Ο σύντροφος Ομάρ Χασάν βρέθηκε στη Συρία για να καταγράψει την πραγματικότητα μετά την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ για λογαριασμό της εφημερίδας Red Flag. Θα αναδημοσιεύουμε τις διαδοχικές ανταποκρίσεις του, αυτές που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά από το elaliberta.gr, αλλά και επόμενες. Σε αυτό το κείμενο ο Ομάρ συζητά με αγωνίστριες κι αγωνιστές από την Σουέιντα, μια περιοχή που ξεσηκώθηκε ειρηνικά το 2023 και διατηρεί διευρυμένη "αυτονομία" από τη Δαμασκό μέχρι σήμερα.
«Τώρα μπορούμε να κάνουμε τα πάντα»: πώς σχεδιάζουν οι ακτιβιστές στη Σουουέιντα να διαμορφώσουν το μέλλον της χώρας
«Μεγαλώσαμε με τους [σοσιαλιστές μουσικούς] Μαρσέλ Χαλίφι, Τζούλια Μπούτρος, Σαΐχ Ιμάμ... πολλοί από εμάς ήταν κομμουνιστές όταν ήμασταν νεότεροι, πριν οι κομμουνιστές συνταχθούν με το καθεστώς», λέει η Σαφάα. Βρισκόμαστε σε ένα διαμέρισμα στη νότια πόλη Σουουέιντα, όπου τρεις γυναίκες –η Σαφάα, η Ουσσάιμα και η Ομάιμα– αφηγούνται την ιστορία της επαναστατικής αντίστασης της περιοχής ενάντια στον πρώην δικτάτορα Μπασάρ αλ-Άσαντ.
«Το Χιράκ, το κίνημα για την ελευθερία και την αλλαγή, ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2023. Ξεκίνησε επειδή οι τιμές ανέβαιναν τόσο πολύ∙ ο πληθωρισμός έκανε τα πάντα ανυπόφορα ακριβά», εξηγεί η Ουσσάιμα. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση αποφάσισε να περικόψει τις κρατικές επιδοτήσεις σε βασικά αγαθά όπως η βενζίνη και το ψωμί. «Αυτά ήταν τα ζητήματα που κινητοποίησαν τον κόσμο: θέλαμε να φάμε, να έχουμε νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, να ζήσουμε μια αξιοπρεπή ζωή. Κάποια στιγμή, οι κρατικές επιδοτήσεις για το ψωμί αντιστοιχούσαν σε λιγότερο από ένα ολόκληρο καρβέλι. Γι’ αυτό αρχικά ονομάστηκε επανάσταση του ψωμιού.
«Μια ομάδα νέων, πολύ μικρή αρχικά, κατέβηκε στην πλατεία Καράμα [πλατεία αξιοπρέπειας] για να διαμαρτυρηθεί τον Αύγουστο του 2023», συνεχίζει. «Μετά από αυτό επέστρεφαν κάθε μέρα για ένα χρόνο και τέσσερις μήνες. Φυσικά, δεν μπορούσαν όλοι να είναι εκεί κάθε μέρα, οπότε οι Παρασκευές έγιναν το επίκεντρο για μεγάλες δράσεις. Μόλις έφυγε ο φόβος, ο κόσμος απλά το έκανε».
Από τότε συνεχίζουν να το κάνουν – ένας χρόνος και τέσσερις μήνες με καθημερινές και εβδομαδιαίες δράσεις. Οι διαδηλώσεις αυξήθηκαν γρήγορα, με αποκορύφωμα περίπου 8.000 άτομα. Οι περισσότεροι από τους πρωτεργάτες συμμετείχαν στην επανάσταση του 2011 και είχαν συμμετάσχει ενεργά στα επανειλημμένα κύματα κινητοποιήσεων στη Σουουέιντα τα χρόνια που μεσολάβησαν. Αρχικά, το κίνημα επικεντρώθηκε στην ανανέωση των επιδοτήσεων και στη μείωση του κόστους των αγαθών, δηλαδή σε μεταρρυθμίσεις. Αλλά γρήγορα, οι επιδιώξεις διευρύνθηκαν και άρχισαν να απαιτούν την πτώση του καθεστώτος.
«Ο κόσμος άντεχε το τσουχτερό κρύο, το χιόνι, τη ζέστη του καλοκαιριού – δεν είχε σημασία, ήμασταν εκεί», λέει η Ομάιμα. Με πλακάτ και συνθήματα, οι διαδηλωτές προσπάθησαν να αναδείξουν παράπονα και ζητήματα από όλη τη Συρία, αλλά και διεθνή γεγονότα, όπως η γενοκτονία του Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Αναπόφευκτα, υπήρξαν αντιπαραθέσεις.
«Μια μερίδα ανθρώπων σταμάτησε να έρχεται όταν προβάλλαμε το σύνθημα της πτώσης του καθεστώτος», εξηγεί η Σαφάα. «Είπαν: “Ήρθαμε εδώ για την τιμή του ψωμιού”. Αυτό για το οποίο πραγματικά ανησυχούσαν ήταν ότι το καθεστώς θα έκανε στη Σουουέιντα ό,τι έκανε και στην υπόλοιπη χώρα».
Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε από τους μυστικούς αστυνομικούς που στάλθηκαν για να προκαλέσουν προβλήματα και διχασμό όπου μπορούσαν. «Συνήθιζαν να ξεκινούν καυγάδες για τα πάντα, για πράγματα τόσο απλά όσο το ποια τραγούδια θα παίζαμε κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων. Καθώς οι αριθμοί μειώνονταν, έλεγαν συνεχώς ότι ηττηθήκαμε, ότι πρέπει να σταματήσουμε», λέει η Ουσσάιμα. «Κατά καιρούς, όταν οι δράσεις ήταν μικρότερες, προσπαθούσαν απλώς να αρπάξουν ανθρώπους από το δρόμο».
«Επίσης, πρέπει να καταλάβετε ότι οι γυναίκες ήταν η μεγάλη πλειοψηφία του κινήματος εδώ», συνεχίζει. «Ο λόγος ήταν ότι το 2016 είχε ληφθεί μια συλλογική απόφαση ότι κανένας άνδρας από τη Σουουέιντα δεν θα δεχόταν να υπηρετήσει στον συριακό στρατό, να σκοτώσει τα αδέλφια του, τους ανθρώπους του, τους συμπατριώτες του. Αν ο στρατός πολεμούσε το Ισραήλ, θα υπηρετούσαμε ευχαρίστως».
Πολλοί άνδρες εγκατέλειψαν τη χώρα για να αποφύγουν αυτή τη μοίρα, συχνά δωροδοκώντας τη Χεζμπολλάχ για να τους περάσει από τα βουνά στο Λίβανο, από όπου μπορούσαν να πάνε αλλού. Οι γυναίκες το βρίσκουν αστείο ότι σε μια κατάσταση όπου το κόμμα που είναι υπεύθυνο για την υποστήριξη του Άσαντ με δολοφονική καταστολή θα κέρδιζε ταυτόχρονα από τα θύματά του. Όσοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να φύγουν, συχνά παγιδεύονταν στις πόλεις και τα χωριά της περιοχής τους, χωρίς να μπορούν να ταξιδέψουν από φόβο μήπως τους αρπάξουν στα κυβερνητικά σημεία ελέγχου.
Συνεπώς, οι γυναίκες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τη συνέχιση των κινητοποιήσεων στους δρόμους που οργανώνονταν από την ομάδα ομπρέλα, το Κίνημα για την Ελευθερία και την Αλλαγή. Οι υποστηρικτές του καθεστώτος και οι υπηρεσίες ασφαλείας ξεκίνησαν μια τρομερή εκστρατεία συκοφαντίας και παρενόχλησης των ακτιβιστών στο διαδίκτυο, με στόχο κυρίως τις γυναίκες. Ήλπιζαν ότι με την ανάρτηση μη κολακευτικών φωτογραφιών και την υπόδειξη ότι συμπεριφέρονταν ανάρμοστα, οι σύντροφοι ή τα μέλη της οικογένειάς τους θα τις πειθαρχούσαν για να σιωπήσουν.
Η Σαφάα, η Ουσσάιμα και η Ομάιμα μιλούν με οργή η μία πάνω στην άλλη σε αυτό το στάδιο, μεταφέροντας την αηδία τους. Παραδέχονται όμως ότι είχε αντίκτυπο. «Ακόμη και αν η οικογένειά σου σε υποστήριζε, ο κόσμος ήξερε τι συνέβαινε στη Σεντνάγια και σε άλλες φυλακές, οπότε μόλις γινόσουν στόχος της ασφάλειας... λοιπόν, ήταν στα αλήθεια τρομακτικό», λέει η Ομάιμα.
Υπήρχαν δυσκολίες όσον αφορά τη συμμετοχή των γυναικών μέσα στο ίδιο το κίνημα; «Σε καμία περίπτωση, η κοινότητά μας εδώ δεν είναι σαν κάποια άλλα μέρη. Συμμετείχαμε από την αρχή», λέει η Σαφάα. «Στην πραγματικότητα, τα παιδιά μας ενθάρρυναν να βγούμε, ήταν αρκετά ανοιχτόμυαλοι».
Ωστόσο, ήταν κυρίως μια μικρή ομάδα ανδρών από την εποχή του 2011 που είχε τον έλεγχο από την αρχή. Αλλά το κίνημα έγινε σταδιακά πιο συλλογικό και περιεκτικό. «Δεν είχαμε ξεχωριστές γυναικείες συναντήσεις∙ μας ενθάρρυναν να συμμετέχουμε ισότιμα στη λήψη αποφάσεων, ως εκπρόσωποι, σε όλα», λέει η Ουσσάιμα. «Κάποιες συναντήσεις ματαιώνονταν εντελώς αν δεν υπήρχαν αρκετές γυναίκες παρούσες. Αλλά φυσικά, δεν ήταν όλα εύκολα – μερικές φορές υπήρχαν μεγάλες αντιπαραθέσεις. Η δημοκρατία είναι ίσως δύσκολη σε αυτή τη χώρα. Συνήθιζα όμως να λέω ότι ακόμη και αν δεν ανατρέψαμε την κυβέρνηση, το κίνημα μας δίδαξε πολλά για την πολιτική και για το πώς είναι πραγματικά ο κόσμος».
Πώς γίνεται να μην σφαγιάστηκαν απλώς από το καθεστώς, όπως τόσοι άλλοι σε ολόκληρη τη χώρα; Οι ακτιβίστριες λένε ότι είχαν εκμεταλλευτεί πλήρως μια αντίφαση στην προπαγάνδα του καθεστώτος, το οποίο ισχυριζόταν ότι υπερασπίζεται τις μειονότητες απέναντι στον βίαιο εξτρεμισμό (δηλαδή απέναντι στη σουνιτική πλειοψηφία). Αυτό έκανε πιο δύσκολο για τον στρατό να πνίξει τη Σουουέιντα στο αίμα. Αυτός ο περιορισμός έδωσε στους ανθρώπους εδώ πολύτιμο χώρο για να οργανωθούν, αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ακτιβιστές εξακολουθούσαν να δολοφονούνται και να απαγάγονται – το καλειδοσκοπικό φάσμα των δυνάμεων ασφαλείας στη Συρία συνέχισε να λειτουργεί υπόγεια. Αλλά μέσω της θαρραλέας ανυπακοής τους, οι ακτιβιστές και οι ακτιβίστριες στη Σουγουέιντα κέρδισαν τελικά έναν βαθμό πολιτικής ελευθερίας ανήκουστο σε άλλες ελεγχόμενες από το καθεστώς περιοχές.
«Δεν βρισκόμασταν υπό τον άμεσο έλεγχο του καθεστώτος εδώ και περίπου δέκα χρόνια», επιβεβαιώνει η Σαφάα. «Γι’ αυτό, όταν ξεκίνησε το κίνημα, [το καθεστώς] το σκέφτηκε πολύ προτού ασχοληθεί μαζί μας στρατιωτικά». Η κυβέρνηση είχε κάνει μια προσπάθεια να επανακάμψει το 2018, αφού το ISIS κατέλαβε ορισμένα ανατολικά χωριά και πόλεις και διέπραξε σφαγές σε ολόκληρη την περιοχή. «Στην πραγματικότητα, το καθεστώς έφερε το ISIS εδώ», λέει η Σαφάα. «Αλλά ο λαός εδώ ξεσηκώθηκε και τους συντρίψαμε, τους διώξαμε εμείς οι ίδιοι από την πρώτη κιόλας μέρα».
Αυτή τη σημασία της ανεξάρτητης στρατιωτικής ικανότητας της πόλης τονίζουν περισσότερο άλλοι στη Σουουέιντα, ιδίως ο Αλάα, ηγετικό στέλεχος μιας από τις μεγαλύτερες πολιτοφυλακές της πόλης, της Λίουα αλ-Τζάμπαλ, ή αλλιώς Ορεινή Ταξιαρχία. Έρχεται μαζί μας στο διαμέρισμα και εξηγεί τη σχετική αυτονομία της Σουουέιντα ως αποτέλεσμα της πολεμικής τους δύναμης.
«Μόνο η δική μου πολιτοφυλακή είχε 4-5.000 άτομα υπό τα όπλα, και υπήρχαν πολλοί άλλοι», λέει. «Τις περισσότερες φορές δεν συγκρουόμασταν άμεσα με το καθεστώς. Αλλά αν επιχειρούσαν οτιδήποτε, για παράδειγμα, αν άρπαζαν έναν από τους ανθρώπους μας στη Δαμασκό ή από μια διαδήλωση, εμείς αντεπιτεθόμασταν. Απαγάγαμε τους στρατιώτες τους και τους ανταλλάσσαμε ή απειλούσαμε τον διοικητή τους στην περιοχή. Τα πράγματα λύνονταν τις περισσότερες φορές με αυτόν τον τρόπο».
Περπατώντας και οδηγώντας γύρω από τη Σουουέιντα, είναι προφανές ότι η πόλη και οι γύρω περιοχές δεν έχουν υποστεί την ίδια ολέθρια καταστροφή που παρατηρείται σε άλλα μέρη της Συρίας. Δεν υπάρχουν κτίρια κατεστραμμένα από πυραύλους ή βόμβες, ούτε σπίτια γεμάτα σφαίρες. Υπάρχουν επίσης πιο όμορφα κτίρια και καταστήματα, περισσότερα μεγάλα κατασκευαστικά έργα σε εξέλιξη και λιγότερα ορατά σημάδια φτώχειας.
«Σχεδόν κάθε οικογένεια στη Σουουέιντα έχει κάποιους ανθρώπους έξω από τη χώρα, που στέλνουν χρήματα πίσω», εξηγεί αργότερα ο Ρά’φατ, ο οδηγός μου. «Επίσης, υπάρχει μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων που έχουν σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, σε υψηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας». Ο Αλάα κάνει μια παρόμοια επισήμανση, λέγοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος της πολιτοφυλακής αποτελείται από μορφωμένους ανθρώπους. Είναι αδύνατο να επιβεβαιωθούν πολλές λεπτομέρειες, καθώς υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία για τον πληθυσμό της Συρίας (αν και οι μεταβατικές αρχές σχεδιάζουν σύντομα απογραφή). Αλλά αυτή η σχετικά καθαρή και βιώσιμη πόλη των 500.000 κατοίκων είναι μια γεύση του τι θα μπορούσε να είναι η Συρία αν η οικογένεια Άσαντ δεν είχε προσκολληθεί στην εξουσία με τόσο μανιακό πείσμα.
Ο Αλάα είναι ήσυχα αισιόδοξος για το μέλλον. Αυτή την εβδομάδα, η πολιτοφυλακή του ανακοίνωσε την πρόθεσή της να συγχωνευθεί με την άλλη κύρια τοπική πολιτοφυλακή, τους Άνδρες της Αξιοπρέπειας (η πλατεία Αξιοπρέπειας είναι η τοποθεσία των πολλών διαδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν στην πρωτεύουσα της Σουουέιντα). Σε κοινή συνέντευξη Τύπου, και οι δύο δήλωσαν την προθυμία τους να ενταχθούν σε έναν μελλοντικό συριακό στρατό. «Θα διαπραγματευτούμε με την [Χαγιάτ Ταχρίρ ασ-Σαμ (HTS)] ως ισότιμοι», επιμένει ο Αλάα. Η ενιαία διοίκησή τους έχει πλέον υπό τον έλεγχό της 10-12.000 μαχητές.
Η ανακοίνωσή τους εγκρίθηκε από τον πιο επιφανή σεΐχη της περιοχής, ο οποίος έχει από καιρό τοποθετηθεί υπέρ του κινήματος. («Αν και είχε πάντα τις δικές του επιδιώξεις που δεν ταιριάζουν ακριβώς με τις δικές μας», προειδοποιεί μία από τις γυναίκες). Σημαντικό είναι ότι τόνισε ότι η Σουουέιντα πρέπει να έχει ρόλο στη διαμόρφωση της νέας Συρίας και όχι απλώς να πληροφορηθεί το αποτέλεσμα.
Οι άνθρωποι εδώ παραμένουν σθεναρά προσηλωμένοι στην ανεξαρτησία τους, την οποία θεωρούν ως τη μόνη εγγύηση της ελευθερίας και των δικαιωμάτων τους υπό το νέο καθεστώς. Ο Αλάα εξηγεί ότι η HTS έστειλε 35 αυτοκίνητα γεμάτα με στρατιώτες την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ελπίζοντας να καταλάβει την περιοχή αιφνιδιάζοντας τους ντόπιους μαχητές. «Τους γυρίσαμε στον αυτοκινητόδρομο και τους είπαμε ότι αν μπουν μέσα, θα σφαγιαστούν. Και αυτό ήταν όλο». Ως εκ τούτου, η Σουουέιντα είναι η μόνη επαρχία στη Συρία χωρίς ένοπλη παρουσία της HTS. Υπάρχει, ωστόσο, ένας απεσταλμένος της HTS, ο Μουσταφά αλ-Μπάκκουρ, ο οποίος στην πράξη λειτουργεί ως κυβερνήτης της περιοχής, κάτι που δεν φαίνεται να ενοχλεί κανέναν.
Υπάρχει μια τάση, η οποία εκπροσωπείται από το κόμμα Λίουα (που δεν συνδέεται με την πολιτοφυλακή), το οποίο τάσσεται υπέρ της απόσχισης της Σουουέιντα από τη Συρία. Έχουν μια άτυπη συμμαχία με τη δεξιά πτέρυγα των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, των κουρδικών δυνάμεων που ελέγχουν τη βορειοανατολική Συρία, και είναι επίσης ανοιχτοί στη συνεργασία με τη Δύση και το Ισραήλ για την επίτευξη αυτού του στόχου. Αλλά μου είπαν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στη Σουουέιντα απορρίπτουν αυτή την προσέγγιση και ότι το κίνημα ψήφισε να μην επιτραπούν τα συνθήματά τους στην πλατεία. «Είμαστε Σύριοι, δεν θέλουμε να χωριστούμε», λέει η Σαφάα. Οι άλλοι συμφωνούν.
Υπάρχει κάποια διαφωνία σχετικά με το πώς θα προχωρήσει η μετάβαση. Ο Αλάα εκφράζει κάποια επίμονη πικρία για όσους υπηρέτησαν στο παλιό καθεστώς: «Ειλικρινά, αισθάνομαι ότι δεν μπορούμε απλώς να προχωρήσουμε – πρέπει να ξέρουν ότι ξέρουμε ποιοι είναι, να νιώσουν την ντροπή». Η Σαφάα διαφωνεί: «Χρειαζόμαστε δικαιοσύνη, αλλά πρέπει να είναι επανορθωτική δικαιοσύνη. Πρέπει να ξαναχτίσουμε την αίσθηση της κοινότητας, να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον για τα εγκλήματα του παρελθόντος». Ο Ρά’φατ συμφωνεί: «Θα πρέπει να λογοδοτήσουν οι ανώτεροι αξιωματούχοι, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Ο μέσος στρατιώτης δεν είχε άλλη επιλογή: στρατολογήθηκε, είχε ένα όπλο στο κεφάλι του. Πρέπει να ξεκινήσουμε με μια λευκή σελίδα».
Οι γυναίκες μιλούν για την HTS με ένα συνηθισμένο μείγμα ελπίδας και τρόμου. «Τα πράγματα είναι αρκετά λογικά μέχρι στιγμής – ο Τζολάνι ενεργεί προσεκτικά. Οι υπουργοί του έχουν πει και έχουν κάνει λάθος πράγματα, αλλά όταν υπάρξει λαϊκή αναταραχή, τότε ο Τζολάνι τα παίρνει πίσω», λέει η Ουσάϊμα. (Ο Αμπού Μοχάμμαντ αλ-Τζολάνι είναι το ψευδώνυμο του ηγέτη του HTS Αχμέντ αλ-Σαράα, ο οποίος έχει γίνει ο ντε φάκτο ηγέτης της χώρας).
Η Σαφάα παρουσιάζει μια ελαφρώς διαφορετική προοπτική. «Ζήσαμε πολλά χρόνια κάτω από αυτό το τρομακτικό καθεστώς, με τόσο πολύ φόβο και αγωνία. Δεν εξαφανίστηκαν όλα από τη μια μέρα στην άλλη», λέει. «Δεν ξέρουμε καν πραγματικά πώς θα μοιάζει η ελευθερία. Επίσης, σε αυτή την περιοχή, οι περισσότεροι από εμάς είναι Δρούζοι ... Ανησυχούμε πολύ ότι η νέα κυβέρνηση θα υιοθετήσει μια αυστηρή ερμηνεία του Ισλάμ∙ οι ιδέες τους είναι πολύ συντηρητικές».
Ο Αλάα είναι ακόμη πιο επιφυλακτικός: «Ο άνθρωπος ήταν Αλ Κάιντα, και πολιτικά, εξακολουθεί να είναι Αλ Κάιντα. Οι ιδέες του δεν ταιριάζουν με τους ανθρώπους εδώ∙ θέλουμε ένα προοδευτικό, κοσμικό κράτος». Αυτοί οι φόβοι δεν είναι καθόλου αβάσιμοι. Εκεί όπου η HTS και οι προκάτοχοί της κυβέρνησαν τη βόρεια πόλη Ίντλιμπ, οι χριστιανοί και οι δρούζοι χωρικοί υπέστησαν σοβαρή θρησκευτική βία και τους έκλεψαν τα εδάφη και τα σπίτια τους. Οι γυναίκες υποχρεώθηκαν να φορούν χιτζάμπ και οι συντηρητικοί κοινωνικοί κανόνες εφαρμόστηκαν με αυστηρότητα. Ενώ ο Τζολάνι έκανε πρόσφατα μια προσπάθεια να αναιρέσει κάποιες από τις χειρότερες υπερβολές, έστω και για να κατευνάσει την εγχώρια και διεθνή κοινή γνώμη, τα ζητήματα παραμένουν και τα εγκλήματα αυτά δεν έχουν ξεχαστεί.
Ωστόσο, για άλλη μια φορά, όλοι επιμένουν να κάνουν διάκριση μεταξύ της HTS, με την αυστηρή ερμηνεία του νόμου της Σαρία, και της μουσουλμανικής κοινότητας στο σύνολό της. «Η Σουουέιντα έχει δεχτεί τόσους πολλούς πρόσφυγες από περιοχές της χώρας στις οποίες επιτέθηκε το καθεστώς. Τους υποδεχτήκαμε με χαρά∙ δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με κανέναν που ζει εδώ», λέει η Σαφάα. «Αλλά [οι HTS] ήταν παγιδευμένοι στο Ίντλιμπ για τόσο πολύ καιρό, που δεν ξέρουν πώς είναι η Συρία, πώς είναι η Δαμασκός, η Σουουέιντα, η Ταρτούς».
Η Ουσσάιμα παρεμβαίνει: «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μπορέσει [η HTS] να διοικήσει ολόκληρη τη Συρία όπως το Ίντλιμπ. Αν προσπαθήσουν, θα ξεσηκωθούμε ξανά. Νικήσαμε το παλιό καθεστώς, έχουμε τις δικές μας πολιτοφυλακές, τώρα μπορούμε να κάνουμε τα πάντα».
*Μετάφραση: elaliberta.gr
Το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά: https://redflag.org.au/article/we-can-do-anything-now-how-activists-in-t...