Αντιμετωπίζουμε μια συγκυρία με αρνητικά χαρακτηριστικά για την αριστερά και το κίνημα καθώς η αστική ατζέντα τείνει να την καθορίσει με αιχμή τα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα». Την ώρα μάλιστα που το κίνημα για τους πλειστηριασμούς βρίσκεται σε κρίσιμη κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και μια νέα, κινηματική ανάταση εμφανίζεται στον χώρο των εκπαιδευτικών.

Μια πρώτη, εισαγωγική παρατήρηση: η δυσκολία της συγκυρίας αυτής για όλη την αριστερά αποτυπώνεται στις αντιδράσεις της, συμπεριλαμβανομένης και της ΛΑΕ. Εντούτοις η ΛΑΕ είναι πλατύς σχηματισμός και διεκδικεί αυτή την κατεύθυνση, της μετωπικής απάντησης στο κίνημα και στην πολιτική, σαν στοιχείο φυσιογνωμίας και πυρήνα της πρότασής της. Όμως τα μέτωπα που στοχεύουν στη συγκέντρωση της δύναμης και πολύ περισσότερο τα «πλατιά κόμματα» όπως η ΛΑΕ δεν μπορούν να λειτουργήσουν με τον ίδιο συγκεντρωτισμό των «μονολιθικών» κομμάτων. Η ανάγκη για την αντιμετώπιση της πολιτικής πρόκλησης στην δημόσια εκφώνηση δεν μπορεί να υπερβαίνει τον βαθμό της εσωτερικής συζήτησης και συμφωνίας. Απ’ αυτή την άποψη το κείμενο της εισήγησης αποτελεί σημαντικά διαφορετικό πλαίσιο από ότι η παρέμβαση του γραμματέα η οποία εξάλλου εκφράζει κυρίως το δημόσιο λόγο της ΛΑΕ. Όσο σημαντικό είναι να συζητήσουμε στην βάση της εισήγησης που εκφράζει την εσωτερική σύγκλιση/ζύμωση άλλο τόσο είναι αναγκαίο να καθορίσουμε εν τέλει τη «γραμμή» στην συγκυρία που αποτυπώνεται στο δημόσιο «προφίλ» της ΛΑΕ.

Αυτή η αντίθεση μεταξύ δημόσιου λόγου και εσωτερικής συζήτησης, όσο κι αν ερμηνεύεται,  προκαλεί ωστόσο πολιτική αμηχανία στο κόμμα. Δεν λειτουργεί συγκεντρωτικά – συσπειρωτικά στα μέλη και στη δράση των οργανώσεων αλλά το αντίθετο. Όμως αυτό είναι το ζητούμενο. Η μεγαλύτερη συμμετοχή στις οργανωμένες δραστηριότητες, στη συζήτηση και στη δράση. Από στενή, εκλογική ματιά μπορεί να φαίνεται δευτερεύον αλλά είναι αυταπάτη. Είναι το πιο σημαντικό σήμερα να μπορεί η ΛΑΕ να θέσει σε κίνηση οργανωμένα, μέλη και «ακροατήρια» και αυτό το καθορίζει σε μεγάλο βαθμό η δημόσια εκφώνηση. Η σύγκλιση του δημόσιου λόγου με την εσωτερική συζήτηση αποτελεί μέτρο της αποτελεσματικότητας. Οι διαδικασίες του πολιτικού συμβουλίου και των λοιπών οργάνων της ΛΑΕ οφείλουν να συμβάλουν στην αντιστροφή της κατάστασης.

Τα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα» - το «μακεδονικό» και περισσότερο η όξυνση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία μετακινούν το κέντρο βάρους από το ταξικό στο εθνικό και λειτουργούν αντιπαραθετικά προς τις κινηματικές δραστηριότητες. Το ζήτημα δεν αφορά τόσο στην εκτίμηση για την πιθανότητα πολέμου όσο στην άνοδο του εθνικισμού που απειλεί με «σιωπητήριο» κάθε κινηματική προσπάθεια και κάθε ταξική και αριστερή προσέγγιση της περιόδου.

Σήμερα η κοινωνία μοιάζει μοιρασμένη ως προς την «εθνική έπαρση» και πάντως το κυρίαρχο αίσθημα είναι ο φόβος και η ανασφάλεια. Εάν εντούτοις το εθνικιστικό κλίμα το οποίο οι δεξιοί και ακροδεξιοί κύκλοι προσπαθούν να ενισχύσουν με κάθε τρόπο, εάν εκδηλώσεις όπως τα πρόσφατα συλλαλητήρια, καθορίσουν πλήρως την πολιτική ζωή, τότε η αριστερά και πολύ περισσότερο τα κινήματα (όπως στους πλειστηριασμούς και στην εκπαίδευση) θα βρεθούν στο περιθώριο χωρίς δυναμική και προοπτική.

Παρά τις διαφορές στις θεωρητικές προσεγγίσεις και παραδόσεις των διάφορων ρευμάτων της αριστεράς, στις συγκεκριμένες συνθήκες αυτές έχουν μικρή σημασία, αν όχι προσχηματική της πολιτικής αμηχανίας, μπροστά στον κίνδυνο του εθνικισμού, του μιλιταρισμού ακόμη και του πολέμου. Είναι σαφές ότι αντιμετωπίζουμε μια αντιπαράθεση των αρχουσών τάξεων Τουρκίας – Ελλάδας για τις εξορύξεις υδρογονανθράκων και την γεωπολιτική πρωτοκαθεδρία μέσα σ’ ένα πλαίσιο όξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο με την συμμετοχή τόσο των ΝΑΤΟ/ ΗΠΑ/ ΕΕ όσο και της Ρωσίας, που έχει ήδη μετατρέψει τη Συρία σε κόλαση. Εδώ δεν χωρά καμιά «ρεάλ πολιτίκ» από την αριστερά, καμιά επιλογή ιμπεριαλιστικής πλευράς παρά μόνο η προσπάθεια για την ανάπτυξη αντιπολεμικού, αντιμιλιταριστικού, αντιεθνικιστικού κινήματος.      

Από την πολιτική σκοπιά το ζήτημα που τίθεται για την αριστερά δεν αφορά στο ποια πρέπει να είναι «η στάση της χώρας» αλλά ποια πρέπει να είναι η στάση η δική της απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ποια απέναντι στην αντιπολίτευση της Δεξιάς και κυρίως ποια είναι η πρόταση προς τον λαό και το κίνημα.

Απορρίπτοντας την κυβερνητική διαχείριση ανοίγονται δύο και μόνο δρόμοι κριτικής: η μία εκδοχή αφορά στην κριτική για ενδοτική, «ψοφοδεή» όπως γράφεται, στάση απέναντι στην Τουρκία. Η κριτική αυτή φτάνει να απαιτεί «αντί να παίρνει τα σπίτια του λαού και να στηρίζει τους τραπεζίτες να πάρει τα Ίμια και να στηρίξει τα γεωτρύπανα και τις εξορύξεις». Μάλλον όμως είναι δύσκολο να θεωρηθεί μια τέτοια στάση ότι συμβάλει στο αντιπολεμικό και αντιεθνικιστικό κίνημα. Αντίθετα οδηγείται, πέρα από προθέσεις και «θεωρητικοποιήσεις», στον χώρο που ήδη ηγεμονεύεται από την δεξιά και την ακροδεξιά.

Η άλλη εκδοχή, η μόνη απ’ τ’ αριστερά, αφορά στην κριτική ότι η κυβέρνηση «στρώνει τον δρόμο» στην άνοδο του εθνικισμού και αυξάνει τον κίνδυνο του πολέμου καθώς προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την αρνητική συγκυρία στην σχέση της Τουρκίας με την «Δύση» (ΝΑΤΟ/ ΗΠΑ /ΕΕ) για να βελτιώσει την θέση της εγχώριας άρχουσας τάξης στην περιοχή σε συμμαχικό άξονα με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Κύπρο βασιζόμενη στις ΗΠΑ και την ΕΕ. Αυξάνει τους εξοπλισμούς (αεροπλάνα από ΗΠΑ, φρεγάτες από Γαλλία) που πέραν των άλλων σημαίνουν δισεκατομμύρια την ώρα που ο λαός στενάζει από την διαρκή λιτότητα των μνημονίων. Από την ίδια σκοπιά εκκινεί η αριστερή «αντεπίθεση» σε κάθε είδους δεξιά και ακροδεξιά εθνικιστική πλειοδοσία αντιπαραθέτοντας το αντιπολεμικό, αντιεθνικιστικό και αντιφασιστικό κίνημα ταυτόχρονα με την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής, των μνημονίων, της σύνδεσης με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, με ταξική, αριστερή, αντικαπιταλιστική στόχευση και προοπτική.

Η τρέχουσα συγκυρία ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο τις επιλογές που οφείλει να κάνει η ΛΑΕ προκειμένου να στηρίξει την εναλλακτική πρόταση απ’ τ’ αριστερά απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και στην αντιπολίτευση της ΝΔ. Ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχουν σήμερα γενικά «αντιμνημονιακά ακροατήρια» αλλά συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα και τάξεις, μισθωτοί/ες δημοσίου και ιδιωτικού, άνεργοι/ες, νεολαία και αποκλεισμένοι/ες και βέβαια ο κόσμος της αριστεράς.

Απ’ αυτή την άποψη απορρέουν τόσο οι στοχεύσεις για τα μέτωπα και τις συμμαχίες όσο και οι προγραμματικές αιχμές. Χρειάζεται αποσαφήνιση της φυσιογνωμίας της ΛΑΕ και της εναλλακτικής πρότασής της, με επιμονή στο κάλεσμα της αριστεράς, κομμάτων, μετώπων και κόσμου (ανεξάρτητα από την προς ώρας ανταπόκρισή τους) και κυρίως επιμονή στην κοινωνική απεύθυνση διαμορφώνοντας ταυτόχρονα ένα ανανεωμένο πλαίσιο εσωτερικής λειτουργίας που θα δημιουργεί έμπνευση, εμπιστοσύνη, στράτευση των μελών στις διαδικασίες και κυρίως στην εξωστρεφή κίνηση και δράση.  

*Βασισμένο στην τοποθέτηση στο ΠΣ της ΛΑΕ  

Ετικέτες