Απίστευτη σιγή έξω. Ειδικά τα βράδια. Το πιο τρομαχτικό όμως είναι άλλο. Ότι δεν μπορείς να διακρίνεις αν αυτή η σιγή είναι ησυχία ή σιωπή. Αν αυτό το ηχητικό κενό είναι ασυνείδητα ή συνειδητά άδειο.

Η φρίκη του κο­ρω­νοϊ­ού θέλει από­στα­ση, όχι όμως απο­στα­σιο­ποί­η­ση. Η συλ­λο­γι­κό­τη­τα κυ­ρί­ως στις νε­ω­τε­ρι­κές κοι­νω­νί­ες συν­δέ­θη­κε με το χέρι που κρα­τού­σε το χέρι, με την υψω­μέ­νη γρο­θιά, με το πανό και τη ση­μαία. Όλα τα πα­ρα­πά­νω συ­νι­στού­σαν μια αλ­λη­λου­χία επα­φών που με­τέ­τρε­παν τα άτομα από με­μο­νω­μέ­νους πο­λί­τες σε συλ­λο­γι­κές οντό­τη­τες. Σε πο­λι­τι­κές μάζες που άλ­λα­ξαν την ιστο­ρία και τις υπαρ­κτές σχέ­σεις εξου­σί­ας. Που έκα­ναν επα­να­στά­σεις και εξε­γέρ­σεις. Που έγρα­ψαν ποί­η­ση, λο­γο­τε­χνία, που έγι­ναν καλό σι­νε­μά. Γιατί ο κό­σμος δεν είναι ένα άθροι­σμα μο­νά­δων αλλά μία σύ­γκρου­ση συ­νό­λων. Συ­νό­λων με αντι­κρουό­με­να συμ­φέ­ρο­ντα στο ιστο­ρι­κό συ­νε­χές.

Σή­με­ρα η κα­τά­στα­ση είναι αλ­λιώς. Οι επα­φές εκτός από χει­ρα­φε­τη­τι­κή έχουν και άλλη λει­τουρ­γία, αρ­κε­τά επι­κίν­δυ­νη. Αυτό όμως δεν αναι­ρεί τη ση­μα­σία της επα­φής, όχι με την έν­νοια του αγ­γίγ­μα­τος, αλλά με την έν­νοια του συλ­λο­γι­κού δε­σμού. Με τον τρόπο υπε­ρά­σπι­σης των συλ­λο­γι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Ο ιός της παν­δη­μί­ας εξα­πλώ­νε­ται διε­θνώς γεν­νώ­ντας νε­κρούς και σκο­τώ­νο­ντας ζω­ντα­νούς. Πα­ράλ­λη­λα όμως κάνει και κάτι άλλο. Ξε­γυ­μνώ­νει ένα καλά κα­μου­φλα­ρι­σμέ­νο σύ­στη­μα. Ένα σύ­στη­μα που λει­τουρ­γού­σε με γνώ­μο­να το κέρ­δος και όχι τον άν­θρω­πο. Και το ίδιο συ­νε­χί­ζει να κάνει και σή­με­ρα ξε­διά­ντρο­πα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπο­ρού­με να «λο­γα­ρια­στού­με μετά». Να ση­κώ­σου­με λευκή πε­τσέ­τα και να γί­νου­με μο­νά­δες σε μια μη­χα­νή που η πα­ρού­σα κρίση τις καίει με το κιλό.

Η τα­ξι­κό­τη­τα που δια­πνέ­ει τα επι­μέ­ρους σύ­νο­λα είναι υπαρ­κτή. Και όσο υπάρ­χει αυτή, θα υπάρ­χουν και τα αντί­στοι­χα κα­θή­κο­ντα σή­με­ρα. Γιατί ο ιός είναι δια­τα­ξι­κός στο ποιους πλήτ­τει, όμως είναι τα­ξι­κό­τα­τος στο πώς αντι­με­τω­πί­ζε­ται. Στο πώς αφή­νει γυμνά τα δη­μό­σια νο­σο­κο­μεία, στο πώς κλεί­νει το μάτι ακόμη και σή­με­ρα στους ιδιώ­τες, στο πώς ετοι­μά­ζε­ται να τσα­κί­σει τα ερ­γα­σια­κά δι­καιώ­μα­τα, στο πώς εγκα­τα­λεί­πει ευά­λω­τες κοι­νω­νι­κές ομά­δες, στο πώς επι­βά­λει ένα νέο κα­θε­στώς επι­τή­ρη­σης και κα­τα­στο­λής. Και όλα τα πα­ρα­πά­νω με συ­ναί­νε­ση. Με εξα­σφα­λι­σμέ­νη ως ένα βαθμό συ­ναί­νε­ση κάτω από το βάρος ενός πρω­το­φα­νούς πα­γκό­σμιου σοκ.

Για να «λο­γα­ρια­στού­με μετά» λοι­πόν, απαι­τεί­ται να υπάρ­χου­με μετά. Και λέ­γο­ντας να υπάρ­χου­με δεν εν­νο­ού­με μόνο βιο­λο­γι­κά, αλλά και πο­λι­τι­κά, συλ­λο­γι­κά και κοι­νω­νι­κά. Να υπάρ­χουν ορ­γα­νώ­σεις, σω­μα­τεία, πο­λι­τι­κές συλ­λο­γι­κό­τη­τες. Να υπάρ­χουν συλ­λο­γι­κές οντό­τη­τες όχι μόνο ως επι­γρα­φή ή τα­μπέ­λα σκο­νι­σμέ­νη. Αλλά σαν ζω­ντα­νά κύτ­τα­ρα συ­ζή­τη­σης, ορ­γά­νω­σης και σύν­δε­σης με όλους εκεί­νους που θα κλη­θούν να πλη­ρώ­σουν το λο­γα­ρια­σμό της πα­ρού­σας κρί­σης.

Αυτός είναι και ο λόγος που δεν αρκεί η με­τά­θε­ση της αντι­πα­ρά­θε­σης σε έναν αό­ρι­στο χω­ρο­χρό­νο. Απαι­τεί­ται ο προσ­διο­ρι­σμός της αντι­πα­ρά­θε­σης στην πα­ρού­σα συ­γκυ­ρία. Η ανα­ζή­τη­ση των τρό­πων που θα πα­λέ­ψου­με συλ­λο­γι­κά και ας εί­μα­στε σε από­στα­ση. Και αυτό πρέ­πει να γίνει τώρα. Τώρα που οι για­τροί και οι νο­ση­λευ­τές στα δη­μό­σια νο­σο­κο­μεία δί­νουν μια άνιση μάχη, τώρα που οι πρό­σφυ­γες είναι εγκα­τα­λειμ­μέ­νοι στα camps, τώρα που κάθε εί­δους δι­καί­ω­μα γί­νε­ται κου­ρε­λό­χαρ­το.

Ο κο­ρω­νο­ϊ­ός απει­λεί τη ζωή. Είναι ξε­κά­θα­ρο. Η υπε­ρά­σπι­ση της ζωής όμως δεν περ­νά­ει μέσα από την ευ­θυ­γράμ­μι­ση με τις πο­λι­τι­κές εκεί­νων που συ­νε­χί­ζουν να την υπο­τι­μούν. Με το ορ­γου­ε­λι­κό σε­νά­ριο ενός ετε­ρο­χρο­νι­σμέ­νου 1984. Με την απλή ακρό­α­ση διαγ­γελ­μά­των στις 6. Με τον αργό θά­να­το σε μια γρή­γο­ρη ζωή.