100 χρόνια από το τραγικό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας

Για την άρχουσα τάξη αυτή η επέτειος παρουσιάζει  μια ιδιαίτερη δυσκολία: το 1922 είναι ταυτισμένο με μια καταστροφή και όχι μ’ ένα  εθνικό θρίαμβο. Επιπλέον η σύγχρονη Ελλάδα είναι πολύ  πιο καθορισμένη από τη «τομή του ‘22» απ’ ότι από την επανάσταση του 1821. Ως εκ τούτου  είναι υποχρεωμένη να υπερασπίσει την Μικρασιατική Εκστρατεία σαν απελευθερωτικό πόλεμο και  να εξηγήσει την καταστροφή σαν αποτέλεσμα του Εθνικού διχασμού, των κακών ελληνικών κυβερνήσεων, των ξένων δυνάμεων κλπ. 

Για την Αριστερά όμως, τα καθήκοντα είναι ακριβώς αντίθετα! Ξεκινώντας απ’ αυτή τη βάση και  σαν μικρή συμβολή στη συζήτηση που αναπτύσσεται γύρω από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο 1919-22, θέλουμε να θίξουμε εισαγωγικά τα εξής σημεία:

Ο χαρακτήρας του πολέμου

Η Μικρασιατική εκστρατεία   ήταν ουσιαστικά  η συνέχεια και ο επίλογος του πρώτου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Η  εισαγωγή  του ήταν όμως  οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13. Ήταν το προτελευταίο σκαλί στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το άμεσο αποτέλεσμα  που είχαν αυτοί οι πόλεμοι ήταν το τεμάχισμα των Βαλκανίων  σε έξι εθνικά κράτη και ένα πρώτο μεγάλο κύμα μουσουλμάνων προσφύγων (περίπου 400 με 500 χιλιάδες) που εκδιώχτηκαν με την βία και κατέληξαν στην Μικρά Ασία. Πόλεμοι και εθνοκάθαρση είχαν γίνει πιά αδιάσπαστο στοιχείο.

 Η σύνοδος της ειρήνης των νικητών ιμπεριαλιστών (Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ και Ιταλία) στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο κατέληξε σε μια σειρά συνθήκες για το μοίρασμα της λείας των νικημένων.  Η Ελλάδα ήταν με την πλευρά των νικητών και στενή σύμμαχος με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Οι λεγόμενες εθνικές διεκδικήσεις της χώρας ήταν η προσάρτηση νέων εδαφών, αυτή τη φορά και στην Ασία. Ήταν τα ανταλλάγματα που διεκδικούσε ο Βενιζέλος και η κυβέρνηση του, που αντιστοιχούσαν στον ρόλο του χωροφύλακα  και εγγυητή των αποικιοκρατικών συμφερόντων στην περιοχή. Ταυτόχρονα εξασφάλιζαν την επέκταση του τραπεζικού και εφοπλιστικού κεφαλαίου.

Ενώ η  συνθήκη των Βερσαλλιών τακτοποιούσε τους λογαριασμούς των νικητών με τη νικημένη Γερμανία με εδαφικούς ακρωτηριασμούς και τεράστιες αποζημιώσεις, η  συνθήκη των Σεβρών επικύρωνε τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Βάση της συνθήκης ήταν ο διαμελισμός  της Τουρκίας στη γαλλική ζώνη  της Κιλικίας,  στην ιταλική ζώνη  της Αττάλειας,  στην ελληνική κατάληψη της Σμύρνης και την παραχώρηση της δυτικής και ανατολικής Θράκης στο ελληνικό κράτος,  στο αρμενικό κράτος στα ανατολικά, και τέλος στην επιβολή διεθνούς ελέγχου των Στενών και της Κωνσταντινούπολης. Ότι απόμενε για τους  τούρκους ήταν οι περιοχές γύρω από την Άγκυρα.

Για  την κατάληψη της Σμύρνης, η ελληνική κυβέρνηση επιστράτευσε το επιχείρημα ότι εθνολογικά το ελληνικό και χριστιανικό στοιχείο κυριαρχούσε στα μικρασιατικά παράλια και για αυτό είχε το δικαίωμα της κατοχής. Αλλά όταν στη Διάσκεψη στο Λονδίνο στις αρχές του 1921, που συμμετείχαν οι ευρωπαικές δυνάμεις των συμμάχων (Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία) μαζί με μια ελληνική και τουρκική αντιπροσωπεία, προτάθηκε να γίνει απογραφή του πληθυσμού από ουδέτερη επιστημονική επιτροπή, η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα και κάθετα. Δεν θα επέτρεπε  με τίποτε να γίνει τέτοια καταγραφή.  Ήταν η απόλυτη  χρεοκοπία του θέατρου των ιμπεριαλιστικών συσκέψεων και της ελληνικής παραμυθολογίας. Τον Μάη του 1919, όταν πραγματοποιούνταν η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, εκατοντάδες χιλιάδες τούρκοι φωνάζαν  σε μια συγκέντρωση στην Κωνσταντινούπολη, το σύνθημα : «Δεν θα γίνουν σκλάβοι 2 εκατομμύρια τούρκοι για διακόσιες χιλιάδες έλληνες». 

Κατέχοντας τη Σμύρνη, το βασικό εξαγωγικό και εμπορικό λιμάνι στη Μικρά Ασία, η  ελληνική άρχουσα τάξη  έφτανε πολύ κοντά στην πραγματοποίηση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας, την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τους Βαλκανικούς πολέμους  είχε διπλασιάσει σε έκταση και πληθυσμό το παλιό ελληνικό κράτος  και με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μετατρεπόταν σε μια  περιφερειακή δύναμη  στην Ανατολική Μεσόγειο πατώντας και στις δύο όχθες του Αιγαίου.  Αυτή ήταν  πολύ συνοπτικά η πλευρά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Τα εθνικά κινήματα

Υπήρχε όμως και η άλλη πλευρά των πραγμάτων. Η εποχή της Μικρασιατικής εκστρατείας (1919-22) συνέπιπτε  με την εποχή της ίδρυσης και τα τέσσερα πρώτα συνέδρια της Τρίτης Διεθνούς. Η  Τρίτη Διεθνής ήταν το γέννημα της επαναστατικής παλίρροιας του 1917. Τα επαναστατικά εργατικά κινήματα κατέκλυσαν σχεδόν όλη την Ευρώπη μετά το τέλος του μεγάλου πολέμου,  αλλά μόνο στην Ρωσία υπήρξε νικηφόρο αποτέλεσμα. Η υποχώρηση και η ήττα της επανάστασης στην Ευρώπη, υποχρέωσαν τη Διεθνή να προσαρμόσει την πολιτική της στους νέους συσχετισμούς και έτσι διαμόρφωσε την αμυντική τακτική του Ενιαίου Μετώπου.

Την ίδια ώρα όμως που η καπιταλιστική σταθεροποίηση  στην Ευρώπη προχωρούσε, στον κόσμο των αποικιών αναπτύσσονταν  τα εθνικά αντιαποικιακά κινήματα. Τουρκία, Ινδία και Κίνα γίνονταν το επίκεντρο μεγάλων ταραχών και  ανατροπών. Κατά τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο («Ο ελληνικός 20ος αιώνας» 2019) οι πόλεμοι αντίστασης στον ιμπεριαλισμό, που ξέσπασαν την περίοδο μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, είχαν εκατομμύρια ανθρώπινες απώλειες. Το εθνικό κίνημα του Κεμάλ  στην Τουρκία, σε ότι απόμεινε από την διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπάγεται σ ’αυτό το κύμα. Ο Ν. Ψυρούκης στο βιβλίο του «Η μικρασιατική καταστροφή»(1964) αναλύει σε βάθος τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του τουρκικού λαού.  

Η προσέγγιση της Διεθνούς ήταν η αναγνώριση του αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα αυτών των κινημάτων, και μιας πολιτικής της συμμαχίας μαζί τους, έστω και σε τακτική βάση. Οι αποφάσεις του τρίτου(1920) και τέταρτου(1921) συνέδριου ήταν εξαιρετικά σαφείς: υποστηρίζουμε χωρίς όρους αυτά τα κινήματα όσο είναι αντιιμπεριαλιστικά και ταυτόχρονα κρατάμε αδιαπραγμάτευτα την πολιτική ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος και των κομμουνιστικών κομμάτων στις χώρες των αποικιών.

Η Μεγάλη Ιδέα

Η αποβίβαση του ελληνικού στρατού τον Μάη του 1919 και η κατοχή της Σμύρνης μετατράπηκε στο μεγαλύτερο πανηγύρι του ελληνικού εθνικισμού και επεκτατισμού. Ο αλυτρωτισμός (η Μεγάλη Ιδέα), η  απελευθέρωση των υπόδουλων ελληνικών και χριστιανικών πληθυσμών της  Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον ελληνικό στρατό,  σχεδόν ολοκληρωνόταν. Η Μεγάλη Ιδέα, σαν επεκτατική ιδεολογία είχε σαν επιφάνεια τον αλυτρωτισμό αλλά ο πυρήνας της ήταν ο ακραίος φυλετισμός. Οι βούλγαροι και οι τούρκοι δηλώνονταν ως οι προαιώνιοι φυσικοί εχθροί του έθνους, που έπρεπε να εξοντωθούν και να καταχτηθούν τα εδάφη τους.  Ειδικά για τους τούρκους ήταν  οι βάρβαροι εισβολείς που έπρεπε να απωθηθούν στα βάθη της Ασίας κλπ. Έτσι η Μεγάλη Ιδέα νομιμοποιούσε στα μάτια της κοινής γνώμης την πολιτική εθνοκάθαρσης που εφάρμοσε ο ελληνικός στρατός  την περίοδο του πολέμου. Ο Τάσος Κωστόπουλος έχει παρουσιάσει μια πλήρη περιγραφή και ανάλυση της πολιτικής της εθνοκάθαρσης  στο βιβλίο του «1912-22 πόλεμος και εθνοκάθαρση»(2007). 

Η ιδεολογία του αλυτρωτισμού είχε όμως ακόμη μια λειτουργία. Συγκάλυπτε μέσα από την εθνική μυθολογία τα πραγματικά υλικά συμφέροντα που κρύβονταν πίσω από την κατοχή της Σμύρνης. Όπως έλεγε και η Διδώ Σωτηρίου («Τα ματωμένα χώματα» 1962) η απελευθέρωση μύριζε αίμα και πετρέλαιο. Από την Σμύρνη ξεκινούσε ο δρόμος για τα πετρέλαια της Μοσούλης. Παρόλα αυτά όμως το επιχείρημα «ότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος για την σφαγή των χριστιανών από τους τούρκους εθνικιστές» και γι ’αυτό έπρεπε να επέμβει ο ελληνικός στρατός σαν  δύναμη  εγγύησης και ασφάλειας στην περιοχή της Σμύρνης, έμοιαζε ακαταμάχητο και ακλόνητο. 

Μετά σχεδόν 3,5 χρόνια ενός αμείλικτου  πόλεμου, που πιθανόν να κόστισε  ένα εκατομμύριο ανθρώπινες απώλειες από όλες τις πλευρές, η Μεγάλη Ιδέα κατέρρευσε. Το εθνικιστικό πανηγύρι είχε καταλήξει σε μια αιματηρή τραγωδία άνευ προηγουμένου.  Αυτό ήταν και  το τίμημα του κατακτητικού, και όχι απελευθερωτικού  πολέμου, που οργάνωσε η ελληνική καπιταλιστική ολιγαρχία. 

Η κρίση και το κίνημα

Η Μικρασιατική εκστρατεία κατέληξε σε καταστροφή. Αναπόφευκτα η αντιπαράθεση για τον χαρακτήρα του πολέμου μετατέθηκε στις αιτίες της συντριβής.  Η αντιπαράθεση όμως ξετυλιγόταν ταυτόχρονα με την όξυνση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης που έφερε ο πόλεμος και η ήττα.

Ακόμη και κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, οι εργάτες κατέβαιναν σε άγριες απεργίες  για τους μισθούς πείνας που έπαιρναν και τις άθλιες συνθήκες δουλειάς. Ο Βόλος και η Καβάλα ήταν τα  επίκεντρα αυτών των απεργιακών  αγώνων. Η αντιμετώπιση τους δεν ήταν μόνο η καταστολή αλλά και η επιστράτευση  και η αποστολή  των απεργών στο μέτωπο.  Σε ποιόν απελευθερωτικό πόλεμο καταδικάζονταν άνθρωποι να πάνε να πολεμήσουν;

Αλλά η κοινωνική δυσαρέσκεια έβρισκε την έκφραση της και στο απίστευτα μαζικό ρεύμα λιποτακτών  που σάρωσε τον ελληνικό στρατό. Ο Πέτρος Τσάγκαρης, σε παλιότερα φύλλα αυτής της εφημερίδας, περιέγραφε πολύ παραστατικά αυτό το φαινόμενο της λιποταξίας,  που πλησίασε  τον αριθμό των 100 χιλιάδων την ίδια ώρα που το ενεργό στράτευμα έφτανε στις 250 χιλιάδες άνδρες! Μέσα σε αυτό το ρεύμα έδρασε συνειδητά μια μειοψηφία στρατευμένων μελών του ΣΕΚΕ, που έδωσε λαμπρά παραδείγματα αντιμιλιταριστικής- επαναστατικής παρέμβασης. Από αυτήν την εμπειρία καθορίστηκε ο κύκλος των «παλαιών πολεμιστών» που, με ηγετική φυσιογνωμία τον Παντελή Πουλιόπουλο, έδωσε την πρώτη ηγετική ομάδα του ΚΚΕ καθοδηγώντας τη σύνδεσή του με την 3η Διεθνή.

Μια μεγάλη  απειλή για το καθεστώς, ήταν όμως και οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που είχαν φτάσει κυνηγημένοι στις ακτές του Αιγαίου και ζητούσαν να φύγουν για την Ελλάδα. Και τότε η βουλή ενέκρινε παμψηφεί το νόμο2870 (20 Ιούλη του 1922) που τους απαγόρευσε οριστικά και αμετάκλητα  τη μετανάστευση, ενώ η κυβέρνηση  τους εγκατέλειψε εγκλωβισμένους στα μικρασιατικά παράλια. Όπως το είπε και ο Στεργιάδης, ο ύπατος αρμοστής της Σμύρνης, κατόπιν εντελών του πρωθυπουργού Γούναρη: « Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα….»

Αυτό ήταν το υπέδαφος για να αναπτύξει το ΣΕΚΕ την αντιπολεμική του δράση στο μέτωπο και στα μετόπισθεν . Κέντρο  της προπαγάνδας του ήταν το ερώτημα « Γιατί βρισκόμαστε εδώ σ’ αυτή τη χώρα και για ποιο σκοπό πολεμάμε;». Απευθυνόταν ιδιαίτερα στους φαντάρους του μετώπου που  βλέπαν με τα μάτια τους αυτή τη χώρα που  δεν ήταν ούτε χριστιανική και πολύ περισσότερο ούτε ελληνική. Ήταν ένα διαβρωτικό ερώτημα που καμία πατριωτική επιχειρηματολογία δεν μπορούσε να απαντήσει και να ανατρέψει….

Η κρίση και η άρχουσα τάξη

Η κατάσταση που διαμορφωνόταν ήταν αντικειμενικά επαναστατική. Η άρχουσα τάξη βρισκόταν μπροστά σε ένα θανάσιμο κίνδυνο. Γι’ αυτό η διαχείριση της ήττας  όφειλε  να έχει άξονα τη συνέχεια του κράτους και όχι τη σωτηρία της κυβερνητικής ηγεσίας. Έτσι έπρεπε να βρει εξιλαστήρια θύματα για να εκτονωθεί η οργή των μαζών και να δώσει εξηγήσεις φορτώνοντας τις ευθύνες στους «άλλους». Πάνω απ’ όλα  αυτό σήμαινε ότι  έπρεπε να διασωθεί το κύρος του στρατού και να  βρεθεί στο απυρόβλητο της κριτικής γιατί ήταν η τελική εγγύηση του κοινωνικού καθεστώτος. Η «Δίκη των Εξ» ήταν η θυσία ενός τμήματος της κυβερνώσας ομάδας  της περιόδου 1920-23, για τον εξιλασμό  των ατιμωτικών πράξεων του ελληνικού στρατού. Και αυτή τη φορά όταν λέμε για ατιμωτικές πράξεις του ελληνικού στρατού δεν εννοούμε  μόνο την προδοσία του Δ’ Σώματος Στρατού, το 1916, που ήταν μοναρχικών φρονημάτων και  παραδόθηκε οικειοθελώς στον γερμανικό στρατό στο μακεδονικό μέτωπο. Δεν εννοούμε ακόμη την συγκρότηση της «Εθνικής Άμυνας» στην Κωνσταντινούπολη το 1920, ενάντια στην εθνική κυβέρνηση εν ώρα πολέμου, από 500 βενιζελικούς αξιωματικούς. Δεν εννοούμε ούτε τα εγκλήματα εθνοκάθαρσης στη Μικρά Ασία, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου 1919-23. Όλες αυτές οι πράξεις με βάση το στρατιωτικό δίκαιο τιμωρούνταν τότε, αλλά και σήμερα, με την ποινή του θανάτου. Εννοούμε τη κυνική εγκατάλειψη των χριστιανικών πληθυσμών στην εκδικητική μανία των τούρκων εθνικιστών. Ο ελληνικός στρατός πέρασε μπροστά από τις μάζες των προσφύγων, από την γνωστή παραλία της Σμύρνης, όπου πριν 3,5 χρόνια είχε κάνει την υπερήφανη παρέλαση του, αγνοώντας τώρα τις ικεσίες και τις οιμωγές τους  για να τους σώσουν. Μπορεί να υπάρξει πιο ατιμωτική και ντροπιαστική πράξη για ένα στρατό από το να εγκαταλείψει αβοήθητους αυτούς που ορκίστηκε να απελευθερώσει  και να προστατέψει;  Αυτή ήταν και η απάντηση στο κορυφαίο επιχείρημα των εθνικιστών ότι  ο ελληνικός στρατός πήγε στην Μικρά Ασία για την σωτηρία των χριστιανικών πληθυσμών. Να γιατί η Μεγάλη Ιδέα δεν κατέρρευσε μόνο, αλλά δεν μπόρεσε να αναστηθεί  και ποτέ ξανά…

Οι συνέπειες

Ο πόλεμος είχε  μακροπρόθεσμες συνέπειες. Για τον κεμαλισμό, ο στρατιωτικός  θρίαμβος, που στηρίχτηκε βασικά στον παθιασμένο για απελευθέρωση τουρκικό λαό, μεταλλάχθηκε γρήγορα στο αντίθετο του. Η κυρίαρχη πολιτική του έγινε η εθνοκάθαρση με θύματα κάθε είδους εθνική και θρησκευτική μειονότητα . Σ’ αυτό το πλαίσιο της κρατικής πολιτικής κάθε δημοκρατική σκέψη και φωνή πνίγηκε ανηλεώς. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, η Τουρκία ήταν μια στυγνή στρατοκρατική δικτατορία. Λίγο πρωτύτερα και μέσα στον πόλεμο, οι κεμαλιστές είχαν εξοντώσει την «πράσινη επανάσταση» των φτωχών αγροτών εν ονόματι της εθνικής ενότητας με τους τσιφλικάδες. Και είχαν δολοφονήσει την ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος της Τουρκίας. Η αντιδραστική πορεία του κεμαλισμού ολοκληρώθηκε με την συμμετοχή του στο βρετανικό σχέδιο ανάσχεσης του  μπολσεβικισμού.

Στην Ελλάδα οι εξελίξεις πήραν μια διαφορετική τροπή. Ο άμεσος κίνδυνος της επανάστασης πέρασε γρήγορα γιατί δεν υπήρχε ένα επαναστατικό κόμμα έτοιμο να αξιοποιήσει την ευκαιρία. Το ΣΕΚΕ ήταν ένα ταξικό εργατικό κόμμα, αλλά ακόμη χωρίς ξεκάθαρη επαναστατική φυσιογνωμία. Τον Αύγουστο του 1923, ένα χρόνο μετά την καταστροφή, η  γενική απεργία του προλεταριάτου συντρίφτηκε στον Πειραιά. Ο απολογισμός ήταν 11 νεκροί, 500 τραυματίες και εκατοντάδες συλλήψεις.

 Αυτή η ήττα διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό και το πλαίσιο για το πώς θα λυνόταν το προσφυγικό ζήτημα (1.200.000 εξαθλιωμένοι άνθρωποι). Λύθηκε με τους όρους της άρχουσας τάξης: φτηνό εργατικό δυναμικό για τα εργοστάσια, ρατσισμός και καταπίεση.

Παρόλα αυτά οι τσακισμένες προσφυγικές μάζες άντεξαν. Και  ένα μεγάλο κομμάτι προσφύγων προσανατολίστηκε προς την Αριστερά και το ΚΚΕ. Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι πρόσφυγες μαζί με τις άλλες καταπιεσμένες εθνικές μειονότητες,  των εβραίων και των σλαβομακεδόνων, αποτέλεσαν  τον βασικό κορμό των μαζικών αγώνων για μια καλύτερη ζωή.  Ακόμη περισσότερο, την περίοδο της ναζιστικής κατοχής οι προσφυγικές συνοικίες αποτέλεσαν τα προπύργια της εαμικής αντίστασης.

Αντι επιλόγου, η κραυγή μιας αντιπολεμικής προκήρυξης των κομμουνιστών φαντάρων  στο μέτωπο:

«…οι φρικαλεότητες του μεγάλου σας πολέμου ήταν το προανάκρουσμα. Το μεγαλουργό έργο του Βορρά ήταν η θριαμβευτική επωδός του…το ξέρουμε πως κ’εσύ και οι άλλοι αλαλάζοντες ανθρωπίσκοι της αστικής τάξης…στηρίζετε τις απαίσιες ελπίδες σας στον βαθύ ύπνο των πολλών. Είσαστε γελασμένοι αφέντες! Ο Βοριάς είναι αγέρας πολύ δυνατός και ορμητικός κι αδύνατα φτερά μπροστά του είναι τα πλάνα ιδανικά σας. 

Για τις ομάδες των κομμουνιστών στρατιωτών του μετώπου. Η κεντρική εκτελεστική επιτροπή -Νοέμβρης του 1920»

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες