and Politics in Iran Veiling, Unveiling, and Reveiling, Cambridge University Press, 2007.

5. Sedghi, Hamideh. Ό.π.

6. Sohrab Behdad and Farhad Nomani, “Workers, Peasants, and Peddlers: A Study of Labor Stratification in the Post-Revolutionary Iran”, International Journal of Middle East Studies, τόµος 34, τεύχος 4, Νοέµβριος 2002, σσ. 667-690. JSTOR,  https://www.jstor.org/stable/3879693?seq=1&cid=pdf-reference#references_tab_contents.

7. Jyhene Kebsi, “Unveil Them to Save Them: France and the Ongoing Colonization of Muslim Women’s Bodies”, Berkley Center for Religion, Peace & World Affairs, 13 Μαΐου 2021,  https://berkleycenter.georgetown.edu/responses/unveil-them-to-save-them-france-and-the-ongoing-colonization-of-muslim-women-s-bodies.