Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τα γεγονότα της Ματωμένης Κυριακής στη Βόρεια Ιρλανδία, μιας ακόμα αιματοβαμμένης στιγμής στην ιστορία του διεθνούς κινήματος.
Το κράτος-κατασκεύασμα του βρετανικού ιμπεριαλισμού, εξασφάλιζε τη σταθερότητά του πριμοδοτώντας τον προτεσταντικό πληθυσμό (που ήταν πιο πιστός στην Ένωση με το Στέμμα) και καταπιέζοντας την καθολική μειοψηφία (που διατηρούσε πιο ισχυρή ιρλανδική ταυτότητα και ήταν πιο συνδεδεμένη με τον «ρεπουμπλικανισμό», το ρεύμα που υποστήριζε την προοπτική μιας ανεξάρτητης Ιρλανδικής Δημοκρατίας). Ο καθολικός πληθυσμός ήταν πρακτικά αποκλεισμένος από δουλειές, αξιοπρεπή στέγη κ.ά, περίτεχνοι εκλογικοί κατάλογοι και περιφέρειες εξασφάλιζαν ότι ακόμα και στις γειτονιές που πλειοψηφούσε δεν εξέλεγε δικούς του αντιπροσώπους. Ένα μονοκομματικό καθεστώς Ενωτικών, επέβλεπε -κατά δήλωσή του- «ένα προτεσταντικό κοινοβούλιο σε ένα προτεσταντικό κράτος». Η διαιώνιση αυτής της κατάστασης στηριζόταν σε μια σκληρή κρατική καταστολή των εθνικιστικών-ρεπουμπλικανικών κοινοτήτων, που συνδυαζόταν με άγρια πογκρόμ προτεσταντικών-ενωτικών παρακρατικών σωμάτων.
Ο άνεμος του διεθνούς «1968» φτάνει και στη Βόρεια Ιρλανδία, καθώς ιδρύεται η Ένωση για τα Δικαιώματα του Πολίτη (Civil Rights Association), στα πρότυπα του αντίστοιχου κινήματος των μαύρων στον αμερικανικό Νότο, μια «νέα Αριστερά» δίνει αγώνες εμπνεόμενη από την εξέγερση στο Παρίσι, ενώ στο Μπόγκσαϊντ, την ρεπουμπλικάνικη εργατογειτονιά του Ντέρι, αναγράφεται το διάσημο «You are now entering Free Derry» (εισέρχεστε στο ελεύθερο Ντέρι), εμπνευσμένο από το «Free Berkley», το «Ελεύθερο Μπέρκλεϊ» κατά την κατάληψή του από τους Αμερικανούς φοιτητές.
Το καλοκαίρι του 1969, στη «Μάχη του Μπόγκσαϊντ», το «Ελεύθερο Ντέρι» αντιστέκεται σε προτεσταντικά πογκρόμ, υψώνει οδοφράγματα και κατορθώνει να αποσπάσει την περιοχή από τον έλεγχο του βορειοϊρλανδικού κράτους. Σε αυτό το φόντο, αποβιβάζεται στη Βόρεια Ιρλανδία ο βρετανικός στρατός. Υποτίθεται ως ειρηνευτική δύναμη ανάμεσα σε δύο «αλληλοσπαρασσόμενες κοινότητες». Στην πράξη, συνεργάζεται με το καθεστώς τρόμου που επιβάλει το βορειοϊρλανδικό κράτος, που στήνει στρατόπεδα κράτησης όπου συγκεντρώνονται συλληφθέντες χωρίς δικαίωμα δίκης.
Στις 16 Γενάρη του 1972, ο βρετανικός Στρατός, με πρόσχημα την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας» (τη δράση ομάδων του IRA που αρχίζει να κλιμακώνεται μετά την απόβαση βρετανικών στρατευμάτων και την εφαρμογή του καθεστώτος μαζικών κρατήσεων χωρίς δίκη), προβαίνει σε μαζικές συλλήψεις Καθολικών εντείνοντας το κλίμα φόβου και τρομοκρατίας.
Η κυβέρνηση ανακοινώνει την απαγόρευση κάθε δημόσιας εκδήλωσης των Καθολικών/Ρεπουμπλικανών για 6 μήνες. Λίγες μέρες αργότερα, στις 22 του μήνα, πραγματοποιείται συγκέντρωση από τους Ρεπουμπλικανούς ενάντια στην παρουσία του στρατού στο Ντέρι που καταστέλλεται βίαια από τις δυνάμεις καταστολής. Η οργή του ιρλανδικού λαού συσσωρεύεται και ξεχειλίζει.
Στις 30 του Γενάρη, η «Ένωση για τα Δικαιώματα του Πολίτη» διοργανώνει πορεία διαμαρτυρίας απέναντι στην καταστολή, με βασικά αιτήματα την αποφυλάκιση όλων των πολιτικών κρατουμένων και την αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την Βόρεια Ιρλανδία. Στη συγκέντρωση, παρά τις απαγορεύσεις και τις απειλές, συμμετείχαν περίπου 10.000 άτομα, εργατικά σωματεία, φοιτητές και απλός κόσμος.
Η πορεία εξελίσσεται ομαλά κι ο κόσμος διαδηλώνει ειρηνικά. Μόλις η συγκέντρωση φτάνει μπροστά στα πρώτα οδοφράγματα της αστυνομίας, οι διοργανωτές της πορείας, που εμπνέονται από τις «μη-βίαιες» μεθόδους του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, καλούν τον κόσμο να απομακρυνθεί ώστε να μην δώσει πάτημα στο αντίπαλο στρατόπεδο. Την στιγμή όμως που το πλήθος αποχωρεί από το σημείο, ομάδες Βρετανών αλεξιπτωτιστών και ειδικών δυνάμεων αρχίζουν να καταδιώκουν τους διαδηλωτές με μια άνευ προηγουμένου αγριότητα, συλλαμβάνοντας και βασανίζοντάς τους. Χωρίς την παραμικρή αντίσταση από την πλευρά των συγκεντρωμένων, ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί. Επικρατεί πανικός και οι σφαίρες πέφτουν βροχή. Οι δρόμοι του Ντέρι πνίγονται στο αίμα από τα πυρά του βρετανικού στρατού. Ο τραγικός απολογισμός είναι 14 νεκροί και δεκάδες βαριά τραυματισμένοι -οι περισσότεροι νεαρής ηλικίας, ακόμη και ανήλικοι.
Όπως κατατέθηκε από πολλούς αυτόπτες μάρτυρες, που βίωσαν την απόλυτη φρίκη την ημέρα εκείνη, ανάμεσα τους κι ο βουλευτής του Εργατικού Κόμματος Τζον Χιουμ, τα βρετανικά ιμπεριαλιστικά στρατεύματα πυροβολούσαν αδιακρίτως και πισώπλατα εναντίον των άοπλων διαδηλωτών, επιζητώντας το θάνατό τους.
Για δεκαετίες το βρετανικό κράτος κατηγορούσε τα θύματα, ισχυριζόμενο ότι έδρασε ενάντια σε «τρομοκράτες». Ωστόσο ήταν οργανωμένο έγκλημα: Στις 25 Γενάρη είχε προηγηθεί μυστική σύσκεψη μελών της προτεσταντικής κυβέρνησης, της στρατιωτικής και της αστυνομικής διοίκησης όπου αποφασίστηκε το αιματοκύλισμα της διαδήλωσης. Οι Βρετανοί είχαν επιστρατεύσει τους διαβόητους για τη σκληρότητά τους αλεξιπτωτιστές της μονάδας «Para – 1».
Φυσικά κάνεις από τους δολοφόνους δεν θα τιμωρηθεί. Ακόμα και μετά την καθυστερημένη επί δεκαετίες παραδοχή της αλήθειας από το βρετανικό κράτος, η κυβέρνηση προωθεί αμνηστία για τους δολοφόνους.
Αυτή η αιματοχυσία των βρετανικών στρατευμάτων και η συγκάλυψη τους από την κυβέρνηση θα προκαλέσουν ένα σοκαριστικό τραύμα σε πολλούς Ιρλανδούς και θα διαμορφώσουν ένα διαφορετικό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο στη Βόρεια Ιρλανδία τα επόμενα χρόνια. Ο IRA (Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός), μέχρι τότε μειοψηφική δύναμη που δρούσε στα περιθώρια του κινήματος, θα στρατολογήσει χιλιάδες νέα μέλη και θα αποκτήσει ισχυρό κοινωνικό έρεισμα στο Μπόγκσαϊντ και στις καθολικές κοινότητες ευρύτερα.
Η Ματωμένη Κυριακή είναι μια υπενθύμιση της ευθύνης του Λονδίνου για αυτή την εξέλιξη. Είναι η τρομοκρατία του βρετανικού ιμπεριαλισμού και η συστηματική-αιματηρή καταπίεση ενός λαού, ο οποίος μην έχοντας άλλη διαθέσιμη διέξοδο εκείνη την εποχή, στράφηκε στην ένοπλη πάλη. Άνοιξε έτσι ένας νέος κύκλος αίματος στη Βόρεια Ιρλανδία που θα κρατήσει για δεκαετίες, με ευθύνη του βρετανικού ιμπεριαλισμού, που θα συνεχίσει να εγκληματεί ενώ θα στιγματίζει ως «συνοδοιπόρους του IRA» όσους κι όσες ύψωναν τη φωνή τους υπέρ της δικαιοσύνης ως προ-απαιτούμενο της ειρήνης.
Η Mατωμένη Κυριακή ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, συγγραφείς, ζωγράφους. To 1972, αμέσως μετά τα γεγονότα, o Τζον Λένον γράφει ένα ομώνυμο τραγούδι ενώ ο Πολ Μακάρτνεϊ γράφει το «Give Ireland back to the Irish», το οποίο λογοκρίνεται από τα βρετανικά ΜΜΕ. Και τα δύο δέχονται σκληρές κριτικές για «απλουστευτική μονομέρεια» ή/και συμπάθεια προς τον IRA. H ομώνυμη ταινία του 2002, αποτυπώνει με «ντοκυμαντερίστικο» ύφος και ακρίβεια τα γεγονότα, στηριγμένη στο βιβλίο του αυτόπτη μάρτυρα Ντον Μούλαν, «Eyewitness Bloody Sunday» (1997), η δημοφιλία του οποίου έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο να ξανανοίξει η υπόθεση και να αποκατασταθεί τελικά η αλήθεια.
Οι συγγενείς των θυμάτων, μαζί και με χιλιάδες ανθρώπους, εξακολουθούν να τιμούν την επέτειο διαδηλώνοντας και απαιτώντας δικαιοσύνη.