Όποιος επιθυµεί την ειρήνη, ας προετοιµάζει την κοινωνική ανατροπή

Όποιος επιθυµεί την ειρήνη, ας προετοιµάζει την κοινωνική ανατροπή

9 Μάη: Η επέτειος του τέλους του Δεύτερου Παγκοσµίου Πολέµου

Αν και επισήµως ο 2ος Παγκόσµιος Πόλεµος τερµατίστηκε στις 2 Σεπτέµβρη του 1945, όταν η Ιαπωνία υπέγραψε την άνευ όρων παράδοσή της, οι λαοί της Ευρώπης γιορτάζουν το τέλος αυτής της ατελείωτης σφαγής στις 9 του Μάη: τη µέρα που το 1945 η ηγεσία του γερµανικού στρατού υπέγραψε την άνευ όρων συνθηκολόγηση και παραδόθηκε στους «Συµµάχους» (τις ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και την ΕΣΣΔ). Λίγες µέρες νωρίτερα, στις 30 Απρίλη, είχε αυτοκτονήσει ο Αδόλφος Χίτλερ, σηµατοδοτώντας την κατάρρευση του ναζιστικού καθεστώτος.

Έκτοτε η 9η Μάη ήταν κυρίως για τη Ρωσία µια µέρα πανηγυρισµού της δύναµής της. Κατά τον Ψυχρό Πόλεµο, που ακολούθησε µετά το 1945, στις τεράστιες στρατιωτικές παρελάσεις µε τις οποίες γιορταζόταν η νίκη, η ΕΣΣΔ παρουσίαζε τακτικά τη δύναµη του στρατού της, υπενθυµίζοντας σε όλους το ρόλο της στον 2ο Π.Π. αλλά και στέλνοντας µήνυµα ότι κανείς δεν µπορεί να την υποτιµήσει. Το καθεστώς του κρατικού καπιταλισµού, που είχε επιβληθεί στη Ρωσία µε την άνοδο του Στάλιν, µετέτρεψε την 9η Μάη σε ηµέρα-σύµβολο της «ρωσικής δύναµης», ένα σύµβολο που ενσωµάτωνε αναφορές στον Ιβάν τον Τροµερό, τον Τσάρο Πέτρο τον Μέγα, για να φτάνει προφανώς στον Ιωσήφ Στάλιν. Το διάγγελµα του Πούτιν, που προανάγγειλε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αποδεικνύει ότι το σηµερινό καθεστώς έχει κληρονοµήσει και προσπαθεί να αναζωογονήσει αυτές τις ιδέες, διαχωρίζοντας αυτή την εθνική αφήγηση από την «εξαίρεση» της εποχής του Λένιν, της εποχής που κατά τον Πούτιν κυριάρχησαν «προσωρινά, οι ροµαντικές, αφελείς, αλλά και επικίνδυνες ιδέες της Επανάστασης του 1917».

Κατά τα επίσηµα ρωσικά ΜΜΕ, ο Πούτιν σχεδίαζε τη φετινή 9η Μάη να παρουσιάσει µε τυµπανοκρουσίες τη «νίκη στην Ουκρανία». Αντ’ αυτού, ο πόλεµος στην Ουκρανία έχει βαλτώσει σε µια κατάσταση εξαιρετικά επικίνδυνη. Η κλιµάκωσή του (και χειρότερα µια ενδεχόµενη επέκτασή του πέρα από το ουκρανικό έδαφος) ζωγραφίζουν ήδη τον κίνδυνο να µετατραπεί σε µια διεθνή ανεξέλεγκτη σύγκρουση. Ο Νόαµ Τσόµσκι δήλωσε εύστοχα ότι «η ανθρωπότητα προσεγγίζει το πιο επικίνδυνο σηµείο στην ιστορία της».

Όταν όλοι, ακόµα και αυτοί που τυπικά δηλώνουν ότι επιθυµούν την ειρήνη, προετοιµάζονται για πόλεµο, τότε ο πόλεµος γίνεται πιθανός. Για µια ακόµα φορά στην ιστορία, αποδεικνύεται ότι η πιθανότητα ενός ανεξέλεγκτου καταστρεπτικού πολέµου είναι απολύτως σύµφυτη µε την άγρια και επίσης ανεξέλεγκτη διαδικασία ανάπτυξης του καπιταλισµού στην τρέχουσα ιστορική περίοδο, δηλαδή στην περίοδο του ιµπεριαλισµού.

Σε αυτή την περίοδο, παραφράζοντας ένα καθεστωτικό κλισέ (όποιος επιθυµεί την ειρήνη, ας προετοιµάζεται για πόλεµο…) οφείλουµε να συνειδητοποιήσουµε ότι όποιος επιθυµεί την ειρήνη (και πολύ περισσότερο µια διαρκή και δίκαιη ειρήνη) οφείλει να προετοιµάζει την κοινωνική, αντικαπιταλιστική-σοσιαλιστική επανάσταση. Γιατί το σύστηµα διεθνώς έχει µπει σε µια εποχή νέας ηγεµονικής σύγκρουσης και δεν διαθέτει «λογική» και µηχανισµούς για ειρηνική λύση. Το δίληµµα που προδροµικά περιέγραψε η Ρόζα Λούξεµπουργκ, το «σοσιαλισµός ή βαρβαρότητα» έρχεται κατά πάνω µας µε ταχύτητα.

Υπό αυτό το σκληρό πρίσµα οφείλουµε φέτος να στοχαστούµε για το τέλος του Δεύτερου Παγκοσµίου Πολέµου.

Το µοίρασµα και το ξαναµοίρασµα του κόσµου

Ο 2ος Παγκόσµιος Πόλεµος υπήρξε η συνέχεια της µεγάλης σύγκρουσης κατά τον 1ο Π.Π.

Το πρώτο κύµα καπιταλιστικής παγκοσµιοποίησης, η περίοδος του laissez faire – laissez passer στα τέλη του 19ου αιώνα, είχε καταρρεύσει και µαζί της κατέρρευσαν οι φιλελεύθερες ιδέες που έλεγαν ότι η «ελευθερία του εµπορίου» µπορεί να είναι η βάση για µια διαρκή ειρήνη. Στη θέση της αναδείχθηκε η τάση για περιφρουρηµένες ζώνες επιρροής και τελικά η αποικιοκρατία. Όµως η µοιρασιά του κόσµου ήταν εξαιρετικά ασταθής. Η σύγκρουση (κατά τον Λένιν) ανάµεσα στους «χορτάτους» και τους «πεινασµένους» ιµπεριαλιστές, έγινε αναπόφευκτη και η ανθρωπότητα την πλήρωσε µε δεκάδες εκατοµµύρια νεκρούς και ανείπωτες καταστροφές µεταξύ του 1914-18.

Η ιστορική εργατική Αριστερά της εποχής, η Δεύτερη Διεθνής, διασπάστηκε µπροστά σε αυτή τη δοκιµασία. Η αντιπολεµική-αντικαπιταλιστική Αριστερά που διαµορφώθηκε µε αφετηρία το Τσίµερβαλντ, µας άφησε δύο κεντρικής σηµασίας παρακαταθήκες: Αφενός, τη µαρξιστική ανάλυση για τον ιµπεριαλισµό, που συνέδεσε την αυθόρµητη απέχθεια στον πόλεµο και στο µιλιταρισµό µε την οικονοµική τους βάση στις σύγχρονες κοινωνίες, µε τη διαδικασία ανάπτυξης του καπιταλισµού (όχι τυχαία, ο Λένιν στο διάσηµο βιβλίο του για τον Ιµπεριαλισµό έδωσε τον υπότιτλο: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισµού). Αφετέρου, και κατά συνέπεια, η σύνδεση της αντιπολεµικής γραµµής µε τη γενικότερη επαναστατική στρατηγική: Πάλη για µετατροπή του πολέµου σε κοινωνική-σοσιαλιστική επανάσταση! Σε αυτή τη διαδικασία, για τον Λένιν και τον Τρότσκι, για τη Λούξεµπουργκ και τον Λίµπκνεχτ, η ανεξαρτησία του εργατικού κινήµατος και της Αριστεράς απέναντι σε όλα τα στρατόπεδα που συγκρούονταν για το µοίρασµα του κόσµου, έγινε αξία αδιαπραγµάτευτη, αναδείχθηκε ως θέση αρχής.

Οι προβλέψεις τους ήταν σωστές. Ο Πρώτος Παγκόσµιος Πόλεµος τελείωσε µε τη νικηφόρα ρωσική επανάσταση, τις επαναστάσεις στη Γερµανία, την Ουγγαρία και αλλού, δηλαδή µε το κορυφαίο επαναστατικό κύµα στην ιστορία. Το κύµα που δηµιούργησε την Τρίτη Διεθνή και τα ΚΚ σε όλο τον πλανήτη.

Όµως οι συγκεκριµένες ρυθµίσεις του τέλους του ΑΠΠ ήταν κάθε άλλο παρά σταθερές. Οι ηττηµένοι ιµπεριαλιστές δεν µπορούσαν να αποδεχθούν µακροπρόθεσµα τους όρους που αποδέχθηκαν κατά τη στιγµή της ήττας τους. Οι νικητές θα δυσκολεύονταν να διατηρήσουν τα λεόντεια µερίδια που απένειµαν στον εαυτό τους κατά τη στιγµή της νίκης τους. Μια νέα ηγεµονική σύγκρουση γινόταν σταδιακά αναπόφευκτη.

Αυτοί οι ανταγωνισµοί ενισχύθηκαν στο διαπασών, µε τη διεθνή κρίση του καπιταλισµού που ξέσπασε το 1929. Και ενισχύθηκαν πολιτικά µε την ανάπτυξη του φασισµού.

Η ήττα της γερµανικής επανάστασης (1918-23) και της «κόκκινης διετίας» (1919-21) στην Ιταλία, είχαν ως αποτέλεσµα την αποµόνωση της ρωσικής επανάστασης, αλλά και τη δηµιουργία των συνθηκών για τη νίκη των Ναζί στη Γερµανία και των φασιστών στην Ιταλία. Στο κέντρο της πολιτικής του Χίτλερ ήταν η συστηµατική προετοιµασία για ένα «δεύτερο γύρο» της αναµέτρησης του ΑΠΠ, µε στόχο αυτή τη φορά τη «γερµανική νίκη». Όλες οι οικονοµικές, ιδεολογικές, πολιτικές δυνάµεις του γερµανικού κεφαλαίου και κράτους ενοποιήθηκαν σταδιακά προς αυτόν το στόχο.

Η τακτική των νικητών του ΑΠΠ απέναντι σε αυτή τη νέα προοπτική ήταν αντιφατική, διστακτική και τελικά απολύτως ανεπαρκής. Διχάζονταν από τους ανταγωνισµούς µεταξύ τους. Διχάζονταν από τον «πειρασµό» να αξιοποιήσουν το ναζισµό/φασισµό ως ρόπαλο συντριβής των επαναστατικών κινηµάτων (πχ Ισπανία). Διχάζονταν από τον «πειρασµό» να στρέψουν τον Χίτλερ κυρίως κατά της ΕΣΣΔ. Έτρεµαν το ενδεχόµενο ενός νέου γενικευµένου πολέµου, γιατί είχαν νωπή την πείρα του επαναστατικού κύµατος που σηµάδεψε το τέλος του ΑΠΠ. Έτσι επέτρεψαν στον Χίτλερ να καταπιεί την Αυστρία, να καταλάβει την Τσεχοσλοβακία (µε πρόσχηµα την «απελευθέρωση» της γερµανόφωνης µειονότητας…) και να ετοιµαστεί να εξαπολύσει τις στρατιές της Βέρµαχτ στην Ευρώπη και στον κόσµο.

Την 1η Σεπτέµβρη του 1939, όταν η Γερµανία εισέβαλλε στην Πολωνία, ξεκίνησε επισήµως ο Δεύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος. Η ανθρωπότητα πλήρωσε τους ενδοϊµπεριαλιστικούς ανταγωνισµούς µε δεκάδες εκατοµµύρια νεκρούς και σακατεµένους στρατιώτες, µε ακόµα περισσότερα θύµατα µεταξύ των αµάχων πληθυσµών, µε πρωτοφανείς καταστροφές στις πόλεις και στις υποδοµές. Ο πόλεµος αυτός σηµαδεύτηκε από τη βαρβαρότητα των µαζικών εγκληµάτων. Το µερίδιο του λέοντος ανήκει στους Ναζί, που µε το Ολοκαύτωµα επιδίωξαν την πλήρη εξόντωση των Εβραίων, αλλά και των Ροµά, των οµοφυλόφιλων, των ανάπηρων κλπ. Όµως και οι «δηµοκράτες» Σύµµαχοι έχουν το δικό τους µερίδιο: η συµπεριφορά τους απέναντι στον πληθυσµό των ηττηµένων γερµανικών πόλεων ήταν εγκληµατική (Αµβούργο, Δρέσδη, Βερολίνο…) και όταν η Ιαπωνία είχε πλέον γονατίσει, οι ΗΠΑ δεν δίστασαν να χρησιµοποιήσουν την ατοµική βόµβα στη Χιροσίµα και στη Ναγκασάκι (µε περίπου 250.000 νεκρούς) για να ανακοινώσουν στον πλανήτη ότι ο νέος ηγεµόνας ήταν ήδη επί σκηνής…

Ο χαρακτήρας του πολέµου

Ο Δεύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος, ως συνέχεια του Πρώτου, ήταν αναµφισβήτητα ένας πόλεµος ιµπεριαλιστικός, µε επίδικο το ξαναµοίρασµα της ισχύος και της επιρροής στον κόσµο. Ένας πόλεµος που το εργατικό κίνηµα και η Αριστερά του όφειλε να αντιµετωπίσει µε τη στρατηγική της µετατροπής του σε κοινωνική επανάσταση, όπως ακριβώς πρότεινε ο Λένιν και η Αριστερά του Τσίµερβαλντ στα 1914. Κάθε αποµάκρυνση από αυτή τη στρατηγική και κυρίως η κατάτµησή της σε «στάδια» (πρώτα να ηττηθούν οι Ναζί, µετά να ανοικοδοµηθεί η παραγωγή και η οικονοµία και µετά να τεθούν τα ζητήµατα εξουσίας) επρόκειτο να πληρωθεί µε βαριές ήττες.

Όµως η ιστορία δεν επαναλαµβάνεται ως φωτοτυπία. Συνέχεια δεν σηµαίνει επανάληψη. Μεταξύ του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκοσµίου Πολέµου υπήρξαν κρίσιµες κλιµακώσεις και βαθέµατα, που έθεταν κρίσιµα ζητήµατα τακτικής. Στον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, οι συγκρουόµενοι στρατοί δεν περιορίστηκαν σε µια «γραµµή επαφής» στα χαρακώµατα. Χώρες και πληθυσµοί βρέθηκαν σε καθεστώς ξενικής κατοχής. Ο Τρότσκι σε ένα από τα λαµπρά κείµενά του, λίγο πριν τη δολοφονία του, προειδοποιούσε τους οπαδούς του: «Στις ηττηµένες χώρες, η θέση των µαζών θα επιδεινωθεί στο έπακρο. Στην κοινωνική καταπίεση, προστίθεται η εθνική καταπίεση, που το βάρος της θα κληθούν να σηκώσουν οι εργάτες. Από όλες τις µορφές δικτατορίας, η ολοκληρωτική δικτατορία ενός ξένου κατακτητή είναι η πιο ανυπόφορη». Οι κατακτηµένες χώρες µετατράπηκαν σε πυριτιδαποθήκες που απειλούσαν να µετατρέψουν σε ήττα τις νίκες των ναζί στα µέτωπα, τις νίκες που η Βέρµαχτ είχε πετύχει σε βάρος των «δηµοκρατικών» ιµπεριαλιστικών στρατιών.

Στον Δεύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, οι γερµανικές και ιταλικές στρατιές δεν κουβαλούσαν µόνο τον κίνδυνο της «ξενικής κατοχής», αλλά και ένα πολιτικό πρόγραµµα: Αυτό του ναζισµού και του φασισµού. Η αυθόρµητη αντιφασιστική διάθεση από τα κάτω, σε συνδυασµό µε τα καθήκοντα αντίστασης στη ξενική κατοχή, λειτούργησε τελικά ως «κινητήρας» για ενεργοποίηση των µαζών σε µεγάλη κλίµακα.

Αυτά τα συγκεκριµένα χαρακτηριστικά και τα καθήκοντα και οι δράσεις που προέκυψαν από αυτά, όχι µόνο δεν είναι σε αντίθεση µε την αντιπολεµική/επαναστατική γραµµή κατά τον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο, αλλά αντίθετα συνιστούν το συγκεκριµένο τρόπο µε τον οποίο η κρίση του πολέµου µπορούσε να µετατραπεί σε κοινωνική επανάσταση, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.

Η πιο βαθιά διαφορά, που τελικά υπήρξε καθοριστική, αφορά τη γραµµή και την παρέµβαση των οργανωµένων δυνάµεων των ΚΚ και του «διεθνούς κέντρου» του ΚΚΣΕ, µετά και από την τελική διάλυση της Τρίτης Διεθνούς. Αφορά δηλαδή το ζήτηµα της ηγεσίας στη συγκεκριµένη ιστορική «στιγµή».

Η κυριαρχία του σταλινισµού δεν σηµαδεύτηκε µόνο από τις πιο βαθιές δολοφονικές «εκκαθαρίσεις» στο κόµµα, στο κράτος και στο στρατό στην ΕΣΣΔ. Συνδυάστηκε µε µια συστηµατική ανατροπή της πολιτικής της Τρίτης Διεθνούς της εποχής του Λένιν. Η γραµµή του Ενιαίου Μετώπου, του 3ου και 4ου συνεδρίου της Κοµιντέρν, αντιστράφηκε -µε την αλλοπρόσαλλη γραµµή του «σοσιαλφασισµού» που διευκόλυνε τη νίκη των Ναζί στη Γερµανία και περιόρισε σε εικονικές τις αντιστάσεις στο φασισµό στην Ιταλία. Αυτή η αυτοκτονική «αριστερίστικη» γραµµή, έδωσε ξαφνικά τη θέση της στη δεξιά στροφή των Λαϊκών Μετώπων, που συνιστούσε τη συµµαχία µε τις αστικές δηµοκρατικές δυνάµεις προκειµένου να αντιµετωπιστεί ο φασισµός.

Και στα 1939 ο κόσµος εµβρόντητος µάθαινε για το Σύµφωνο Μολότοφ-Ρίµπεντροπ που, για να µη µένει καµιά αµφιβολία για τη σηµασία του, συνοδεύτηκε από το διαµελισµό της Πολωνίας µεταξύ της χιτλερικής Γερµανίας και της σταλινικής ΕΣΣΔ. Αυτές οι «στροφές» συνοδεύονταν µε συστηµατικές ανατροπές και εκκαθαρίσεις στις ηγεσίες των ΚΚ στην Ευρώπη, µε κορυφαία πράξη τη διάλυση του ΚΚ Πολωνίας το 1938, µε απόφαση της σταλινικής ηγεσίας της Κοµιντέρν, λίγους µόλις µήνες πριν την υπογραφή του Συµφώνου Μολότοφ-Ρίµπεντροπ.

Το αποφασιστικό κριτήριο για τη γραµµή που εξέπεµπε πλέον η Τρίτη Διεθνής δεν ήταν πια τα συµφέροντα της παγκόσµιας επανάστασης, αλλά η διπλωµατική υποστήριξη του καθεστώτος της ΕΣΣΔ. Και οι συνέπειες ήταν πολιτικά καθοριστικές για τα κινήµατα αντίστασης, για τον πιο δυναµικό παράγοντα που απειλούσε να µετατρέψει τον πόλεµο σε κοινωνική επανάσταση. Τα ΚΚ πιέστηκαν για να δώσουν στα κινήµατα αντίστασης τον εν γένει «εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα» που επιδίωκε την ήττα του Άξονα σε συνεργασία µε τους «δηµοκρατικούς» Συµµάχους και κατέληξε σε κυβερνήσεις «Εθνικής Ενότητας» που ανέλαβαν τα καθήκοντα της «Εθνικής Ανοικοδόµησης» στις φοβερές συνθήκες του 1945. Ο κίνδυνος µιας επαναστατικής κρίσης στη Γαλλία και στην Ιταλία, ο κίνδυνος που αποτελούσε τον εφιάλτη της αµερικανοαγγλικής διπλωµατίας, ξεπεράστηκε µόνο γιατί οι πιο έµπιστες σταλινικές ηγεσίες (του Τορέζ στο ΚΚΓ και του Τολιάτι στο ΚΚΙ) συνεργάστηκαν συστηµατικά και χωρίς αναστολές µε τις αστικές ηγεσίες για την αποκατάσταση της (καπιταλιστικής) σταθερότητας. Σε άλλες χώρες (µε κορυφαίο παράδειγµα την Ελλάδα) αυτή η γραµµή οδήγησε σε αιµατηρές ήττες. Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο και η Κίνα του Μάο είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα: και στις δύο αυτές χώρες, για ιστορικούς λόγους, τα ΚΚ είχαν διατηρήσει βαθµούς αυτονοµίας που τους επέτρεψαν να «σπάσουν» τους περιορισµούς της Γιάλτας και να διεκδικήσουν την εξουσία. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο αυτά ΚΚ, πολύ σύντοµα µέσα στις µεταπολεµικές συνθήκες ήρθαν σε ρήξη µε τη Μόσχα, ανεξάρτητα µε τους ιδεολογικούς ρόλους που προέβαλαν για να εξηγήσουν την αυτονόµησή τους.

Οι συνέπειες υπήρξαν βαριές και για την ίδια την ΕΣΣΔ, που πλήρωσε δυσανάλογα βαρύ φόρο απωλειών στη σύγκρουση µε τη ναζιστική Γερµανία, που τελικά τον Ιούνη του 1941 αποδείχτηκε αναπόφευκτη. Ο ισχυρισµός ότι το «Σύµφωνο» ήταν ένας τακτικός ελιγµός του Στάλιν για να κερδίσει χρόνο και να προετοιµάσει την άµυνα της ΕΣΣΔ, είναι παντελώς αστήρικτος. Ο Ν. Χρουστσόφ (ο υπεύθυνος των µαζικών προπολεµικών εκκαθαρίσεων στην Ουκρανία, ο επικεφαλής της άµυνας στο Στάλινγκραντ, και µέλος της τριµελούς ηγεσίας του ΠΓ ως το θάνατο του Στάλιν) στη διαβόητη έκθεσή του προς το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ αποκάλυψε αναλυτικά το πόσο απροετοίµαστη βρέθηκε η ΕΣΣΔ κατά τη γερµανική επίθεση, το πόσο παραλυτικά αιφνιδιάστηκε η ηγεσία της, το πόσο βαριές ήταν οι συνέπειες των «εκκαθαρίσεων» στο στρατό, που είχαν αφανίσει τη συντριπτική πλειοψηφία των εµπειροπόλεµων αξιωµατικών της εποχής του εµφυλίου, µε την καχυποψία των «φιλο-τροτσκιστικών» αισθηµάτων µεταξύ τους.

Αυτά τα ηγετικά και πολιτικά «κενά» πληρώθηκαν µε τα 20 εκατοµµύρια νεκρούς των λαών της ΕΣΣΔ προκειµένου να αντιµετωπιστεί η ναζιστική αγριότητα που αντιµετώπιζε τους Σλάβους ως «υπανθρώπους».

Ο Δεύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος κατέληξε σε µια νέα «µοιρασιά» του κόσµου, όπως περιγράφεται στη συµφωνία της Γιάλτας µεταξύ των Ρούζβελτ-Τσόρτσιλ-Στάλιν. Η προέλαση του ρωσικού στρατού εγκατέστησε µε συνοπτικές και από τα πάνω διαδικασίες τα καθεστώτα των «Λαϊκών Δηµοκρατιών» στην Ανατολική Ευρώπη. Στις περισσότερες από αυτές, οι εκκαθαρίσεις της περιόδου 1945-55, «κούρεψαν» µέσα στα ΚΚ τα ηγετικά στελέχη µε προηγούµενη παρουσία µέσα στο εργατικό κίνηµα, που θα µπορούσαν να σταθούν µε στοιχειώδη αυτονοµία απέναντι στη Μόσχα. Το έντονα αντιρωσικό µένος που σήµερα κυριαρχεί µέσα στους πληθυσµούς τους, δεν οφείλεται σε κάποια ιδιοµορφία στο DNA των Πολωνών, των Ούγγρων, των Τσέχων κ.ο.κ. εργατών, αλλά στις τραγικές ιστορικές εµπειρίες τους.

Ο Δεύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος οδήγησε στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέµου. Μια ιστορική περίοδο µε αστάθειες κι επικινδυνότητες, αλλά επίσης µε ένα πλαίσιο ισορροπίας και πειθάρχησης µεταξύ των δύο στρατοπέδων. Ο Ψυχρός Πόλεµος, µετά το 1989-91, έδωσε τη θέση του στη λεγόµενη «µετα-σοβιετική» εποχή, όπου οι Αµερικανοί έχτιζαν πάνω στην αυταπάτη της µακράς και ανεµπόδιστης ηγεµονίας τους. Οι ήττες τους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, η διεθνής οικονοµική κρίση του συστήµατος, η άνοδος της Κίνας, σηµάδεψαν τα όρια αυτής της εποχής.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αναδεικνύει το τέλος της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσµιοποίησης, όπως τη γνωρίσαµε στα τελευταία 30-40 χρόνια. Η «ένοπλη παγκοσµιοποίηση», η τάση προς περιφρουρηµένες «ζώνες επιρροής» είναι ξανά παρούσα, µέσα σε έναν καπιταλιστικό κόσµο πιο άναρχο, µε περισσότερα και πιο ανεξέλεγκτα «σηµεία επαφής» µεταξύ των ανταγωνιζόµενων µεγάλων δυνάµεων, αλλά και πολλών ισχυρών πλέον περιφερειακών δυνάµεων.

Δίπλα στον τροµερό κίνδυνο µιας µεγάλης κλιµατικής κρίσης, προστίθεται ο κίνδυνος των µεγάλων πολέµων. Οι συχνές αναφορές, από τα πιο επίσηµα χείλη, στα πυρηνικά όπλα δεν πρέπει να αντιµετωπιστούν µε ελαφρότητα. Η καθυστέρηση της υπερώριµης και αναγκαίας κοινωνικής ανατροπής, της συστηµικής αλλαγής που είναι ιστορικά απαραίτητη, µπορεί να πληρωθεί ακριβά. Το δίληµµα «σοσιαλισµός ή βαρβαρότητα» γίνεται καθοριστικό για την ιστορική περίοδο που ανοίγεται µπροστά µας.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες