Στη δημόσια συζήτηση που άνοιξε μετά την παρουσία του γραμματέα του ΠΣ της ΛΑΕ στο κανάλι «Επανελλήνισις» και στην εκπομπή «Σπαρτιάτες» δόθηκαν κάποιες αναγκαίες απαντήσεις με την απόφαση της ΠΓ της ΛΑΕ, στις 6.11.18.
Η δημόσια συζήτηση κατέγραψε πράγματι αρκετές κακοπροαίρετες επιθέσεις από δημοσιογραφικά κέντρα που υποστηρίζουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική της. Κατέγραψε όμως και σοβαρούς προβληματισμούς που δεν σχετίζονται μόνο με αυτό καθεαυτό το λάθος της παρουσίας του γραμματέα του ΠΣ της ΛΑΕ στην εν λόγω εκπομπή. Είναι αναγκαίο στη σημερινή περίοδο να αναμετρηθούμε με ερωτήματα που τέθηκαν και τίθενται αντικειμενικά μπροστά μας.
Σε αυτήν την απόφαση περιλαμβάνεται, κατά πλειοψηφία, μια θέση περί απεύθυνσης σε κάποιες «δημοκρατικές – πατριωτικές – αντιμνημονιακές δυνάμεις». Mια προβληματική θέση όταν δεν διευκρινίζεται ποιές είναι οι δυνάμεις αυτές, από ποιους αποτελούνται, τι θέση παίρνουν στα κομβικά κοινωνικά ζητήματα της περιόδου.
Έχοντας μπει στην τελική ευθεία προς μια σημαντική πολιτική αναμέτρηση, όπου η ΛΑΕ αλλά και το σύνολο της ριζοσπαστικής αριστεράς θα έχουν να αντιμετωπίσουν το καθεστωτικό δίλημμα «Τσίπρας ή Μητσοτάκης» - που επιχειρεί να εγκλωβίσει τον κόσμο μας σε επιλογές εντός του μνημονιακού πλαισίου – θεωρούμε ότι δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για τέτοιες απροσδιοριστίες και ασάφειες. Οι όποιες αναφορές οφείλουν να είναι συγκεκριμένες για να μπορούν να κριθούν.
Στη σημερινή συγκυρία ο κόσμος μας βομβαρδίζεται από ειδήσεις σχετικές με την ενίσχυση της ακροδεξιάς: νίκη του Μπολσονάρο στη Βραζιλία, συμφωνία μεταξύ Σαλβίνι – Λεπέν για ρατσιστικό μέτωπο στις επερχόμενες ευρωεκλογές, απόφαση της αυστριακής κυβέρνησης να αποσυρθεί από το σύμφωνο του ΟΗΕ για τους μετανάστες – πρόσφυγες κλπ. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες γίνεται υποχρεωτική η αναβάθμιση της αντιπαράθεσης με τις ρατσιστικές, εθνικιστικές, πατριδοκάπηλες και φιλοπόλεμες απόψεις του ακροδεξιού χώρου, η πάλη ενάντια στις πρωτοβουλίες του, η πλήρης διαφοροποίηση από τη δική του ατζέντα. Είμαστε βέβαιοι ότι αυτή η κατεύθυνση ενοποιεί το σύνολο της ΛΑΕ. Γιατί, μεταξύ άλλων, η ακροδεξιά – εθνικιστική πολιτική οδηγεί σε βαθύτερη πρόσδεση με τον ιμπεριαλισμό – και κυρίως της ΗΠΑ στην εποχή του Τραμπ – και δεν έχει καμιά σχέση με όποιας μορφής «ρήξη ανεξαρτησίας», όπως δημαγωγικά ισχυρίζονται οι παλιοί και νέοι σχηματισμοί της ακροδεξιάς
Στα πλαίσια της κρίσης ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού και της χρεωκοπίας όσων αριστερών δυνάμεων ακολουθούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, δημιουργείται ένα κενό που έλκει λαϊκά στρώματα προς τα δεξιά. Ιδίως στη χώρα μας η μετατόπιση του πολιτικού και κοινωνικού σκηνικού προς τα δεξιά αποτυπώνεται από το συνδυασμό α) της πλήρους υποταγής μιας κυβέρνησης που επικαλείται το όνομα της Αριστεράς στις νατοϊκές επιταγές και τα συμφέροντα του κεφαλαίου, β) της ικανοποίησης των αστικών συμφερόντων με την αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων χάρη στη λιτότητα, γ) της μετατόπισης της πολιτικής ατζέντας στα «εθνικά ζητήματα», δ) της στήριξης του κυβερνητικού εταίρου (ΑΝΕΛ), αλλά και της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε εθνικιστικές αντιδράσεις που νομιμοποιούν ανοικτά φασιστικές (Χ.Α) ή φασίζουσες πρακτικές, ε) της αδυναμίας της Αριστεράς να μετατοπίζει την ατζέντα στο κοινωνικό πεδίο, τόσο σε επίπεδο πολιτικών πρακτικών, όσο και σε επίπεδο πολιτικού λόγου.
Το θέμα που τίθεται και εδώ πράγματι αναπτύσσονται διάφοροι προβληματισμοί στο εσωτερικό της ΛΑΕ είναι το πώς η Αριστερά οφείλει να αντιμετωπίσει αυτό το φαινόμενο. Κατά τη γνώμη μας χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις δεξιές μετατοπίσεις σε μια περίοδο κινηματικής ύφεσης και αποδιάρθρωσης συλλογικών πρακτικών. Στο επίκεντρο των ιδεολογικοπολιτικών μεταλλάξεων παραμένει η λογική του ΤΙΝΑ, η αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει και ιδίως ότι το ολοένα και πιο εξατομικευμένο μέλος των λαϊκών τάξεων αδυνατεί να κάνει κάτι για να αλλάξουν τα πράγματα. Η ιδεολογικοπολιτική αυτή μεταβολή ενισχύεται άλλωστε από την εγγενή στο νεοφιλελευθερισμό αυταρχική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος που μετατοπίζει την πραγματική πολιτική εξουσία σε κέντρα αποστειρωμένα από την παρουσία των διεκδικήσεων των λαϊκών στρωμάτων. Στο έδαφος αυτής της αίσθησης ανημπόριας η προβολή «εχθρών», συνήθως εξωτερικών, που υποτίθεται απειλούν την ταυτότητα του ατόμου, όπως οι λαθρομετανάστες, οι Σκοπιανοί, οι Αλβανοί, οι Τούρκοι, πολώνει τμήματα των λαϊκών τάξεων σε συντηρητική κατεύθυνση, τα απομακρύνει από την Αριστερά και βοηθά την πρόσδεσή τους σε εκείνους τους πολιτικούς πόλους που μπορούν να εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη «σταθερότητα» ή ακόμα χειρότερα σε έναν ηγέτη που «θα μας σώσει». Η Αριστερά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να «πάει με τα νερά» αυτών των μετατοπίσεων και να τις νομιμοποιήσει
Η θέση μας είναι ότι η Αριστερά οφείλει να αναδεικνύει τα πραγματικά αντικειμενικά συμφέροντα, τις πραγματικές διαχωριστικές γραμμές και τα πραγματικά διακυβεύματα για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα: την ακύρωση των λαϊκών κατακτήσεων και δικαιωμάτων, την καταλήστευση του μεριδίου του κοινωνικού πλούτου που καρπώνονται αυτοί που τον παράγουν, τη χειροτέρευση των συνθηκών ζωής των λαϊκών στρωμάτων με το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, την υποβάθμιση των κοινωνικών παροχών, την αντιπεριβαλλοντική νομοθεσία που επιβάλλεται για να διευκολυνθούν τα περιθώρια κέρδους. Η Αριστερά εν τέλει οφείλει να καταδεικνύει τους πραγματικούς εχθρούς: τα σχέδια των ιμπεριαλιστών και το ρόλο των αστών. Και βέβαια ρόλος της είναι να ενισχύει την εμπλοκή των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων σε συλλογικές διαδικασίες που αίρουν ψεύτικους διαχωρισμούς και διαμορφώνουν την αναγκαία κρίσιμη μάζα για την διεκδίκηση κατακτήσεων και την άνοδο της ταξικής συνείδησης. Απέναντι δε στα ιμπεριαλιστικά σχέδια, τον τυχοδιωκτισμό της αστικής τάξης της χώρας της και την πιθανή επιθετικότητα άλλων αστικών τάξεων, να διαμορφώνει κινήματα για την προώθηση της ειρήνης, της φιλίας των λαών και την απεμπλοκή της χώρας από επικίνδυνα ιμπεριαλιστικά ή υποϊμπεριαλιστικά παιχνίδια.
Η κοινωνική απεύθυνση της ΛΑΕ οφείλει να παραμείνει αυστηρά προσηλωμένη στις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις αποφεύγοντας την αποπροσανατολιστική παγίδα αναφοράς σε ένα κάποιο ευρύτερο, αλλά απροσδιόριστο, «εθνικό ακροατήριο». Αλλωστε το μεταβατικό πρόγραμμα φιλολαϊκής εργατικής διεξόδου από την κρίση που προτείνει η ΛΑΕ έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με στρώματα που έλκουν συμφέροντα και εξουσία από τη διατήρηση του μνημονιακού καθεστώτος. Αυτή η επιλογή σημαίνει ότι το κοινωνικό ζήτημα είναι το κέντρο στην πολιτική μας, είναι η ψυχή στη δράση μας. Στο ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών αυτή η επιλογή σημαίνει ότι η ΛΑΕ οφείλει να συγκεντρωθεί στα καθήκοντα συγκρότησης του μετώπου της ριζοσπαστικής αριστεράς, επιμένοντας στην προσπάθεια για την πολιτική και προγραμματική προετοιμασία του, επιμένοντας στην προσπάθεια για να καμφθούν οι σεχταριστικές αντιρρήσεις, όπως και αδιέξοδες γενικολογίες περί καταφυγής στο «κοινωνικό κίνημα» που υποτιμούν τις αναγκαιότητες του πολιτικού αγώνα. Σε αυτήν την προσπάθεια, που τα αποτελέσματά της δεν έχουν ακόμη κριθεί, θα πρέπει να αποφευχθεί ως σοβαρό πολιτικό λάθος, κάθε τάχα ευρύτερη απεύθυνση που βάζει σε αμφισβήτηση το στόχο για τη συγκρότηση του μετώπου της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Αυτή η πολιτική πρέπει να υπηρετηθεί με ανάλογη τακτική μέσα στο μαζικό κίνημα, αλλά και με πολιτικές πρωτοβουλίες που έχουν σαφώς προσδιορισμένους αποδέκτες: τον χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τις δυνάμεις που αποσπάστηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ το 2015 σε σύγκρουση με την μνημονιακή στροφή του, άλλες οργανώσεις και πρόσωπα που δρουν μέσα στο εργατικό λαϊκό κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη μνημονιακή αστική πολιτική. Αυτή η πολιτική πρέπει να υποστηριχτεί με συγκεκριμένα μέτρα ενίσχυσης της συλλογικότητας, της δημοκρατικής λειτουργίας, της ανανέωσης και του πλουραλισμού, μέσα στις παρεμβάσεις και την πολιτική παρουσία μας.
Τα ζητήματα αυτά θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να τεθούν στο κέντρο της προσοχής του ΠΣ της ΛΑΕ που θα πρέπει άμεσα να κληθεί για να επεξεργαστεί ενωτικές και προωθητικές απαντήσεις.
Νταβανέλος Αντώνης
Σαραφιανός Δημήτρης
Τουλιάτος Χρήστος