Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στην βιβλιοπαρουσίαση των κειμένων της Κλάρα Τσέτκιν που οργανώθηκε από τις εκδόσεις Redmarks στον Κήπο του συλλόγου Ελληνών Αρχαιολόγων στις 22/11/2022.

Κα­λη­σπέ­ρα σε όλους και όλες που βρί­σκο­νται σή­με­ρα εδώ για την αυτή την πα­ρου­σί­α­ση ενός πολύ εν­δια­φέ­ρο­ντος και εξαι­ρε­τι­κά, δυ­στυ­χώς, επί­και­ρου βι­βλί­ου το οποίο πε­ρι­λαμ­βά­νει κεί­με­να της Γερ­μα­νί­δας επα­να­στά­τριας Κλάρα Τσέτ­κιν τα οποία γρά­φτη­καν ακρι­βώς πριν από 100 χρό­νια. Το δυ­στυ­χώς πάει στο γε­γο­νός ότι το φαι­νό­με­νο με το οποίο κα­τα­πιά­νε­ται στα κεί­με­να – ο φα­σι­σμός – συ­νε­χί­ζει μέχρι και σή­με­ρα να υφί­στα­ται, πα­ραλ­λαγ­μέ­νο μεν, υπαρ­κτό δε, πράγ­μα το οποίο ση­μαί­νει πως θα πρέ­πει να συ­νε­χί­ζου­με ως κομ­μου­νι­στές τον αγώνα για την εξα­φά­νι­ση του. Για να γίνει αυτό θα πρέ­πει να το κα­τα­λά­βου­με, την φυ­σιο­γνω­μία του, τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του, την ιστο­ρι­κό­τη­τα και τις διά­φο­ρες με­ταλ­λά­ξεις του φα­σι­σμού στην δια­χρο­νία του. Είναι επι­τα­κτι­κό αυτό το κα­θή­κον γιατί ο φα­σι­σμός δεν είναι κάτι που έρ­χε­ται από το μέλ­λον, είναι κάτι που είναι εδώ, ζεις με­τα­ξύ μας, πο­λι­τεύ­ε­ται και προ­σε­χώς από ότι φαί­νε­ται στην χώρας μας θα έχει ακόμη με­γα­λύ­τε­ρη κοι­νο­βου­λευ­τι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση. Άρα είναι κάτι άμεσο για αυτό και θα πρέ­πει να είναι άμε­σες οι ενέρ­γειες στις οποί­ες θα προ­βού­με ως κομ­μου­νι­στές για να το αντι­με­τω­πί­σου­με απο­τε­λε­σμα­τι­κά.

Εγώ σή­με­ρα αυτό το οποίο θα κάνω στα επό­με­να λίγα λεπτά που έχω είναι να κα­τα­θέ­σω ορι­σμέ­νες σκέ­ψεις για το κεί­με­νο αυτό σχε­τί­ζο­ντας με το τι βιώ­νου­με σή­με­ρα, το τι έχου­με βιώ­σει τα τε­λευ­ταία δώ­δε­κα χρό­νια και το τι έχου­με να βιώ­σου­με εδώ από εδώ και πέρα στην χώρα μας σε σχέση με αυτό το φαι­νό­με­νο που λέ­γε­ται φα­σι­σμός ή άκρα δεξιά. Κρίνω ότι τα κεί­με­να αυτά που πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στον βι­βλίο αυτό έχουν να μας πουν πολλά τόσο για την κα­τα­νό­η­ση του φαι­νο­μέ­νου αυτού σή­με­ρα, τι είναι και πως ανα­πα­ρά­γε­ται, όσο και για τα κα­θή­κο­ντα μας ως αρι­στε­ροί σε σχέση με την αντι­με­τώ­πι­ση του. Άρα μι­λά­με για ένα κεί­με­νο εξαι­ρε­τι­κά οξυ­δερ­κές το οποίο υπερ­βαί­νει την στενή συ­γκυ­ρία στην οποία γρά­φε­ται πα­ρέ­χο­ντας σκέ­ψεις, προ­βλη­μα­τι­σμούς και ιδέες που ακου­μπά­νε και στο σή­με­ρα αρ­κε­τά καλά.

Πιο είναι λοι­πόν το πλαί­σιο στο οποίο γρά­φε­ται το κεί­με­νο αυτό. Το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο εν συ­ντο­μία είναι αυτό της επαύ­ριον του Πρώ­του Πα­γκό­σμιου Πο­λέ­μου και των ανα­κα­τα­τά­ξε­ών που αυτός έφερε σε κοι­νω­νι­κό, πο­λι­τι­κό, γε­ω­πο­λι­τι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό επί­πε­δο στην υφή­λιο. Ένα από τα φαι­νό­με­να τα οποία ξε­πη­δούν από το συ­γκεί­με­νο αυτό είναι οι φα­σί­στες του Μου­σο­λί­νι οι οποί­οι πολύ γρή­γο­ρα κα­τα­λα­βαί­νουν την εξου­σία στην γεί­το­να Ιτα­λία και δια­τη­ρού­νται σε αυτήν μέχρι και το τέλος του δεύ­τε­ρου πα­γκό­σμιου πο­λέ­μου. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτή θα θέσει εν πολ­λοίς και τον ιδε­ό­τυ­πο για τα υπό­λοι­πα με­σο­πο­λε­μι­κά φα­σι­στι­κά κι­νή­μα­τα, κράτη και ηγε­σί­ες. Η Κο­μι­ντέρν αντι­λαμ­βα­νό­με­νη εγκαί­ρως – ήδη από το 1923, ένα χρόνο μόλις μετά την κα­τά­κτη­ση της εξου­σί­ας από τους φα­σί­στες – την ση­μα­σία αυτού του φαι­νό­με­νου ανα­θέ­τει στην Γερ­μα­νί­δα Κομ­μου­νί­στρια Τσέτ­κιν να συ­γκρο­τή­σει μια ανά­λυ­ση για τον φα­σι­σμό και τα αντί­στοι­χα κα­θή­κο­ντα που απορ­ρέ­ουν από αυτήν για τους υπό­λοι­πους συ­ντρό­φους τους στην νέα αυτή αυτήν συ­γκυ­ρία.

Επί­σης, το 1923 που βγαί­νουν τα κεί­με­να θα πρέ­πει να ει­πω­θεί ότι το κομ­μου­νι­στι­κό κί­νη­μα βρί­σκε­ται σε άμυνα. Γιατί; Διότι η Ρω­σι­κή Επα­νά­στα­ση του 1917 αδυ­να­τεί να επε­κτα­θεί στην κε­ντρι­κή Ευ­ρώ­πη με δυο κε­ντρι­κούς σταθ­μούς στην ιστο­ρι­κή δια­δι­κα­σία αυτή, την ήττα του Biennio Rosso στην Ιτα­λία μετά την προ­δο­σία του Ιτα­λι­κού Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος και του συν­δι­κά­του του CGIL αφό­του αρ­νή­θη­καν αμ­φό­τε­ρα να εκ­με­ταλ­λευ­τούν την δυ­να­τό­τη­τα επέ­κτα­σης της εξερ­γε­σια­κής δρα­στη­ριό­τη­τας των ερ­γα­τών στα ερ­γο­στά­σια του Βορρά στην υπό­λοι­πη χώρα επα­να­λαμ­βά­νο­ντας το πεί­ρα­μα του Λένιν στην Ρωσία και επί­σης εξί­σου ση­μα­ντι­κή ήταν η ήττα της Γερ­μα­νι­κής επα­νά­στα­σης κατά την διάρ­κεια της οποί­ας δο­λο­φο­νού­νται ορι­σμέ­νοι από τους πρω­τερ­γά­τες της, όπως οι Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ και Καρλ Λί­μπκ­χεντ, από τα χέρια των Freikoprs τα οποία οπλί­ζει η Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία. Το μπλο­κά­ρι­σμα της επέ­κτα­σης του μο­ντέ­λου της Ρω­σι­κής επα­νά­στα­σης δεν είχε μόνο ως απο­τέ­λε­σμα την μη μό­λυν­ση με τον κομ­μου­νι­στι­κό ιό της κε­ντρι­κής Ευ­ρώ­πης και την συ­νε­πα­γό­με­νη πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή συ­ντη­ρη­τι­κή στρο­φή εντός της Σο­βιε­τι­κής Ένω­σης αλλά όπως μας επι­ση­μά­νει και ο ιστο­ρι­κός Perry Anderson και αντί­κτυ­πο στον τύπο μαρ­ξι­σμού που από το ση­μείο αυτό και μετά θα πα­ρά­γε­ται· ο μαρ­ξι­σμός που θα πα­ρα­γό­ταν από τότε και έπει­τα από το ΚΚΣΕ και τους δο­ρυ­φό­ρους τους ήταν ένα θε­ω­ρη­τι­κό σώμα στο οποίο απέ­λει­πε η οπτι­κή της επα­να­στα­τι­κής ρήξης ως συ­στα­τι­κού στοι­χεί­ου αυτού.

Το κύριο πρό­βλη­μα ωστό­σο στην συ­γκυ­ρία αυτή δεν ήταν θε­ω­ρη­τι­κής φύσης αλλά πο­λι­τι­κής και αυτό είχε να κάνει με την εμ­φά­νι­ση της αντε­πα­νά­στα­σης ως απά­ντη­σης σε ότι προη­γή­θη­κε. Πρώτα στην Ιτα­λία, στην συ­νέ­χεια στην Γερ­μα­νία και στην υπό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη θα ανα­δύ­ο­νται κι­νή­μα­τα και κόμ­μα­τα υπε­ρε­θνι­κι­στι­κά, αντι­κο­μου­νι­στι­κά, σο­βι­νι­στι­κά τα οποία θα ανα­τρέ­πουν τον πο­λι­τι­κό φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό και τα κοι­νο­βού­λια του εγκα­θι­δρύ­ο­ντας νέες αυ­ταρ­χι­κές κρα­τι­κές μορ­φές και αλ­λά­ζο­ντας το μέχρι εκεί­νη την στιγ­μή ισχύ­ον πο­λι­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα.

Αυτό είναι λοι­πόν το πλαί­σιο στο οποίο γρά­φο­νται τα κεί­με­να της Κλάρα Τσέτ­κιν ως κεί­με­να έκτα­κτης ανά­γκης τα οποία σκο­πεύ­ουν να πα­ρέμ­βουν στην συ­γκε­κρι­μέ­νη πο­λι­τι­κή συ­γκυ­ρία και να την με­τα­σχη­μα­τί­σουν. Επί­σης επι­χει­ρούν να απα­ντή­σουν και σε μια προ­γε­νέ­στε­ρη ει­σή­γη­ση του Αμα­ντέο Μπορ­ντί­γκα εκ μέ­ρους της διε­θνούς που γρά­φτη­κε ένα χρόνο πριν η οποία προ­έ­κρι­νε την σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία ως το βα­σι­κό αντί­πα­λο του κομ­μου­νι­στι­κό κι­νή­μα­τος και πα­ρα­γνώ­ρι­ζε την δια­κρι­τό­τη­τα του φα­σι­στι­κού φαι­νό­με­νου από το υπό­λοι­πο αστι­κό πο­λι­τι­κό φάσμα ταυ­τί­ζο­ντάς τα.

Τι λένε αυτά τα κεί­με­να και γιατί είναι επί­και­ρα και θα σταθώ στην ελ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση, κάτι που δεν ση­μαί­νει βέ­βαια ότι αυτά τα συ­μπε­ρά­σμα­τα δεν μπο­ρούν να εξα­χθούν και εκτός αυτού του συ­γκει­μέ­νου.

Πρώτη πα­ρα­τή­ρη­ση. Ο φα­σι­σμός είναι δο­μι­κό απο­τέ­λε­σμα της κρί­σης του κα­πι­τα­λι­σμού και της κα­τάρ­ρευ­σης των ισχυό­ντων κρα­τι­κών μορ­φών. Στο με­σο­πο­λε­μι­κό συ­γκεί­με­νο προ­κύ­πτει από μια δια­λυ­μέ­νη οι­κο­νο­μι­κά Ευ­ρώ­πη μετά το τέλος του πρώ­του πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου, στην ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία προ­κύ­πτει μετά την πα­γκό­σμια οι­κο­νο­μι­κή κρίση του 2008 και τις εξα­κτι­νώ­σεις της στα δια­φο­ρε­τι­κά εθνι­κά πλαί­σια. Άρα είναι με άλλα λόγια δο­μι­κό σύ­στοι­χο του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής.

Στα καθ’ υμάς, πότε βλέ­που­με τον φα­σι­στι­κό φαι­νό­με­νο να εμ­φα­νί­ζε­ται το φαι­νό­με­νο αυτό; Στην συ­γκυ­ρία της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης και των μνη­μο­νί­ων τα οποία διέ­λυ­σαν την ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία και την οι­κο­νο­μία. Πρώτα εμ­φα­νί­ζε­ται η ΧΑ το 2010-11 όταν το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα δια­λύ­ε­ται και τα δεξιά κόμ­μα­τα της πε­ριό­δου απο­συ­ντί­θε­ται. Αρ­χί­ζει με τα πο­γκρόμ ενα­ντί­ον με­τα­να­στών και ερ­γα­τών και συ­νε­χί­ζει με την δο­λο­φο­νία Φύσσα το 2013, πότε γί­νε­ται αυτό; Όταν το κί­νη­μα εν μέρει έχει επα­να­παυ­τεί και όταν η ίδια έχει απο­κτή­σει αυ­το­πε­ποί­θη­ση έχο­ντας κοι­νο­βου­λευ­τι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση και υπο­στη­ρι­ζό­με­νη από τμήμα του βα­θέ­ως κρά­τους και προ­σω­πι­κο­τή­των της αστι­κής τάξης.

Είναι ζή­τη­μα δο­μι­κό του συ­στή­μα­τος μόνο; Έχει να κάνει δη­λα­δή μόνο με την οι­κο­νο­μία; Προ­κύ­πτει φυ­σι­κά, ως φυ­σι­κό φαι­νό­με­νο, νο­μο­τε­λεια­κά μετά από κάθε κρίση; Σαφώς και όχι. Τι μας λέει η Κλάρα Τσέτ­κιν για αυτό;

Όπως είπα και πάνω, η εμ­φά­νι­ση του Φα­σι­σμού και του Να­ζι­σμού – κατά την Γερ­μα­νί­δα κομ­μου­νί­στρια προ­κύ­πτει όταν το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα βρί­σκε­ται σε υπο­χώ­ρη­ση. Με άλλα λόγια, ο φα­σι­σμός είναι προ­ϊ­όν πο­λι­τι­κής ήττας. Τι συ­νέ­βη στην Ελ­λά­δα αντί­στοι­χο με όρους πο­λι­τι­κής ήττας που θα μπο­ρού­σε να ερ­μη­νεύ­σει, σί­γου­ρα όχι την εμ­φά­νι­ση αλλά την συ­νέ­χι­ση και χει­ρό­τε­ρα ακόμα την κα­νο­νι­κο­ποί­η­ση της ακρο­δε­ξιάς ρη­το­ρι­κής και των πρα­κτι­κών της; Η γνω­στή και μη εξαι­ρε­τέα σε όλους μας ήττα του Ιου­λί­ου του 2015, η συμ­βι­βα­στι­κή λο­γι­κή που προη­γή­θη­κε και του οτι­δή­πο­τε ακο­λου­θή­σε την ήττα του κα­λο­και­ριού του 2015. Στα­μά­τη­σε μετά το 2019 η επιρ­ροή και η κα­νο­νι­κο­ποί­η­ση της ακρο­δε­ξιάς ρη­το­ρι­κής αφό­του η Χρυσή Αυγή κα­τα­δι­κά­στη­κε;

Όχι, το ακρι­βώς αντί­θε­το, όπως δεί­χνει και το βι­βλίο μας με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τίτλο, Η Κα­νο­νι­κο­ποί­η­ση του Ακρο­δε­ξιού λόγου στην Ελ­λά­δα, το οποίο μπο­ρεί­τε να προ­μη­θευ­τεί­τε εδώ δω­ρε­άν. Η Τσέτ­κιν το λέει κα­θα­ρά στις σε­λί­δες του βι­βλί­ου το οποί­ου σή­με­ρα πα­ρου­σιά­ζου­με ότι τις πο­λι­τι­κές ήττες τόσο στην Ιτα­λία όσο και στην Γερ­μα­νία τις ακο­λου­θεί μια ητ­το­πά­θεια, ένας πο­λι­τι­κός ανα­χω­ρη­τι­σμός, μια επι­στρο­φή στην ιδιω­τι­κή ζωή και κά­ποιες φορές μια στρο­φή αυτών που έχουν απο­γοη­τευ­τεί στην άκρα δεξιά, διευ­κρι­νί­ζο­ντας βέ­βαια ότι έργο της Αρι­στε­ράς είναι να πα­ρέμ­βει στις μάζες και να επι­χει­ρή­σει να τις με­τα­πεί­σει, να τους δώσει προ­ο­πτι­κή. Θέλει με άλλα λόγια συ­γκε­κρι­μέ­νη πο­λι­τι­κή δου­λειά.

Ει­δι­κό­τε­ρα, η δου­λειά αυτή είναι ανα­γκαία και επι­τα­κτι­κή ακρι­βώς για να αντι­στρέ­ψει αυτό το οποίο μόλις προ­εί­πα, την κα­νο­νι­κο­ποί­η­ση της ακρο­δε­ξιάς λο­γι­κής, ως κάτι εύ­λο­γο, ως κάτι θε­μι­τό και ως κάτι μη επι­κιν­δύ­νο, ως κοινή λο­γι­κή που θα έλεγε και ο Αντό­νιο Γκράμ­σι.

Και τι ση­μαί­νει κα­νο­νι­κο­ποί­η­ση, για να μην πα­ρε­ξη­γη­θώ. Ση­μαί­νει ότι αυτή η λο­γι­κή αρ­χί­ζει και εμ­φι­λο­χω­ρεί σε μια κρί­σι­μη μάζα κό­σμου, όχι ανα­γκα­στι­κά πλειο­ψη­φι­κή, αλλά κρί­σι­μη με την έν­νοια της πα­ρα­γω­γής πο­λι­τι­κών απο­τε­λε­σμά­των και κοι­νω­νι­κών πρα­κτι­κών. Έτσι εδώ θα δια­φω­νή­σω ελα­φρά σε σχέση με μια πα­ρα­τή­ρη­ση που γί­νε­ται στην αρχή του βι­βλί­ου ότι η ακρο­δε­ξιά ιδε­ο­λο­γία δεν έχει εμ­φι­λο­χω­ρή­σει στο κοι­νω­νι­κό σώμα. Νο­μί­ζω μια τέ­τοια υπό­θε­ση ερ­γα­σί­ας θα σή­μαι­νε ότι η ιδε­ο­λο­γία είναι κάτι χωρίς επι­πτώ­σεις, κάτι το οποίο δεν μπο­ρεί να προ­κα­λέ­σει την ιδε­ο­λο­γι­κή έγκλη­ση του υπο­κει­μέ­νου. Νο­μί­ζω ορ­θό­τε­ρο είναι από το να βλέ­που­με ένα κοι­νω­νι­κό σώμα το οποίο είναι αδια­πέ­ρα­στο από τέ­τοιου τύπου ιδέες, να το προ­σεγ­γί­σου­με ως κάτι το οποίο με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται και πο­λώ­νε­ται. Και αυτό είναι που συμ­βαί­νει σή­με­ρα. Από εδώ και πέρα, του­λά­χι­στον η δική μου αί­σθη­ση είναι, ότι θα πη­γαί­νου­με σε κοι­νω­νί­ες πο­λω­μέ­νες, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της ελ­λη­νι­κής, οι οποί­ες δεν θα δια­χω­ρί­ζο­νται μόνο με όρους τα­ξι­κούς αλλά και με αυ­στη­ρά ιδε­ο­λο­γι­κούς. Κάτι το οποίο πρέ­πει να έχου­με στο νου μας για το τι έρ­χε­ται κοι­νω­νι­κά την επό­με­νη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο.

Η κα­νο­νι­κο­ποί­η­ση της ακρο­δε­ξιάς λο­γι­κής επί­σης τεκ­μαί­ρε­ται και από το γε­γο­νός ότι μια θε­ω­ρη­τι­κά μόνο φι­λε­λεύ­θε­ρη κυ­βέρ­νη­ση που βρί­σκε­ται στην εξου­σία έχει στε­λε­χω­θεί εν πολ­λοίς από δια­κρι­μέ­να ακρο­δε­ξιά στε­λέ­χη προ­ερ­χό­με­να από πα­λαιό­τε­ρα ακρο­δε­ξιά κόμ­μα­τα όπως το ΛΑΟΣ τα οποία εφαρ­μό­ζουν αντί­στοι­χες πο­λι­τι­κές και αυτό το γε­γο­νός δεν προ­κα­λεί κά­ποια αί­σθη­ση, δεν θε­ω­ρεί­ται πρό­βλη­μα αλλά κάτι κα­νο­νι­κό. Από όλη την κοι­νω­νία; Όχι. Αλλά από ένα ση­μα­ντι­κό τμήμα του εκλο­γι­κού της δυ­να­μι­κού το οποίο πα­ρό­τι αυ­τό-προσ­διο­ρί­ζε­ται ως φι­λε­λεύ­θε­ρο δεν έχει παρά ταύτα πρό­βλη­μα από ότι δεί­χνουν οι δη­μο­σκο­πι­κές σφυγ­μο­με­τρή­σεις να την ξα­να­ψη­φί­σει. Άρα βλέ­που­με μια με­τα­τό­πι­ση του λε­γό­με­νου κέ­ντρου προς τα δεξιά εάν όχι ακρο­δε­ξιά, πράγ­μα που επα­να­προσ­διο­ρί­ζει το ολό­κλη­ρο το πο­λι­τι­κό φάσμα και επα­νοη­μο­το­δο­τεί τι είναι κέ­ντρο και τι είναι άκρο.

Το γε­γο­νός ότι έχουν πολ­λα­πλα­σια­στεί οι ακρο­δε­ξιοί θύ­λα­κες, κόμ­μα­τα και κι­νή­μα­τα τα τε­λευ­ταία τρία έτη δεν θα το θε­ω­ρή­σω ακόμη ως δε­δο­μέ­νο για το ότι υπάρ­χει μια ακρο­δε­ξιο­ποί­η­ση ση­μα­ντι­κών τμη­μά­των της κοι­νω­νί­ας αλλά μάλ­λον ως έν­δει­ξη. Τα της από­δει­ξης μετά τις εκλο­γές του 2023.

Ωστό­σο η Τσέ­τσκιν ως κομ­μου­νί­στρια και όχι ως μια απλή με­τα­μο­ντέρ­να ερευ­νή­τρια σε κά­ποιο ιδιω­τι­κο­ποι­η­μέ­νο πα­νε­πι­στή­μιο της δύσης δεν μένει μόνο στο κομ­μά­τι της διά­γνω­σης του τις πταί­ει αλλά προ­χω­ρά­ει και σε πο­λι­τι­κές προ­τά­σεις για την αντι­με­τώ­πι­ση του φαι­νο­μέ­νου.

Είναι επί­και­ρες αυτές και χρή­σι­μες σή­με­ρα, 100 χρό­νια μετά; Η απά­ντη­ση είναι σαφώς και ναι. Τι προ­τεί­νει λοι­πόν;

Πρώ­τον. Ιδε­ο­λο­γι­κός αγώ­νας. Θα πρέ­πει ως αρι­στε­ροί – κομ­μου­νι­στές – να κα­τα­δεί­ξου­με όπως λέει η Τσέτ­κιν τις αντι­φά­σεις της ακρο­δε­ξιάς ιδε­ο­λο­γί­ας και πρα­κτι­κής. Τι δη­λα­δή; Ότι άλλα λένε και ότι άλλα κά­νουν. Στα καθ’ υμάς εί­χα­με μια Χρυσή Αυγή η οποία μι­λού­σε στο όνομα του ελ­λη­νι­κού λαού και δεν υπήρ­χε ένα νο­μο­σχέ­διο, ένα υπέρ του εφο­πλι­στι­κού κε­φα­λαί­ου μέσα στην βουλή το οποίο να μην υπερ­ψή­φι­σε. Γιατί; Γιατί τα έπαιρ­νε από αυ­τούς και συ­ντασ­σό­ταν με τα συμ­φέ­ρο­ντά τους. Αρκεί αυτό; η Κα­τά­δει­ξη των αντι­φά­σε­ων, σαφώς και όχι.

Λέει λοι­πόν η Κλάρα Τσέτ­κιν 100 πριν ότι πέραν αυτού και για να γίνει αυτό με με­γα­λύ­τε­ρη απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα πρέ­πει να γίνει κα­τα­γρα­φή και ανά­λυ­ση εκ μέ­ρους του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος του ακρο­δε­ξιού φαι­νο­μέ­νου. Με άλλα λόγια έρευ­να! Χρειά­ζε­ται άρα πε­ρισ­σό­τε­ρη και συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρη δε­σμευ­μέ­νη έρευ­να για να κα­τα­νο­ή­σου­με το πε­ριε­χό­με­νο, την μορφή και τους με­τα­σχη­μα­τι­σμούς της σύγ­χρο­νης άκρας δε­ξιάς.

Μας συμ­βου­λεύ­ει επί­σης η Τσέτ­κιν ότι αυτή η έρευ­να πρέ­πει να έχει διε­θνι­στι­κή διά­στα­ση και ότι οι αγω­νι­στές θα πρέ­πει να μι­λούν με την γλώσ­σα των απλών αν­θρώ­πων για το τι συ­νι­στά ακρο­δε­ξιά, χωρίς ωστό­σο να κά­νουν ιδε­ο­λο­γι­κές πα­ρα­χω­ρή­σεις. Άρα όχι ελι­τι­σμός και πίστη στις ιδε­ο­λο­γι­κές αρχές.

Πέρα από το ιδε­ο­λο­γι­κό αγώνα θέλει πο­λι­τι­κό αγώνα, ορ­γά­νω­ση σε ενιαίο μέ­τω­πο – αλλά όχι σε μέ­τω­πο όπως είχε κα­τα­δεί­ξει ο στα­λι­νι­σμός στο πα­ρελ­θόν με τα τάχα προ­ο­δευ­τι­κά τμή­μα­τα της αστι­κής τάξης αλλά με τον κόσμο της ερ­γα­σί­ας. Άρα με μια σαφής πρω­το­πο­ρία του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος θα πρέ­πει να δη­μιουρ­γη­θούν μέ­τω­πα τόσο με κόμ­μα­τα, κι­νή­μα­τα και ορ­γα­νώ­σεις που θα συ­γκρο­τη­θούν στην βάση της αντι­φα­σι­στι­κής ενό­τη­τας. Αλλά το­νί­ζω εκ νέου, με κόμ­μα­τα, ορ­γα­νώ­σεις και κι­νή­μα­τα τα οποία στη­ρί­ζουν τον κόσμο της ερ­γα­σί­ας.

Το τρίτο το οποίο δεν ξέ­χω­ρο από το δεύ­τε­ρο είναι η αυ­το­ά­μυ­να – στο με­σο­πό­λε­μο κυ­ρί­ως –αυτό συ­νέ­βαι­νε με πε­ρι­φρου­ρή­σεις στους χώ­ρους ερ­γα­σί­ας με πο­λι­το­φυ­λα­κές. Νο­μί­ζω στον σή­με­ρα ένα­ντι αυτού, το αντί­στοι­χο που οφεί­λου­με να προ­τε­ραιο­ποι­ή­σου­με είναι η κι­νη­μα­τι­κή δράση, η καλή ορ­γά­νω­ση και η αλ­λη­λεγ­γύη.

Με άλλα λόγια, δεν έχου­με παρά να δρά­σου­με και δη άμεσα, η Τσέτ­κιν πα­ρέ­χει με τις ανα­λύ­σεις της τροφή για σκέψη και προ­βλη­μα­τι­σμό και κα­τα­νό­η­ση πο­λύ­πλο­κων φαι­νό­με­νων όπως αυτών του φα­σι­σμού. Εμείς σαφώς δεν πρέ­πει να μεί­νου­με στις προ­τρο­πές της Τσέ­κτιν σε αυτό αλλά να τις προ­χω­ρή­σου­με και να τις δούμε στο σή­με­ρα, να τις προ­σαρ­μό­σου­με και να εμπνευ­στού­με από αυτές.

Και θα κλεί­σω με ένα από­σπα­σμα από το βι­βλίο το οποίο βρί­σκε­ται ακρι­βώς σε αυτήν την λο­γι­κή:

«Ναι, ο φα­σι­σμός είναι σί­γου­ρα κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να απο­συ­ντε­θεί εσω­τε­ρι­κά και να κα­ταρ­ρεύ­σει. Μόνο προ­σω­ρι­νά μπο­ρεί να υπη­ρε­τή­σει την αστι­κή τάξη ως ερ­γα­λείο τα­ξι­κής πάλης. Μόνο προ­σω­ρι­νά μπο­ρεί να ενι­σχύ­σει, είτε νό­μι­μα είτε πα­ρά­νο­μα, την εξου­σία του αστι­κού κρά­τους ενά­ντια στο προ­λε­τα­ριά­το. Ωστό­σο, θα ήταν κα­τα­στρο­φι­κό να πε­ριο­ρι­στού­με εμείς στο ρόλο των έξυ­πνων και εκλε­πτυ­σμέ­νων πα­ρα­τη­ρη­τών αυτής της δια­δι­κα­σί­ας απο­σύν­θε­σης. Αντι­θέ­τως, είναι χρέος και κα­θή­κον μας να προ­ω­θή­σου­με αυτήν τη δια­δι­κα­σία και να την επι­τα­χύ­νου­με με κάθε δυ­να­τό μέσο».

Ετικέτες