Μετά την δολοφονία του Π.Φύσσα από τους χρυσαυγίτες μια δεύτερη διπλή δολοφονία, με θύματα χρυσαυγίτες αυτή τη φορά, έρχεται να κλονίσει και να επηρεάσει το πλαίσιο της πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης.

Ωστόσο πέρα από την διάσταση της «διαλεύκανσης της υπόθεσης» διαπιστώνεται άμεσα ότι μια τέτοια ενέργεια, ανεξάρτητα από τους σκοπούς και τις επιδιώξεις των δραστών της, επιδρά στις κοινωνικές και πολιτικές τάσεις.
Αυξάνει το φόβο στην κοινωνία για γενίκευση της βίας και εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις. Δίνει περιθώρια στη νεοναζιστική συμμορία να εμφανιστεί ως «θύμα» και «αθώα περιστερά». Αναζωογονεί την «θεωρία των 2 άκρων». Λειτουργεί ανασχετικά απέναντι στο κίνημα και την Αριστερά. Ενισχύει τις διεργασίες συγκρότησης ισχυρού «συνταγματικού και θεσμικού τόξου» καθώς και τις πολιτικές κινήσεις «εθνικής συνεννόησης» σε μια οικονομική και πολιτική συγκυρία όπου οι κατευθύνσεις αυτές οικοδομούνται στα ντόπια αστικά επιτελεία ως απάντηση στα δικά τους αδιέξοδα.

Συστημικά αδιέξοδα

Αυτά συμβαίνουν την ώρα που η κυβέρνηση έχει μπει στα «στενά», αντιμετωπίζοντας την πιο σοβαρή πρόκληση της θητείας της.  Ο Σαμαράς βρίσκεται στη δύσκολη θέση να προσπαθεί να αρνηθεί στην τρόικα την λήψη νέων μέτρων με το ευρωπαϊκό κέντρο να μένει ασυγκίνητο την ώρα που η πολιτική ρευστότητα σε ευρωπαϊκό μα και διεθνές επίπεδο εκτινάσσεται.  Αυτό το αδιέξοδο οδηγεί στην εμφάνιση φωνών για επιλογές που ήταν αποκλεισμένες ρητά μέχρι χτες από το μνημονιακό μπλοκ, για ουσιαστική αλλαγή στάσης και αντιπαράθεση με την τρόικα.
Διανύουμε ήδη ένα χρονικό διάστημα έντονων διεργασιών τόσο στο αστικό στρατόπεδο όσο και στην Αριστερά. Η διακύβευση της εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης πέραν  της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου βρίσκεται στο επίκεντρο. Οι διεργασίες αυτές αφορούν πρωτίστως στο πραγματικό αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί συνολικά ο ελληνικός καπιταλισμός – οικονομικά και πολιτικά -μετά από έξι χρόνια ύφεσης και τρία μνημονίου. Η μαζική καταστροφή των οικονομικών όρων της κοινωνικής συνοχής καθώς και των πολιτικών συναινέσεων που οικοδομούνταν για δεκαετίες διαμορφώνοντας την μεταπολιτευτική «κανονικότητα», μέσα από την επιβολή της σφοδρής «εσωτερικής υποτίμησης», έχουν οδηγήσει την «ελληνική περίπτωση» σε συνθήκες έκρυθμες, μη συγκρίσιμες, προς το παρόν, με οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Οι ανάγκες και τα όρια αντοχής του κόσμου της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας, η ασύλληπτη ανεργία, καθώς και ο βαθμός στον οποίο έχει προχωρήσει συνολικά η διαδικασία εκκαθάρισης και καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων στην υφιστάμενη μνημονιακή συνθήκη, διαμορφώνουν μια κατάσταση που ήδη βρίσκεται σε απόσταση από τις γενικές συνθήκες της ευρωπαϊκής κρίσης (αρκεί να δούμε την συγκριτική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος στην Ελλάδα και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα). Μια κατάσταση αντικειμενικά μακράν εκτός του πλαισίου των προκλήσεων και των αδιεξόδων που προσπαθεί να διαχειριστεί η σημερινή ηγεμονική γραμμή της ΟΝΕ και της ΕΕ,  επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση περί χώρας – «πειραματόζωου».      
Φωνές του ντόπιου αστικού κόσμου όπως αυτή του προέδρου του ΣΕΒ Δσακαλόπουλου παρεμβαίνουν πολιτικά στην κατεύθυνση επείγουσας αλλαγής του μίγματος πολιτικής απέναντι στα υφιστάμενα σχέδια της Τρόικας και των δανειστών.  
Το τελευταίο διάστημα διάφορα στελέχη της ΝΔ καθώς και η «καραμανλική» πτέρυγά της κάνουν αισθητή την αντίρρησή τους στην εγκλωβισμένη και αδιέξοδη, απόλυτα υποταγμένη στην τρόικα και ταυτόχρονα ακροδεξιάς κατεύθυνσης, στρατηγική Σαμαρά. Ταυτόχρονα και η ακροδεξιά πτέρυγά της προτείνει στροφή 180 μοιρών και άμεση σύγκρουση με τους δανειστές.
Οι πιέσεις για την ανασυγκρότηση πόλου της κεντροαριστεράς που θα καλύψει το κενό της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ, εντείνονται. Αναπτύσσονται προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση όπως η κίνηση των 58 αλλά και χαμηλότερου προφίλ, πλην όχι μικρότερης σημασίας, διεργασίες όπως αυτές που υποστηρίζει το αμερικάνικο Levy Economics Institute.
Ο ίδιος ο Σαμαράς σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του εμφανίστηκε τουλάχιστον αμήχανος και διστακτικός στη προσπάθειά του να πείσει τον ελληνικό λαό ότι στο «βάθος του τούνελ» υπάρχει φως (μια ήπια παραλλαγή του success story) προσέχοντας ταυτόχρονα να μην εκτεθεί ως προς την «αποφασιστικότητά» του απέναντι στην τρόικα.
Παράλληλα οι επιθέσεις της κυβέρνησης στους εργαζόμενους και την κοινωνική πλειοψηφία κλιμακώνονται ενώ το μαζικό κίνημα βρίσκεται σε καμπή. Τούτη την ώρα η κυβέρνηση προκαλεί και δοκιμάζει τα αντανακλαστικά του, εφαρμόζοντας το δόγμα «του νόμου και της τάξης», εισβάλοντας μετά από μήνες στο κατειλημμένο ραδιομέγαρο της ΕΡΤ στην Αγία Παρασκευή.

Κατευθύνσεις «εθνικής συνεννόησης» και «κυβέρνηση της Αριστεράς»

Σ’ αυτές τις συνθήκες που καθορίζονται από τα αδιέξοδα της απόκλισης συμφερόντων και στρατηγικών σχεδιασμών τμημάτων της ντόπιας αστικής τάξης μ’ αυτά των δανειστών και των σκοπιμοτήτων της τρόικας, ενισχύονται διαρκώς οι διεργασίες «εθνικής συνεννόησης» και προοπτικής «κυβέρνησης εθνικής ενότητας». Οι όροι μιας τέτοιας εξέλιξης οικοδομούνται σήμερα, πέρα από τις βραχυπρόθεσμες προπαγανδιστικές επιλογές των πολιτικών κομμάτων, ιδιαίτερα του μνημονιακού κυβερνητικού μπλοκ. Στο σύνθετο πολιτικό «παιχνίδι» λαμβάνουν χώρα πιέσεις και εκβιασμοί που αφορούν το πλήθος των αντιφάσεων ανάμεσα σε διάφορα αστικά τμήματα μα επίσης και των πολιτικών τους εκπροσώπων. Όλο αυτό το «κουβάρι» των αντιθέσεων δημιουργεί ένα περιβάλλον που κρύβει απρόβλεπτες πολιτικές εξελίξεις. Ωστόσο στο επίκεντρο όλων των αστικών – συστημικών επιλογών βρίσκεται εξ αντικειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί καταλήγουν άμεσα ή εν τέλει όλες οι πιέσεις καθώς χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ και την συμμετοχή του σε κατευθύνσεις και κυβερνητικές εκδοχές «εθνικής συνεννόησης» δεν μπορεί να προκύψει ομαλή «διέξοδος» για τα αστικά σχέδια καθώς η απειλή της Αριστεράς και της αντεπίθεσης των «από κάτω» για την ραγδαία αντιστροφή της κατάστασης, που έχει επιβληθεί, είναι παρούσα .  
Σε συνθήκες τις οποίες η Αριστερά δεν επέλεξε, ούτε ήταν προετοιμασμένη για αυτές. Σε συνθήκες ηχηρής ανεπάρκειας του συνδικαλιστικού κινήματος και υπό την καταθλιπτική ιδεολογική αντεπανάσταση που χαρακτηρίζει την σύγχρονη εποχή εξαιτίας της έλλειψης  υπαρκτών υποδειγμάτων και σημείων αναφοράς για την Αριστερά. Σε συνθήκες οραματικής σύγχυσης και αμηχανίας ευρέων κοινωνικών τμημάτων, τα καθήκοντα φαντάζουν δυσθεώρητα για την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Το επιχείρημα του αρνητικού διεθνούς συσχετισμού και μαζί μ’ αυτό η ενοχοποίηση του κοινωνικού υποκειμένου για την δική του «ανεπάρκεια» να πετύχει νίκες παρά τις συνεχείς προσπάθειές του (ο κόσμος «δεν τραβάει»), τροφοδοτούν τον χειρότερο «ρεαλισμό» στις δεξιόστροφες, συντηρητικές τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα τον αριστερίστικο, ηττοπαθή σεχταρισμό στην υπόλοιπη Αριστερά, πρωτίστως στο ΚΚΕ.
Οι διαπιστώσεις αυτές επιβάλλουν σοβαρή αντιμετώπιση, επεξεργασία, επικαιροποίηση και αναπροσαρμογή της στάσης του ΣΥΡΙΖΑ. Η αμηχανία και πολύ περισσότερο η υποχώρηση στα δήθεν «ρεαλιστικά» και ασφυκτικά για τον κόσμο της εργασίας και την κοινωνική πλειοψηφία πλαίσια «των νόμων της αγοράς» μέσα στην βαθιά καπιταλιστική κρίση, πρέπει άμεσα να σταματήσουν. Δεν είναι δυνατόν απέναντι στις αναιμικές και θολές υποσχέσεις του πρωθυπουργού να ακούγονται απόψεις για την ανάγκη να προετοιμάσει ο ΣΥΡΙΖΑ την κοινωνία να κρατά «μικρό καλάθι» επειδή δήθεν δεν μπορεί και δεν πρέπει να πάρει συγκεκριμένες και ιδιαίτερα «απλόχερες» (έστω για τις άμεσες ζωτικές της ανάγκες) δεσμεύσεις απέναντί της!
Το κυνήγι του κυβερνητικού στόχου από την Αριστερά, σε μια συγκυρία κατά την οποία ο στόχος αυτός φαντάζει εντελώς ρεαλιστικός, είναι εκτεθειμένος στους εκβιασμούς  που αναδύονται μέσα από τις συστημικές, αστικές αντιφάσεις στο βαθμό που δεν στηρίζεται καθοριστικά από επιθετική, μαζική, κινηματική και ριζοσπαστική κοινωνική δραστηριότητα.  Η κατανόηση της διάκρισης μεταξύ της «κυβέρνησης της Αριστεράς», ως συγκεκριμένη εναλλακτική πρόταση μα και στρατηγική, με τους αντίστοιχους όρους και προϋποθέσεις και όλων των λοιπών κυβερνητικών σεναρίων («εθνικής ενότητας και σωτηρίας» κ.λ.π.), είναι πλέον κρίσιμη.
Η μάχη αυτή, η ιστορική ευκαιρία για τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις και την Αριστερά δεν έχει κριθεί. Παραμένει ανοιχτή όσο η ίδια η κρίση τροφοδοτεί τις συστημικές αντιφάσεις και αδιέξοδα. Για την Αριστερά δεν (πρέπει να) είναι ένας αγώνας δρόμου για την «κυβέρνηση» αλλά ένας αγώνας συγκρότησης των υποκειμενικών προϋποθέσεων για την «κυβέρνηση της Αριστεράς». Πρέπει να έχει χαρακτηριστικά προετοιμασίας για μεγάλες ρήξεις και προσδοκία αντίστοιχων, ιστορικών ανατροπών  στην Ελλάδα. Ανατροπών που θα μπορούν να τροφοδοτήσουν αποφασιστικά τους λαούς, το κίνημα και την Αριστερά, για την αλλαγή των συσχετισμών πανευρωπαϊκά. Πολύ περισσότερο τώρα που τα αστικά διλήμματα και αδιέξοδα παροξύνονται.

Παρωχημένες διαχωριστικές γραμμές

Οι γραμμές που επικράτησαν το προηγούμενο διάστημα ως γραμμές μαζικής πολιτικής για την Αριστερά έχουν ήδη θολώσει. Υπάρχουν μόνο ως ηχώ αντιφάσεων των οποίων το «κριτικό σημείο» έχει παρέλθει. Η γραμμή «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», η οποία εγγενώς είναι φορέας της διαχωριστικής ανάμεσα στο νεοφιλελεύθερο συστημικό μονόδρομο και στο αριστερό περιεχόμενο θολώνει, όσο με το πέρασμα του χρόνου πολλαπλασιάζονται τα καταιγιστικά μέτρα και οι συνέπειές τους στην κοινωνία συνολικά, με αποτέλεσμα (ως έννοια, όχι ως περιεχόμενο πολιτικής) να έχει πλέον καταστεί σχεδόν μη υλοποιήσιμο και κυρίως μη υποστηρίξιμη προοπτική απ’ την ίδια την κυβέρνηση. Πολύ περισσότερο όταν δεν κατανοείται και δεν αποκαλύπτεται συστηματικά στα μάτια της κοινωνίας το ουσιαστικό περιεχόμενο της μνημονιακής πολιτικής, το βάθος της οποίας βρίσκεται πολύ πέρα από τον ίδιο τον όρο «μνημόνιο». Η πιθανότητα να αποσυρθεί αυτός ο όρος ως εργαλείο καταναγκασμού της κοινωνίας και επιβολής των αστικών συμφερόντων στον κόσμο της εργασίας και την κοινωνική πλειοψηφία είναι πλέον ανοιχτός. Υπάρχουν εξάλλου τόσες χώρες που ακολουθούν την ίδια ταξική πολιτική λιτότητας και περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων που δεν βρίσκονται σε «μνημόνιο».
Μια αριστερή πολιτική που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην διαχωριστική «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» και μάλιστα επικοινωνιακά κινδυνεύει να βρεθεί απολύτως εκτεθειμένη.
Αντίστοιχα η διαχωριστική «ευρώ – δραχμή» μοιάζει, με όρους «ρεαλιστικούς» και «οικονομοτεχνικούς», αδιέξοδη. Το ευρώ ως απαράβατο όριο και η συνολική ευρωπαϊκή μεταρρύθμιση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής μα και αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ/ΕΕ ως προϋπόθεση για τις επιλογές της κυβέρνησης της Αριστεράς - θέσεις τις  οποίες, δυστυχώς για άλλη μια φορά, υποστήριξε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόσφατη ομιλία του στο Τέξας- ακυρώνουν κάθε ελπίδα για άμεση ανατροπή στην Ελλάδα. Μετά την κριτική στάση απέναντι στην ΟΝΕ των Μελανσόν και Λαφοντέν ήρθε να προστεθεί και η γνώμη του Ταρίκ Αλί που - σε συνέντευξη που έδωσε με αφορμή την συμμετοχή του στο ίδιο πάνελ με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, στα πλαίσια του φεστιβάλ της νεολαίας - όσο κι αν επιμένει για την ανάγκη παραμονής στη ΕΕ, εκτιμά πως η υποχρεωτική επιλογή για μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα απέναντι σε μια αδιάλλακτη στάση των δανειστών στην διαπραγμάτευση, είναι η αποχώρηση από την ΟΝΕ και η έκδοση νομίσματος.
Απ’ την άλλη η αποχώρηση από την ευρωζώνη ως επαρκής συμπύκνωση και σύνθημα για την διέξοδο από την κρίση, από την σκοπιά της Αριστεράς και των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας δεν μπορεί να σταθεί.  Έχει πλέον αναδυθεί η εκδοχή της «συμπεφωνημένης εξόδου από το ευρώ» η οποία αποτελεί κατ’ ουσία, συστημική επιλογή με όρους μνημονιακούς και πλαίσιο που στερεί τα όποια πλεονεκτήματα από την σκοπιά των ταξικών συμφερόντων της χειμαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας στην Ελλάδα.
Γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι η κεντρική αντίφαση δεν βρίσκεται στο νόμισμα αυτό καθαυτό αλλά στην συνολικότερη αντιμετώπιση του συστήματος μέσα στην βαθιά, δομική του κρίση γενικά και της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και αρχιτεκτονικής της ΕΕ/ΟΝΕ συγκεκριμένα, καθώς και ότι η επιβεβλημένη σύγκρουση με τους δανειστές και την τρόικα (στο σύνολό της) που πιθανότατα οδηγεί στην έξοδο από το ευρώ, κρίνεται σε μια σειρά άλλων επιλογών που αφορούν όχι μόνο στην μονομερή κατάργηση των μνημονίων αλλά και στην καταγγελία – και όχι αναδιαπραγμάτευση - της δανειακής σύμβασης, στην παύση πληρωμών και την διαγραφή του χρέους, στην εθνικοποίηση – κοινωνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της παραγωγής και της οικονομίας, στην άμεση και επιθετική αναδιανομή του πλούτου υπέρ του κόσμου της εργασίας, με ταυτόχρονη εμβάθυνση της δημοκρατίας με όρους κοινωνικής συμμετοχής και εργατικού ελέγχου. Μια γραμμή η οποία είναι εξ’ αντικειμένου σε ευθεία σύγκρουση με κάθε αστική μερίδα και ως εκ τούτου παρά την όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων θα τις βρει όλες μαχητικά απέναντί της. Μπορεί να αντλήσει την δύναμή της αποκλειστικά από την κοινωνική αποφασιστικότητα και συμμετοχή. Στην γιγάντωση αυτής της δυνατότητας και της δύναμης (πρέπει να) αποδίδουν λογαριασμό όλες οι πολιτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς συνολικά.
Αυτή η γραμμή ανατροπής, ενιαία και συμπαγής, μόνη ικανή να απαντήσει με αμεσότητα στην ανθρωπιστική καταστροφή που συντελείται και ταυτόχρονα να εμπνεύσει αναγκαίες εξελίξεις σε ανάλογη κατεύθυνση πανευρωπαϊκά, δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί παρά μόνο από μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Αυτή η γραμμή μπορεί να αποτελέσει την ισχυρή στήριξη των εργατικών και λαϊκών αντιστάσεων και κινητοποιήσεων ώστε να φτάσουν στην ανατροπή της κυβέρνησης και να μπορούν να στηρίξουν τη συνολικότερη ανατροπή της πολιτικής της καθώς και τους εκβιασμούς των δανειστών.

Αριστερά – «σύστημα»

Η βασική διαχωριστική πάνω στην οποία είναι απαραίτητο να προχωρήσουν οι επεξεργασίες και να παρθούν πρωτοβουλίες είναι η αντίθεση «Αριστερά – σύστημα» και κατά συνέπεια «κυβέρνηση της Αριστεράς – λοιπές κυβερνητικές εκδοχές» σε όλα τα επίπεδα – όχι μόνο στο ζήτημα του μνημονίου.
Στην αποσαφήνιση και την «κρουστικότητα» της εναλλακτικής πρότασης της Αριστεράς: στο ζήτημα του χρέους και της σύγκρουσης με τους δανειστές, στο ζήτημα του εναλλακτικού οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου με κέντρο τις εθνικοποιήσεις – κοινωνικοποιήσεις, στο εργατικό πρόγραμμα και την εξυπηρέτηση των ζωτικών λαϊκών αναγκών καθώς επίσης στο κεντρικό ζήτημα της Δημοκρατίας, με αριστερό ταξικό περιεχόμενο, με όρους κοινωνικού και εργατικού ελέγχου.
Η διεύρυνση της έννοιας της δημοκρατίας πέρα από τα όρια και περιεχόμενα της σύγχρονης, νεοφιλελεύθερης «αστικής δημοκρατίας» που στις ελληνικές συνθήκες κρίσης αποδομούνται κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια όλης της κοινωνίας και εμφανίζουν χωρίς προσχήματα την πραγματική ταξική μεροληψία του κράτους και των θεσμών του , είναι απαράβατος όρος για την διαφοροποίηση της Αριστεράς από το σάπιο και ένοχο οικονομικοπολιτικό σύστημα. Οι τομές και εναλλακτικές υπερβάσεις στο επίπεδο του εποικοδομήματος ενισχύουν αποφασιστικά την δύσκολη προσπάθεια της ανατροπής στο πεδίο της οικονομικής βάσης. Ο κόσμος της εργασίας και η λαϊκή κοινωνική πλειοψηφία θα στηρίξει την κυβέρνηση της Αριστεράς κατανοώντας τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες στον βαθμό που η εναλλακτική πρόταση θα μετατρέπεται σε ξεκάθαρο στόχο και έμπνευση, ως μια υπόθεση που αφορά την συμμετοχή και την συστράτευση του καθένα και της καθεμιάς, πέρα από την – δια της ψήφου – ανάθεση.  
Σε κάθε άλλη περίπτωση, πλην της κυβέρνησης της Αριστεράς,  ο στόχος για «κυβέρνηση» από την Αριστερά στερείται νοήματος από την σκοπιά των άμεσων και στρατηγικών συμφερόντων του κόσμου της εργασίας και της λαϊκής πλειοψηφίας!  

Ετικέτες