Στις 27 Οκτώβρη, στη «Μέρα Ενάντια στο Μόντι», η Αριστερά και η μαχητική πτέρυγα του εργατικού κινήματος είχαν κάνει μια εντυπωσιακή διαδήλωση, που αποδείκνυε πως υπάρχει το δυναμικό για μια εναλλακτική λύση στη λιτότητα. Δυστυχώς, αυτή η δυναμική δεν θα εκφραστεί στις κάλπες που στήνονται στις 24-25 Φλεβάρη.

Μια μερίδα του κινήματος και της Αριστεράς προσανατολίστηκε στο "διαταξικό" ψηφοδέλτιο Ινγκρόια, ενώ μια άλλη στράφηκε στην κεντροαριστερά και τη συμμαχία με το Δημοκρατικό Κόμμα. Στο παρακάτω άρθρο, ο Τζόρτζιο Κρεμάσκι, συνδικαλιστής του FIOM και ιδρυτικό μέλος της «Επιτροπής Ενάντια στο Χρέος», γράφει λίγες μέρες μετά την 27η Οκτώβρη για το αδιέξοδο της κεντροαριστεράς και τις επιλογές που έπρεπε να κάνει η Αριστερά, για να εκφράσει πολιτικά τη δυναμική της διαδήλωσης (για τα προβλήματα της λίστας Ινγκρόια, μπορείτε να διαβάσετε αυτό). Ο Κρεμάσκι θα είναι στο διεθνές τριήμερο του Rproject και εκτός από την ομιλία του στη συζήτηση για το εργατικό κίνημα, θα παρέμβει και στη συζήτηση για την Αριστερά.

--------------------------------------------------------------------------------------------------

Ο φίλος και σύντροφος Γιάκοπο Βενιέρ, από το Liberatv, με κάλεσε να ξεκαθαρίσω τις προθέσεις μου για τις εκλογές μετά την κινητοποίηση της αποκαλούμενης Ημέρας Ενάντια στο Μόντι (No Monti Day). Παρόμοια πρόσκληση απηύθυνε και στο Νίκι Βέντολα (στμ: ηγέτης του κόμματος «Σοσιαλισμός, Οικολογία και Ελευθερία», διάσπαση της Επανίδρυσης) υποψήφιο για το χρίσμα του ηγέτη της κεντροαριστεράς.

Η αλήθεια είναι ότι σήμερα για το ίδιο θέμα φαίνεται να υπάρχουν πολλές και αντικρουόμενες τοποθετήσεις, νιώθω λοιπόν την ανάγκη, αν μη τι άλλο, να περιορίσω τις μεταξύ τους διαφορές σε ό,τι θεωρώ ως το πλέον ουσιώδες.

Νομίζω ότι επιλογές όπως εκείνη του Βέντολα κινούνται ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση από τις συγκεντρώσεις και τα αιτήματα της κίνησης του NoMontiDay. Το κυρίαρχο αίτημα εκείνης της διαδήλωσης ήταν η αδιαμφισβήτητη ρήξη με την οικονομική και κοινωνική πολιτική του Μόντι, μια πολιτική που, με τη σειρά της, είναι απόρροια της συνέχισης αλλά και της περαιτέρω όξυνσης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εδώ και μία τριακονταετία κυβερνούν την Ιταλία και την Ευρώπη.

Ο Μόντι είναι ένας πραγματικός Γατόπαρδος της ιταλικής πολιτικής. Αντιπροσωπεύει τη συνέχεια, την αυτοπροστασία και την οικονομική εξουσία μιας άρχουσας τάξης που επίσπευσε την παρούσα κρίση, αλλά εξακολουθεί αυτοπαρουσιάζεται ως κάτι το καινούργιο, προτρέποντας μας εντέλει «ν’ αλλάξουμε τα πάντα για να μην αλλάξει τίποτα» (στμ: TomasoDiLampedusa, IlGattopardo, Μιλάνο 1957).

Στυλοβάτης της αντίληψης (στμ: του «γατοπαρδισμού»/gattopardismo) είναι το ΔΚ (Δημοκρατικό Κόμμα), το οποίο, όχι τυχαία, χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος, εναλλασσόταν στη διακυβέρνηση της χώρας με τη δεξιά του Μπερλουσκόνι και τη Λίγκα του Βορρά. Η περασμένη εικοσαετία κακώς ορίζεται ως η εποχή του Μπερλουσκόνι, στην πραγματικότητα οι κυβερνήσεις των τεχνοκρατών και η κεντροαριστερά κυβέρνησαν περισσότερα χρόνια από τον ιδιοκτήτη του ομίλου της Mediaset(στμ: η οικονομική αυτοκρατορία του Μπερλουσκόνι).

Στο πολιτικό πρόγραμμα που συνυπογράφουν όλοι οι υποψήφιοι για το χρίσμα του επικεφαλής της κεντροαριστεράς, είναι αδύνατον να διακρίνει κάποιος καινοτομίες ή ρήξεις με το παρελθόν, αντιθέτως αναφέρεται ξεκάθαρα ότι θα γίνουν σεβαστές όλες οι ευρωπαϊκές υποχρεώσεις που επωμίστηκε η κυβέρνηση Μόντι. Έτσι, μαζί με την αποδοχή της δημοσιονομικής αυστηρότητας και την συνταγματική υποχρέωση του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, τα συνημμένα σύμφωνα σταθερότητας και τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν διαφαίνεται η πρόθεση να αμφισβητηθεί ούτε μία από τις κοινωνικές αντιμεταρρυθμίσεις του Μόντι. Αντιθέτως κυριαρχούν ερωτήματα και φλυαρίες χριστιανοδημοκρατικής κοπής, όπως “να υπερβούμε τον Μόντι;” ή “να συνδυαστούν ανάπτυξη και μείωση των δημοσίων δαπανών, αμεροληψία και αυστηρότητα”, ρήσεις που δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα το συγκεκριμένο.

Η κεντροαριστερά, όποιος και να είναι ο ηγέτης της, θα βαδίσει στα χνάρια του Μόντι, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δεν κρύβει τη διάθεσή του να διαδεχτεί τον Ναπολιτάνο στη Προεδρεία της Δημοκρατίας.

Όσον αφορά τον Βέντολα, αλλά και όποιον αντιλαμβάνεται το εαυτό του ως την αριστερά της κεντροαριστεράς -για το ίδιο θέμα δεν έχω ακόμη κατανοήσει τη σκέψη των Ντε Ματζίστρις (στμ: πρώην δικαστής, εκλεγμένος με την «Ιταλία των Αξιών» του Ντι Πιέτρο δήμαρχος της Νάπολι, ιδρυτής του αριστερόστροφου «Πορτοκαλί Κινήματος») και Λαντίνι (στμ: ηγετικό στέλεχος του συνδικάτου FIOM)- η πολιτική του τακτική μοιάζει να πέθανε στη γέννα μια και η οικονομική κρίση έχει μετατρέψει σε φάντασμα όλες τις παλιές μεταρρυθμιστικές πολιτικές, ακόμη και εκείνες τις πάντα αποτυχημένες του μικρότερου κακού. Δεν είναι τυχαίο, που ο Γάλλος πρόεδρος Ολάντ -ένας πειστικότερος μεταρρυθμιστής, αν μη τι άλλο εξαιτίας των ιστορικών προηγούμενων της χώρας του- βλέπει τη δημοτικότητά του να κατρακυλά, μολονότι επιθυμεί να διατηρήσει τη σύνταξη στα 60 χρόνια και τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας στις 35 ώρες. Η κρίση ροκανίζει και τη δική του δημοτικότητα αφού και αυτός είναι υποχρεωμένος να εφαρμόσει νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας· πολιτικές με τις οποίες είναι αδύνατος ο όποιος συμβιβασμός: ή συγκρούεσαι με αυτές, ή τις υπακούς.

Στην Ιταλία το κακό παράγινε, μιας και το βάθεμα της κρίσης επέτεινε τις ήδη υπάρχουσες διαφορές στην επικράτεια της. Τα πράγματα επιδεινώθηκαν για όλους, υπάρχουν όμως γεωγραφικά διαμερίσματα στα νότια της χώρας όπου το επίπεδο της ζωής δεν διαφέρει από εκείνο της σημερινής Ελλάδας. Σε αυτές τις συνθήκες η Κυβέρνηση Μόντι σκέφτεται να αντιμετωπίσει τη γενικευμένη ανεργία υιοθετώντας ευλύγιστες μορφές εργασιακών σχέσεων και αυξάνοντας τα ωράρια εργασίας για όποιον ήδη εργάζεται. Οι προθέσεις της αυτές εναρμονίζονται απόλυτα με τις απόψεις του Μαρκιόνε (Στμ: ο διαβόητος μάνατζερ της ΦΙΑΤ που διαλύει τα εργατικά δικαιώματα και επιχειρεί να καταργήσει τη λειτουργία του συνδικάτου FIOM στα εργοστάσια), παρόλο που κριτικάρει κάποιες αντιπαραγωγικές του υπερβολές, ουδέποτε όμως την ουσία των προτάσεων του.

Συνοψίζοντας, η κεντροαριστερά, από τον Καζίνι (στμ: ηγέτης μικρού δεξιού χριστιανοδημοκρατικού κόμματος και πρώην σύμμαχος του Μπρλουσκόνι έως και την τελευταία του πρωθυπουργική θητεία) έως τον Βέντολα, δεν φαίνεται να έχει άλλη προοπτική εκτός από εκείνη της συνέχισης της πολιτικής του Μοντι. Ο μόνος λόγος μιας πιθανής εκλογικής συναίνεσης στην κεντροαριστερά είναι οι διαφορετικές πολιτικές καταβολές της σε σχέση με την παραδοσιακή δεξιά που βρίσκεται σε καθεστώς διάλυσης. Όμως, ακόμη και έτσι, η απλή κυβερνητική εναλλαγή φαντάζει δύσκολη όταν την υποστηρίζει λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος.

Το κίνημα που ίδρυσε ο Γκρίλο (στμ: πρόκειται για το Κίνημα των 5 Άστρων που ιδρύθηκε από τον ηθοποιό της τηλεόρασης και της επιθεώρησης Πέπε Γκρίλο, φίλα προσκείμενου στο παρελθόν στο PCI, το οποίο και, ακολούθησε σε όλες τις μετέπειτα δεξιόστροφες μεταλλάξεις του) εκφράζει ένα είδος ρήξης με την πολιτική τάξη που κυβέρνησε την τελευταία εικοσαετία. Όσο περνά όμως ο καιρός είναι έκδηλη η δυσκολία του να τοποθετηθεί σαφώς σε θέματα που δεν αφορούν αποκλειστικά και μόνο την παραπάνω κάστα.

Παρακολούθησα στην τηλεόραση την ανοιχτή συνέλευση των μελών της τοπικής οργάνωσης του Κινήματος στη Ρώμη αναφορικά με το NoMontiDay. Κυριάρχησαν τρεις τάσεις: η μία συμμερίζονταν το πολιτικό πλαίσιο της διαδήλωσης και επεδίωκε τη συμμετοχή σε αυτήν, η άλλη, μολονότι συμμεριζόταν και αυτή τον ίδιο στόχο, ζητούσε να μην αναμειχθεί το Κίνημα με άλλες πολιτικές δυνάμεις και, τέλος, υπήρξε και εκείνη που υποστήριζε ότι ο αντίπαλος είναι αποκλειστικά η κάστα των πολιτικών, εξαιρώντας όμως από αυτήν τον Μόντι που, κατά τη γνώμη της, έσωσε τη χώρα. Φαντάζομαι ότι το Κίνημα των 5 Αστέρων απέφυγε την επιλογή ανάμεσα σε αυτές τις τρεις διαφορετικές τοποθετήσεις γιατί όλες μαζί του εξασφαλίζουν σήμερα τη μέγιστη εκλογική αποδοχή. Έτσι όμως θα βρεθεί σύντομα καταδικασμένο σ’ ένα καθεστώς πολιτικής αναποφασιστικότητας, με τα σημάδια του φόβου και των αναστολών του να είναι ήδη ευδιάκριτα.

Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό σκηνικό η διαδήλωση της 27ης Οκτωβρίου ανάδειξε μια διαφορετική δύναμη που δεν τη φοβίζει η πολιτική καθαρότητα. Η κοινή οπτική της γωνία είναι ξεκάθαρα αντικαπιταλιστική και αυτό όχι μόνο γιατί δεν αναγνωρίζει την αναγκαιότητα του κοινωνικού κόστους που υπαγορεύει η κρίση, αλλά και γιατί συνοδεύεται από αιτήματα όπως εκείνο της ρήξης με τον Μόντι και τις ευρωπαϊκές συμβάσεις, ή εκείνο των εναλλακτικών πολιτικών απέναντι στις κυρίαρχες σήμερα αγορές. Το NoMontiDayφέρνει την Ιταλία κοντά στην αγωνιζόμενη Ευρώπη όπου παρόμοιες τοποθετήσεις αναπτύσσονται ταχύτατα. Το πολιτικό τους πλαίσιο δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί λεπτομερώς, όμως οι βασικές του κατευθύνσεις είναι ξεκάθαρες και το μόνο που λείπει είναι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου πολιτικού φορέα που θα τις αναπτύξει περαιτέρω.

Αυτό που εμείς επιθυμούμε συνέβη ήδη στη Λατινική Αμερική, εκεί όπου οι λαοί, αναδεικνύοντας τη δική τους άρχουσα τάξη, αθέτησαν τους όρους υποτέλειας που είχαν με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τις ίδιες πολιτικές που η ΕΚΤ και οι κυβερνήσεις που τη στηρίζουν, με την αντίστοιχη της Γερμανίας σε πρωταγωνιστικό ρόλο, επιδιώκουν να επιβάλλουν σήμερα στους λαούς της Ευρώπης.

Οι συμμετέχοντες στη διαδήλωση της 27ης Οκτωβρίου, εν αντιθέσει με άλλες πολιτικές δυνάμεις, δεν τρέφουν αυταπάτες ότι η πολιτική αλλαγή είναι προ των πυλών. Γνωρίζουν ότι εκκρεμεί η διεκπεραίωση μιας βαθειάς ρήξης και στοχεύουν στην οριστική απομάκρυνση της νεοφιλελεύθερης άρχουσας τάξης. Όμως, τα δεδομένα για μια τέτοια προοπτική, έστω και αν δεν είναι πάντα ορατά, δεν λείπουν. Άλλωστε, ακόμη και ο Μόντι αναγνωρίζει -από τη δική του βέβαια ιδεολογική πλευρά- ότι η Ιταλία έχει άμεση ανάγκη από ριζοσπαστικές λύσεις και όχι από μετριοπαθείς στάσεις. Επομένως, στο πνεύμα αυτών των λύσεων, αν θέλουμε να σώσουμε και να ενδυναμώσουμε ό,τι καλύτερο ανέδειξε η Ευρώπη μετά τον πόλεμο και τη φασιστική ήττα, τη διεύρυνση δηλαδή της δημοκρατίας και το κοινωνικό κράτος, η μόνη λύση είναι η ριζοσπαστική ρήξη με τις εξουσίες και τους μηχανισμούς της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

Επιβάλλεται λοιπόν να οργανωθούμε εδώ και τώρα σε μία συμμαχία που δεν θα αρκείται μόνο στο να συναθροίζει κόσμο στα συλλαλητήρια, αλλά θα παράγει προγράμματα και κοινή δράση.

Η οργανωτική μας αυτή δραστηριότητα θα στοχεύσει στους κοινωνικούς και συνδικαλιστικούς χώρους, αφού δεν είναι λίγοι οι αγώνες και τα κινήματα που οργανώνονται παράλληλα ή και σε αντιδιαστολή με την συνομοσπονδία των τριών επίσημων συνδικάτων (Cgil, Cislκαι Uil). Τα οποία, δρώντας συχνά ως παράπλευροι βοηθητικοί μηχανισμοί της κεντροαριστεράς, ενίοτε και του Μόντι, αναδεικνύουν όλο και περισσότερο την ανεπάρκεια τους, με αποτέλεσμα να καθίσταται επιτακτική η ανάγκη μιας νέας ενωτικής επανεκκίνησης ενός συγκρουσιακού και ταξικού συνδικαλισμού.

Ανάλογη οφείλει να είναι η δραστηριότητά μας και σε πολιτικό επίπεδο αφού το NoMontiDayανέδειξε την ύπαρξη ενός μαζικού κινήματος που αδυνατεί να αναγνωρίσει την πολιτική του υπόσταση στην κεντροαριστερά ή στις κατά τόπους συνελεύσεις του Κινήματος των 5 Αστεριών.

Στη πραγματικότητα, σήμερα στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας δεν υπάρχουν άλλες δυνάμεις εκτός από αυτές τις τρεις, συνεπώς τις επόμενες ημέρες οι πάντες οφείλουν να επιλέξουν με ποιόν θα πάνε.

Τέλος, για να αποκτήσει πολιτική υπόσταση η συμμαχία της 27ης Οκτωβρίου συντρέχουν δύο βασικές προϋποθέσεις. Η πρώτη απαιτεί να καθοριστούν και να διαδοθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα τα σημεία ενός οικονομικού και κοινωνικού σχεδίου που θα αντιπαρατίθεται σε όλες τις ‘μεταρρυθμιστικές’ εκδοχές του Μόντι. Η δεύτερη, να συνειδητοποιήσουν οι δυνάμεις και οι προσωπικότητες του NoMontiDayότι υπολογίζονται στη πολιτική ζωή της χώρας μονάχα εάν είναι ενωμένοι.

Πρόκειται για απλές προϋποθέσεις, καθόλου όμως δεδομένες εάν κάποιος επαναφέρει στη μνήμη του την ιστορία των τελευταίων χρόνων. Από την απάντηση στα δύο αυτά ζητήματα -απάντηση που οφείλει να είναι συλλογική και όχι μονάχα ενός προσώπου- θα ξεκαθαριστεί εάν η εν δυνάμει πολιτική πρωτοβουλία θα καταφέρει να οργανωθεί πριν από τις εκλογές, αλλά και, κυρίως, εάν θα έχει συνέχεια μετά από αυτές.