Μπαίνοντας σε μια διαδικασία ενασχόλησης με τις σεξουαλικές ταυτότητες βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια διαδικασία αμφισβήτησης των ταυτοτήτων. Αυτή η αμφισβήτηση στο πεδίο του σεξουαλικού προσανατολισμού ξεκινάει πιο ξεκάθαρα από την θεωρεία των queer αλλά έχει βαθιές φιλοσοφικές καταβολές και προκύπτει από την επίθεση του μεταμοντερνισμού στην έννοια της ολότητας στο όνομα της διαφορετικότητας και της πολυπλοκότητας.
Και εξηγούμαι: Ο μεταμοντέρνος τρόπος σκέψης βασίζεται στην απόλυτη άρνηση των ολικών συστημάτων σκέψης, αυτών δηλαδή που αξιώνουν -έστω και με την ιδεαλιστική έννοια- την κατανόηση και σύλληψη της πραγματικότητας. Εναντιώνεται δηλαδή, όπως μεταμοντέρνα θα μπορούσαμε να εκφράσουμε, σε οποιαδήποτε προσπάθεια Μεγάλης Αφήγησης.
Αρχική θεωρητική αφετηρία στην άσκηση μεταμοντέρνας πολιτικής για τα ειδικά ζητήματα αποτελεί η αντίληψη για την εξουσία όπως διατυπώνεται από το Λυοτάρ: «Ο εαυτός είναι κάτι ελάχιστο, αλλά δεν είναι απομονωμένος, έχει εμπλακεί μέσα σε ένα υφάδι σχέσεων πιο περίπλοκο και πιο ευκίνητο από ποτέ. Είναι πάντα (…) τοποθετημένος σε «σταυροδρόμια» κυκλωμάτων επικοινωνίας, έστω και αν είναι μηδαμινά (…) ακόμα και ο πιο απόκληρος δε στερείται ποτέ την εξουσία πάνω σε αυτά τα μηνύματα που τον διαπερνούν…» εμπλουτισμένη με τον νεοθετικιστικό λόγο περί πρωταρχικότητας της γλώσσας.
Στην προέκταση αυτής της λογικής έρχεται η αποδόμηση των ταυτοτήτων. Το ζήτημα των ταυτοτήτων έχει αναλυθεί σχεδόν φετιχιστικά από διάφορες καταξιωμένες φεμινίστριες όπως η Μπάτλερ αλλά οι αναλύσεις αυτές ξεκινούν κατ’ εμέ από μια λανθασμένη βάση, την αντίληψη ότι το υποκείμενο του μοντερνισμού είναι μεταφυσικό και δεν υφίσταται. Με πιο απλά λόγια θεωρούν ότι δεν υπάρχουν ενιαίες ταυτότητες καθώς κάθε λεσβία για παράδειγμα βιώνει και αντιλαμβάνεται διαφορετικά τη σεξουαλικότητα της και το να «χτίζουμε» τέτοιου τύπου ταυτότητες οδηγεί στον αποκλεισμό του άλλου, του διαφορετικού. Για παράδειγμα θεωρείται πως η ταυτότητα της γυναίκας υπονοεί μια γυναίκα λευκή, ετεροφυλόφιλη, αστή και θέτει στο περιθώριο ως το έτερο μια μαύρη ομοφυλόφιλη εργάτρια.
Οι αναλύσεις αυτές εστιάζουν τόσο στα διάφορα επιμέρους θραύσματα της ταυτότητας κάθε γυναίκας και στην υποκειμενικότητα του κάθε ατόμου ώστε αδυνατούν να συνθέσουν τις υπαρκτές πολυπλοκότητες και αντιφάσεις σε μια ενιαία πραγματικότητα και κατ’ επέκταση συμβάλουν στο να ανατρέψουν αυτή την (καπιταλιστική) πραγματικότητα.
Βλέπουμε δηλαδή να υπάρχει στις αντιλήψεις για την αποδόμηση της ταυτότητας η απόλυτη αντιπαράθεση διαφοράς- ολότητας η οποία γίνεται αντιληπτή στατικά και όχι διαλεκτικά. Εμείς πιστεύουμε πως μια διαλεκτική εξέταση των δύο αυτών εννοιών θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως αυτές οι κατηγορίες είναι αντιθετικές πλευρές της πραγματικότητας και ότι υπάρχουν σαν τέτοιες μόνο υπό την προϋπόθεση της σχέσης τους.
Επομένως όταν οι queer μιλάνε για την πλήρη αποδόμηση ταυτοτήτων θέτουν σε αμφισβήτηση την έννοια του υποκειμένου. Με βάση την ταυτότητα του εργαζόμενου δομείται και η έννοια της τάξης. Η εργατική τάξη αποτελείται από «εργαζόμενους» και όχι γενικά από «ανθρώπους». Η αποδόμηση της έννοιας της ταυτότητας βάζει δηλαδή σε αμφισβήτηση την ίδια την έννοια της τάξης, και γενικότερα των συλλογικών υποκειμένων.
Και βασικά σε αυτό αποσκοπεί ο μεταμοντερνισμός. Η διάχυση της εξουσίας σε αποκεντρωμένα και ανταγωνίσιμα σημεία (και όχι υποκείμενα) θα καταλήξει σε έναν πολιτικό σχετικισμό του τύπου «όλα επιτρέπονται και μια ελευθεριακή και συνάμα τεχνοκρατική πρόταση αναμόρφωσης της κοινωνικής πραγματικότητας όπου «…το κοινό προσπελάζει ελεύθερα τις μνήμες και τις τράπεζες πληροφοριών».
Μπορεί λοιπόν αυτή η «γραμμή πάλης»- που μας θυμίζει έντονα το ιδεολόγημα της «κοινωνίας της γνώσης»- να δράσει ανατρεπτικά;
Παρολαυτά η queer θεωρεία και γενικά η κριτική στην καταπιεστική φύση των ταυτοτήτων μας βρίσκει σύμφωνους σε ένα θεωρητικό αξιακό πλαίσιο, χωρίς να αποτελεί όμως λύση στο σήμερα. Όλες οι ταυτότητες, ακόμα και η ταυτότητα του ετεροφυλόφιλου ατόμου, λειτουργεί καταπιεστικά στο ίδιο το άτομο, καθώς μπορεί να αυτοπεριοριστεί στο να αναπτύξει ερωτικές σχέσεις με άτομα αντίθετου φύλου αν ποτέ το θελήσει γιατί είναι ομοφυλόφιλος-η. Αυτό που πρέπει όμως να μας απασχολεί είναι όχι να απαλλαγούμε από τις ταυτότητες στο σήμερα (κάτι πλήρως ανέφικτο) αλλά πως θα φτάσουμε σε μια κοινωνία όπου οι λέξεις gay, bi, λεσβία, γυναίκα, άνδρας, δεν έχουν καμία κοινωνική σημασία και δεν οριοθετούν κανένα πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς.