Γνήσιο τέκνο της εποχής μας και του καπιταλιστικού «μοντερνισμού» της, το Άουσβιτς και η βιομηχανική-γραφειοκρατική του μηχανή μαζικής εξόντωσης ανθρώπινων όντων μας εγκαλεί σ’αυτό το μεταίχμιο δύο αιώνων τουλάχιστον για τρεις βασικούς λόγους: α) επειδή δεν παραπέμπει σε μια δήθεν επιστροφή σε κάποιες αρχέγονες βαρβαρότητες, β) επειδή συνιστά βαθιά τομή στον πολιτισμό και στον τρόπο θεώρησης της ιδέας της προόδου, και γ) επειδή τα διδάγματά του είναι τώρα -και εφεξής- περισσότερο χρήσιμα και επίκαιρα από ό,τι πριν από 55 χρόνια.

Αν λοι­πόν η ιστο­ρία χω­ρί­ζε­ται πια σε προ και μετά Άου­σβιτς επο­χές, αυτό οφεί­λε­ται τόσο στη «μο­να­δι­κό­τη­τα» των να­ζι­στι­κών θα­λά­μων αε­ρί­ων, όσο και στο ότι τί­πο­τα δεν είναι πια το ίδιο μετά από αυ­τούς. «Μο­να­δι­κό» και συ­νά­μα «νε­ω­τε­ρι­στι­κό» και «μο­ντέρ­νο» είναι το Άου­σβιτς όχι τάχα επει­δή δεν προ­ϋ­πήρ­ξαν άλλες εκ­δη­λώ­σεις αν­θρώ­πι­νης βαρ­βα­ρό­τη­τας με ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρα θύ­μα­τα (π.χ. η μα­ζι­κή εξό­ντω­ση και γε­νο­κτο­νία των ιθα­γε­νών πλη­θυ­σμών του «Νέου Κό­σμου» ή της Αφρι­κής από τους Ευ­ρω­παί­ους κα­τα­κτη­τές και αποι­κιο­κρά­τες). Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αυτό που κάνει το Άου­σβιτς να μην μοιά­ζει με τί­πο­τα άλλο, να μην είναι μια απλή –ίσως ακόμα πιο θα­να­τη­φό­ρα- επα­νά­λη­ψη πα­λιό­τε­ρων βαρ­βα­ρο­τή­των και κατά συ­νέ­πεια, να μην εξη­γεί­ται από μια εν­δε­χό­με­νη δήθεν «με­τα­φυ­σι­κή» ή «έμ­φυ­τη» τάση επι­στρο­φής σε κά­ποια άλλη εποχή (π.χ. στον συ­κο­φα­ντη­μέ­νο Με­σαί­ω­να), είναι τογε­γο­νός ότι θα ήταν αδύ­να­το και αδια­νό­η­το έξω από τον θριαμ­βεύ­ο­ντα κα­πι­τα­λι­σμό και την αστι­κή κοι­νω­νία του!

ΑΠΟ ΤΟ ΜΕ­ΡΙ­ΚΟ ΟΡ­ΘΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΣΜΟ ΣΤΟ ΣΥ­ΝΟ­ΛΙ­ΚΟ ΑΝΟΡ­ΘΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΣΜΟ

Προ­ϊ­όν του σύγ­χρο­νου δυ­τι­κού κό­σμου και της ανα­πτυγ­μέ­νης βιο­μη­χα­νί­ας του, το Άου­σβιτς –κατά τον Ερ­νέστ Μα­ντέλ- θα «ήταν αδύ­να­το χωρίς ένα σύ­νο­λο υλι­κών και τε­χνι­κών μέσων. Ήταν μια βιο­μη­χα­νι­κή και όχι μια βιο­τε­χνι­κή επι­χεί­ρη­ση εξό­ντω­σης. Ιδού όλη η δια­φο­ρά του από τα πα­ρα­δο­σια­κά πο­γκρόμ. Αυτή η επι­χεί­ρη­ση απαι­τού­σε τη μα­ζι­κή πα­ρα­γω­γή του αε­ρί­ου Τσί­κλον Β, θα­λά­μους αε­ρί­ων, σω­λη­νώ­σεις, φούρ­νους απο­τέ­φρω­σης, ορ­γα­νω­μέ­να πα­ρα­πήγ­μα­τα, τη μα­ζι­κή χρη­σι­μο­ποί­η­ση των σι­δη­ρο­δρό­μων, σε μια τέ­τοια κλί­μα­κα που θα ήταν αδύ­να­τη στον 18ο αιώνα και στο με­γα­λύ­τε­ρο τμήμα του 19ου, για να μην μι­λή­σου­με για ακόμα προ­γε­νέ­στε­ρες επο­χές». Και ο Μα­ντέλ συ­νε­χί­ζει: «από αυτή την άποψη, το ολο­καύ­τω­μα είναι επί­σης (όχι μόνον, αλλά επί­σης) ένα προ­ϊ­όν της σύγ­χρο­νης βιο­μη­χα­νί­ας που ξε­φεύ­γει όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο από τον έλεγ­χο της αν­θρώ­πι­νης και αν­θρω­πι­στι­κής λο­γι­κής, δη­λα­δή της σύγ­χρο­νης κα­πι­τα­λι­στι­κής βιο­μη­χα­νί­ας που προ­ω­θού­με­νη από τον πα­ρο­ξυ­σμό του αντα­γω­νι­σμού γί­νε­ται ανε­ξέ­λεγ­κτη».

Και όχι μόνον. Αυτό το τε­ρα­τώ­δες ερ­γο­στά­σιο θα­νά­του έγινε δυ­να­τό και μπό­ρε­σε να λει­τουρ­γή­σει  στην συ­γκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρι­κή εποχή επει­δή μόνον το ανα­πτυγ­μέ­νο αστι­κό κρά­τος τού προ­σέ­φε­ρε ένα άλλο προ­α­παι­τού­με­νό του: την απα­ραί­τη­τη γρα­φειο­κρα­τι­κή νο­ο­τρο­πία, τον κα­θη­με­ρι­νό κο­ντό­φθαλ­μο υπαλ­λη­λί­στι­κο “ορ­θο­λο­γι­σμό” των εκα­το­ντά­δων χι­λιά­δων άμε­σων και έμ­με­σων εκτε­λε­στών του. Δη­λα­δή, την τυφλή υπα­κοή και υπο­τα­γή στο πα­ντο­δύ­να­μο και “ιερό” Κρά­τος-αφέ­ντη, που με­τα­φρά­ζε­ται στη γνω­στό­τα­τη γκάμα  συ­μπε­ρι­φο­ρών που αρ­χί­ζουν από τον άκρι­το (αυτο)πε­ριο­ρι­σμό του κα­θέ­να στα με­ρι­κά και κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­να  “κα­θή­κο­ντά” του (“εγώ κάνω απλώς τη δου­λειά μου και δεν με αφο­ρούν όλα τα υπό­λοι­πα”) και τε­λειώ­νουν με την με­τα­τρο­πή των ενερ­γών πο­λι­τών σε άβου­λους υπη­ρέ­τες του δόγ­μα­τος “καλό ή κακό, αυτό είναι το κρά­τος” και η πα­τρί­δα μου...

Νά­μα­στε λοι­πόν στην καρ­διά του σύγ­χρο­νου τέ­ρα­τος καθώς ανε­παι­σθή­τως γεν­νιέ­ται μέσα μας η (εύ­λο­γη) κρί­σι­μη απο­ρία:  αν είναι όντως η εποχή μας που έκανε δυ­να­τό το Άου­σβιτς, τότε τι μας εγ­γυά­ται ότι δεν θα γί­νου­με μάρ­τυ­ρες της απλής ή και ακόμα χει­ρό­τε­ρης επα­νά­λη­ψής του; Η απά­ντη­ση είναι δυ­στυ­χώς απλή και συ­νά­μα τρα­γι­κή. Απο­λύ­τως τί­πο­τα! Μετά το Άου­σβιτς τα πάντα είναι πια δυ­να­τά και να το αρ­νιό­μα­στε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά δεν μπο­ρεί να ση­μαί­νει παρά πο­λι­τι­κή ανευ­θυ­νό­τη­τα! Ή όπως μας προει­δο­ποιεί ο Μπρε­χτ: “είναι πάντα γό­νι­μη η μήτρα που γέν­νη­σε αυτό το τέρας”!...

Όχι, δεν πρό­κει­ται πια μόνο για το φα­σι­στι­κό τέρας στο οποίο ανα­φε­ρό­ταν ο Μπέρ­τολτ Μπρε­χτ. Το Άου­σβιτς δεν είναι μόνον το πιο ακραίο πα­ρά­δειγ­μα σύγ­χρο­νης βαρ­βα­ρό­τη­τας. Στην ουσία του είναι πρω­τί­στως μια σχε­δόν τυ­πι­κή και πα­ρα­δειγ­μα­τι­κή έκ­φρα­ση των κα­τα­στρο­φι­κών τά­σε­ων που υπήρ­χαν και εξα­κο­λου­θούν να υπάρ­χουν (μά­λι­στα, διαρ­κώς ανα­πτυσ­σό­με­νες) μέσα στις αστι­κές μας κοι­νω­νί­ες σ’αυ­τό το στά­διο του ύστε­ρου κα­πι­τα­λι­σμού. Αν το Άου­σβιτς είναι τομή και συ­νά­μα σύμ­βο­λο της σύγ­χρο­νης κα­πι­τα­λι­στι­κής-ιμπε­ρια­λι­στι­κής επο­χής αυτό οφεί­λε­ται στο ότι κα­νέ­να άλλο “ιδρυ­τι­κό γε­γο­νός”  των και­ρών μας δεν ανά­δει­ξε με τόση δύ­να­μη το κυ­ρί­αρ­χο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της και την υπέρ­τα­τη αντί­φα­σή της: τον συν­δυα­σμό του πιο τέ­λειου με­ρι­κού ορ­θο­λο­γι­σμού με τον από­λυ­το συ­νο­λι­κό ανορ­θο­λο­γι­σμό. Το πά­ντρε­μα του με­γα­λύ­τε­ρου ορ­θο­λο­γι­σμού των μέσων με τον πιο ακραίο ανορ­θο­λο­γι­σμό των τε­λι­κών στό­χων!

Σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση, τι άλλο είναι το Άου­σβιτς πέρα από αυτό τον «θα­να­τε­ρό με­ρι­κό ορ­θο­λο­γι­σμό» της σύγ­χρο­νης ορ­γά­νω­σης  ερ­γα­σί­ας  και της τε­χνο­λο­γί­ας στην υπη­ρε­σία των πιο πα­ρά­λο­γων και ανορ­θο­λο­γι­κών στό­χων, δη­λα­δή της  αγριαν­θρω­πι­κής και βάρ­βα­ρης επι­χεί­ρη­σης ολο­κλη­ρω­τι­κής εξό­ντω­σης αν­θρώ­πων μόνο και μόνο επει­δή αυτοί -ως Εβραί­οι και ως Τσιγ­γά­νοι- διέ­πρα­ξαν το «ατό­πη­μα» απλώς να...υπάρ­χουν; Εδώ δεν έχου­με ούτε καν έναν κα­θό­λα “ανή­θι­κο” αντι­κει­με­νι­κό στόχο, όπως π.χ. εκεί­νον που εξυ­πη­ρε­τού­σε το στα­λι­νι­κό Γκού­λαγκ όπου τα εκα­τομ­μύ­ρια των Ζεκ (κα­τα­δί­κων) με­τα­τρέ­πο­νταν σε πάμ­φθη­νη ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη  για την (κα­τα­να­γκα­στι­κή)  οι­κο­δό­μη­ση της “σο­σια­λι­στι­κής”   οι­κο­νο­μί­ας. Εδώ έχου­με πε­ρά­σει σε ένα άλλο, ποιο­τι­κά δια­φο­ρε­τι­κό επί­πε­δο βαρ­βα­ρό­τη­τας που δεν εξη­γεί­ται ούτε από κά­ποιες οι­κο­νο­μι­κές επι­διώ­ξεις των δη­μί­ων, ούτε από το ρα­τσι­στι­κό τους μίσος. Οι Εβραί­οι ως αν­θρώ­πι­να όντα κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι απο­κλει­στι­κά και μόνο να εξο­ντω­θούν δεν μπο­ρούν –βέ­βαια- ούτε να ερ­γα­σθούν έστω ως ερ­γά­τες-σκλά­βοι, ούτε να συ­νε­χί­σουν να παί­ζουν το ρόλο του απο­διο­πο­μπαί­ου τρά­γου που τους επι­φύ­λασ­σε ο πα­ρα­δο­σια­κός αντι­ση­μι­τι­σμός!... 

Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟ­ΡΙ­ΚΗΣ ΠΡΟ­Ο­ΔΟΥ ΚΑΙ Η ΠΛΑ­ΝΗ­ΤΙ­ΚΗ ΚΑ­ΤΑ­ΣΤΡΟ­ΦΗ

Το “ανεί­πω­το” και το “αδια­νό­η­το” του Άου­σβιτς δεν εντο­πί­ζε­ται λοι­πόν ούτε στο μέ­γε­θος του απο­τρό­παιου  εγκλή­μα­τος των να­ζι­στών, ούτε στις τε­ρα­τώ­δεις δια­στά­σεις που πήρε ο αντι­ση­μι­τι­σμός τους, αλλά μάλ­λον σ’αυ­τή την πρω­τό­γνω­ρη στην ιστο­ρία αυ­θε­ντι­κή πο­λι­τι­σμι­κή ρήξη που συ­νε­πά­γε­ται η  ντε φάκτο πε­ρι­φρό­νη­ση και κα­τάρ­γη­ση όλων των προ­αιώ­νιων κα­νό­νων και τα­μπού της πιο στοι­χειώ­δους αλ­λη­λεγ­γύ­ης και συ­νύ­παρ­ξης των αν­θρώ­πων. Με δε­δο­μέ­νο το προη­γού­με­νο του Άου­σβιτς (αλλά και της Χι­ρο­σί­μα), η αν­θρω­πό­τη­τα μπο­ρεί να ατε­νί­ζει το μέλ­λον της αφή­νο­ντας ανοι­κτή την πόρτα για κάθε εν­δε­χό­με­νο, ακόμα και για εκεί­νο του πλή­ρους αφα­νι­σμού της!...

Δυ­στυ­χώς, αυτό που ήταν όμως άλ­λο­τε ένα απλό προ­αί­σθη­μα των πιο διο­ρα­τι­κών ανα­τό­μων της οι­κτρής σύγ­χρο­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας (Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν, Λέον Τρό­τσκι, Ερ­νεστ Μπλοχ,...), με­τα­βάλ­λε­ται στις μέρες μας  πε­ρί­που σε κοι­νό­τυ­πη αλή­θεια που τεί­νουν να ασπα­στούν –έστω και απο­σπα­σμα­τι­κά- εκα­τομ­μύ­ρια αν­θρώ­πων σε κάθε γωνιά του πλα­νή­τη. Το δί­λημ­μα της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ «σο­σια­λι­σμός ή βαρ­βα­ρό­τη­τα» έχει χάσει προ πολ­λού την επι­και­ρό­τη­τά του επει­δή ζούμε ήδη μέσα στη βαρ­βα­ρό­τη­τα! Αντί­θε­τα, ένα νέο, ακόμα πιο τρα­γι­κό υπαρ­ξια­κό δί­λημ­μα παίρ­νει την θέση του, επι­βάλ­λε­ται ως ανα­πό­φευ­κτο: σο­σια­λι­σμός ή κα­τα­στρο­φή του πλα­νή­τη και εξα­φά­νι­ση του αν­θρώ­πι­νου εί­δους! Τώρα δεν πρό­κει­ται πια “μόνο” για το κύμα των ολο­κλη­ρω­μέ­νων ή ημι­τε­λών γε­νο­κτο­νιών που σα­ρώ­νει την εποχή μας (Ρουά­ντα, Τσε­τσε­νία, Αν. Τιμόρ) και τις εθνο­κα­θάρ­σεις στην πρώην Γιου­γκο­σλα­βία, ούτε για την φρίκη των 45 εκα­τομ­μυ­ρί­ων παι­διών του Τρί­του κό­σμου που πε­θαί­νουν κάθε τέσ­σε­ρα χρό­νια από τον υπο­σι­τι­σμό και την έλ­λει­ψη φαρ­μά­κων και πό­σι­μου νερού, ούτε καν για όλη αυτή την μαρ­τυ­ρι­κή αν­θρω­πό­τη­τα που γί­νε­ται θυσία στο βωμό της αχα­λί­νω­της με­γι­στο­ποί­η­σης του πο­σο­στού κέρ­δους. Τώρα πια δεν πρό­κει­ται για τί­πο­τα από όλα αυτά, ούτε καν για την ύπαρ­ξη του αν­θρώ­πι­νου πο­λι­τι­σμού, αλλά για κάτι πα­ρα­πά­νω, ποιο­τι­κά ανώ­τε­ρο, για την ολική κα­τα­στρο­φή που ήδη υπό­σχε­ται και προ­ε­τοι­μά­ζει ο εφιαλ­τι­κός κα­πι­τα­λι­στι­κός “συ­νο­λι­κός ανορ­θο­λο­γι­σμός” στον αέρα που ανα­πνέ­ου­με, στην ατμό­σφαι­ρα, στα δάση, στις θά­λασ­σες και στη γη που κα­τοι­κού­με, με λίγα λόγια, στον ίδιο τον πλα­νή­τη μας και στους αν­θρώ­πους που επι­μέ­νουν να ζουν πάνω σ’αυ­τόν!

Νέα προ­βλή­μα­τα, νέα δι­λήμ­μα­τα και νέοι οι­κου­με­νι­κοί εφιάλ­τες που ντε φάκτο ανα­τρέ­πουν πα­λιές  βε­βαιό­τη­τες  και  πα­ρα­δο­σια­κές πε­ποι­θή­σεις. Με πρώτη και κα­λύ­τε­ρη την άκρι­τη πίστη στη νο­μο­τε­λεια­κή πρό­ο­δο στην οποία είναι δήθεν “κα­τα­δι­κα­σμέ­νο” το αν­θρώ­πι­νο είδος. Την ώρα που ο ει­κο­στός αιώ­νας εξέ­πνευ­σε αφή­νο­ντας πίσω του ατέ­λειω­τα υλικά και κυ­ρί­ως, πνευ­μα­τι­κά ερεί­πια, είναι πια απο­λύ­τως δι­καιο­λο­γη­μέ­νο να δια­πι­στώ­σου­με μαζί με τον Ντα­νιέλ Μπεν­σαϊντ ότι “δύο πα­γκό­σμιοι πό­λε­μοι, η βαρ­βα­ρό­τη­τα των στρα­το­πέ­δων και του γκού­λαγκ, η γε­ω­με­τρι­κή πρό­ο­δος των  δυ­νά­με­ων της κα­τα­στρο­φής έχουν προ πολ­λού τα­λαι­πω­ρή­σει τις πε­ποι­θή­σεις των αν­θρώ­πων. Η κα­τάρ­ρευ­ση των γρα­φειο­κρα­τι­κών κα­θε­στώ­των στην Ανα­το­λή και η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση του γε­γο­νό­τος ότι οι φυ­σι­κοί πόροι δεν είναι ούτε ανε­ξά­ντλη­τοι, ούτε προ­σφέ­ρο­νται δω­ρε­άν, ο ίλιγ­γος μπρο­στά στα εν­δε­χό­με­να που ανοί­γουν οι βιο­τε­χνο­λο­γί­ες, το ίδιο το μπέρ­δε­μα των ορίων ανά­με­σα στη ζωή και στον θά­να­το, προ­κα­λούν νέες αμ­φι­βο­λί­ες και νέους φό­βους. Τα φτερά του αγ­γέ­λου της προ­ό­δου είναι εφε­ξής γα­ζω­μέ­να από σφαί­ρες”!

Ναι, σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση, είναι η ίδια η ιδέα της μα­κράς, γραμ­μι­κής και “ανα­πό­φευ­κτης” ιστο­ρι­κής προ­ό­δου του αν­θρώ­πι­νου εί­δους που δεν αντέ­χει και πρέ­πει να σχε­τι­κο­ποι­η­θεί ή ακόμα και να ανα­θε­ω­ρη­θεί εκ βά­θρων σ’αυ­τή την εποχή όπου τί­θε­ται πια σε αμ­φι­σβή­τη­ση η ίδια η επι­βί­ω­ση του αν­θρώ­που πάνω στη Γη, τώρα που  “η Απο­κά­λυ­ψη στα­μα­τά­ει να είναι ένα προ­φη­τι­κό όραμα για να γίνει μια εντε­λώς χει­ρο­πια­στή απει­λή”. Αν τότε στο Άου­σβιτς ήταν οι Εβραί­οι, οι Τσιγ­γά­νοι, οι ομο­φυ­λό­φι­λοι και κά­ποιες άλλες κα­τη­γο­ρί­ες “Untermenschen” (δη­λα­δή, των «υπαν­θρώ­πων» στους οποί­ους οι να­ζι­στές αρ­νιό­νταν κάθε αν­θρώ­πι­νη ιδιό­τη­τα) που προ­σφέ­ρο­νταν ως «πρώτη ύλη»  στην αν­θρω­πο­βό­ρα μη­χα­νή που λει­τουρ­γού­σε χάρη στην συ­νερ­γα­σία και σύ­γκλι­ση του βιο­λο­γι­κού ρα­τσι­σμού, της σύγ­χρο­νης τε­χνο­λο­γί­ας-επι­στή­μης και της κα­πι­τα­λι­στι­κής βιο­μη­χα­νί­ας, τώρα  είναι το σύ­νο­λο της αν­θρω­πό­τη­τας που προ­σφέ­ρε­ται ως πει­ρα­μα­τό­ζωο για τους πει­ρα­μα­τι­σμούς της τε­ρά­στιας κα­τα­στρο­φι­κής δύ­να­μης που έχει συσ­σω­ρεύ­σει αυτός ο αγριαν­θρω­πι­κός ύστε­ρος κα­πι­τα­λι­σμός. 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΑ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΟ ΣΟ­ΣΙΑ­ΛΙ­ΣΜΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΟ­ΤΗ­ΤΑΣ ΖΩΗΣ

Κρι­τι­κή και ανα­θε­ώ­ρη­ση της ιδέας της «νο­μο­τε­λεια­κής προ­ό­δου, ση­μαί­νει όμως και κρι­τι­κή και ανα­θε­ώ­ρη­ση ενός κά­ποιου μαρ­ξι­σμού! Του μαρ­ξι­σμού που ακόμα κι αν επι­διώ­κει να αντι­κα­τα­στή­σει το νόμο του κέρ­δους με την ικα­νο­ποί­η­ση των ανα­γκών της αν­θρω­πό­τη­τας, «δεν εν­νο­εί διό­λου να ανα­τρέ­ψει τα θε­μέ­λια της κοι­νω­νί­ας που ταυ­τί­ζο­νται  με τη βιο­μη­χα­νία, την τε­χνο­λο­γία, την επι­στή­μη και την πρό­ο­δο».

Ποτέ άλ­λο­τε όσο σή­με­ρα, αυτός ο ντε­τερ­μι­νι­στι­κός, πεζός και οι­κο­νο­μι­κί­στι­κος μαρ­ξι­σμός των «στα­δί­ων» της ιστο­ρι­κής ανά­πτυ­ξης, δεν ήταν τόσο εξω­πραγ­μα­τι­κός, άχρη­στος και κυ­ρί­ως, ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κός. Και ποτέ άλ­λο­τε όσο σή­με­ρα, δεν έρ­χε­ται σε τόσο ολο­μέ­τω­πη σύ­γκρου­ση με τον επα­να­στα­τι­κό, χει­ρα­φε­τη­τι­κό, ορα­μα­τι­κό και αν­θρω­πι­στι­κό μαρ­ξι­σμό που δεν πη­γαί­νει απλώς «πέρα από» το δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό, αλλά επι­διώ­κει να ανα­τρέ­ψει -ή μάλ­λον να ανα­πο­δο­γυ­ρί­σει- την πο­ρεία που ακο­λού­θη­σε για αιώ­νες αυτός ο δυ­τι­κός πο­λι­τι­σμός. 

Καμιά λοι­πόν σχέση με τον αγκυ­λω­μέ­νο χυ­δαίο μαρ­ξι­σμό που απα­ξιώ­νει να δει την πο­ρεία της ιστο­ρί­ας από τη μεριά των «χα­μέ­νων» που κα­τα­δι­κά­ζο­νται εκ κα­θέ­δρας να είναι απλή...«σκόνη της ιστο­ρί­ας» (όπως συ­νέ­βη  πα­λιό­τε­ρα π.χ. με τους «απο­λί­τι­στους» Ιν­διά­νους ή με τους «ιστο­ρι­κά κα­θυ­στε­ρη­μέ­νους» μι­κρούς λαούς, και πολύ πιο πρό­σφα­τα με τους εθνο­κα­θαρ­μέ­νους πρώην Γιου­γκο­σλά­βους), και που αρ­νιέ­ται πει­σμα­τι­κά να την προ­σεγ­γί­σει μέσα από το εν­δε­χό­με­νο μιας (επερ­χό­με­νης) ολι­κής κα­τα­στρο­φής. Και φυ­σι­κά, καμιά σχέση με το γρα­φειο­κρα­τι­κό μαρ­ξι­σμό τόσων και τόσων «επι­γό­νων» που εξα­κο­λου­θεί να πι­στεύ­ει τυφλά στον δήθεν προ­ο­δευ­τι­κό αυ­το­μα­τι­σμό της ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων και στην ακόμα πιο επί­φο­βη «τι­θά­σευ­ση» της (ανα­γκα­στι­κά εχθρι­κής) φύσης από τον άν­θρω­πο και την «θαυ­μα­τουρ­γή» τε­χνο­λο­γία. 

Όχι, δεν είναι τυ­χαίο πως αυτός ο στα­λι­νι­κός και σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κός μαρ­ξι­σμός «ξε­χνά­ει» μό­νι­μα να προ­τά­ξει ένα στρα­τη­γι­κό όραμα, να απο­κα­τα­στή­σει την επα­να­στα­τι­κή ου­το­πία, να προ­τεί­νει «έναν ρι­ζι­κά δια­φο­ρε­τι­κό πο­λι­τι­σμό, μια νέα ποιό­τη­τα ζωής, μια νέα ιε­ραρ­χία αξιών, μια δια­φο­ρε­τι­κή σχέση με την φύση, σχέ­σεις ισό­τη­τας ανά­με­σα στα φύλα, στα έθνη και στις «φυλές», κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις αλ­λη­λεγ­γύ­ης και αδελ­φο­σύ­νης με­τα­ξύ των λαών και των ηπεί­ρων», μια νέα ρι­ζι­κά δια­φο­ρε­τι­κή σχέση (θε­τι­κές δια­κρί­σεις) ανά­με­σα στον πλού­σιο και στον υπα­νά­πτυ­κτο κόσμο. Και φυ­σι­κά, δεν είναι τυ­χαίο –όπως το­νί­ζει ο Μπεν­σαίντ- πως υιο­θε­τεί τυφλά «την ιδέα της προ­ό­δου (που) δεν είναι παρά η ανού­σια, υπο­βαθ­μι­σμέ­νη και αστι­κο­ποι­η­μέ­νη μορφή αυτής της ικα­νό­τη­τας να πη­γαί­νεις προς τα μπρος, που οδη­γεί ανε­παι­σθή­τως  στην πα­ραί­τη­ση από την  πο­λι­τι­κή δράση προς όφε­λος των τε­χνι­κών και εμπο­ρευ­μα­τι­κών αυ­το­μα­τι­σμών».

Ο κύβος έχει ρι­φθεί. Η επα­νά­στα­ση δεν μπο­ρεί πια να είναι απλώς -όπως πα­λιό­τε­ρα- «η ατμο­μη­χα­νή της ιστο­ρί­ας», επει­δή τί­πο­τα άλλο δεν  δι­καιο­λο­γεί και δεν επι­βά­λει την ιστο­ρι­κή-υπαρ­ξια­κή της ανα­γκαιό­τη­τα όσο πρω­τί­στως ότι αυτή και μόνον αυτή πρέ­πει να τρα­βή­ξει –όπως τό­λε­γε ο Βάλ­τερ Μπέ­νια­μιν- το «φρένο κιν­δύ­νου» που στα­μα­τά­ει την τρελή πο­ρεία του τρέ­νου προς την κα­τα­στρο­φή! Τώρα πια το δί­λημ­μα δεν είναι σο­σια­λι­σμός ή οπι­σθο­δρό­μη­ση της αν­θρω­πό­τη­τας. Είναι σο­σια­λι­σμός ως νέος πο­λι­τι­σμός ή κα­τα­στρο­φή της αν­θρω­πό­τη­τας! Κι ας μην μας πούνε πως αυτή είναι μια εξαι­ρε­τι­κά φι­λό­δο­ξη απο­στο­λή για την σο­σια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση. Εξάλ­λου, ας μην ξε­χνά­με: «πρώτα πα­ραι­τού­μα­στε από το αδύ­να­το, μετά ακο­λου­θούν όλα τ’άλ­λα...».

*Το πα­ρα­πά­νω κεί­με­νο γρά­φτη­κε το 1995 (δη­μο­σιεύ­τη­κε στην Εποχή) αλλά δυ­στυ­χώς, είναι ίσως τώρα πιο επί­και­ρο και…κα­τα­νοη­τό.

Με­ρι­κά χρή­σι­μα βι­βλία για την ίδια προ­βλη­μα­τι­κή:

Enzo Traverso ,”Understanding the Nazi Genocide-Marxism after Auschwitz”.

Ernest Mandel, “Premisses materielles, sociales et ideologiques du genocide nazi” στο «Le marxisme d’ Ernest Mandel, επι­μέ­λεια Gilbert Achcar.

Daniel Bensaid, “Le pari melancolique”.

Michael Loewy, “revolte et melancolie: le romantisme a contre-courant de la modernite”.

Enzo Traverso, “Les marxistes et la question juive”.

Daniel Bensaid, “ Marx l’intempestif”.